Λουίτζι Λουνάρι: Τρεις πάνω στην κούνια. Ντάριο Φο: Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω.

Μια μεταφυσική κωμωδία και μια λαϊκή φάρσα από την Ιταλία

Α. Λουίτζι Λουνάρι: Τρεις πάνω στην κούνια. Σκην.: Αντώνης Αντωνίου. Θέατρο: Θεατρική Σκηνή (οδού Νάξου)

Β. Ντάριο Φο: Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω. Σκην.: Κώστας Αρζόγλου. Θέατρο: Αλ. Αλεξανδράκης (πρώην Ριάλτο)

Ενα έργο σαν το «Τρεις πάνω στην κούνια», του σύγχρονου Ιταλού Λουίτζι Λουνάρι, χαρίζει αληθινή δροσιά στη θεατρική Αθήνα. Μουσικός, μεταφραστής κλασικών κωμωδιών και συνεργάτης του Τζόρτζιο Στρέλερ στο «Πίκολο Τεάτρο», ο Λουνάρι έχει διδαχθεί πολλά και καίρια σε ό,τι αφορά τη δραστική κωμωδία. Το τωρινό του έργο, μεταφρασμένο με εξαιρετική σκηνική ευφυΐα και πλούσιες ελληνικές αναλογίες από τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο, έχει μεν δεχθεί σαφείς επιδράσεις από το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ και απ’ την παράδοση του πιραντελισμού, διαθέτει όμως και μια δική του ταυτότητα: την καταιγιστική δράση και το μεταφυσικά ιλαροτραγικό αλλά σωστά, καθόλου θρίλερ αδιέξοδο, τα οποία ανέδειξε η σφιχτή και δυναμική σκηνοθεσία του Αντώνη Αντωνίου. Τρεις ετερόκλητοι άνθρωποι «φυλακίζονται» σ’ έναν ετερογενή για τον καθένα τους χώρο κι εκεί ξετυλίγουν τις φοβίες τους, το χιούμορ τους, την ελαφρότητά τους, αλλά και τον τελικό εφιαλτικό εγκλεισμό τους στον επίκοινο χώρο, αφού έχει περάσει από μπροστά τους η μορφή μιας καθαρίστριας, την οποία εκλαμβάνουν ως… την Παναγία. Ολα αυτά, σ’ ένα κλίμα παράδοξης, τρελής ευθυμίας.

  • Ομοιότητες

Βέβαια, το έργο γράφτηκε το 1990, αλλά έχει αρκετές ομοιότητες με το «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων» του Σμιτ που είχε πρόσφατα ανεβάσει το «Αμφιθέατρο», όπου οι μελλοθάνατοι έχουν παγιδευτεί σ’ έναν ημιώροφο μεταξύ ζωής και θανάτου. Εντούτοις, οι αναποφάσιστοι ώς τη συντέλεια «νεκροί» του Λουνάρι δεν αμπελοφιλοσοφούν όπως εκείνοι του Σμιτ. Το καθετί έρχεται περίπου λογικά ενώ κολυμπά στον γελαστικό παραλογισμό.

Οι ήρωες εγκιβωτίστηκαν σ’ έναν ουδέτερο χώρο όπως έπρεπε, με μυστηριώδη παράθυρα και αμφίθυμων διαθέσεων επιβλητικές πόρτες (Αντώνης Χαλκιάς). Ο Αντωνίου – στρατιωτικός αποδεικνύει πως μπορεί να λειτουργήσει εξίσου άνετα και στην κωμική σύμφραση, ο Δημήτρης Κανέλλος – φιλόλογος έχει κάνει σοβαρά βήματα ελέγχου των εκφραστικών του μέσων σε σχέση με το παρελθόν, η Γεωργία Ζώη πετυχαίνει στους λεκτικούς υπαινιγμούς της καθαρίστριας – Θεοτόκου, ενώ ο Μιχάλης Γιαννάτος – βιομήχανος πασχίζει ολόψυχα να μετατρέψει τη γνωστή νούτικη ιδιοτυπία του σε ρόλο.

Το έργο λάμπει και η παράσταση το υπηρετεί με όλες τις δυνάμεις της.

