«Χοντροί άντρες με φούστες» Θέατρο «Χώρα» – Σκηνή «Μικρή Χώρα»

Μεσοαστός εβραϊκής καταγωγής και Νεοϋορκέζος ο Νίκι Σίλβερ, σε τι άλλο θα ευτυχούσε ως συγγραφέας παρά σε ένα -ακόμα- φροϊδικό τρενάκι του τρόμου… Το «Χοντροί άντρες» είναι η απόληξη της παράδοσης των μισών Αμερικανών συγγραφέων να χρησιμοποιούν τα εργαλεία της ψυχανάλυσης για να διαλύσουν τη φούσκα του ονείρου όπου μας εγκλωβίζουν οι άλλοι μισοί. Στο στόχο βρίσκεται μια ακόμη φορά η αγία αμερικανική οικογένεια, το πλαστικό όνειρο-σύμπαν της Μπάρμπι και -βέβαια- η αισιοδοξία της προτεσταντικής ηθικής, στην οποία στηρίχτηκε η προκοπή του αμερικανικού έθνους.

«Χοντροί άνδρες με φούστες» με τη Μαρία Γεωργιάδου και τον Δημήτρη Μακαλιά

Αυτά βέβαια ανήκουν πια σε άλλη εποχή, όταν -μετά την Πτώση του Τείχους- η Αμερική κοιτώντας γύρω της δεν έβλεπε άλλο αντίπαλο παρά μόνο τον εαυτό της. Γι’ αυτό ας μην μπερδευόμαστε από το πανδαιμόνιο, τις σκηνές αιμομιξίας και τους κανιβαλισμούς του έργου – στο κέντρο παραμένει ο αμερικανικός μελοδραματισμός για την προβληματική οικογένεια και τους δεσμούς της, την εφηβεία και την ενηλικίωση, τον τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος (Αμερικανός) άνθρωπος μισεί τον εαυτό του.

Η Φίλις και ο Μπίσοπ -μητέρα και γιος- είναι οι μόνοι επιζώντες από την πτώση του αεροπλάνου τους σε κάποιο νησί, στο δρόμο προς την Ιταλία. Καθώς τα χρόνια περνούν ο αδέξιος γιος, που τραυλίζει και έχει μανία με την Κάθριν Χέπμπορν, αντί να εκπολιτίσει τη φύση, αφήνεται στο πνεύμα της ωμοφαγίας και του κανιβαλισμού. Η ελεύθερη φυσική μετάβαση στην ωριμότητα περνά βέβαια και μέσα από την ικανοποίηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Ετσι, όταν κάποια στιγμή, ύστερα από χρόνια, επιστρέφουν στον πολιτισμό, μητέρα και γιος ανήκουν πια σε άλλο σύστημα αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς:

Αυτοί οι αποσυνάγωγοι πίθηκοι όμως έχουν πια φυσικό σώμα, παράξενη αποφασιστικότητα και καθαρή ματιά. Σε αντίθεση με τον πατέρα, που -κλεισμένος στο σύνδρομο του μάτσο παραγωγού ταινιών, του επιπόλαιου εραστή και του «τυπικά καλού» οικογενειάρχη- αποδεικνύει τον ανδρισμό του στην ανορεξική ερωμένη του, οι δυο τους, μητέρα και γιος, έχουν αφήσει πίσω τα σχήματα της ηθικής και βρίσκονται πέρα και πάνω από την κριτική. Ο πολιτισμός βέβαια θα εξοβελίσει τις καταραμένες υπάρξεις τους και θα τους δώσει μια θέση δίπλα στους «χοντρούς άντρες με φούστες».

Καθώς οι πιο φοβερές αλήθειες λέγονται με το γνήσιο χιούμορ της νεοϋορκέζικης κακεντρέχειας, τα πάντα στο έργο του Σίλβερ είναι εκτός από νόημα και ζήτημα στιλ. Πριν από χρόνια, στη Θεσσαλονίκη, οι «Νέες Μορφές» και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, σε μια αξιομνημόνευτη παράσταση του ίδιου έργου, είχαν καταλήξει σε μια γκοτέσκ, καρτουνίστικη απόδοση. Τώρα, ο νέος σκηνοθέτης Χρήστος Καρχαδάκης ακολουθεί έναν άλλο δρόμο. Βλέπει το έργο μέσα από το σχίσμα της πλαστής εικόνας του αμερικανικού ονείρου και της ωμής νατουραλιστικής αφύπνισης του ενστίκτου. Κι αν η παράστασή του χάνει γι’ αυτό σε δύναμη, κερδίζει σε ευαισθησία. Αποτελεί προσωπική του επιτυχία ότι η εξομολόγηση του γιου στο τέλος μπορεί να εγείρει συγκίνηση.

Λιτά μέσα και πολλή δουλειά στο εσωτερικό του έργου. Η αλλοτριωμένη μητέρα της Μαρίας Γεωργιάδου κινείται μεταξύ φόβου και έκστασης. Στον αβανταδόρικο ρόλο του γιου, η εξωτερική μεταμόρφωση του Δημήτρη Μακαλιά γίνεται ποιητική διεργασία μετουσίωσης. Ο Αγης Εμμανουήλ δίνει με τους δυο ρόλους του (πατέρας και γιατρός) τα απαραίτητα στηρίγματα στο είδος της φάρσας και του ιατρικού δράματος. Και η επίσης νέα ηθοποιός Αγγελική Μιχαλοπούλου απαντά στην πρόκληση να δώσει αληθινή διάσταση στα πρόσωπα της ερωμένης και της νοσηλευόμενης. *

  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 14/02/2009