Έγραφα σε πρόσφατο σημείωμά μου, με αφορμή την παράσταση του «Βυσσινόκηπου» από το «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, για την ιστορική πλέον διαμάχη ανάμεσα στον σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάφσκι, ο οποίος ανέβαζε τα έργα του Τσέχωφ ως δράματα και στον συγγραφέα τους, που τα θεωρούσε κωμωδίες. Ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, το απέδειξε ο χρόνος. Πρόκειται για νωπογραφίες μοναχικών ψυχών που παραπαίουν αδυνατώντας, όσο κι αν το θέλουν, να συναντήσουν το «ταίρι» τους. Η ρωσική κοινωνία, κλειστή απέναντι στη Δύση μέχρι το άνοιγμα των φυσικών και πνευματικών συνόρων που επέβαλε ο Μεγάλος Πέτρος τον 18ο αιώνα, μπήκε στη νεότερη εποχή χωρίς να έχει προηγουμένως περάσει από το ενδιάμεσο στάδιο του ρομαντισμού, που εκπαίδευσε, μπορούμε να πούμε, την κυρίαρχη ευρωπαϊκή αστική τάξη στη διαχείριση, πλην του χρήματος και του συναισθήματος.
Η νεόκοπη ρωσική αστική τάξη ήταν ένα τεχνητό δημιούργημα του Μεγάλου Πέτρου, που οι μεταρρυθμίσεις του άφησαν όμως άθικτες για έναν ακόμη αιώνα τις φεουδαρχικές δομές του καθεστώτος. Ενώ η ανολοκλήρωτη αγροτική μεταρρύθμιση των μέσων του 19ου αιώνα, που κατάργησε τη δουλοπαροικία χωρίς όμως να λάβει μέτρα για την αποκατάσταση των πρώην κολλήγων (όπως ο πατέρας του Τσέχωφ) φαίνεται ότι δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα είχε επιχειρήσει να λύσει. Άμαθη από ελευθερία η πρωτόβγαλτη ρώσικη ψυχή, έκτοτε παρέπαιε σαστισμένη ανάμεσα στον θρησκευτικό μυστικισμό και στο κάλεσμα των «φώτων» χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Νατουραλιστικό κατά βάση το θέατρο του Τσέχωφ, αντανακλά την πιο πάνω εικόνα της κοινωνίας και της εποχής του. Ούτε δράματα ούτε κωμωδίες τα έργα του αλλά κάτι ενδιάμεσο, «φωτογραφίζουν» την αύρα της ψυχής των ηρώων του, που με τη σειρά της αποτυπώνει την ιδιαίτερη εκείνη ασθένεια της βούλησης που είχε τότε καταλάβει τη ρωσική κοινωνία, ιδιαίτερα μάλιστα τη νεολαία της: θέλουν αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Ο «Γλάρος» είναι το πρώτο από τα ώριμα πολύπρακτα έργα του Τσέχωφ και το μόνο που τελειώνει με την αυτοκτονία του πρωταγωνιστή που ήταν τότε κανόνας απαράβατος για τα δράματα. Αυτό όμως δεν το κάνει έργο δραματικό, τουλάχιστον περισσότερο από όσο είναι στην αυθεντική δομή του. Παραμένει ένα έργο μεικτό, κωμωδία και δράμα μαζί, που κατορθώνει να μας αιφνιδιάσει καίρια. Να μας «ξυπνήσει» με την πιστολιά του τέλους. Μια κωμωδία με δράση καθημερινή και διάλογο ανεπαίσθητο, που καταλήγει σε δράμα. Οι ήρωές του, η επιπόλαιη Αρκάντινα, η ματαιόδοξη Μάσα, ο απελπισμένος Τρέπλιεβ, ο «Δον Ζουάν» Τριγκόριν, ο παρακμιακός Σόριν, ο βολικός Μεντβεντένκο, ο κυνικός Ντορν, η «Οφηλία» της Νίνας, βυθισμένοι στην καθημερινότητά τους «φορούν» ενσυνείδητα και αρκετά φιλάρεσκα τους μικρούς ή μεγάλους «ρόλους» που έχουν επιλέξει. Ο Τρέπλιεβ μόνο, ενσάρκωση μιας βάρβαρα ματαιωμένης νιότης, έχει πάρει κυριολεκτικά τον δικό του, του Άμλετ.
