«Cinemascope», «Μια νύχτα χάρισμά σας», «Oper opis», «Ραούλ»

  • Σκηνική πολυμορφία και πειραματισμοί
  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 23 Ιούνη 2010
«Oper opis»
  • «Cinemascope – Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου», από τους «Blitz»

Ο θίασος «Blitz» επιμένει να πειραματίζεται κειμενικά και μορφολογικά, «κυνηγώντας» την πρωτοτυπία, το παραξένισμα, τη χρήση εξωθεατρικών και τεχνολογικών μέσων και την ένταξη στον προσχεδιασμένο πειραματισμό του, του απρόβλεπτου, του στιγμιαίου, του αυθεντικού συμβάντος. Φέτος στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, ο θίασος έγραψε και σκηνοθέτησε στο «Bios» μια παράσταση πιο ενδιαφέρουσα θεματολογικά και πιο καλοσχεδιασμένη μορφολογικά, συγκριτικά με προηγούμενες. Παραπλανητικός ο τίτλος «Cinemascope – Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου», οφείλεται στη χρήση ασύρματων ακουστικών μέσω των οποίων οι θεατές, καθισμένοι σε μια αίθουσα με τζαμαρία που βλέπει σε μικρό δρομάκι, κάθετο στην Πειραιώς, ακούν τα λεγόμενα και συμβαίνοντα στο δρομάκι όπου στήθηκε η «σκηνική» δράση. Το θέαμα δεν είναι ντοκιμαντερίστικη αποτύπωση πραγματικών συμβαινόντων, αλλά μια σχεδιασμένη – σκηνοθετικά και ερμηνευτικά – παράσταση δρόμου, με τους ηθοποιούς να παριστάνουν ανθρώπους που, τάχα, κατοικούν, εργάζονται, διαβαίνουν ή συναντιούνται στο δρομάκι. Κι αν τυχαία βρεθεί στο δρόμο-σκηνή κάποιος ανίδεος διαβάτης, εντάσσεται και εκείνος – στιγμιαία – στο θέαμα. Ο εν πολλοίς καταστροφολογικός λόγος (σύνθεση σπαραγμάτων από ποικίλα εσχατολογικά κείμενα και σχόλια της ομάδας), που εκπέμπεται από μικρόφωνα εντός της αίθουσας, αλλά ακούγεται εκκωφαντικά μέσα από ασύρματα ακουστικά, όπως και τα λόγια και οι κινήσεις των ηθοποιών στο δρόμο, αναπαριστούν το «χάος», την αγωνία, την αίσθηση παρακμής και καταστροφής που αποπνέει η σημερινή κοινωνία. Πόλεμοι, μαζικοί ξεριζωμοί, μετανάστευση, ολέθρια περιβαλλοντική καταστροφή. Ελλειψη επικοινωνίας, εύθραστες σχέσεις, ανεργία, φτώχεια. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι αγχωμένοι, ανασφαλείς, ανέραστοι, μοναχικοί, νευρωτικοί, στερημένοι την αγάπη, παραζαλισμένοι, «ανάπηροι» – κυριολεκτικά και μεταφορικά – περιφέρονται μέσα στη «σιωπή» και στην ερημία των πολύβουων μεγαλουπόλεων, έρμαια ενός ανησυχαστικού σήμερα και ενός πιο εφιαλτικού αύριο. Συντελεστές του θεάματος είναι ο Τάσος Παλαιρούτας (φωτισμοί) και οι ηθοποιοί Χρήστος Πασσαλής, Αγγελική Παπούλια, Γιώργος Βαλαής, Ελένη Καραγιώργη, Σύλλας Τζουμέρκας, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Μαργιαλένα Μαμαρέλη, Θανάσης Δεμίρης, Ελίνα Λούκου, Σιαμάκ Ετεμάντη, Γιάννης Μαλογιάννης, Μαρία Φιλίνη, Βάσω Καμαράτου.

