Ανακαλύπτοντας ξανά τον «Γλάρο»

Της Μαρίας Μαρή

«Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα…» Η μπαλάντα αυτή, με συνοδεία πιάνου, αποτελεί το leitmotiv της παράστασης. Ο Γλάρος, αυτό το έργο του Τσέχωφ, ύμνος στη νιότη και το γρήγορο πέρασμά της, φιλοξενείται στον υπόγειο χώρο της Knot Gallery, στην οδό Μιχαλακοπούλου 206 και Πύρρου, στους Αμπελόκηπους. Ο χώρος φιλοξενεί πειραματικές προσπάθειες με χαμηλό κόστος παραγωγής, που να ευνοούν την επικοινωνία και τον διάλογο με τους θεατές.

Η νεανική ομάδα Pequod επιχείρησε μια διαφορετική ανάγνωση του κειμένου. Μετά από δεκάδες παραστάσεις του έργου, ανακαλύπτει κανείς πρώτη φορά το κείμενο μέσα από αυτοσχεδιασμούς, ακούγοντας τους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων, τα διλήμματά τους, τους φόβους τους, ψηλαφεί ο θεατής τις πληγές τους μαζί με τους ηθοποιούς, τους ακολουθεί στα αδιέξοδά τους και στις κατακρημνίσεις τους. Στο υπόγειο του Knot, χωρίς σκηνικά και κοστούμια, με μόνη στήριξη την υπόδηση, τη συνεχή παρουσία των ηθοποιών επί σκηνής, το τέλειο συντονισμό τους, ξεδιπλώνεται το κείμενο και αποκαλύπτεται ο Τσέχωφ. Μέσα από τις σχέσεις των ζευγαριών προκύπτει η ανικανοποίητη αγάπη, ο ατελέσφορος έρωτας, οι ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες, τα στοιχειωμένα όνειρα. Αξίζει να σημειωθούν οι ερμηνείες της Αγγελικής Παπαθεμελή (Αρκάντινα), της Αγγελικής Μαρίνου (Πωλίνα), της Νικολίτσας Ντρίζη (Νίνα) κυρίως στις κορυφώσεις του ρόλου της και του Γιάννη Κλίνη (Τρέπλιεφ).

Ο ΓΛΑΡΟΣ του Άντον Τσέχωφ. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ξανθόπουλος. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου. Σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια: Νίκος Κόνιαρης. Ερμηνεύουν: Αγγελική Παπαθεμελή, Γιάννης Κλίνης, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Νικολίτσα Ντρίζη, Γιώργος Αγγελόπουλος, Αγγελική Μαρίνου, Βάσω Καβαλιεράτου, Δημήτρης Γεωργαλάς, Κώστας Παπακωνσταντίνου, Άρης Αρμαγανίδης. Εταιρία Θεάτρου Pequod. KNOT Gallery. Έως 16 Νοεμβρίου.

* Η Μ. Μαρή είναι θεατρολόγος

  • Η ΑΥΓΗ: 12/11/2010

«Ο Γλάρος» με τη Μαίρη Βιδάλη και μια νεανική παράσταση Τέννεση Ουίλλιαμς

  • Πολενάκης Λέανδρος
  • Η ΑΥΓΗ: 07/11/2010

Έγραφα σε πρόσφατο σημείωμά μου, με αφορμή την παράσταση του «Βυσσινόκηπου» από το «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, για την ιστορική πλέον διαμάχη ανάμεσα στον σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάφσκι, ο οποίος ανέβαζε τα έργα του Τσέχωφ ως δράματα και στον συγγραφέα τους, που τα θεωρούσε κωμωδίες. Ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, το απέδειξε ο χρόνος. Πρόκειται για νωπογραφίες μοναχικών ψυχών που παραπαίουν αδυνατώντας, όσο κι αν το θέλουν, να συναντήσουν το «ταίρι» τους. Η ρωσική κοινωνία, κλειστή απέναντι στη Δύση μέχρι το άνοιγμα των φυσικών και πνευματικών συνόρων που επέβαλε ο Μεγάλος Πέτρος τον 18ο αιώνα, μπήκε στη νεότερη εποχή χωρίς να έχει προηγουμένως περάσει από το ενδιάμεσο στάδιο του ρομαντισμού, που εκπαίδευσε, μπορούμε να πούμε, την κυρίαρχη ευρωπαϊκή αστική τάξη στη διαχείριση, πλην του χρήματος και του συναισθήματος.

