Πριν το τέλος

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΝΤΑΒΑΡΙΝΟΥ
  • Η ΑΥΓΗ: 25/06/2010

Πώς μπορούν να συνδυαστούν οι προδιαγραφές και οι περιορισμοί της θεατρικής σκηνής, όπως κι αν λογίζεται αυτή, με τη μεγαλύτερη ευελιξία που προσφέρει το κινηματογραφικό μέσο; Έστω κι αν στην προκειμένη περίπτωση η θέαση περιορίζεται σε ένα χωρίς μοντάζ μονοπλάνο διάρκειας εβδομήντα λεπτών;

Η επίμονη δημιουργικότητα των μελών της ομάδας «Blitz» επέλεξε να διερευνήσει τις διαχωριστικές γραμμές και τα κοινά σημεία των δύο τεχνών μέσα από ένα νέο εγχείρημα: πρόκειται για την πιο πρόσφατή τους καλλιτεχνική πρόταση, που φέρει τον τίτλο Cinemascope, ένα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου και παρουσιάζεται, έπειτα από παράταση, μέχρι και τις 4 Ιουλίου στο Bios, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών. Αυτή τη φορά στον χώρο του Bios έχει προστεθεί μια τεράστια φιμέ τζαμαρία που βλέπει στον μικρό πεζόδρομο, κάθετο της Πειραιώς. Το γνώριμο αυτό αστικό τοπίο συνιστά το πεδίο δράσης των ηθοποιών που ερμηνεύουν τους ρόλους της παράστασης, αλλά παράλληλα οριοθετεί ένα χωροταξικό πεδίο απροσδόκητων συναντήσεων με τους περαστικούς που τυχαίνει να περνούν από εκεί. Οι θεατές έχουν οπτική επαφή με τον πεζόδρομο, όμως το τζάμι-οθόνη λειτουργεί ως διαχωριστικός τοίχος ανάμεσα στη ζωντανή ανάσα των θεατών και στην παρουσία των ηθοποιών που βρίσκονται «απέξω». Το πρόβλημα της ηχητικής επαφής παρακάμφθηκε χάρη στη χρήση ακουστικών, τα οποία οι θεατές προμηθεύονται κατά την είσοδό τους, προκειμένου να ακούν, σχεδόν με όρους κατασκοπείας, όσα εκμυστηρεύονται οι ηθοποιοί στα μικρόφωνα που φέρουν πάνω τους. Ο δραματουργικός πυρήνας του Cinemascope αναφέρεται στις τελευταίες εννέα ημέρες του κόσμου, θυμίζοντάς μας το περιβόητο ημερολόγιο των Μάγιας, που έχει ορίσει ως καταληκτική ημερομηνία για τη ζωή της ανθρωπότητας το 2012. Άσχετα με τις παντός τύπου δοξασίες και προφητείες που μας φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος, είναι γεγονός ότι ο δυτικός κόσμος διέρχεται εδώ και καιρό μια μακρόσυρτη βασανιστική περίοδο παρακμής, ένα τέλμα που δεν συνδέεται μόνο με την επινοημένη ή μη οικονομική κρίση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ιδέα να στηθεί ένα θέαμα για το τέλος της Ιστορίας και του κόσμου μοιάζει δελεαστική, ενώ ακόμη πιο ευρηματική είναι η επιλογή να «δοθεί το μικρόφωνο» στους κατοίκους μιας ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, ώστε να καταγραφούν οι συναισθηματικές τους δονήσεις λίγο πριν…

Οι τελευταίοι εκπρόσωποι κοινών ή λιγότερο κοινών ανθρώπινων τύπων αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στην κοσμογονία που τους κυκλώνει. Αδιαφορία, οργή, καταφυγή σε ομαδικές μανίες, εκ βαθέων εξομολογήσεις, απόγνωση, έξαρση του θρησκευτικού συναισθήματος ως ύστατη ελπίδα σωτηρίας. Όλες οι εκδοχές είναι εκεί και φτάνουν στα αφτιά του θεατή με τη συνοδεία της αφήγησης, που γίνεται από έναν αόρατο εκφωνητή. Είναι άραγε η λεγόμενη «φωνή του θεού», αυτό το ιδιαίτερα δημοφιλές είδος σπικάζ, όπου ο εκτός κάμερας αφηγητής-σχολιαστής είναι παντογνώστης; Η «φωνή του θεού» ξέρει τα πάντα πριν από τον θεατή, κατέχει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και ενίοτε προσδίδει την από μηχανής λύση στο αδιέξοδο του πρωταγωνιστή.