«Cinemascope- Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου»
  • «Μια νύχτα χάρισμά σας» στο «Τροχόσπιτο»

Στον πεζόδρομο του Θησείου στις 7 και 8 Ιουνίου, από την κινούμενη σκηνή του Φεστιβάλ Αθηνών, το «Τροχόσπιτο», παρήλασαν πλέον των 20 ηθοποιών, μερικοί τραγουδιστές και μουσικοί, προσφέροντας στο πλήθος των θεατών μια – δωρεάν – ευφρόσυνη παράσταση με τίτλο «Μια νύχτα χάρισμά σας». Οι καλλιτέχνες ανταποκρίθηκαν σε πρόταση του Ελληνικού Φεστιβάλ να συμμετέχουν, αφιλοκερδώς, σε ένα πειραματικό θέαμα, στηριγμένο στην πείρα, στο ταλέντο, στις ιδιαίτερες επιδόσεις (υποκριτικές, τραγουδιστικές, μουσικές), στον αυτοσχεδιασμό, ακόμα και στην κειμενογραφική και αυτοσκηνοθετική ικανότητα των συμμετεχόντων ηθοποιών. Ενα θέαμα με στοιχεία βαριετέ, «θεάτρου καμπαρέ» και επιθεώρησης, με επίκαιρης θεματολογίας σχόλια, σατιρικά και κωμικά σκετσάκια, ξένα και γνωστά έντεχνα και λαϊκά ελληνικά τραγούδια, με σόλο ερμηνείες τα περισσότερα, με συντονιστή και παρουσιαστή (ως κομπέρ) της σκηνικής ροής, τον Γιώργο Νανούρη. Η υπογράφουσα είδε την πρώτη παράσταση και θα επισημάνει τις καλύτερες επιδόσεις σε αυτήν. Εύστοχα επίκαιρα ήταν τα κείμενα «Καμπαρέ του δρόμου» (κείμενο – ερμηνεία της Κάτιας Γέρου, συμπαίκτης της ο Παναγιώτης Παναγόπουλος, στίχοι: Κυριάκος Κατζουράκης, μουσική: Νίκος Πλάτανος) και «Αυτή η νύχτα μένει» (κείμενο – ερμηνεία Μάνιας Παπαδημητρίου, τραγούδια των Μποστ, Θεοδωράκη, Κραουνάκη, με μουσική συνοδεία του Τάσου Αντωνίου) με θέματα τη γενοκτονία των Παλαιστινίων από το ιμπεριαλιστικό Ισραήλ, την οικονομική κρίση, τον εργασιακό μεσαίωνα, την ανεργία, τη φτώχεια του λαού και των… θεατρίνων. Πολύ χιουμοριστικά ήταν το «I will survive» (κείμενο – ερμηνεία Σίμου Κακάλα, ελληνικοί στίχοι: Φώτης Σιώτας – Νίκος Βελιώτης) και το «Ι dream a dream» (κείμενο – ερμηνεία – στίχοι Ελενας Μαυρίδου). Η Στεφανία Γουλιώτη επέδειξε την τραγουδιστική της ικανότητα, με το νούμερο «Barbara», παραφράζοντας το κοινωνικού περιεχομένου τραγούδι του Μπρεχτ «Η Τζένη των πειρατών», σε σαχλό σεξοτραγουδάκι. Αξιοι αναφοράς για τις υποκριτικές, τραγουδιστικές και οργανοπαικτικές επιδόσεις τους είναι οι Κίκα Γεωργίου, Γιώργος Γλάστρας, Μαρία Σκουλά, Βικτωρία Ταγκούλη και βέβαια η Ελένη Κοκκίδου, με την πληθωρική τραγουδιστική ερμηνεία της στο φινάλε της παράστασης.