Η νεόκοπη ρωσική αστική τάξη ήταν ένα τεχνητό δημιούργημα του Μεγάλου Πέτρου, που οι μεταρρυθμίσεις του άφησαν όμως άθικτες για έναν ακόμη αιώνα τις φεουδαρχικές δομές του καθεστώτος. Ενώ η ανολοκλήρωτη αγροτική μεταρρύθμιση των μέσων του 19ου αιώνα, που κατάργησε τη δουλοπαροικία χωρίς όμως να λάβει μέτρα για την αποκατάσταση των πρώην κολλήγων (όπως ο πατέρας του Τσέχωφ) φαίνεται ότι δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα είχε επιχειρήσει να λύσει. Άμαθη από ελευθερία η πρωτόβγαλτη ρώσικη ψυχή, έκτοτε παρέπαιε σαστισμένη ανάμεσα στον θρησκευτικό μυστικισμό και στο κάλεσμα των «φώτων» χωρίς να βρίσκει δρόμο.

Νατουραλιστικό κατά βάση το θέατρο του Τσέχωφ, αντανακλά την πιο πάνω εικόνα της κοινωνίας και της εποχής του. Ούτε δράματα ούτε κωμωδίες τα έργα του αλλά κάτι ενδιάμεσο, «φωτογραφίζουν» την αύρα της ψυχής των ηρώων του, που με τη σειρά της αποτυπώνει την ιδιαίτερη εκείνη ασθένεια της βούλησης που είχε τότε καταλάβει τη ρωσική κοινωνία, ιδιαίτερα μάλιστα τη νεολαία της: θέλουν αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Ο «Γλάρος» είναι το πρώτο από τα ώριμα πολύπρακτα έργα του Τσέχωφ και το μόνο που τελειώνει με την αυτοκτονία του πρωταγωνιστή που ήταν τότε κανόνας απαράβατος για τα δράματα. Αυτό όμως δεν το κάνει έργο δραματικό, τουλάχιστον περισσότερο από όσο είναι στην αυθεντική δομή του. Παραμένει ένα έργο μεικτό, κωμωδία και δράμα μαζί, που κατορθώνει να μας αιφνιδιάσει καίρια. Να μας «ξυπνήσει» με την πιστολιά του τέλους. Μια κωμωδία με δράση καθημερινή και διάλογο ανεπαίσθητο, που καταλήγει σε δράμα. Οι ήρωές του, η επιπόλαιη Αρκάντινα, η ματαιόδοξη Μάσα, ο απελπισμένος Τρέπλιεβ, ο «Δον Ζουάν» Τριγκόριν, ο παρακμιακός Σόριν, ο βολικός Μεντβεντένκο, ο κυνικός Ντορν, η «Οφηλία» της Νίνας, βυθισμένοι στην καθημερινότητά τους «φορούν» ενσυνείδητα και αρκετά φιλάρεσκα τους μικρούς ή μεγάλους «ρόλους» που έχουν επιλέξει. Ο Τρέπλιεβ μόνο, ενσάρκωση μιας βάρβαρα ματαιωμένης νιότης, έχει πάρει κυριολεκτικά τον δικό του, του Άμλετ.

