Ποικιλία κειμένων και μορφών

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • «Μεταμόρφωση» από το «Σημείο Μηδέν»
«Μαντάμ Σουσού»
G.

Συνεχίζοντας μια σοβαρή πορεία θεματολογικού και αισθητικού προβληματισμού, ασκούμενου με θεατροποιήσεις λογοτεχνικών έργων διαχρονικής αξίας, ο θίασος «Σημείο Μηδέν» (μετά τους «Δίκαιους» του Καμύ), στέγασε (στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης»), ένα επίσης αξιόλογο εγχείρημα σκηνικής μεταφοράς της «Μεταμόρφωσης» του Κάφκα. Ενα σπουδαίο, εξπρεσιονιστικής αλληγορίας, διήγημα του γερμανόφωνου Τσέχου συγγραφέα, του οποίου ο αυτοβιογραφικός – αυτοψυχογραφικός «πυρήνας» εμπεριέχει και εκφράζει την υπαρξιακή αγωνία, τον ψυχοδιανοητικό «εφιάλτη» κάθε ανθρώπου ανίσχυρου, καταπιεσμένου, εκμεταλλευόμενου, αλλοτριωμένου, απομονωμένου, εξαιτίας των δομών, αξιών και κανόνων της σύγχρονης κοινωνίας (οικογένειας, εργασίας, κοινωνικού περιβάλλοντος). Η απέχθεια, ο φόβος, το αίσθημα ενοχής και αδυναμίας του Κάφκα, λόγω του εγωτικού, δεσποτικού, απαιτητικού πατέρα του, της εξαντλητικής εργασίας του (δούλευε σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία, σπουδάζοντας παράλληλα Νομικά), η ευαίσθητη υγεία του (καιροφυλακτούσε η φυματίωση), η απέχθειά του για την καταπιεστική, γραφειοκρατική, παράλογη κοινωνία, η υπαρξιακή ανασφάλεια, η μοναχικότητα και το στερημένο δικαίωμά του να είναι ο εαυτός του, «τροφοδότησαν» το σύνολο, σχεδόν, του έργου του και εντονότατα τη «Μεταμόρφωση» (1912). Το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος, ο Γκρέγκορ Σάμσα, μετά από μια κοπιαστική εργασιακή ημέρα και μια νύχτα με ανήσυχα όνειρα, εξαναγκάζεται να ξυπνήσει για να είναι εγκαίρως στη δουλειά του. Ξυπνώντας, όμως, έχει μεταμορφωθεί σε «σκαθάρι», που θα συχαίνεται ο πατέρας, θα αποφεύγει η μητέρα, θα συμπονά μόνον η αδελφούλα του, θα τρέφεται με βρωμιές και θα πεθάνει απομονωμένος μέσα σε ένα δωμάτιο – κλουβί, όπου τη θέση του θα πάρει ένα ακόμα καταπιεσμένο πλάσμα, η αδελφή του. Εδώ να σημειωθεί ότι το πρωτότυπο μετέφρασαν οι Σάββας Στρούμπος και Δανάη Σπηλιώτη. Η διασκευή (του θιάσου), στρέφοντας όλη την προσοχή της στα τέσσερα κύρια πρόσωπα και στο ψυχογραφικό χαρακτήρα του έργου, με αποτέλεσμα να περιοριστεί το κοινωνιολογικό εύρος και φόντο του, ώθησε την αναμφίβολα, ενδιαφέρουσα και ατμοσφαιρική, σκηνοθεσία του δημιουργού της ομάδας, Σάββα Στρούμπου, να στραφεί προς μια κινησιολογική ψυχογραφική και λιγότερο χαρακτηρολογική ερμηνεία των τεσσάρων προσώπων, βασιζόμενος αλλά και αξιοποιώντας στο έπακρο την εξαιρετική κινησιολογική ευλυγισία του Μιλτιάδη Φιορέντζη (Γκρέγκορ), όπως και την επίσης εκφραστική κινησιολογική και υποκριτική ικανότητα της Ελεάνας Γεωργούλη (Γκρέτε Σάμσα). Γόνιμη η ερμηνευτική συμβολή και των Σάββα Στρούμπου (λιτός αφηγητής), Μαρίας – Ολγας Αθηναίου και Θοδωρή Σκυφτούλη. Καλαίσθητα τα κοστούμια (Γιώργος Κολιός – Rebecca Gutsfelt) και το σκηνικό (Γ. Κολιός), ατμοσφαιρική η συμβολή των φωτισμών (Κώστας Μπεθάνης) και της μουσικής (Λεωνίδας Μαριδάκης). Αξιέπαινο είναι το βιβλίο – πρόγραμμα της παράστασης, με το πρωτότυπο και τη διασκευή (μετάφραση, κείμενα των Σάββα Στούμπου – Δανάης Σπηλιώτη) Φραντς Κάφκα «»Η μεταμόρφωση» και Αναφορά σε μια Ακαδημία» (εκδόσεις «Νεφέλη»).

  • «Ψευδαισθήσεις» στο «Θέατρο Οδού Κυκλάδων»
«Μεταμόρφωση»