«Μια νύχτα χάρισμά σας»
  • «Oper opis»

Η τέχνη του τσίρκου εδώ και μερικές δεκαετίες αλλάζει μορφή, εξευγενίζεται καλλιτεχνικά απαλλαγμένη από την εμπορευματική, βασανιστική χρήση ζώων και την απάνθρωπη διακινδύνευση της σωματικής ακεραιότητας των ακροβατών, χορευτών και ζογκλέρ. Η στροφή προς ένα τσίρκο που να αναδεικνύει και να αποδεικνύει τις εκπληκτικές ικανότητες του ανθρώπου, οφείλεται σε κάποιους σπουδαίους καλλιτέχνες και ομάδες που άλλαξαν και εξύψωσαν μορφολογικά και αισθητικά το τσίρκο. Τέτοιας υψηλής αισθητικής ποιότητας και με λιτότατα μέσα, ήταν η παράσταση των Μάρτιν Τσίμερμαν (χορευτής, ακροβάτης, χορογράφος και σκηνοθέτης) και Ντιμίτρι ντε Περό (δημιουργός παιγνιώδους μουσικής και ήχων με χρήση αντικειμένων), «Oper opis» («Kάποιος, κάτι»), στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Πάνω σε μια μεγάλη σανίδα-σκηνή, αιωρούμενη και μετακινούμενη πάνω από το έδαφος σαν τραμπάλα, με «ταπεινά» μέσα, ένα τραπέζι, λίγες ξύλινες καρέκλες και μεγάλες σανίδες, τοποθετούμενες κάθετα στη σκηνή, οι έξι καλλιτέχνες της βραβευμένης ομάδας εκτελούν, με πολύ χιούμορ, με «τσιρκολάνικα» και «μαγικά» νούμερα, χορό, ακροβασίες «μαθηματικής» ακρίβειας, περπατώντας, πέφτοντας και γλιστρώντας, σκαρφαλώνοντας, «πετώντας». Μια παράσταση τσίρκου, που αλληγορεί για τα παράξενα και παράλογα, τις επιτυχίες και αποτυχίες, τις προσδοκίες και απογοητεύσεις, τις διαφορές και αντιθέσεις, τις ισορροπίες και ανισορροπίες των ανθρώπων και της ζωής.

«Ραούλ»
  • «Ραούλ» από το «Θίασο της χρυσόμυγας»