Στο καινούργιο κομψό της θέατρό της στην περιοχή του Νέου Κόσμου, η χαλκέντερη Μαίρη Βιδάλη ανεβάζει ως εναρκτήριο έργο τον «Γλάρο» του Τσέχωφ και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Η σκηνοθεσία του έμπειρου Γιάννη Μόρτζου εμπιστεύεται τη διπλή δομή του έργου, δεν εκβιάζει το κωμικό και το δραματικό στοιχείο που συνυπάρχουν, αγγίζει μόλις το κείμενο διακριτικά, ώστε να αναδυθούν οι χαμηλότονοι, γλυκόπικροι ήχοι του, στην καλή, δοκιμασμένη, ανθεκτική μετάφραση του Λυκούργου Καλλέργη. Οι ρόλοι, σχεδιασμένοι ορθόδοξα βγαίνουν σωστά και μετρημένα, χωρίς εντυπωσιακά εφέ και ψευτομοντερνισμούς.

Η Μαίρη Βιδάλη ως Νίνα με το χάριστα της απλότητας και της φυσικότητας δίνει, σωστά, μια λάμψη ωχρού χαλκού στον ρόλο και με μια ώθηση τον πάει στο πολύ δυνατό, γεμάτο, χρωματισμένο συναισθηματικά φινάλε. Η Νίτα Παγώνη συνδυάζει αρμονικά στο πρόσωπο της Αρκάντινα το ψυχρό και το θερμό. Ως Τρέπλιεβ ο νεαρός Τάσος Πολιτόπουλος, με δύναμη, ουσία και ευαισθησία, είναι η ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς. Ο Οδυσσέας Σταμούλης δίνει έναν άκρως ενδιαφέροντα, έξω από τα καθιερωμένα, νέο στην ηλικία Τριγκόριν. Η ταλαντούχα Μαρία Μαλούχου, επίσης νεότατη, δίνει τη Μάσα με το τεκμήριο της ηλικίας και, σωστά, χωρίς να την ηρωοποιεί. Ο Σόριν του εμπιρότατου Πάνου Νικολαΐδη, με βάθος ψυχής. Έγκυρη και ουσιώδης η Πωλίνα της Τζένης Κολλάρου. Ο Σαμπράγιεβ του Νίκου Κικίλα «γράφει». Ο Τέλης Ζώτος, Ντορν, θετικός. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος ανταποκρίνεται στις σωματικές προδιαγραφές του Μεντβεντένκο (=εξημερωμένη αρκούδα) και το ωραίο τραγούδι της Ρωξάνης Σαπούνοβα που την αδικεί το κοστούμι, ένα κέρδος.

Τα σκηνικά (Σεμίραμις Μοχοβάκη), η ζωντανή μουσική (Απόστολος Κέντρας) και οι φωτισμοί (Γιώργος Δανεσής) στηρίζουν την παράσταση.

***

Κλείνω το σημείωμα με την επισήμανση μιας ενδιαφέρουσας πολύ νεανικής παράστασης που είδα στο «Φεστιβάλ Νέων δημιουργών» του «Altera pars». Πρόκειται για την ομάδα «Είδε ψυχών μορφές» που έδωσε μια σύνθεση δύο απελπισμένων αλλά όχι μαύρων μονόπρακτων του Τέννεση Ουίλλιαμς («Χαιρετίσματα από τη Μπέρθα» και «Προς κατεδάφισιν»). Το κείμενο που προέκυψε είναι καλό, η σκηνοθεσία και η επιμέλεια όψης του Ανδρέα Ζαχαριάδη έχει μεράκι, αγάπη, προσήλωση και υπηρετείται από δύο πολύ νέες ταλαντούχους ηθοποιούς, την Άννα Μαρία Ηλίου, τη Μιράντα Ζησιμοπούλου. Εύχομαι καλή συνέχεια.