Στην περίπτωση του Cinemascope, η άνωθεν γνώση μπορεί να αποδεικνύεται άχρηστη, όμως η μείξη τεχνικών που επιχειρείται από πλευράς «Blitz» λειτουργεί υπονομευτικά στον τρόπο πρόσληψης του τελικού προϊόντος. Ναι μεν το Cinemascope παραπέμπει στην ευρεσιτεχνία των αμερικανικών στούντιο της δεκαετίας του 1950, σύμφωνα με την οποία η χρήση του αναμορφωτικού φακού δημιούργησε τη λεγόμενη ευρεία οθόνη (διαφορετικές αναλογίες οθόνης, πλάτος-ύψος, από αυτές που συνηθίζεται), γεγονός που αφενός έδινε στον σκηνοθέτη τη δυνατότητα να δουλέψει ακόμη περισσότερο πάνω στο μιζανσέν και αφετέρου προσέφερε στον δέκτη την ψευδαίσθηση της δημοκρατικής θέασης.

  • CINEMASCOPE. Σκηνοθεσία – δραματουργία: «Blitz» Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας. Ερμηνεύουν: Θανάσης Δεμίρης, Σιαμάκ Ετεμάντι, Βάσω Καμαράτου, Ελένη Καραγιώργη, Ελίνα Λούκου, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Γιάννης Μαλογιάννης, Μαργιαλένα Μαμαρέλη, Σύλλας Τζουμέρκας, Μαρία Φιλίνη. Bios έως 4/7.

Βλέποντας την ταινία, ο θεατής έχει την ευκαιρία να επιλέξει σε ποιο σημείο της οθόνης θα εστιάσει το βλέμμα του, καθώς δεν υπόκειται αναπόδραστα στη δεσποτική κυριαρχία του μοντάζ. Στην παράσταση, ωστόσο, αυτή η αίσθηση ελευθερίας του μονοπλάνου υπονομεύεται κατά πολύ από τη λειτουργία του κατευθυντήριου σπικάζ. Εξάλλου, η αντίφαση αυτή χαρακτηρίζει κάθε τύπο οθόνης στον οποίο καταφεύγουμε: απεριόριστη ελευθερία, αλλά μόνο φαινομενικά. Ο επίδοξος θεατής δεν πρέπει να τρομοκρατηθεί ακούγοντας τα «περί τέλους του κόσμου», αφού το τέλος δεν έχει μόνο την έννοια της ολοκληρωτικής κατάρρευσης του σύμπαντος, αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις μικρές καταστροφές που βιώνει καθημερινά σε ατομικό επίπεδο. Ίσως μάλιστα μέσα από το χιούμορ που χαρακτηρίζει την παράσταση καταφέρει να αναπτύξει πολύτιμα αντισώματα, μικρά θαυματουργά κλειδιά για να εκφράσει τη δική του στάση, απέναντι στο δικό του «τέλος».

Δικαιοσύνη και εξουσία…

Γ. Πυρπασόπουλος και Μ. Αυγερινού στα «Μάτια τέσσερα»

Της Ιωάννας Νταβαρίνου

Ο νόμος δεν είναι ίσος για όλους. Ισονομία δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ σε ένα κράτος, όπως το δικό μας, με άπειρους ανεφάρμοστους ή επιλεκτικά εφαρμόσιμους ή απαρέγκλιτα εφαρμόσιμους νόμους, ανάλογα με το «ειδικό βάρος» του εκάστοτε παραβάτη. Ισονομία δεν υπάρχει όταν οι εκπρόσωποι της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας υπερβαίνουν ως πρόσωπα τον θεσμό που εκπροσωπούν και καρπώνονται τη δύναμη της εξουσίας που φέρουν. Ισονομία δεν υπάρχει όταν ο απρόσωπος νόμος εφαρμόζεται εξίσου απρόσωπα, αγνοώντας τις ειδικές παραμέτρους της παραβατικής συμπεριφοράς. Τρεις ομολογουμένως συγκλονιστικές διαπιστώσεις, λες και δεν φτάνει η πείρα της καθημερινότητας για να συντάξει, με πόνο ψυχής, τον επικήδειο της ασυμβίβαστης δικαιοσύνης.