«Βήμα» σκηνοθετικής δημιουργίας, στη στέγη της, στο «Θέατρο οδού Κυκλάδων», έδωσε η 30χρονη «νέα Σκηνή» του Λευτέρη Βογιατζή, στην πραγματικά ταλαντούχα Κατερίνα Ευαγγελάτου, για να ανεβάσει το έργο του Ρώσου δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ «Ψευδαισθήσεις». Πολυβραβευμένος, αλλά ίσως πρόωρα υπερτιμημένος, ο Βιριπάγιεφ, με αφαιρετική, νεωτερικά αφηγηματική γραφή, θεματοποιεί ιδιαίτερα ή επιμέρους ανθρώπινα προβλήματα και φαινόμενα στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, κυρίως τη ρωσική, περιγράφοντας τα επιφαινόμενά τους, αλλά όχι το βάθος και τα αίτιά τους. Λ.χ. στο πρωτοπρόσωπα αφηγηματικό «Οξυγόνο» (έργο ενδιαφέρον, το πρώτο έργο του που παίχθηκε στην Ελλάδα), θέμα του ήταν η ανάγκη και «διέξοδος» των Ρώσων, ιδίως των νέων, στη θρησκευτική πίστη, ώστε να αντέξουν τη ζωή και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της νέας κοινωνικής πραγματικότητας, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης (ένδεια, διάλυση του οικογενειακού ιστού και της κοινωνίας, έλλειψη εργασίας και στέγης, πείνα, ορφάνια, εγκατάλειψη, βία, αλκοολισμός, εκπόρνευση, κ.λπ.), χωρίς να λέει λέξη για τα αίτια και τους υπαιτίους όλων αυτών των δεινών). Πιο «ανάλαφρο» θεματολογικά, ειρωνικά «κωμικό», στο βάθος μελαγχολικό, το έργο «Ψευδαισθήσεις» αφορά στο ορμέμφυτο και αστάθμιτο του έρωτα, στην αγάπη και την πίστη, στη σύμβαση του γάμου, στην εφ’ όρου ζωής συμβίωση, στις αλήθειες και τα ψέματα, στις ομολογημένες και ανομολόγητες επιθυμίες, στις πράξεις και σκέψεις του ανθρώπου, την αγάπη στον τελικό απολογισμό της ζωής και το θάνατο (φυσικό ή αυτοκτονία). Δύο ανδρόγυνα – τέσσερις φίλοι από τα νιάτα τους, με αλλεπάλληλους, κατ’ ιδίαν, εξομολογητικούς μονολόγους, μεσήλικες πια, αποκαλύπτουν το μετά το γάμο τους ξύπνημα του υπολανθάνοντα έρωτα και τελικώς τη μοιχεία με το ταίρι του άλλου. Μοιχεία, εντός της τετράδας, καθώς κάθε άνδρας ερωτεύεται και μοιχεύει με τη γυναίκα του άλλου, κάθε σύζυγος με τον άνδρα της άλλης. «Εναύσματα» για τους εξομολογητικούς μονολόγους αποτελούν ο αναπόφευκτος απολογισμός ζωής που κάνει κάθε άνθρωπος προ του τέλους του και ο θάνατος φυσικός ή ηθελημένος. Το έργο, σε εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, με φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, με σύγχρονα κοστούμια και λιτότατο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη (στη γυμνή σκηνή μόνο δύο μικρόφωνα και ως «πλάτη» της σκηνής δυο μαυροπίνακες, με κιμωλίες και σφουγγάρια), η πάντα εύστοχα ευρηματική, με προδιάθεση για πολύσημα «παίγνια», με αίσθηση του χιούμορ, του δραματικού αλλά και του κωμικού, Κατερίνα Ευαγγελάτου, «διάβασε» το έργο σαν μια παιγνιώδη, αλληλοαποκαλυπτική διαδικασία «εγγραφής» και «διαγραφής» στο μαυροπίνακα της ζωής, της διπλής ζωής του κάθε ζεύγους, του κάθε ερωτικού τριγώνου, του κάθε προσώπου. Τη λεπτή ειρωνεία και τα «παίγνια» της σκηνοθεσίας ανέδειξαν η εξαιρετική ερμηνευτική αμφισημία της Αλεξίας Καλτσίκη και του Παντελή Δεντάκη. Αμεσότητα και φυσικότητα διαθέτει ο Βασίλης Κουκαλάνι. Η Ηλέκτρα Νικολούζου δεν έχει απαλλαγεί, ακόμη, από τη μίμηση (λόγου, στάσης, κίνησης) του δισυπόστατου υποκριτικού προτύπου της (αναγνωρίσιμο από τους κατοικούντες τη θεατρική μας Ιερουσαλήμ).

  • «Μαντάμ Σουσού» από το ΚΘΒΕ
«Ψευδαισθήσεις»

Δράμα και κωμωδία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σπουδαίος παρατηρητής και καυστικός σχολιαστής της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και των ανθρώπινων χαρακτήρων, συμπεριφορών, συνηθειών, επιθυμιών, ελαττωμάτων, ο Δημήτρης Ψαθάς, χρονογράφησε και κατόπιν κωμωδιογράφησε τα υπαρξιακά, αλλά κοινωνικής αιτιολογίας κουσούρια ανθρώπων της μικροαστικής τάξης που αυτογελοιοποιούνται – έως και αυτοκαταστρέφονται – καθώς μιμούνται τα μεγαλοαστικά τερτίπια και ορέγονται τα συχνά έωλα «μεγαλεία» τους. Μικροαστικής καταγωγής, μισοεγγράμματη, αλλά φτωχή, χωρίς δικό της σπίτι, γεννημένη και μεγαλωμένη στην παλιά, λαϊκή, υποβαθισμένη γειτονιά της Ακαδημίας Πλάτωνος, παντρεμένη με έναν λαϊκό άνθρωπο, ένα ψαρέμπορο, γεννημένο στην ίδια γειτονιά και με δικό του σπίτι εκεί, συμπεριφέρεται σαν μορφωμένη μεγαλοκυρία, που περιφρονεί τη γειτονιά και τους κατοίκους της, η Σουσού του Ψαθά, καθρεφτίζει σε όλο το «μεγαλείο» της τη μικροαστική ανοησία. Κληρονομώντας έναν πάμπλουτο θείο της, η Σουσού εγκαταλείπει τον άντρα της, αγοράζει ένα μέγαρο, ζει πολυτελώς, δεξιώνεται την παρασιτική «υψηλή κοινωνία», παντρεύεται έναν απατεώνα, με πλαστό όνομα, που παριστάνει τον «αριστοκράτη», με τον οποίο γεννά ένα παιδί, και όταν εκείνος έχοντας αρπάξει τα υπόλοιπα χρήματά της την εγκαταλείπει, βρίσκεται στην ανάγκη να «συμβιβαστεί» και να ξαναγυρίσει στη φτωχογειτονιά της και στον «ταπεινό» άνδρα της, αλλά χωρίς το παιδί της, το οποίο αφήνει έξω από ένα πλουσιόσπιτο, για να μη ζήσει, κι αυτό σε μια γειτονιά του «ταπεινού λαού». Η αθεράπευτη μεγαλομανία, η ντροπή για τη λαϊκή καταγωγή της και η στέρηση του παιδιού της συνιστούν το υπόκρυφο δραματικό στοιχείο του έργου του Ψαθά. Το έργο παρουσιάστηκε στο Θέατρο του «Ελληνικού κόσμου». Η σκηνοθεσία του Γιώργου Αρμένη, αντί να αναδείξει τον καυστικό σαρκασμό, τις κωμικές έως φαρσικές καταστάσεις, τους σχεδόν γκροτέσκα γελοιογραφικούς χαρακτήρες που έπλασε ο Ψαθάς, στράφηκε σε μια ρεαλιστική απόδοση της μεγαλομανίας της Σουσούς, με μεγαλόπρεπα σκηνικά και κοστούμια (Γιάννης Μετζικώφ), θεαματικές χορογραφίες (Αλεξάνδρα Τσοπανίδου) και σχηματικά, αργόρυθμα «μεγαλοπρεπείς» και «λαϊκοπρεπείς» ερμηνείες, καθιστώντας την παράσταση επιτηδευμένη, ωραιοπαθή, βαριά, ψευτοκωμική και τελικώς αγέλαστη.


ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 23 Μάη 2012 

Με φως και σκότος

  • Πολενάκης Λέανδρος, Η ΑΥΓΗ: 20/05/2012

Για το θέατρο του Ιάκωβου Καμπανέλλη έχω καταθέσει, στην «Αυγή» και αλλού, πολλές φορές τη γνώμη του. Το έργο «Ο δρόμος περνά από μέσα» έχει γραφεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχω όμως την εντύπωση ότι πρέπει να το δούλευε μέσα του ο συγγραφέας πολλές δεκαετίες και να πήρε την οριστική μορφή του, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, και όταν ωρίμασε ο χρόνος του. Ο Καμπανέλλης έχει επηρεαστεί γενικά και ειδικά από το θέατρο του Ίψεν, ενώ το συγκεκριμένο θεατρικό μοιάζει να είναι η πιο φιλόδοξη και η πιο ιψενική συγχρόνως δημιουργία του.

«Ο δρόμος…» του Καμπανέλλη στο «Θέατρο Τέχνης»

Με τον Ίψεν, ανοίγω μια παρένθεση, συμβαίνει το εξής παράδοξο. Στην Ελλάδα παίχτηκε νωρίς, ήδη από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, και προσλήφθηκε από την ελληνική διανόηση καίρια. Τα δοκίμια για τον Ίψεν, του Βιζυηνού, του Ξενόπουλου, του Παλαμά, διαβάζονται ακόμη σε αντίθεση με αρκετές ανοησίες που διατύπωνε τότε η «μορφωμένη» Μεσευρώπη για το ιψενικό θέατρο. Μάλιστα, τα γραπτά κάποιων επιφανών Γερμανών εν προκειμένω, είναι σήμερα για να γελάσει ο κάθε πικραμένος. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ντοστογιέφσκι και «υιός»

  • Αισθήσεις και ψευδαισθήσεις ή περί αγάπης, έρωτος και άλλων ατυχημάτων

Της Αννυς Kολτσιδοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/5/2012

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
Λευκές Νύχτες
σκηνοθ.: Δημήτρης Καταλειφός
θέατρο: Της Οδού Κεφαλληνίας, Β΄ σκηνή

ΙΒΑΝ ΒΙΡΙΠΑΓΕΦ
Ψευδαισθήσεις
σκηνοθ.: Κατερίνα Ευαγγελάτου
θέατρο: Της οδού Κυκλάδων

Η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Εύα Μανιδάκη θα ήταν η πιο κατάλληλη να κρίνει δύο παραστάσεις ρωσικών έργων συγγενικής θεματολογίας, διαφορετικής εποχής, διαμετρικά αντίθετης γραφής, αντίληψης και θερμοκρασίας, που παίζονται σε όμορα θέατρα. Τυχαία, φαντάζομαι, ανέλαβε και τις δύο και μέσα από την εξαιρετική δουλειά της περνάνε όχι μόνον τα 163 χρόνια που χωρίζουν τη συγγραφή των κειμένων, αλλά και η διαφοροποίηση της φόρμας, της υποκριτικής, της σκηνοθεσίας, της πρόσληψης μιας παράστασης.

Ξύλο, νερό, ξερά φύλλα, ρομαντική ατμόσφαιρα, σπαρτά, τοπία και ονειρικές εναλλαγές στο φόντο της ελάχιστης Β΄ σκηνής του Κεφαλληνίας αναδείχτηκαν από τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς και τα ανυπόμονα καπιαμέντα του Αλέκου Αναστασίου. Τελείως άδεια η σκηνή -tabula rasa- στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, με μια ελάχιστη εσοχή στον «τοίχο», όπου τα μηχανήματα της μουσικής. Στη μέση, το γνωστό μικρόφωνο να μας γειώνει, έτσι και κάτι κάνει πως… μας απογειώνει, με το καλώδιο να μας δένει από τον πραγματισμό, όπως την κατσίκα από το πάσσαλο. Οι φωτισμοί εδώ, του Λευτέρη Παυλόπουλου.