Το ερασιτεχνικό πέταγμα του Γλάρου

  • Μια «φτωχή» παράσταση και μια πρωτοποριακή σάτιρα εν μέσω οικονομικής κρίσης
  • Του Σπυρου Παγιατακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 24 Oκτωβρίου 2010
  • Αντον Τσέχοφ Ο Γλάρος, σκην.: Δημήτρης Ξανθόπουλος, Εταιρεία θεάτρου Pequod Knot Gallery
  • Αχταρμίξ 3, σκην.: Θωμάς Βελισσάρης, Θέατρο Τέχνης Ακτίς Αελίου, Studio Αργώ

Μόλις έχει ακουστεί ένας πυροβολισμός στα παρασκήνια. Ανησυχία στο σαλόνι της ντίβας Αρκάντινα. Κι έτσι τελειώνει ο «Γλάρος»: Ο γιατρός Ντορν πιάνει από το μπράτσο τον Τριγκόριν και του ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Απομακρύνετε απ’ εδώ με τρόπο την Ιρίνα Νικολάγιεβνα. Ο γιος της αυτοκτόνησε…». Ετσι τουλάχιστον το έγραψε ο Τσέχοφ. Οπου τίθεται το μόνιμο ερώτημα: πρέπει να σεβόμαστε ή όχι κατά γράμμα το κείμενο του συγγραφέα; Η προσωπική μου γνώμη είναι πως όχι. Στις μέρες μας ακόμα και τα πιο ανατρεπτικά, τα πλέον καταρριπτικά και αναιρετικά στοιχεία στις σκηνοθεσίες μπορούν να συνοδεύουν τα θεατρικά κείμενα.

Ομως, προσοχή! Πρέπει να υφίσταται κάποια προϋπόθεση – να υπάρχει κάποια λογική θεμελίωση. Κάποια δικαιολογία. Στη «γυμνή» –δίχως σκηνικά, κοστούμια, φώτα, μακιγιάζ– παράσταση του «Γλάρου» από την ομάδα Pequod σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ξανθόπουλου (ακριβώς όπως και σ’ εκείνο τον εκπληκτικό ουγγαρέζικο στον «Γλάρο») μετά τον πυροβολισμό, ο γιατρός πάει μπροστά στην Αρκάντινα και της λέει κατάμουτρα πως ο γιος της «ο Κόνσταντιν αυτοκτόνησε…».

Πρωτοτυπία; Οχι ακριβώς. Πριν από δύο – τρία χρόνια είχαμε δεί εκείνη την αξέχαστη –κι εξίσου «γυμνή»– παράσταση του «Γλάρου» στο Φεστιβάλ Αθηνών, όπου ο Κόστια αυτοκτονεί μόνο πνευματικά στο τέλος, θρυμματίζοντας και ποδοπατώντας με μανία το βιολί του. Τότε ο Ούγγρος σκηνοθέτης Αρπαντ Σίλινγκ υποδήλωνε μ’ αυτή την κίνηση του Κόστια ότι ο νεαρός ποιητής, έχοντας χάσει πλέον ολότελα τα ιδανικά του, σηκώνει τα χέρια ψηλά και αφήνεται δίχως αντίσταση στην καταπιεστική και αδρανή ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας.

Κάτι τέτοιο είχε αντιληφθεί σε τούτη εδώ την εφημερίδα («Κ», 6.6.1932) και ο Γιώργος Νάζος, γράφοντας πως «όταν οι άνθρωποι αυτοί συμπίπτουν να είναι μυστικοπαθούς ιδιοσυγκρασίας, όπως οι Ρώσοι, και να ζουν εις την απονεκρωμένην επαρχίαν της τσαρικής Ρωσίας του 1898, αι ψυχικαί των αγωνίαι υπερβαίνουν τα συνήθη όρια». Βλέπετε ότι και πριν από 78 χρόνια υπήρξαν θεμελιωμένες αιτίες, που εξηγούσαν τα πώς και τα γιατί. Τώρα, όμως, με τούτον εδώ τον δήθεν πρωτοποριακό «Γλάρο», τον άτεχνα ξεπατικωμένο από το ουγγρικό «Κρετακόρ», όπου οι πάντες (εκτός από την τραγικά μοναχική Αγγελική Παπαθεμελή) υποτονθορύζουν ερασιτεχνικά, όπου κολλάνε ακατανόητα χρωματιστά post it στα ντουβάρια και βγάζουν με εμβρυουλκό μια δήθεν πρωτοποριακή ατμόσφαιρα στην οποία παρασύρουν τους επιρρεπείς στους ντεμέκ πειραματισμούς θεατές, η εντύπωση είναι ότι ο μινιμαλισμός και η αφαίρεση γίνεται προς εντυπωσιασμό και μόνο. Τα παραπάνω δεν τα έγραψα με ελαφριά την καρδιά. Εχοντας επίγνωση ότι αυτή εδώ θα είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά λόγω της τραγικής οικονομικής κρίσης, όπως και λόγω του περιορισμού των κρατικών επιχορηγήσεων, αναρωτήθηκα ποιος θα πρέπει να είναι και ο ρόλος του θεατρικού κριτικού σε τέτοιους καιρούς. Με δύο λόγια προβληματίστηκα αν θα πρέπει να ρίχνει κανείς νερό στο κρασί του ή όχι. Κατέληξα στο όχι.

