* «Λάσπη» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη Β’ Σκηνή του «Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας»


Δημήτρης Ξανθόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη, Πηνελόπη Μαρκόπουλου στη «Λάσπη»

Η νεαρή γυναίκα επιστρέφει από την πόλη στο χωριό με την πρόθεση να εγκατασταθεί στο εγκαταλειμμένο σπίτι της οικογένειας, καθώς ο γάμος της βρίσκεται σε διάλυση. Νύχτα, κούραση, αποσκευές και μια αλλαγμένη κλειδαριά! Μάταια η αιφνιδιασμένη γυναίκα την κοπανά, ιδρώνει, οργίζεται – η πόρτα ανθίσταται εχθρικά.

Αποδεικνύεται πως κάποιοι έχουν μπει και «μένουν εκεί, μήνες τώρα». Μια άγνωστη οικογένεια παραβίασε το ακατοίκητο σπίτι αναζητώντας καταφύγιο και όσο επιτακτικά κι αν αντηχεί ακόμα το ακλόνητο «δικό μου!» της δικαιούχου, φαίνεται πως το παιχνίδι είναι μάλλον χαμένο.

Περίεργες στρατηγικές υφαρπαγής της ξένης ιδιοκτησίας και απρόσμενες ανατροπές στην ισορροπία δυνάμεων μεταλλάσσουν το θρίλερ σε ψυχοθρίλερ. Οι καταληψίες οικειοποιήθηκαν όχι μόνο το αποσαθρωμένο οίκημα, αλλά και το πνευματικό παρελθόν του, όπως και την εύνοια χωριού και Αστυνομίας. Πρόκειται για σατανικούς εισβολείς που, ατάραχοι, ευγενείς και ακάθεκτοι, ήρθαν για να μείνουν, ή για κακομοίρηδες που όλο αυτό τον καιρό, παρά τον φόβο της άφιξης της οικοδέσποινας, φρόντισαν με ευγνωμοσύνη την επισκευή των ξένων τοίχων και τη διάσωση της ξένης ιστορίας τους, περισυλλέγοντας και ταξινομώντας (!) οικογενειακές επιστολές και φωτογραφίες που βρήκαν (ξετρύπωσαν;) πεταμένες, στο πατάρι -μέριμνα που δεν επέδειξαν ποτέ οι κληρονόμοι.

Η ιστορία διαφαίνεται πιο σύνθετη από ένα τυχαίο σενάριο καταπάτησης και μια σειρά από διλήμματα διατηρούν την ένταση σε υψηλά επίπεδα. Καθώς η παρακμιακή φυλή της ιδιοκτήτριας συνθηκολογεί γρήγορα και ολοσχερώς, τσαλακώνοντας το υπεροπτικό μπρίο σε θλιβερή γκριμάτσα, αποκαλύπτοντας απεριόριστα περιθώρια πανωλεθρίας, οι ανέστιοι αποδεικνύονται περήφανοι, ανθεκτικοί και «δυνατοί εν τη ενώσει τους». Παράλληλα η απόσταση ανάμεσα στο αλαζονικό θράσος τους και στην αγαθή προσφορά είναι αβέβαιη μέχρι τέλους, συνεπώς και οι δικές μας παλινδρομικές διαθέσεις καχυποψίας/συμπόνιας απέναντί τους.

Κεκτημένα αποδομούνται, ιδιοκτησίες φαντάζουν ξάφνου πλασματικές, σχέσεις κατόχου-ακάτοχου περιέρχονται σε ένα αμφίρροπο παιχνίδι ισχύος και ηθικής τάξης -ποιος είναι ο παρείσακτος, ποιος ο νόμιμος-, με κορύφωση τη σεξουαλική εξάρτηση του θύτη από το θύμα.

Το συναρπαστικό θέμα της αντιστροφής ρόλων έχει απασχολήσει μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς, όπως οι Στρίντμπεργκ, Ζενέ, Πίντερ. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης χειρίζεται τους ψυχολογικούς κλυδωνισμούς των χαρακτήρων του με φαντασία, οξύτητα, δραματουργική ισορροπία, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να διευρύνει το ήδη δυνατό και αύταρκες υλικό του με κοινότοπες προσθήκες σεξουαλικής υποταγής, και με ακόμη πιο αχρείαστες σφήνες ερωτικής εμπλοκής των δύο γυναικών. Ξεστράτισμα που παρέπεμπε σε άλλη, δεύτερη «ταινία». Είναι σοφία να ξέρει κανείς πού να σταματήσει.

Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έργο και παράσταση είναι ένας ερεθιστικός, μυστηριώδης αγώνας αντοχής (ποιος θα νικήσει;), με την καθοριστική σύμπραξη μιας λακωνικής σκηνοθεσίας (Λίλλυ Μέλεμε), τριών καλών (Δημήτρης Ξανθόπουλος) έως πολύ καλών ερμηνειών (Μαρία Καλλιμάνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου) και μιας ελκυστικά «έκτονης» χαρούμενης μουσικής (Σταύρος Γασπαράτος). Το άχρωμο, διεκπεραιωτικό σκηνικό (Ελένη Μανωλοπούλου) απλώς βολεύτηκε στον μικροσκοπικό χώρο της Β’ σκηνής του θεάτρου. *

  • Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 31/01/2009