Στις Λευκές νύχτες, ο Ντοστογιέφσκι διηγείται τις υπαίθριες συναντήσεις ενός ονειροπόλου νέου χωρίς όνομα και της αθώας, ερωτευμένης με άλλον, Νάστενκα, που αλληλοεμπιστεύονται τις καρδιές τους επί τέσσερις θεσπέσιες νύχτες. Η προϋπόθεση της νέας για τις συναντήσεις τους -να μην την ερωτευτεί ο ανώνυμος ονειροπόλος- φυσικά δεν τηρείται και είναι αυτό που πυροδοτεί το δραματικό ενδιαφέρον του έργου. Ο Δημήτρης Καταλειφός δεν φοβήθηκε τη στερεοτυπική ομορφιά μιας καρτ ποστάλ του 19ου αιώνα για να πλαισιώσει τις δύο μοναχικές ψυχές και το αμοιβαίο τους ξεγύμνωμα. Απεναντίας, βοηθούμενος και από την κλασική μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου τόνισε αυτή τη γλυκιά ατμόσφαιρα, έτσι που κάθε αυθόρμητο, δυναμικό ξέσπασμα της Νάστενκα, κάθε χειμαρρώδης, σχεδόν παροξυσμική εξομολόγηση του ονειροπόλου, να ξαφνιάζουν χιουμοριστικά και μοντέρνα. Οι ηθοποιοί, με αριστοτεχνική εξισορρόπηση των εκφραστικών τους μέσων και λεπτοδουλεμένες λεπτομέρειες σε κίνηση, στάση, έκφραση, φωνή, σιωπές, έδωσαν αυτόνομη γλώσσα και δυναμική π.χ. σε ένα χέρι, μια πλάτη, ένα γονάτισμα μέσα στα νερά. Ενσωματώθηκαν στην ομορφιά της νύχτας τονίζοντας όμως και τη σύγκρουσή τους μ’ αυτήν με το σασπένς, τη ζωντάνια, τη σκληρότητα, το πάθος του έρωτα. Η Λουκία Μιχαλοπούλου (με ανεπαίσθητο χιούμορ στη γοητευτική της αθωότητα) και ο Στάθης Ματζώρος (ατρόμητος προσκυνητής του πιο γλιστερού ρομαντισμού) επικύρωσαν την εμβέλεια, το μέτρο και το βάθος της υποκριτικής τους δεινότητας.

Φιλοσοφικό παίγνιο

Πέφτοντας η αυλαία του Ντοστογιέφσκι φαντάστηκα πως από ένα κρυφό πέρασμα της Κεφαλληνίας βγήκα στο εμβληματικό κηπάκι του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, που περιμένοντας τον επίμονο κηπουρό του, Λευτέρη Βογιατζή, δίνει σε μια άξια, νέα σκηνοθέτη λιπασμένο χώρο για συνέχιση της ανθοφορίας της. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου επέλεξε τον 38χρονο, πολυβραβευμένο Ρώσο Ιβάν Βιριπάγεφ για να τιμήσει την τιμή που της έγινε μαζί και τα 30 χρόνια – σταθμούς της Νέας Σκηνής του Βογιατζή. Οι «Ψευδαισθήσεις» είναι κωμωδία σε τρίτο πρόσωπο για τέσσερις ηθοποιούς. Ενα φιλοσοφικό παίγνιο για γέλια και για περίσκεψη, πάνω στα κλισέ της αγάπης, μεταφρασμένο σε διαυγή γλώσσα από την Ελένη Μπακοπούλου. Σκηνοθετική επιλογή, η ψυχρή φόρμα μιας διδακτικής ανακοίνωσης με μαυροπίνακες, αναγραφή ονομάτων και συσχετισμών, ένα μικρόφωνο, δύο ολόθερμες αφηγήτριες και δύο σχολιαστές -d.j.- πειραχτήρια. Διηγούνται τη μακριά ζωή δύο ζευγαριών και τον γεμάτο αναπάντεχες εξομολογήσεις θάνατό τους που ανατρέπει όλες τις βεβαιότητες του έρωτα και της ζωής, έως θανάτου. Ενδιαφέρον -αν και με όρια- το έργο υποστηρίχθηκε έξοχα από τους τέσσερις ηθοποιούς. Την Ηλέκτρα Νικολούζου (με αφοπλιστική αμεσότητα και υποδόριους σχολιασμούς), την Αλεξία Καλτσίκη (με ανεπαίσθητες, ειρωνικές αποστροφές και μόνιμο, αινιγματικό ανθυπομειδίαμα), τον Βασίλη Κουκαλάνι με πειστικά ψεύδη και αστειάκια, τον Παντελή Δεντάκη, με δύναμη στα συνοπτικά του σχόλια.

Ανοιξιάτικες παραστάσεις

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Λήθη» στο «Πορεία»
«Λήθη»

Γυμνός, «από το πουθενά», χωρίς «τίποτα πίσω» του, χωρίς όνομα, γεnνιέται ο άνθρωπος. «Αγραφη» ακόμα η ζωή, η πορεία του. «Αγραφο» το μυαλό του. Αλλά το σώμα από σώμα προέρχεται και νιώθει. Εχει μνήμη και εκ γενετής και εφ’ όρου ζωής. Ομως, με το θάνατο και το σώμα γυμνό, χωρίς πια μνήμη, περνά στη σιωπή και στη λήθη. Αυτό το πανανθρώπινο, αέναο, άχθος της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι το θέμα του βαθύτατα στοχαστικού, γοητευτικά ποιητικού, παρότι γραμμένου με απέριττα απλή, καθημερινή, κοφτή γλώσσα, θεατρικού μονολόγου του Δημήτρη Δημητριάδη, με τίτλο «Λήθη» («Λήθη» τιτλοφορείται και το βιβλίο με πέντε θεατρικούς μονολόγους του Δ.Δ. από τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν»). Μετά την περσινή εξαιρετική σκηνοθετική επιτυχία του μονολόγου, στο «Πορεία», με ερμηνευτή τον Δημησθένη Παπαδόπουλο, ο Δημήτρης Τάρλοου, εύστοχα σκεπτόμενος ότι το κείμενο αυτό αφορά και στα δύο φύλα, το ανέβασε πάλι, με ερμηνεύτρια την Εκάβη Ντούμα, μια ταλαντούχα ηθοποιό της γενιάς της. Η σκηνοθεσία «άκουσε», αισθάνθηκε και ανέδειξε το φιλοσοφικό βάθος, το ποιητικό ήθος, αλλά και την «ωμή» αλήθεια για τη ζωή και το θάνατο, για τη «μοίρα» της ανθρώπινης ύπαρξης, που διατυπώνει το κείμενο αυτό. Η σκηνοθετική «ανάγνωση» καθηλώνει τον θεατή, καθώς ευτύχησε και με το ευφυές, πολύσημο στην απλότατά του σκηνικό – ένα γυάλινο κουτί που παραπέμπει στον αμνιακό σάκο, σε οικιακό και εργασιακό χώρο και σε φέρετρο (Ελένη Μανωλοπούλου), με τους εξαιρετικούς φωτισμούς (Felice Ross) και με την υποβλητική μουσική (Blaine Reininger). Η σκηνοθεσία καθοδήγησε, αλλά και αξιοποίησε, την πνευματικότητα και την υποκριτική ικανότητα της Εκάβης Ντούμα να σωματοποιεί την αλήθεια της ψυχοδιανοητικής λειτουργίας του ανθρώπου.