Το έργο του Γιάννη Τσίρου Τα μάτια τέσσερα, που παίζεται από την αρχή της σεζόν και μέχρι τις 28 Μαρτίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, δεν καταπιάνεται με το αυτονόητο αδιέξοδο των θεσμών που προστατεύουν μια «ευνομούμενη» πολιτεία. Η αδικία είναι βαθύτατα συνυφασμένη τόσο με την ανθρώπινη ύπαρξη όσο και με τον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνικές δομές. Το έργο του Τσίρου μιλάει για κάτι παραπάνω, για την οργή, τον συσσωρευμένο πόνο που έχει μετατραπεί σε μίσος, του ανθρώπου που βρίσκεται στο περιθώριο, γιατί εκεί τον ενέταξαν. Η Άννα, η κεντρική ηρωίδα, κλέβει ένα κραγιόν και, όταν την συλλαμβάνουν, αντιστέκεται και δραπετεύει. Η αστυνομία την καταδιώκει και τη συλλαμβάνει, τραυματίζοντάς την σοβαρά στο πόδι. Καταδικάζεται σε φυλάκιση, γιατί η αντίσταση κατά της αρχής δεν είναι μια εξαγοράσιμη ποινή.

Στην αγωνιώδη προσπάθεια του παππού της Άννας να σώσει την εγγονή του από τη φυλακή εστιάζουν τα τέσσερα μάτια, αναδεικνύοντας διαφορετικούς μηχανισμούς και πρόσωπα που εμπλέκονται έμμεσα και άμεσα στην υπόθεση. Η συνάντηση του παππού με την αστυνομικό που επιχείρησε να συλλάβει την Άννα. Ένας φέρελπις βουλευτής, που στο παρελθόν είχε βοηθήσει την Άννα και την οικογένειά της ως ένδειξη «ευγνωμοσύνης» στους ψηφοφόρους του, έρχεται σε σύγκρουση με τη γυναίκα του κατά τη διάρκεια μιας νύχτας αποκαλύψεων. Ένας παθιασμένος με το κυνήγι μεγαλοδικαστής και η οικιακή του βοηθός (γνωστή του παππού της Άννας), η οποία προσδοκά τη συνδρομή του. Τέλος, η ίδια η Άννα, σε αναπηρικό καρότσι, αντιμέτωπη με ένα δημοσιογράφο, που της τάζει δικαιοσύνη ενώπιον του πανελληνίου, με αντάλλαγμα μια αποκλειστική τηλεοπτική συνέντευξη.

Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης έστησε μια παράσταση με νεύρο, επιλέγοντας να εστιάσει στην ανάδειξη των χαρακτήρων, πρόθεση που επαληθεύτηκε στο ακέραιο χάρη στην επιλογή των ηθοποιών. Ξεχωρίζει η ερμηνεία της Αλίκης Αλεξανδράκη στον ρόλο της οικιακής βοηθού που πασχίζει να αποσπάσει κάτι τι από την εύνοια του απρόσιτου δικαστή, χωρίς να τολμά να του το ζητήσει ευθέως. Η Αλεξανδράκη με την ερμηνεία της μιλάει χωρίς να αρθρώνει λόγο, οι φράσεις της είναι απλώς υπομνήσεις και τίποτα από όσα μας «λέει» δεν υπάρχει στο κείμενο του ρόλου της. Χτίζει μια τόσο αναγνωρίσιμη λαϊκή φιγούρα ενός φοβισμένου ανθρώπου, ώστε η αντιστικτική παρουσία της δίπλα στον εξίσου υπέροχα δοσμένο εκκεντρικό δικαστή του Δημήτρη Καμπερίδη να τους αναγάγει στο πιο συμπαγές υποκριτικά δίδυμο της παράστασης.