Σπανιότατα «γόνοι» μεγάλων δημιουργών αντέχουν το «βάρος» της γονικής – προγονικής «κληρονομιάς» τους, ακομπλεξάριστα αφομοιώνουν διδάγματά της και εξελισσόμενοι οι ίδιοι δημιουργικά τιμούν και την «κληρονομιά» τους. Τέτοια περίπτωση καλλιτέχνη είναι ο Τζέιμς Τιερέ. Εγγόνι του μεγαλοφυούς και πολύτροπου Τσάρλι Τσάπλιν και του κορυφαίου δραματουργού Ευγένιου Ο’ Νηλ, γιος του ηθοποιού, εξαιρετικού καλλιτέχνη του τσίρκου Ζαν – Μπατίστ Τιερέ και της Βικτόρια Τσάπλιν (κόρης του Τσάπλιν), μιας σπουδαίας χορεύτριας, ακροβάτιδας, υψηλού εικαστικού γούστου σχεδιάστριας σκηνικών και σκηνικών αντικειμένων του «Αόρατου τσίρκου» (το δημιούργησαν με τον σύζυγό της και το θαυμάσαμε πέρσι), ο Τζέιμς Τιερέ (τρίχρονο πρωτόπαιξε στο τσίρκο των γονιών του), εξέπληξε, έλαμψε, ενθουσίασε με το σπουδαίο και πολύπλευρο επίσης ταλέντο του, παρουσιάζοντας στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, με τη δική του ομάδα τσίρκου, το «Θίασο της χρυσόμυγας», την παράσταση «Ραούλ». Η παράσταση δεν πρόσφερε μόνον υψηλή αισθητική απόλαυση, με το θέμα και τη σκηνοθεσία, την οργιώδη φαντασία του (διαλυόμενου) σκηνικού και των κινούμενων αντικειμένων (δημιουργίες της Βικτόρια Τιερέ – Τσάπλιν), με τη μιμική, χορευτική, χορογραφική και ακροβατική δεινότητα του Τζέιμς Τιερέ (σ.σ. Τζέιμς ήταν το μικρό όνομα του πατέρα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, φημισμένου Αμερικανού ηθοποιού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα). Η παράσταση πρόσφερε, ακόμη, χαρά και συγκίνηση, σε όποιον θαυμάζει τον μέγιστο Τσάρλι Τσάπλιν, λόγω της μεγάλης ομοιότητας εγγονού και παππού. Εκφραστικό πρόσωπο. Θεατρικότατη μιμική. Υπερασκημένο, εύπλαστο, αεικίνητο σώμα. Απόλυτα ελεγχόμενη, μαθηματικής ακρίβειας κίνηση. Σπινθηροβόλο βλέμμα. Ευθύβολο χιούμορ, άμεσο και υπονοηματικό. Ευρηματικά κωμικά γκανγκς. Συμπάθεια, τρυφερότητα, κατανόηση για τον άνθρωπο, τις επιθυμίες, τις κακοτυχίες, τις φαντασιώσεις, τις γκάφες του. Παρακολουθώντας επί σκηνής τον 36χρονο Τζέιμς Τιερέ ήταν σα να έβλεπες, σχεδόν, τον Τσάπλιν, τσιρκολάνο όπως ήταν στα παιδικά, εφηβικά και νεαρά χρόνια του, ή στις βωβές ταινίες του, «Τσίρκο» και «Τα φώτα της ράμπας». Ο φτωχούλης, μοναχικός, ρακένδυτος «ναυαγός» – είτε στη φαντασία του είτε στην πραγματικότητα – Ραούλ, που γυρίζει στη φτωχική καλύβα του – για να ξαποστάσει, να κοιμηθεί στο μόνο του έπιπλο – μια καρέκλα, να διαβάσει, να παίξει βιολί – αλλά αυτή καταρρέει και έτσι ξαναβρίσκεται άστεγος, «κυνηγημένος» από «πλάσματα» που τον τρομάζουν και για να τους ξεφεύγει σαλτάρει και αιωρείται πάνω από αυτά, θύμισε πολύ (και με κινησιολογικό υπαινιγμό) τον αθάνατο, παντοτινά αξιολάτρευτο, Σαρλό.

13/7/2005– Ρεπερτοριακή πολυφωνία

«Cinemascope. Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου» Ομάδα blitz – BIOS – Φεστιβάλ Αθηνών

  • Ενας κόσμος που πεθαίνει σαν θέαμα

  • «Cinemascope. Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου» Ομάδα blitz – BIOS – Φεστιβάλ Αθηνών
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Σύλλας Τζουμέρκας και Μαργιαλένα Μαμαρέλη περιμένοντας το τέλος της  ανθρωπότητας

Σύλλας Τζουμέρκας και Μαργιαλένα Μαμαρέλη περιμένοντας το τέλος της ανθρωπότητας

Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί πως οι blitz έχουν καλές ιδέες. Στις μέχρι σήμερα προσπάθειές τους διακρίνει κανείς την ομάδα που έχει εξαρχής επενδύσει στη «φεστιβαλική» προσέγγιση της τέχνης, στη ριζική αναθεώρηση της σκηνικής πράξης, στον έλεγχο της σχέσης καλλιτέχνη και κοινού, στην επαναδιατύπωση της θεατρικής γλώσσας.

Αυτή τη φορά, όμως, ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Η τελευταία παραγωγή τους για το Φεστιβάλ ξεπερνά τα εσκαμμένα και αφορά πια τον ίδιο τον ορισμό του θεάματος, καθώς και τον διάλογο της τεχνολογίας με τα μέσα της σκηνικής τεχνικής.