«Λευκές νύχτες» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»
«Λευκές νύχτες»

Η τρυφερότητα της νιότης. Ο αγνός έρωτας. Η πραγματική, ανταποδοτική, αφιλοκερδής αγάπη. Η ειλικρίνεια. Η αλήθεια. Η καλοσύνη. Η κατανόηση και συμπάθεια για τον βασανισμένο, πικραμένο, μοναχικό άνθρωπο. Η αλληλοβοήθεια και ο αλληλοσεβασμός. Η χωρίς όρους και εγωισμούς φιλία. Το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή και στην ευτυχία. Ολα τα όμορφα αισθήματα, όλες οι ανθρώπινες αξίες, αναδύονται από τη νουβέλα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Λευκές νύχτες». Ενα κείμενο «ιαματικό» για τη βομβαρδισμένη από τη σημερινή απάνθρωπη κοινωνική πραγματικότητα και την παρακμιακή «κουλτούρα» ψυχή και σκέψη, που προσφέρει και αισθητική απόλαυση, καθώς «διαβάστηκε» με ρεαλιστική λιτότητα αλλά και περίσσια αισθαντικότητα από όλους τους συντελεστές της θεατροποίησής του. Η ανθεκτική μετάφραση του έργου από τον Αρη Αλεξάνδρου διασκευάστηκε σεβαστικά και προσεκτικά «από την ομάδα εργασίας κατά τη διάρκεια των προβών», όπως αναφέρει το πρόγραμμα της παράστασης, αξιοποιώντας τη «θεατρικότητα» που διαθέτουν οι ολοζώντανοι μονόλογοι, αλλά κυρίως διάλογοι μεταξύ των προσώπων του έργου. Η διασκευή συνέδεσε το ανδρικό πρόσωπο της αφηγούμενης ιστορίας με τον ίδιο τον συγγραφέα, βασιζόμενη στο γεγονός πως οτιδήποτε έγραψε ο μεγάλος δημιουργός πήγαζε απολύτως από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και από τη δική του ζωή και από δικά του βιώματα. Για τη στήριξη αυτής της σύνδεσης, μάλιστα, παρέθεσε στο πρόγραμμα της παράστασης μια επιστολή του Ντοστογιέφσκι σε μια φίλη που πολύ αγάπησε στα νιάτα του. Μπορεί η φίλη της νιότης του να αντιστοιχεί στη φτωχή, νεαρή, ορφανή Νάστενκα, που ο έρημος και «ονειροπόλος» νέος τη βλέπει στο ποτάμι να κλαίει και φοβούμενος μην αυτοκτονήσει την προσεγγίζει και μαθαίνει την αιτία των δακρύων της. Τον αγνό έρωτά της για έναν νοικάρη στο σπίτι της, που της υποσχέθηκε ότι μετά από ένα χρόνο θα γυρίσει και θα παντρευτούν, ενώ επέστρεψε δεν πήγε να τη δει. Ο «ονειροπόλος», αν και ερωτεύεται την κοπέλα κάνει τα πάντα για να σμίξει με τον αγαπημένο της προσφέροντας σε εκείνη και χάνοντας ο ίδιος τη δυνατότητα για ευτυχία. Το ήθος και το μέγεθος της αυτοθυσίας του θα ανταμειφθεί με την παντοτινή φιλία της. Ο Δημήτρης Καταλειφός – με τη συμβολή του αφαιρετικού σκηνικού (πολύ όμορφο το ζωγραφιστό ποταμίσιο περιβάλλον) και τα λιτά κοστούμια της Εύας Μανιδάκη, τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου που αποδίδουν τη νυχτερινή υγρασία του ποταμίσιου περιβάλλοντος, τη διακριτικά ατμοσφαιρική μουσική του Σταύρου Γασπαρινάτου και την κινησιολογία της Κατερίνας Φωτιάδη, σκηνοθέτησε μια ελκυστικά ατμοσφαιρική παράσταση, εμφυσώντας και αποσπώντας από τους δύο ηθοποιούς πολύ καλές ερμηνείες. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, με απόλυτη απλότητα, φυσικότητα, με όλο της το «είναι» πλάθει την απλή, αφοπλιστικά αγνή και ειλικρινή, πονεμένη, πιστή στον έρωτά της Νάστενκα. Αισθαντικός, αλλά κάπως «σφιγμένος» ο Στάθης Μαντζώρος (Ονειροπόλος).

«Το διπλό βιβλίο» στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών»
«Το διπλό βιβλίο»