Όταν όλες οι μεσολαβήσεις, παρακλήσεις και ύστατες απόπειρες πέφτουν στο κενό, έρχεται ως αρωγός των κατατρεγμένων η εξουσία των μίντια. Η Άννα (πολύ καλή η νεαρή Μυρτώ Αυγερινού) συναντά ένα δημοσιογράφο της τηλεόρασης και του συμπεριφέρεται σαν ένα πληγωμένο αγρίμι, στρέφοντας εναντίον του όλη τη χολή, την απόγνωση που νιώθει. Λογικό, καθώς οι αγαθές προθέσεις των μίντια μόνο τη χλεύη μπορούν να προκαλέσουν. Ωστόσο το συγκεκριμένο επεισόδιο μοιάζει τελικά και το πιο ανώδυνο, καθώς η διάλυση ενός ανθρώπου έχει ήδη συντελεστεί με την ευγενική χορηγία των μηχανισμών εξουσίας που έχουν αναλάβει δράση νωρίτερα. Τα μίντια παρίστανται μόνο στη νεκροψία.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΕΣΣΕΡΑ του Γιάννη Τσίρου. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης. Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου. Ερμηνεύουν: Αλίκη Αλεξανδράκη, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Μυρτώ Αυγερινού, Κλέων Γρηγοριάδης, Δημήτρης Καμπερίδης, Βασίλης Κολοβός, Έρρικα Μπίγιου, Γιώργος Πυρπασόπουλος. ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ-ΥΠΟΓΕΙΟ.

Η ΑΥΓΗ: 19/03/2010

Κωμωδία με θανατηφόρο τέλος

  • Μια πινελιά εξ ανατολής στο αιγυπτιακών «προδιαγραφών» κοστούμι και στυλιζάρισμα του Άδμητου στην παράσταση της «Άλκηστης» σε σκηνοθεσία Θ. Μοσχόπουλου

  • Της Ιωάννας Νταβαρίνου
  • Η ΑΥΓΗ: 25/09/2009

Έργο αινιγματικό, αμφίσημο, ερμητικό και συνάμα ανοιχτό σε πλείστες αναγνώσεις, η Άλκηστις του Ευριπίδη θεωρείται, όχι άδικα, ένα από τα πιο γοητευτικά έργα της αρχαίας δραματουργίας. Ο βασιλιάς των Φερών Άδμητος γλιτώνει προσωρινά τον θάνατο εκμεταλλευόμενος τον επιπλέον χρόνο ζωής που του προσέφερε ο Απόλλων ως δώρο. Μοναδική προϋπόθεση για να σωθεί είναι να βρει κάποιον που θα πάρει τη θέση του στον Άδη. Και ενώ κανείς δεν θέλει να αναλάβει τη μακάβρια αποστολή -ούτε καν οι γέροι γονείς του- προσφέρεται η γυναίκα του, η Άλκηστη.

Η καταλυτική για την εξέλιξη του έργου παρουσία του Ηρακλή διαμορφώνει το τέλος, όταν ο γιος του Δία νικά τον θάνατο και κερδίζει την Άλκηστη. Η επιστροφή της ηρωίδας, ως «άγνωστης» γυναίκας με πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο, γίνεται αφορμή για να εκτυλιχθεί μια από τις πιο διφορούμενες σκηνές του θεάτρου:«Δεν θα το αρνηθώ πως είμαι ευτυχισμένος», είναι τα τελευταία λόγια του Άδμητου.

Η Άλκηστις σαν κείμενο φέρει ως τροχοπέδη το βάρος των αντικρουόμενων θεωρητικών προσεγγίσεων. Από τη μια όσοι την κατατάσσουν ανυπερθέτως στην κατηγορία της τραγικωμωδίας, λόγω των «νοθευμένων» συστατικών της (π.χ. η κωμική σκηνή Άδμητου-Φέρη). Από την άλλη, οι μελετητές που εστιάζουν στον τραγικό πυρήνα του έργου, στην επιστροφή της ηρωίδας από τον τάφο. Η Άλκηστη δεν θα είναι ποτέ η ίδια, κουβαλάει κάτι από το ψύχος των αγαλμάτων, παραμένοντας αμίλητη για τρεις μέρες.