  • «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»

Η πολυσχιδής θεατρική προσωπικότητα που ακούει στο όνομα Ντάριο Φο (Νομπέλ 1997) ορθά θεωρείται ως συγγραφή άρρηκτα δεμένη με την ηθοποιία του ίδιου και την ομάδα που την υπηρέτησε. Ετσι εξηγείται και η μεγάλη επιτυχία του. Ο Φο γράφει λαϊκές φάρσες, που συνδυάζουν, όχι με ιδιαίτερα καλό γούστο κατά τη γνώμη μου, την κωμωδία και τη μιμική με την πολιτική θέση, τη διαμαρτυρία, τη διεκδίκηση. Αυτό το μείγμα είχε ιδιαίτερη πέραση έναν καιρό εδώ στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι τις αρχές του ’90. Τώρα, το ποπουλίστικο και αναρχίζον παίγνιο του Φο έχει ξεπεραστεί και ως ιδεολογία αλλά και ως αισθητική.

Αυτή τη χωλότητα του συγκεκριμένου έργου «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» (1975) που είχε ανεβάσει ως κερδισμένο προσωπικό στοίχημα ο Ληναίος, προσπάθησε να θεραπεύσει με τη διασκευή του ο Γιάννης Καραχισαρίδης τη στιγμή ακριβώς που κλυδωνίζεται ο καπιταλισμός, φουντώνει η ανεργία, πένεται ο κοσμάκης και κάποιοι ανώνυμοι Ζορρό «μπουκάρουν» στα σούπερ μάρκετ, «σηκώνουν» ράφια και τα μοιράζουν στους περαστικούς. Θεμιτός ο στόχος του. (Και παραλείπω το πλιάτσικο των αθηναϊκών Δεκεμβριανών του 2008.)

Αυτή την επικαιροποίηση δύο ζευγαριών που αγοράζουν, δεν πληρώνουν και κρύβονται ως να φανερωθούν κλήθηκε ο Κώστας Αρζόγλου να μετατρέψει σε λαϊκό θέαμα. Του βγήκε μια χαλαρή μισοβουλεβαρδιέρικη φάρσα, καρφιτσωμένη στα λιτά μα όχι και γνησίως λαϊκά σκηνικά νοικοκυριού της Χριστίνας Κωστέα. (Αλήθεια, τι τις ήθελαν τις γόβες και τα μοντελάκια οι δύο κυρίες;) Αλλά αν ο σκηνοθέτης, που επέλεξε ωραίες ιταλικές μουσικές γέφυρες, ατύχησε στην απόπειρά του, αυτό οφείλεται στο άκρως ανέμπειρο ερμηνευτικό επιτελείο που είχε στη διάθεσή του. Η ανεκδιήγητη και εκτός πάσης υπόκρισης τσιρίδα της Αγγελικής Δαλιάνη και η βαθύτερα αμήχανη, τηλεοπτικής καταγωγής, υπερνευρικότητα της Αλεξάνδρας Παλαιολόγου, ιδίως στις – αρκετές – μεταξύ τους σκηνές δοκίμασαν σοβαρά την αισθητική υγεία ενός στοιχειωδώς θεατρόφιλου κοινού. Ο καραμπινιέρος Νίκος Ορφανός και ο έτερος των συζύγων Δημήτρης Λιακόπουλος έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλ’ αυτό ήταν πολύ λίγο. Ο Περικλής Αλμπάνης (νεκροθάφτης – πατέρας) κατέδειξε την πολυετή τυπίστικη πείρα του. Τέλος, υπήρξε συγκινητική όσο και μελαγχολική λόγω του περιρρέοντος η ευρηματική, αυτοσχεδιαστική μπουφονερί του Πάνου Σκουρολιάκου στον κεντρικό ήρωα – σύζυγο, με σαφείς παραπομπές και έμμεσες αναγωγές σε είδη που γνωρίζει καλά, όπως η κομέντια ή ο Ρουτζάντε.

  • Προσφορά – εξαγορά

Κανείς δεν θα με πείσει πως η βράβευση του Ντάριο Φο με το Νομπέλ δεν ήταν μια πανέξυπνη παγίδα που του έστησε η Σουηδική Ακαδημία και δι’ αυτής ο κόσμος τον οποίο εκείνος αμφισβήτησε. Μπουκώσανε με χρυσό σιγαστήρα την κραυγή του, άτσαλη ίσως για μένα αλλά διασκεδαστική, θερμή και πρωτότυπη για άλλους. Να μια δολερή προσφορά – εξαγορά, στην οποία ο Φο (faux, εν προκειμένω) θα έπρεπε να είχε απαντήσει: «Δεν αγοράζω, δεν αγοράζω».

  • Κριτική Γιάννης Βαρβέρης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 08/02/2009