Βασισμένο σε δικά του βιώματα, αλλά και στα πάθη του ξεριζωμού και της μετανάστευσης της φτωχής, στερημένης, βασανισμένης, χαροκαμένης από πολέμους και διώξεις, ελληνικής εργατιάς και αγροτιάς, στη διάρκεια σχεδόν όλου του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα στη μαζική μετανάστευση επί τρεις δεκαετίες μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το αυτοβιογραφικό αλλά και ετερογραφικό μυθ-στόρημα του Δημήτρη Χατζή «Το διπλό βιβλίο», αποτέλεσε την «πρώτη ύλη» για το σκηνικό εγχείρημα που ανέβασε στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών», ο θίασος «Pequod». Ο θίασος επέλεξε εκτενή αποσπάσματα από ορισμένα κεφάλαια του έργου και μικρά από άλλα κεφάλαια (συνολικά τα κεφάλαια είναι εννέα), προσπαθώντας, βάσει των αποσπασμάτων που επέλεξαν να «συμπυκνώσουν» το ιστορικό χρονο-χωρικό εύρος του έργου του Χατζή και βάσει αυτών των αποσπασμάτων να «διερμηνεύσουν» τις ιδέες, τις κοινωνικοπολιτικές απόψεις του συγγραφέα για τα ποικίλα αίτια της μετανάστευσης, τον καημό του για τα βάσανα των μεταναστών, την εξουθενωτική εκμετάλλευσή τους στα εργοστάσια του μεγάλου γερμανικού και άλλου κεφαλαίου, τη βασανιστική νοσταλγία τους για την πατρίδα αλλά και την αποξένωσή τους από αυτήν, τον αγώνα προσαρμογής και δημιουργίας οικογένειας στην ξενιτιά. Τα αποσπάσματα που επέλεξε η ομάδα, αλλά και η έλλειψη βιωματικής γνώσης – λόγω ηλικιακής απόστασης – ενδεχομένως και λόγω ιδεολογικοπολιτικής «απόστασής» της από τους βασανισμένους ανθρώπους των γενεών που μυθ-ιστορεί το βιβλίο του Χατζή, αποτελούν μια περιορισμένη «ανάγνωση» του έργου, μπερδεύοντας και τον θεατή που δεν το έχει διαβάσει για τις ιστορικοπολιτικές «γέφυρες» που ενώνουν τους χώρους και τους χρόνους της ζωής των προσώπων – συμβόλων που έπλασε ο συγγραφέας. Το έργο του Χατζή είναι καθαρόαιμο αφήγημα, που εκτείνεται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σε άλλες χώρες και σε πολλές δεκαετίες. Κάθε προσπάθεια, λοιπόν, θεατροποίησής του είναι εκ προοιμίου ανέφικτη. Η διασκευαστική προσπάθεια της ομάδας, δεδομένου του περιορισμένου αριθμού των μελών της και του πολυπρόσωπου έργου, ήταν αδύνατο να υπερβεί την αφηγηματική γραφή του έργου, ακόμη και επιχειρώντας να συνθέσει μερικούς διαλόγους και να αναπαραστήσει συναισθήματα, καταστάσεις, βιώματα μερικών προσώπων. Λιτή, σεμνή, σοβαρή, με φανερό μόχθο, αλλά και υποχρεωμένη να είναι αφηγηματική, η σκηνοθετική και ερμηνευτική δουλειά των αξιόλογων ηθοποιών της ομάδας, από θεατρική άποψη ήχησε μονότονα και κουραστικά. Τη δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία, σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια υπογράφει η ομάδα. Φωτισμοί Τάσου Παλαιορούτα. Παίζουν: Γιάννης Κλίνης, Χριστίνα Μωρόγιαννη, Νικολίτσα Ντρίζη, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή.

ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 16 Μάη 2012

Ξένο θεατρικό έργο

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • «Ζουβέ Ελβίρα» στο «Τόπος αλλού»
«Ζουβέ – Ελβίρα»

Συνεργαζόμενος με το θέατρο «Τόπος αλλού», μετά από μια σημαντική ερμηνεία του στην μπεκετική «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ», στην πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση του Νίκου Καμτσή, η οποία περιέλαβε και τα μπεκετικά «Βήματα» (με αισθαντική ερμηνεύτρια την Ναταλία Στυλιανού) ο Κώστας Αρζόγλου επανήλθε στη σκηνοθεσία, ανεβάζοντας ένα έργο «θεάτρου μέσα στο θέατρο», σπουδαίο «μάθημα» για την τέχνη του ηθοποιού. Το έργο «Ζουβέ – Ελβίρα» της Μπριζίτ Ζακ, βασισμένο σε σημειώσεις επτά μαθημάτων του Λουί Ζουβέ, κορυφαίου ηθοποιού, σκηνοθέτη, δασκάλου ηθοποιών του προπολεμικού και μεταπολεμικού γαλλικού θεάτρου. Μαθήματα που έγιναν στη σχολή του Κονσερβατουάρ, το 1940, μετά την παράδοση της Γαλλίας, από τη φιλοφασιστική κυβέρνηση, στα ναζιστικά στρατεύματα. Αντικείμενο των μαθημάτων ήταν η δεύτερη σκηνή της Ελβίρας στο έργο του Μολιέρου «Δον Ζουάν». Ο Ζουβέ δίδαξε τη σκηνή αυτή σε μια Εβραία σπουδάστρια, την Κλαούντια, εμφυσώντας της τον πόθο, αλλά και την εκφραστική ικανότητα να ενσαρκώσει την αγνότητα, το ηθικό και συναισθηματικό κάλλος και την αγωνιώδη προσπάθεια της φρικτά προδομένης Ελβίρας από τον άνδρα που αγάπησε, τον κατά συρροήν αποπλανητή αθώων γυναικών, δον Ζουάν, για να τον σώσει από το τιμωρό σπαθί του αδελφού της. Ο Ζουβέ διδάσκει στην ταλαντούχα κοπέλα πώς θα εμβαθύνει και θα ψυχοσωματοποιήσει πλέρια, με φυσικότητα, αλήθεια και απλότητα την Ελβίρα, ως φορέα του καλού ενάντια στο κακό. Εξάλλου, και το ότι ο Ζουβέ συνέχιζε – εν μέσω της ναζιστικής φρίκης, το διδακτικό έργο του, ήταν κι αυτό αγώνας του καλού ενάντια στο κακό. Η μαθήτρια του Ζουβέ, αφού αρίστευσε, χάθηκε στο Αουσβιτς, ενώ ο Ζουβέ αναγκαστικά αυτοεξορίστηκε. Ο Κ. Αρζόγλου, χρησιμοποιώντας τη μετάφραση του Βασίλη Παπαβασιλείου – πρώτου διδάξαντα το έργο (1988) – και του Δημήτρη Δημητριάδη, σκηνοθετικά ανέδειξε το κείμενο όχι μόνον ως παντοτινά γοητευτικό μάθημα θεάτρου, αλλά και ως ιστορικό γεγονός, με προβολή ιστορικών εικόνων από το ναζιστοκρατούμενο Παρίσι. Συνεργάτες της ελκυστικής σκηνοθετικής δουλειάς του είναι οι Διονύσης Φερεντίνος (βίντεο), Γιάννης Ζέρβας (φωτισμοί), Κώστας Χαριτάτος (μουσική), Μίκα Πανάγου (σκηνικό – κοστούμια). Ο Αρζόγλου πλάθει γοητευτικά τον Ζουβέ, καταδεικνύοντας την πνευματικότητα, τη νηφαλιότητα, την απόλυτη αλήθεια, την αυστηρότητα, την απαιτητικότητα, την ευγένεια, την υπομονή, αλλά και επιμονή που πρέπει να έχει ο δάσκαλός με το μαθητή του. Η εξαιρετική ερμηνεία του διδάσκει σε κάθε παράσταση τη νεαρή, πρωτοεμφανιζόμενη, ελπιδοφόρα υποκριτικά Αurore Marion (φυσική κόρη του Κ. Αρζόγλου), το ερμηνευτικό αποτέλεσμα της οποίας στο ρόλο της σπουδάστριας είναι αξιόλογη.