Όπως επισημαίνει ο Kott, η Άλκηστη μπορεί να διαβαστεί διττά: «είτε σαν τραγωδία με μια κοροϊδευτική ανάσταση ή σαν κωμωδία που καταλήγει σε έναν θανατηφόρο γάμο». Στην περίπτωση της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου, η σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου ακολούθησε τη δεύτερη οδό, στηριζόμενη σε επιλογές που ευνόησαν την ειρωνική ματιά. Ο σκηνικός χώρος διακρινόταν ξεκάθαρα σε λογείο και ορχήστρα, που ενώνονταν με σκάλα. Η εικαστική πρόταση και η κινησιολογία της παράστασης δανείστηκαν στοιχεία από τις φιγούρες των μελανόμορφων αγγείων της κλασικής περιόδου, ενώ δεν έλειψε μια πινελιά εξ ανατολής στο αιγυπτιακών «προδιαγραφών» κοστούμι και στυλιζάρισμα του Άδμητου.

Μέχρι τον επί σκηνής θάνατο της ηρωίδας, η σκόπιμα «τεχνητή» αναπαράσταση των ηρώων όξυνε τις ειρωνικές αιχμές, δημιουργώντας κωμικά εφέ. Ειδικότερα στον αποχαιρετισμό-παρωδία των δυο συζύγων, η συνδρομή της ζωντανής μουσικής συνέβαλε στη δημιουργία ενός αιρετικού «liebestod», που είχε την ελαφρότητα των ντουέτων των μιούζικάλ. Η διαρκής αντίστιξη ανάμεσα στους ήρωες και στο χορό καταλύεται, αφενός με την εμφάνιση του Ηρακλή (απολαυστικός ο Αργύρης Ξάφης), που διαπερνά με χαρακτηριστική άνεση τα σύνορα των δυο κόσμων, κυρίως όμως, με την κάθοδο του Άδμητου στο επίπεδο του χορού (ορχήστρα).

Ο Άδμητος (εδώ, πολύ διαφοροποιημένος ερμηνευτικά ο Χρήστος Λούλης) συνειδητοποιεί τα όρια της νέας του ταυτότητας μέσα από την απώλεια και υποτάσσεται αμετάκλητα στο ζυγό της ανάγκης, σπρώχνοντας το άροτρο (;) που όργωνε κυκλικά την ορχήστρα, ενώ ο λόγος περί παντοδυναμίας της ανάγκης ακούγεται απόλυτα φυσικά από το στόμα του χορού.

Ενστάσεις; Ναι. Κυρίως όσον αφορά τον χορό και την οπερατική εκτέλεση συγκεκριμένων χορικών, σε συνδυασμό με τη μονότονη εκφορά των κορυφαίων, ειδικά όταν η φωνή δεν έφτανε. Αλλά και η κίνηση του χορού ξένιζε σε κάποιες περιπτώσεις. Ενδεικτικά το τρίτο στάσιμο, η παρουσίαση της ειδυλλιακής θεσσαλικής φύσης μέσα από μια παιδιάστικη χορογραφία μπαλέτου ήταν μάλλον ατυχής ως ιδέα. Η σταθερά υπονομευτική γλώσσα της σκηνοθεσίας έλαμψε και στο τέλος, αφήνοντας τον θεατή να κοιτάξει για λίγο από τη χαραμάδα, να μπει στα δώματα του παλατιού, να σκεφτεί για λίγο το αστάθμητο «μετά»…

  • ΑΛΚΗΣΤΗ του Ευριπίδη. Απόδοση – σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος, σκηνικά – κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής. Ερμηνεύουν: Μαρία Σκουλά, Χρήστος Λούλης, Αργύρης Ξάφης, Μαρία Πρωτόπαππα, Κώστας Μπερικόπουλος, Σωκράτης Πατσίκας, Αριάν Λαμπέντ.

<!–

Κωμωδία με θανατηφόρο τέλος

–>