Στο «ντοκιμαντέρ» που στήνουν οι blitz το θέατρο ακολουθεί την κινηματογραφική τεχνική του μονόπλανου, εγγράφοντας στο εύρος και στην ανεπαίσθητη κίνησή του τη θεατρικότητα του Μαρτάλερ, τη διαδικασία του χάπενινγκ, την επέκταση του θεάτρου εκτός των τειχών του οίκου του. Η τεχνολογία των ασύρματων ακουστικών με τα οποία προμηθεύουν οι συντελεστές τους θεατές (ένα θαυμαστικό αξίζει εδώ, δίπλα από τα ονόματα των παραγωγών) δεν είναι μόνο μια καινοτομία: είναι ένα εύρημα που απλώνει και εμπλουτίζει το θεατρικό βλέμμα. Από μια άποψη πρόκειται για το παλιό εκείνο «κρυφοκοίταγμα», που τόσο αγαπάει το θέατρο. Οχι όμως ένα κρυφοκοίταγμα «προς τα μέσα», όπως το θέλησε κάποτε ο νατουραλισμός, αλλά «προς τα έξω», προς τον δρόμο που περικλείει το θέατρο, τους διαβάτες και τις μυστικές ζωές που διαφεύγουν την πραγματικότητά του.

Από εκεί και πέρα μπορούν να ειπωθούν πολλά. Οπως ότι η φωνή που φτάνει στα αυτιά μας απευθύνεται σε όλο το κοινό, όσο και στον καθένα ξεχωριστά, σε μια συλλογική εντύπωση ή σε μια εντύπωση που συντίθεται από μονάδες. Μια διπλή παραβίαση λοιπόν: Ακούμε τα μυστικά των προσώπων που διαβαίνουν στον δρόμο, και την ίδια στιγμή νιώθουμε ότι πλησιάζουν υπερβολικά κοντά, πως μιλούν στο αυτί, αποκλειστικά σε εμάς.

Είναι αυτά θέματα που ασφαλώς θα κερδίσουν εκτενείς αναφορές στις μελλοντικές αποτιμήσεις της παράστασης. Προς το παρόν ας περιοριστούμε στο ότι η ίδια υπηρετεί ένα εσχατολογικό θέμα: δείχνει τις τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας, μια πορεία που αφορά όχι μόνο την κοινότητα, αλλά και τον άνθρωπο. Καθώς οι άνθρωποι έχουν χάσει την εσωτερικότητά τους, μένουν διάφανοι και ευάλωτοι, διαπερατοί στη φθορά και στο φως. Μοναδική παρηγοριά η λογοτεχνία, ίσως, ο κινηματογράφος, -και μαζί: η αυτοσκηνοθεσία του χαμού. Θαρρείς πως όλοι συμμετέχουν σε ένα μελοδραματικό τέλος ή πως φιλιώνουν με τον θάνατο ποζάροντας μπροστά στον φακό του. Είναι ένας κόσμος που πεθαίνει σαν θέαμα.

Το πρόβλημα με τους blitz είναι πως θέλουν να πουν πολλά, με την πρώτη. Η φαντασία τους εργάζεται ακατάπαυστα, δρα όμως με διασπαστικό τρόπο. Η ασάφεια επιτείνεται από τα επιμέρους θέματα, τις αναλύσεις, τον κύριο που μιλά «off-camera», τα μπρεχτικά κατ’ ιδίαν, τα ιντερμέδια… Η πρώτη εντύπωση ωστόσο παραμένει: ένα αληθινά σημαντικό πόνημα, κάτι επιτέλους που αξίζει να συζητηθεί στο Φεστιβάλ.

Το ότι το πράγμα βαίνει καλώς, το βλέπει κανείς στα μάτια των συντελεστών. Εχουν καταλάβει ότι βρήκαν λίθο πολύτιμο. Το τοπίο του «εντός δρόμου» σχηματίζεται από τους Θανάση Δεμίρη, Σιαμάκ Ετεμάντη, Βάσω Καμαράτου, Ελένη Καραγιώργη, Ελίνα Λούκου, Μιχάλη Μαθιουδάκη, Γιάννη Μαλογιάννη, Μαργιαλένα Μαμαρέλη, Σύλλα Τζουμέρκα και Μαρία Φιλίνη. Η σκηνοθεσία και η δραματουργία είναι συλλογικές, οι θαυμάσιοι φωτισμοί όμως του εξωτερικού χώρου ανήκουν στον Τάσο Παλαιορούτα.*

Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί πως οι blitz έχουν καλές ιδέες. Στις μέχρι σήμερα προσπάθειές τους διακρίνει κανείς την ομάδα που έχει εξαρχής επενδύσει στη «φεστιβαλική» προσέγγιση της τέχνης, στη ριζική αναθεώρηση της σκηνικής πράξης, στον έλεγχο της σχέσης καλλιτέχνη και κοινού, στην επαναδιατύπωση της θεατρικής γλώσσας.

Ο αιώνας σε 70′

**Πειραματικό Πανδοχείο στο Εθνικό Θέατρο -Ομάδα Blitz- «Guns! Guns! Guns!» (Σύγχρονο Θέατρο)

  • Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Το μεταμοντέρνο θέατρο είναι σήμερα το πιο επιτυχημένο brand της νεότερης θεατρικής ιστορίας. Εδώ και μια δεκαετία στοιχειώνει παραστάσεις και κοινό, ενθουσιάζοντας κάποιους και εξοργίζοντας άλλους.

Η εκπληκτική καριέρα του πιστώνεται στη μοναδικού τύπου ασάφειά του. Κανένα μειονέκτημα, αφ’ εαυτό, διότι τι θα ήταν βαρετότερο για το θέατρο από μια ομοιόμορφη κανονικότητα. Ιδιαίτερα, όταν οι παλιές καλές αφηγήσεις με την αιτιολογική ψυχολογία δεν χωρούν από καιρό την πολυπλοκότητα των νέων πραγματικοτήτων.

Απαλλαγμένο από τους περιορισμούς ενός θεατρικού έργου, αυτό το αυτονόητο πλέον αισθητικό πείραμα είναι ελεύθερο να παίξει με το αχανές γλωσσάριο της θεατρικής φύσης, με φαντασία και πραγματικότητα, να αναπτύξει κείμενα και τεχνικές «καθ’ οδόν», ήγουν κατά τη διάρκεια των δοκιμών, να ενσωματώσει όλες τις τέχνες.

Είναι αποστομωτική η διαφορετικότητα (και η σύγχυση) των νέων καλλιτεχνών στην προσπάθειά τους να «δουν το θέατρο από την αρχή» (Blitz) και να επινοήσουν μια προσωπική θεατρική γλώσσα.

Ανάμεσα σε υπερβατικά ύψη, παιδαριώδεις αβύσσους, γνήσιο καλλιτεχνικό όραμα και νεοφρικιάρικο trash, οι πειραματικές ομάδες, παρά την ενοχλητική παραδοξότητα, ενίοτε, των αφηρημένων αναζητήσεών τους, είναι η προϋπόθεση ενός ζωντανού θεατρικού τοπίου και δεξαμένη ιδεών, ενέργειας, αμφισβήτησης για τα μεγάλα θεατρικά τάνκερ. Φυσική και σπουδαία, λοιπόν, η απόφαση του Γιάννη Χουβαρδά να φιλοξενήσει στο καινούργιο «νεανικό πανδοχείο» του Εθνικού έξι δοκιμασμένες εναλλακτικές κολεκτίβες, που απερίσπαστες από οικονομοτεχνικές έγνοιες θα επεξεργαστούν για έναν χρόνο τις εκστρατείες τους στη θεατρική ουτοπία.