Και όχι τόσο επειδή βρισκόμαστε σε ιδιαίτερα χαλεπούς οικονομικά καιρούς, όσο επειδή οφείλουμε να ξοδεύουμε τον πολύτιμο χρόνο μας με τον καλύτερο και οικονομικότερο τρόπο. (Διαφημιστικό μήνυμα: Διαβάστε ανυπερθέτως το «Είναι μικρή η ζωή» του Ρωμαίου συγγραφέα Λεύκιου Ανναίου Σενέκα στις εκδόσεις Περίπλους.)

  • «Σατιρικό ολοκαύτωμα»

Μια και μιλάμε για δουλειές θεατρικής πρωτοπορίας, η καλύτερη που είδα τον τελευταίο καιρό ήταν μια παράσταση, η οποία λικνίστηκε ανάμεσα στους επιγόνους της αριστοφανικής σάτιρας, στο καλοδουλεμένο μιούζικ χολ, και στην ξέφρενη νεολαιίστικη ευρηματικότητα. Ονομαζόταν «ΑΧΤΑΡΜΙΞ 3 – Ολα εδώ πληρώνονται» και ήταν από την καλή θεσσαλονικιώτικη ομάδα «Ακτίς Αελίου». Κρίμα που η παράσταση, η οποία αυτοχαρακτηριζόταν «σατιρικό ολοκαύτωμα» –με τους πέντε ηθοποιούς της, με μια παλιά αλλά ολοζώντανη μουσική του Διονύση Σαββόπουλου, με κείμενα και σκηνοθεσία του Θωμά Βελισσάρη– και πατούσε πάνω στους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, έμεινε μόνο για λίγες μέρες στο θέατρο ΑΡΓΩ. Αν πάντως βρεθείτε κοντά στην «Ακτίνα Αελίου», είτε εδώ είτε στη Θεσσαλονίκη, να είστε σίγουροι πως δεν θα χάσετε ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει ο άνθρωπος – τον καιρό του.

«Ο γλάρος» του Αντον Τσέχοφ από την ομάδα Ρequod

  • Αδιάκοπα γύρω μας

  • «Ο γλάρος» του Αντον Τσέχοφ από την ομάδα Ρequod σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ξανθόπουλου στην Κnot Gallery (Μιχαλακοπούλου 206 & Πύρρου, κρατήσεις στο τηλ. 6945 333.110)

ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ | Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

«Η κωμωδία έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι ανδρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (με θέα σε λίμνη), πολλή συζήτηση για λογοτεχνία, λίγη δράση και πέντε τόνους έρωτα» έγραφε ο 35χρονος Τσέχοφ για τον «Γλάρο» στον φίλο και εκδότη του Αλεξέι Σουβόριν τον Οκτώβριο του 1895. Καθίσταται προφανές από τη σύνοψη αυτή ότι για τον ρώσο συγγραφέα ο κυρίαρχος τόνος που διατρέχει το κείμενο είναι ανάλαφρος σαν πουλί. Ακόμη κι αν αυτό το πουλί πρέπει να ολοκληρώσει τις πτήσεις του μέσα από καραβοτσακισμένα όνειρα και υφάλους.