«Βόυτσεκ» (σκίτσο από το πρόγραμμα της παράστασης)
  • «Βόυτσεκ» στο «Arti»

Μια ομάδα νεότατων ηθοποιών (αλφαβητικά): Ασπασία – Μαρία Αλεξίου, Τάσος Δέδες, Στέφανος Ντρέκος, Ελένη Παργιανού, Μαργαρίτα Σταυροπούλου, προς έπαινό τους, φιλοδόξησαν να ασκηθούν σκηνικά και να εκφράσουν τις καλλιτεχνικές ανησυχίες τους, βάζοντας έναν υψηλό πήχυ δοκιμασίας. Αντίθετα, με διάφορες ομάδες που ανεβάζουν ανόητα, ανεπαρκέστατα, ακατανόητα, έως βλακωδέστατα (θεματολογικά και μορφολογικά) δικά τους «έργα» ή λογής λογής «δάνεια», η προαναφερόμενη ομάδα επέλεξαν να «ακονιστούν» με τον «Βόυτσεκ» του επαναστάτη ποιητή Γκέοργκ Μπύχνερ. Ενα διαχρονικό αριστούργημα, «θεμέλιο» της μετέπειτα παγκόσμιας προοδευτικής δραματουργίας, /έργο «πρόδρομος» του εξπρεσιονισμού, που επηρέασε την μπρεχτική δραματουργία. Ο Μπύχνερ (1813 – 1836) άρρωστος και διωκόμενος για την επαναστατική του δράση, λίγο πριν πεθάνει, έγραψε τον «Βόυτσεκ» (αλλά δεν πρόλαβε να τον τελειώσει), βασιζόμενος σε ένα γεγονός. Ο πραγματικός Βόυτσεκ, ένας νέος ιστορικός, κουρέας στη στρατιωτική του θητεία, σκότωσε την ερωμένη του, καταδικάστηκε και αποκεφαλίστηκε το 1824, στη Λειψία. Ο Μπύχνερ χρησιμοποιεί το πραγματικό γεγονός, αλλά από πολιτικοταξική σκοπιά, καταγγέλλοντας την έως εξευτελισμού και εξουθένωσης εκμετάλλευση του ανίσχυρου ανθρώπου της ανάγκης και την ποικιλόμορφη βία της απάνθρωπης άρχουσας εξουσίας. Ο Βόυτσεκ του Μπύχνερ είναι ένας πάμφτωχος, αφελής, ασυνειδητοποίητος κοινωνικά άνθρωπος, που υπηρετεί στο στρατό σαν κουρέας. Ενας δύστυχος, που για λίγες δεκάρες εξευτελίζεται από τον διεφθαρμένο, κυνικό λοχαγό του, με τις ευλογίες των αθλιέστερων ανώτερων αξιωματικών και του υποκριτή στρατιωτικού ιερέα και γίνεται το πειραματόζωο του στρατιωτικού γιατρού, ελπίζοντας να κερδίσει μερικές ακόμα ψωροδεκάρες, για να εξασφαλίσει λίγη τροφή στην επίσης φτωχή, έρημη, στερούμενη ακόμα και μια στοιχειώδη στέγη, αγαπημένη του Μαρία και το νόθο μωρό τους. Εξουθενωμένος από τις ταπεινώσεις, την ψυχολογική βία, τα ιατρικά πειράματα – με καταναγκαστική μακρόχρονη μπιζελοφαγία, τα λογής «καθάρσια» για το κορμί, την ψυχή και τον εγκέφαλό του – την ανημπόρια του να καλυτερέψει τη ζωή της Μαρίας και του παιδιού τους, ο Βόυτσεκ, φθάνοντας σε πλήρη παράκρουση, σκοτώνει την Μαρία, μαθαίνοντας ότι τον απάτησε με έναν τυμπανιστή στρατιώτη, με αντάλλαγμα ένα κόσμημα. Ο Μπύχνερ, στρατευμένος με τους καταπιεσμένους, «κραυγάζει» ότι ο φτωχός άνθρωπος είναι θύμα μιας διεφθαρμένης, εκμεταλλευτικής, απάνθρωπης ταξικής εξουσίας, με την ανοχή και υποταγμένων σ’ αυτήν την εξουσία και λαϊκών στρωμάτων. Το ανέβασμα του «Βόυτσεκ» απαιτεί σοβαρή ιστορικοκοινωνική μελέτη, συστηματική δραματουργική και ιδεολογο-αισθητική ανάλυση, επίπονη σκηνοθετική και υποκριτική επεξεργασία κάθε προσώπου του έργου. Οι πέντε νέοι, άπειροι ηθοποιοί, χωρίς σκηνικά (οικονομικά αβοήθητοι γαρ), με υποτυπώδη κοστούμια (Γιάννα Ρεσβάνη), με συνεργάτες τους Μαγδαλινή Σαββίδου (σκηνοθεσία), Βασίλη Αβραμάκου, Αλέξανδρου Καναβού (χειρισμός κονσόλας), προσπάθησαν μέσω μιας συμβολικής κινησιολογίας, αφ’ ενός να «σκηνογραφήσουν» την άδεια σκηνή και τους πολλούς χωροχρόνους της δράσης και, αφ’ ετέρου, να επιτύχουν τη μέγιστη μεταμόρφωσή τους υποδυόμενοι διάφορους ρόλους του πολυπρόσωπου έργου (οι κοπέλες παίζουν και ανδρικούς ρόλους). Η υπερβάλλουσα κινησιολογία μάλλον, δυσκολεύει τον θεατή να κατανοήσει τα πρόσωπα (πρόσωπα ταξικά σύμβολα) που έπλασε ο Μπύχνερ και τα μηνύματα του έργου. Ομως, παρότι «άγουρη», αξίζει επαίνου η καλλιτεχνική προσπάθεια των πέντε ηθοποιών, οι οποίοι διαθέτουν καλά ασκημένα υποκριτικά μέσα (δουλεμένη αναπνοή, φωνή, καθαρή άρθρωση, ευκινησία, εκφραστικότητα προσώπου, σκηνική αντίληψη).