Εναρξη έκανε η ολοένα πιο ενδιαφέρουσα Ομάδα Blitz, που μετά την εξαιρετική «Κατερίνη» του καλοκαιριού, βρίσκεται για πρώτη φορά εκτός της αντεργκράουντ μουντάδας του BIOS, σε έναν κάπως μουδιασμένο εναγκαλισμό με έναν ηγεμονικό κρατικό φορέα. Με αφετηρία το φαινόμενο της αυξανόμενης βίας σε ελληνικές πόλεις και πλανήτη, έξι ηθοποιοί επιχειρούν μια θεαματική ανασύνταξη της συγκρουσιακής πολυσημίας του 20ού αιώνα (σταματώντας ξαφνικά και ανεξήγητα στο 1989, το κατώφλι του πιο σύνθετου ζόφου στην ιστορία της ανθρωπότητας).

Καταστροφές, κοινωνικές αλλαγές, δοκιμασίες, μόδες ενός αιώνα τρέχουν μπροστά μας με ταχύτητα τηλεοπτικού δελτίου. Μικρά αυτοσχέδια χορευτικά, «αυθόρμητες» αγορεύσεις στο κοινό με πολιτικά σχόλια και τσιτάτα διασήμων, ηχητικά αποσπάσματα από παλιά επίκαιρα σε διάφορες γλώσσες, μέχρι σφήνες από το ημερολόγιο του Ταρκόφσκι, εναλλάσσονται με κωμικές παρωδίες συνοπτικού Τσέχοφ, SS αναπήρων πολέμου, αμερικανικής τρομοϋστερίας, χίπικης μακαριότητας στα «χρυσά χρόνια αυτής της αηδίας που λέγεται καπιταλισμός»…

Ενώ μια σημαιούλα μοστράρει διαδοχικά Σφυροδρέπανο, Αγκυλωτό Σταυρό και Αστερόεσσα, ναζιστικά εμβατήρια πλέκονται με Platters και Stones, εθνικοί ύμνοι με σάουντρακ αμερικάνικων τηλεοπτικών σειρών, αμερικάνικοι βομβαρδισμοί της Σαϊγκόν με Motown – μπλουζ και Γιάννη Σπανό. Η ιστορία ως ρινγκ πάσης φύσεως συγκρούσεων. «Η βία αλλάζει την ανθρωπότητα;».

Η παράσταση μάς γνέφει από την ασφάλεια μιας παιδικότητας που διαχειρίζεται τη βία με απορία, ειλικρίνεια και πλάκα. Ευχάριστα αβαρής, επινοητική, δίχως μανιερισμούς αντισυμβατικότητας, οι Blitz δεν αποκαλύπτουν τον κόσμο, όμως την ευχαρίστηση του βλέπειν θέατρο. Από μια χαοτική και αδιαμόρφωτη ιδέα -τα όπλα στη σύγχρονη ζωή- στην παραστάσιμη ιστορία, έχει μεσολαβήσει ένας συλλογικός πυρετός που ξεκινά από το μηδέν, ενίοτε χάνει τον δρόμο ή παραβιάζει ανοιχτές πόρτες, όμως πειραματίζεται με μια αναστήλωση της μνήμης με την αναπτερωτική ευφυΐα και δύναμη νέων ανθρώπων που ονειρεύονται, παρά τη νοσηρή ροπή της ιστορίας να επαναλαμβάνεται.

Κείμενο-σκηνοθεσία-μουσική επιμέλεια: Ομάδα Blitz.

Παίζουν: Γιώργος Βαλαής, Ιπποκράτης Δελβερούδης, Βαγγέλης Ζλατίντσης, Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής, Σταυρούλα Σιάμου.

Σκηνικά-κοστούμια: Εύα Μανιδάκη. *