Ο Τσέχοφ ξέρει τι κάνει. Παίρνει όλα τα «μεγάλα», εντυπωσιακά γεγονότα- τα οποία ένας μέτριος συγγραφέας θα σκότωνε για να τα παρουσιάσει- και τα τοποθετεί εκτός οπτικού μας πεδίου. Δεν βλέπουμε ποτέ τη Νίνα να μένει μόνη, το μωρό της να πεθαίνει ή τον Τρέπλιεφ να βάζει το πιστόλι στον κρόταφο και να αφαιρεί τη ζωή του. Ως αποτέλεσμα η δράση «ηρεμεί». Η αποστασιοποίηση θέτει υπό έλεγχο τον αισθησιασμό των γεγονότων, που φτάνουν στα αφτιά μας μέσα από διηγήσεις τρίτων. Ο λόγος αποκτά νέα υπόσταση, νέο ρόλο, γίνεται ο ίδιος δράση που απελευθερώνει ενέργεια στο δραματικό πεδίο. Η έμφαση δίνεται σε συνηθισμένες δραστηριότητες: στους ήρωες που τρώνε, πίνουν, παίζουν παιχνίδια, φλερτάρουν ή τσακώνονται στην τραπεζαρία ή στον κήπο, δίπλα στο πιάνο ή στην άκρη της λίμνης.

Και ενώ τα κάνουν όλα αυτά, οι ζωές τους εκκρεμούν, αναβάλλονται, εξατμίζονται. Επιθυμίες που ναυαγούν μέσα στο πιάτο της σούπας. Η αβάσταχτη ελαφρότητα της καθημερινότητας, από την οποία κανένας δεν ξεφεύγει· απλώς κάποιοι βρίσκουν τρόπο να ζουν μαζί της. «Μάθε να κουβαλάς τον σταυρό σου· έχε πίστη» συμβουλεύει μάταια η Νίνα τον Κόστια στην τελευταία τους συνάντηση. «Εγώ έχω πίστη και ο πόνος μού φαίνεται λιγότερος. Και όταν σκέφτομαι την τέχνη μου, τότε δεν φοβάμαι τη ζωή».

Ολο αυτό το πλέγμα των εναρμονισμένων αντιθέσεων- της ελπίδας και της διάψευσης, της απώλειας και της εμπειρίας- παρουσιάζεται με εντυπωσιακή καθαρότητα στην παράσταση της νεοσύστατης ομάδας Ρequod (Πίκουοντ). Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα επιτυγχάνει πολλά: να δώσει ένα ανάλαφρο αποτέλεσμα ακροβατώντας ανάμεσα στη μελαγχολία και στη φαιδρότητα. Να δημιουργήσει την αίσθηση φυσικότητας και φρεσκάδας· αβίαστης ροής που μας παρασύρει στον κόσμο των τσεχοφικών ηρώων δίχως στιγμή πλήξης. Και όλα αυτά με μηδενικά μέσα: σε μια υπόγεια μακρόστενη αίθουσα με καρέκλες και παγκάκια γύρω γύρω, ένα πιάνο με ουρά στο βάθος και μια μικρή ξύλινη πλατφόρμα πάνω στην οποία η Νίνα θα απαγγείλει το θεατρικό του Κόστια ή οι ήρωες θα χρησιμοποιήσουν για να παίξουν χαρτιά. Ετσι όπως κινούνται, έτσι όπως κάθονται ανάμεσά μας, δίπλα μας, ενισχύεται η εντύπωση της οικειότητας και της χαλαρότητας, ότι δηλαδή όλα αυτά που ακούμε και βλέπουμε είναι ιστορίες που εκτυλίσσονται αδιάκοπα γύρω μας. Μοναδική ένσταση θα είχα ως προς τα χαρτάκια post it που κολλάνε στην έναρξη οι ηθοποιοί στις κολόνες με συνθήματα του τύπου «Είμαι σαν το λιοντάρι στο κλουβί». Αυτά τα ευρήματα «μαρμαρινίζουν» με περισσή αφέλεια, και είναι περιττά.

Ο δεκαμελής θίασος απαρτίζεται ως επί το πλείστον από νέα παιδιά, γεγονός που ενισχύει σημαντικά την αύρα ανανέωσης. Και «δένουν» όλοι πολύ καλά μεταξύ τους. Θα ξεχώριζα τον Γιάννη Κλίνη ως Τρέπλιεφ: ο ηθοποιός δίνει τον φλεγόμενο ψυχισμό του ήρωα, αλλά ταυτόχρονα και το παιδιάστικο πείσμα, την αδυναμία και την αυτολύπηση που τον εμποδίζουν να έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Εξίσου γοητευτική η Νικολίτσα Ντρίζη στον ρόλο της Νίνας και ευχάριστα ανεπιτήδευτος ο Δημήτρης Γεωργαλάς ως Τριγκόριν. Συμπαθής, αν και ατσαλάκωτος, ο Μιχάλης Μαθιουδάκης ως Σόριν. Το ίδιο και ο Κώστας Παπακωνσταντίνου ως Ντορν.

Οσον αφορά την Αγγελική Παπαθεμελή είναι ίσως η πρώτη φορά που υποδύεται έναν ρόλο που δεν της ταιριάζει. Η Παπαθεμελή είναι εξαιρετική ηθοποιός και μπορεί να κάνει τα πάντα ενδεχομένως, εκτός ίσως από την εγωκεντρική ντίβα. Φαίνεται πως η έντονα γήινη πλευρά της δεν την αφήνει να αναληφθεί στους αιθέρες της απόλυτης έπαρσης.

«Ο Γλάρος» Εταιρεία Θεάτρου Pequod – Knot Gallery

  • Τσέχοφ σαν ζωντανός οργανισμός

  • «Ο Γλάρος» Εταιρεία Θεάτρου Pequod – Knot Gallery
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Είναι φαντάζομαι έναρξη ιδανική για κάθε νεανική ομάδα ο «Γλάρος» του Τσέχοφ. Γιατί μεταφέρει στο σώμα του τον παλμό των πρώτων ονείρων, περισσότερο γιατί θέτει από τις αρχές του αιώνα τον δείκτη που θα ορισθεί να μετράει έκτοτε στο θέατρο το «πραγματικό» -το αληθινό, ευγενές και γενναίο.

Γ. Κλίνης (Τρέπλιεβ), Αγγελική Παπαθεμελή (Αρκαντίνα)

Γ. Κλίνης (Τρέπλιεβ), Αγγελική Παπαθεμελή (Αρκαντίνα)

Η νέα ομάδα Pequod στήριξε την εργασία της στον «Γλάρο» φανερά στην ιδέα του «Στούντιο», ιδέα που κάποτε έφερε το ρωσικό θέατρο στην πρωτοπορία της παγκόσμιας σκηνής. Το να πούμε, όμως, ότι διέλυσε όπως εκείνο τα όρια μεταξύ σκηνής και πλατείας, θα ήταν πιστεύω παραπλανητικό. Στην πραγματικότητα πολλά περισσότερα είναι ρευστά στην παράσταση της Knot Gallery: είναι τα όρια της ιδιωτικής στιγμής του προσώπου, οι κώδικες επικοινωνίας με το κοινό, το παρόν και απόν πρόσωπο, ακόμα και η στανισλαβσκική οδηγία περί συναισθηματικών κινήτρων και ψυχικής ενότητας.

Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Ξανθόπουλου προχωρά πέρα από όλα αυτά. Δεν στηρίζεται στη διάλυση του ηθοποιού εντός του προσώπου αλλά χειρίζεται με ελευθερία και ανυπόκριτα τη διπλή διάσταση ηθοποιού-προσώπου. Μην παραξενεύει λοιπόν η χαλαρή ατμόσφαιρα της πρόβας -αποπνέει τη διάθεση των ηθοποιών να καταλάβουν (και να μεταδώσουν) βαθύτερες δυνάμεις που ωθούν τα πρόσωπα σαν δικές τους δυνάμεις, με την ελευθερία όμως της κρίσης και επιλογής.

Και ο θεατής; Αυτός καλείται να εισέλθει στη σκηνή, να παίξει με τους ηθοποιούς και να συμπληρώσει τα κενά. Δεν «δέχεται» άκριτα την απελπισία του Τρέπλιεβ ούτε «συμπάσχει» ψυχαναγκαστικά με τη Νίνα. Συμμετέχει ενεργά στη διάπλαση, τον σχηματισμό, στην ολοκλήρωση της ερμηνείας τους.

Τον «Γλάρο» τον έχουμε δει πολλές φορές -και θα τον ξαναδούμε ασφαλώς δεκάδες άλλες. Την εμπειρία όμως του Knot Gallery θα την έχουμε σπάνια: είναι η αίσθηση πως ο Τσέχοφ διαλύθηκε στον χώρο και τους παρευρισκόμενους. Και το έκανε αυτό, πολύ απλά, πολύ λιτά, με ειλικρίνεια και ευγένεια (που στο θέατρο είναι το ίδιο πράγμα). Τελικά η παράσταση φτάνει το εξής αξιοθαύμαστο: δεν είναι μια παράσταση Τσέχοφ αλλά «εμπειρία Τσέχοφ», εμπειρία ενός θεάτρου που περικλείει τον εαυτό του σαν παραβολή και διευρύνει τα όριά του ώσπου να ενωθεί με τις αισθήσεις του κόσμου.

Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά άχαρη η επί μέρους μας αποτίμηση: σημαίνει ότι δεν καταλάβαμε τίποτα από τις επιδιώξεις, ότι απορρίπτουμε την εμπειρία, γινόμενοι ξανά «θεατές». Εξάλλου αμφιβάλλω αν υπήρξε στιγμή που κάποιος ηθοποιός έπαιξε μόνος του. Αν προσέξουμε, θα δούμε πως σε κάθε στιγμή -ακόμα και στους κατ’ επίφασιν μονόλογους- το πρόσωπο μοιράζεται στους πολλούς, σε κοινά βλέμματα, αγγίγματα (πραγματικά ή νοητά), απωθήσεις. Οχι μόνο συλλογικό λοιπόν, αλλά συντροφικό παίξιμο μιας ομάδας: δεν είναι ο Τρέπλιεβ του Γιάννη Κλίνη που ενθουσιάζει με την ευαισθησία του, όσο ο Τρέπλιεβ της ομάδας, μέλος και συνισταμένη του ευρύτερου υποκριτικού σχήματος.

Στο ίδιο πλαίσιο η Αρκαντίνα της Αγγελικής Παπαθεμελή είναι μια ρευστή προσωπικότητα, αποθέτης των γύρω της προσώπων. Και η Νίνα της Νικολίτσας Ντρίζη γίνεται αδιαμόρφωτο πλάσμα, άγνωρο ακόμα και για τον εαυτό του. Παρόμοια οι Γιώργος Αγγελόπουλος, Αρης Αρμαγανίδης, Δημήτρης Γεωργαλάς, Βάσω Καβαλιεράτου, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Χριστίνα Μωρογιάννη και Κώστας Παπακωνσταντίνου συνθέτουν έναν ανοικτό σε ερμηνείες κόσμο. Δεν τον καθιστούν πάντα το ίδιο πειστικό, τον συνθέτουν όμως σαν ζωντανό οργανισμό, αντιφατικό και απρόβλεπτο, σε διαρκώς ενεστώτα χρόνο. Εχουν γι’ αυτό την ανεπιφύλακτη συγκατάθεσή μας. *