Στο καινούργιο κομψό της θέατρό της στην περιοχή του Νέου Κόσμου, η χαλκέντερη Μαίρη Βιδάλη ανεβάζει ως εναρκτήριο έργο τον «Γλάρο» του Τσέχωφ και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Η σκηνοθεσία του έμπειρου Γιάννη Μόρτζου εμπιστεύεται τη διπλή δομή του έργου, δεν εκβιάζει το κωμικό και το δραματικό στοιχείο που συνυπάρχουν, αγγίζει μόλις το κείμενο διακριτικά, ώστε να αναδυθούν οι χαμηλότονοι, γλυκόπικροι ήχοι του, στην καλή, δοκιμασμένη, ανθεκτική μετάφραση του Λυκούργου Καλλέργη. Οι ρόλοι, σχεδιασμένοι ορθόδοξα βγαίνουν σωστά και μετρημένα, χωρίς εντυπωσιακά εφέ και ψευτομοντερνισμούς.
Η Μαίρη Βιδάλη ως Νίνα με το χάριστα της απλότητας και της φυσικότητας δίνει, σωστά, μια λάμψη ωχρού χαλκού στον ρόλο και με μια ώθηση τον πάει στο πολύ δυνατό, γεμάτο, χρωματισμένο συναισθηματικά φινάλε. Η Νίτα Παγώνη συνδυάζει αρμονικά στο πρόσωπο της Αρκάντινα το ψυχρό και το θερμό. Ως Τρέπλιεβ ο νεαρός Τάσος Πολιτόπουλος, με δύναμη, ουσία και ευαισθησία, είναι η ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς. Ο Οδυσσέας Σταμούλης δίνει έναν άκρως ενδιαφέροντα, έξω από τα καθιερωμένα, νέο στην ηλικία Τριγκόριν. Η ταλαντούχα Μαρία Μαλούχου, επίσης νεότατη, δίνει τη Μάσα με το τεκμήριο της ηλικίας και, σωστά, χωρίς να την ηρωοποιεί. Ο Σόριν του εμπιρότατου Πάνου Νικολαΐδη, με βάθος ψυχής. Έγκυρη και ουσιώδης η Πωλίνα της Τζένης Κολλάρου. Ο Σαμπράγιεβ του Νίκου Κικίλα «γράφει». Ο Τέλης Ζώτος, Ντορν, θετικός. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος ανταποκρίνεται στις σωματικές προδιαγραφές του Μεντβεντένκο (=εξημερωμένη αρκούδα) και το ωραίο τραγούδι της Ρωξάνης Σαπούνοβα που την αδικεί το κοστούμι, ένα κέρδος.
Τα σκηνικά (Σεμίραμις Μοχοβάκη), η ζωντανή μουσική (Απόστολος Κέντρας) και οι φωτισμοί (Γιώργος Δανεσής) στηρίζουν την παράσταση.
***
Κλείνω το σημείωμα με την επισήμανση μιας ενδιαφέρουσας πολύ νεανικής παράστασης που είδα στο «Φεστιβάλ Νέων δημιουργών» του «Altera pars». Πρόκειται για την ομάδα «Είδε ψυχών μορφές» που έδωσε μια σύνθεση δύο απελπισμένων αλλά όχι μαύρων μονόπρακτων του Τέννεση Ουίλλιαμς («Χαιρετίσματα από τη Μπέρθα» και «Προς κατεδάφισιν»). Το κείμενο που προέκυψε είναι καλό, η σκηνοθεσία και η επιμέλεια όψης του Ανδρέα Ζαχαριάδη έχει μεράκι, αγάπη, προσήλωση και υπηρετείται από δύο πολύ νέες ταλαντούχους ηθοποιούς, την Άννα Μαρία Ηλίου, τη Μιράντα Ζησιμοπούλου. Εύχομαι καλή συνέχεια.
Πρόσφατα σχόλια