  • «Απατεώνες και τζέντλεμεν» στο «Παλλάς»

Το μιούζικαλ των Τζέφρυ Λέιν (κείμενο) και Ντέιβιντ Γιάζμπεκ (στίχοι, μουσική) «Απατεώνες και τζέντλεμεν», το οποίο βασίστηκε στην ταινία των Ντέιλ Λόνερ, Στάνλεϊ Σαπίρο, Πολ Χένινγκ «Dirty rotten scoundrels» (ελληνικός τίτλος «Απατεώνες και τζέντλεμεν») ανέβασαν ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Γιάννης Μπέζος, συνυπογράφοντας τη σκηνοθεσία και τη μετάφραση (σε συνεργασία με τον Χρήστο Σιμαρδάνη) και ερμηνεύοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, που απολαυστικά πρωτοδίδαξαν οι Στιβ Μάρτιν και Μάικλ Κέιν. Ενας φτωχοδιάβολος, μονίμως άφραγκος λαϊκός τύπος, μικροαπατεώνας που παριστάνει τον «ερωτευμένο» σε εύπορες μεν αλλά αφελείς γυναίκες, μόνο και μόνο για τον επιούσιο και ένας εκ συστήματος απατεώνας – αποπλανητής πλουσίων γυναικών, που παριστάνει τον «τζέντλεμαν» και ζει «αριστοκρατικά» συναπαντιούνται σε μια παραλιακή πόλη της Νότιας Γαλλίας. Διαφορετικού στυλ απατεώνες και οι δύο ανταγωνίζονται στο «σπορ» της ερωτικής αποπλάνησης ώριμων πλούσιων γυναικών για να αποσπάσουν τα πλούτη τους. Ο ανταγωνισμός τους προκαλεί αλλεπάλληλες, δραματουργικά ευφάνταστες, εξαιρετικού χιούμορ φαρσικές καταστάσεις, που κορυφώνονται όταν «αντικείμενο» της σύγκρουσής των δύο απατεώνων γίνεται το περιορισμένο «κομπόδεμα» μιας νέας, όμορφης, απονήρευτης κοπέλας, η οποία τελικά θα αποδειχθεί πολύ πιο δαιμόνια απατεώνισσα – θύτης αφελών ανδρών. Εντυπωσιακά θεαματική η παράσταση, με τη συμβολή των Μανόλη Παντελιδάκη (σκηνικά), Βασίλη Ζούλα (κοστούμια), Παναγιώτη Τσεβά (μουσική διασκευή – διδασκαλία), Ελπίδα Νίνου (χορογραφία, κίνηση), Λευτέρη Παυλόπουλου (φωτισμοί), οι δύο πρωταγωνιστές «αμιλλώνται» υποκριτικά, καταθέτοντας τις καλύτερες δυνατότητές τους. Κυρίαρχος, όμως, του υποκριτικού «αγώνα» είναι ο μεταμορφώσιμος Πέτρος Φιλιππίδης, που επιδίδεται σε μια απολαυστικότατη, χορταστικά γελαστική κλοουνερί. Πολύ καλή η ερμηνεία της Κατερίνας Παπουτσάκη (εκφραστική και σκηνικά «νευρώδης» στο λόγο, στην κίνηση, στο χορό, στο τραγούδι).

ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 9 Μάη 2012 

Η καρφιτσωμένη και ο ιππότης

Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι χαρακτήριζε τις «Λευκές νύχτες» του, ως ένα «αισθηματικό μυθιστόρημα». Ένας επίτιτλος που παραπέμπει, όχι χωρίς δόση αυτοειρωνείας, στα γαλλικά ερωτικά ρομάντσα.

«Λευκές νύχτες» στη β’ σκηνή του «Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας»

Πολενάκης Λέανδρος
Η ΑΥΓΗ: 06/05/2012

Ο Ρώσος, κατά την ομολογία του, έμαθε να γράφει διαβάζοντας τους Γάλλους. Δεν μιμείται όμως δουλικά το γαλλικό μυθιστόρημα. Διατηρεί τη βασική αφηγηματική δομή του, αλλά μόνο ως πρόσχημα: για να τη γυρίσει «μέσα έξω», και να τη μετατρέψει σε ένα εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης του εαυτού.

Αν θέλουμε να βρούμε την αληθινή πηγή της εμπύρετης «νοσούσας» αλλά όχι νοσηρής γραφής τού Ντοστογιέφσκι, πρέπει να την αναζητήσουμε αλλού, πάντως όχι στην «χλιαρή» πλην εξαιρέσεων, κάποτε νοσηρή μέσα στη σφίζουσα «υγεία» του ρεαλισμού της, γαλλική κουλτούρα. Στον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, θα έλεγα, κυρίως, η επιρροή του οποίου σφραγίζει καταλυτικά και τις «Λευκές νύχτες». Όλο τα αφήγημα του Ντοστογιέφσκι θα το βρούμε καταβυθισμένο στις ονειρικές υπερβάσεις του Κιχώτη. Παραπέμπω ειδικά στο πρώτο μέρος, κεφ. XL VIII, με τους δύο «συζητητές» (Δον Κιχώτης – εφημέριος), όπου η σθεναρή υπεράσπιση από τον «ιππότη» του δικαιώματος στη φαντασία, σε αντιβολή με τις σελίδες 19-22 των «Λευκών νυχτών» με τον υποθετικό ορθολογιστή «συζητητή» (στη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου των εκδόσεων «Άγκυρα»), αλλά και αλλού. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου