**Γιάννη Μαυριτσάκη, «Κωλοδουλειά». Φεστιβάλ Αθηνών

  • Στην κόλαση των άλλων

  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Λικνιζόμενη νωχελικά στη γοητεία των τακουνιών της, με μια κολλώδη στραβοφορεμένη θηλυκότητα πάνω της, η ηρωίδα του Γιάννη Μαυριτσάκη (Αγγελική Στελλάτου) στο τελευταίο του έργο «Κωλοδουλειά» μιλάει από το γνώριμο εκείνο καφκικό υπόγειο, που στη σύγχρονη μεταφορά του εδρεύει πια σε κάποιο φαστφουντάδικο.

Η Αγγελική Στελλάτου στο ρόλο της ηρωίδας του Γιάννη Μαυριτσάκη στην «Κωλοδουλειά» (σκηνοθεσία Αγγελος Μέντης)

Η Αγγελική Στελλάτου στο ρόλο της ηρωίδας του Γιάννη Μαυριτσάκη στην «Κωλοδουλειά» (σκηνοθεσία Αγγελος Μέντης)

Πρόσωπο δύσληπτο και ιδιότυπο, πράγματι. Εχει και αυτή τις ορέξεις της -κυρίως για την εξέλιξή της από το ταπεινό στάδιο της δεύτερης βοηθού στην κουζίνα, στην αξιοζήλευτη θέση της πρώτης βοηθού- διαθέτει τρίμματα ήθους, σκέψεις της φωτίζουν αστραπιαία σημεία της ζωής, της οικογένειας και της μαύρης φωλιάς της. Είναι, ωστόσο, μια μορφή που ξεπερνάει κατά πολύ τον ρεαλισμό, την καταγγελία της πλαστικοφαγίας ή της φασιστικής άρνησης της προσωπικότητας στα σύγχρονα ταχυφαγεία.

Πρόκειται ασφαλώς για μια νέα κατάβαση στην κόλαση των άλλων, μόνο που τη φορά αυτοί οι κολασμένοι υποχρεούνται να χάσουν τη γεύση και την όσφρηση των ζώντων. Από τα μεγάφωνα ακούγεται, άλλοτε επιτακτική κι άλλοτε υπηρεσιακά φορτισμένη, η φωνή του ελεγκτή (Κοσμάς Φοντούκης). Οι οδηγίες του παραπέμπουν περισσότερο σε ένα μηχανισμό παραγωγής και κατανάλωσης ανθρώπινης ενέργειας και ύλης. Απέναντι σε αυτό το σύστημα, σαν γρανάζι που ξέφυγε από το σύνολο, η σερβιτόρα και δεύτερη βοηθός μοιάζει να αντιστέκεται. Πώς; Διατηρώντας, μπεκετικά, ικμάδες ζωής στο εξαντλημένο από τον σεξισμό σώμα της, μεταφέροντας, με την ηχώ του Πίντερ, ένα βουβό μήνυμα από τον έσω κόσμο.

Αμφιβάλλω αν ο μονόλογος του Γιάννη Μαυριτσάκη μπορεί να οδηγήσει σε κάτι πιο συγκεκριμένο, πιο ορατό από αυτές τις γενικόλογες και ώς ένα σημείο ταυτολογικές παρατηρήσεις. Η ίδια η παρουσία της νέας σερβιτόρας δίνει την εντύπωση πως εξήλθε στη σκηνή με εμβρυουλκό. Τανύθηκε, διαχύθηκε, κυκλώθηκε σε λεξιλόγια μιας αορίστου αισθήσεως, προκειμένου να αποκτήσει το σώμα της εξηντάλεπτης παράστασης. Στην πραγματικότητα, από την άποψη της σκηνικής αναγκαιότητας τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει νωρίτερα, πολύ νωρίτερα. Οχι γιατί ολοκληρώνεται έτσι εύκολα το νόημα της κατάβασης στις απαιτήσεις του γαστρικού και υπογαστρικού συστήματος ή της καταγγελίας ενός πλαστικοποιημένου, αποστειρωμένου συστήματος συντήρησης: αλλά γιατί αποδυναμώνεται η ένταση της μορφής που μιλάει εκ μέρους τους.

Η επανάληψη -η περιδίνηση- των ίδιων μοτίβων οδηγεί με σταθερά βήματα στη ζάλη και από εκεί στην αστοχασιά. Είμαι ειλικρινά περίεργος πόσοι έμειναν μέχρι τέλους προσηλωμένοι στον περισπούδαστο, ευφυή και πυκνό λόγο του Μαυριτσάκη. Και δεν μπορώ αναλόγως να μην εξάρω τη μνημονική υπερπροσπάθεια της Αγγελικής Στελλάτου στη συγκράτηση όσων υλικών αφήνει πίσω της η φευγαλέα μαρτυρία του συγγραφέα. Για να μη μακρηγορούμε: η λογοτεχνία, ο πεζός λόγος, έχει γεμίσει με παρόμοιους μονολόγους, εσωτερικούς και εσώτατους. Δεν είναι θέατρο. Απαιτείται και μια σπουδή που θα λαμβάνει υπόψη της το πιο ιδιάζον στοιχείο της σκηνής: ότι έχει τον θεατή της δανεισμένο.

Με μια επίδειξη καλλιτεχνικής αυταρέσκειας ο σκηνοθέτης Αγγελος Μέντης έκανε σημαία της παράστασης τα ενδιάθετα στοιχεία του κειμένου. Τόνισε τον αργό ρυθμό, τον ασαφή στόχο, την επανάληψη, την πλήξη, βάζοντας τη Στελλάτου να σύρεται αργά αργά από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη, με την περούκα και το λίκνισμα της Πετρούλας, ανέκφραστη και επιτηδευμένα ρηχή, σε ένα μαύρο σκηνικό, χωρίς αληθινό ενδιαφέρον. Αν ο στόχος ήταν η ελεγχόμενη αισθητική του φαστφουντάδικου, η ζωή εν τάφω των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων, ακόμη χειρότερα: είναι ζήτημα αν μπόρεσε να διαβεί το κατώφλι της πλατείας κάτι άλλο από μια εξηντάλεπτη παρλάτα περί ασημαντότητας.

Γιάννης Μαυριτσάκης «Wolfgang» στο Εθνικό Θέατρο – σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου

Ιδιοκτησιακή σχιζοφρένεια του άντρα προς τη γυναίκα – Κριτική Γιάννης Βαρβέρης

Γιάννης Μαυριτσάκης Wolfgang, σκην.: Κατερίνα Ευαγγελάτου, Θέατρο: Εθνικό

Είδα ένα αρκετά καλό δείγμα εργασίας από το νεανικό δίδυμο Γιάννης Μαυριτσάκης στη συγγραφή και Κατερίνα Ευαγγελάτου στη σκηνοθεσία, το οποίο χαρίζει στο Εθνικό μια δικαιωμένη επιλογή.

Ο Αυστριακός Wolfgang που έδωσε πριν από λίγα χρόνια την αφορμή του νεοελληνικού μας έργου είχε απαγάγει σε πολύ τρυφερή ηλικία και φυλακίσει σ’ ένα παρανοϊκό ερωτικό ντελίριο ένα μικρό κορίτσι.

Παρακολουθώντας την κεντρική ιστορία, που θυμίζει την πρόσφατη δική μας Ελένη απ’ το Κωσταλέξι, ο Μαυριτσάκης προχώρησε με ψυχολογικές παρατηρήσεις βάθους αλλά και θεατρική δύναμη μικρών καταιγιστικών σκηνών στην κατάκτηση ενός έργου που ξετυλίγει πολλούς προβληματισμούς γύρω απ’ το άλογο ερωτικό πάθος, συνάμα ιχνογραφώντας με πειστικότητα και δραματικότητα τους ρόλους του θύτη και του θύματος, περίεργα ενωμένους με μια ετερόφωνη αλλά ισόκυρη κραυγή ανθρώπινης αγωνίας.

  • Η παράσταση

Η «ζώνη αγνότητας» που επιβάλλει ο θύτης στο θύμα του δεν συνιστά παρά την ακραία μορφή του ανδροκρατικού προτύπου, το οποίο εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τουλάχιστον τις δυτικές κοινωνίες μας. Αυτή είναι νομίζω η βαθύτερη καταγγελία του συγγραφέα, όσο κι αν εξωτερικά τη διαποικίλλει με τα επιτυχή παρανοϊκά ψεύδη και τεχνάσματα που εφευρίσκει ο θύτης ακριβώς για να μην απαντά στις καίριες διερωτήσεις του σταδιακά ενηλικιωνόμενου και άρα επαναστατούντος θηράματός του. Ο τρόμος όμως του άρρενος μη προδοθεί, τρόμος που εκφέρεται με λυσσαλέα προς το έτερο ήμισυ αλλά και με αυτοκαταστροφική βία, συνοδεύεται και από μια ιδιότυπη νοσηρότητα που εκφράζει και το ίδιο το θύμα, καθώς σ’ ένα βαθμό, και μάλιστα ομολογημένο, η έγκλειστη Φαμπιέν θεωρεί ως προστάτη τον ηθικά βιαστή της για να επαληθευθεί η άποψη ότι τα θύματα έχουν πάντα μια σχέση υπόρρητης εξάρτησης απ’ τους δημίους τους. Η ομολογία αυτή λαμβάνει χώρα στο τέλος του έργου, οπότε εκείνος αυτοκτονεί κι εκείνη, ελεύθερη πια, συνοψίζει την όλη συνθήκη.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου διάβασε το έργο κατά μέτωπο, με τόλμη και σε όρους υψηλής θερμοκρασίας. Το προίκισε, θα’ λεγε κανείς, μ’ έναν αρχικά μπεκετικό περίγυρο, αλλά και με εφιαλτικούς αιφνιδιασμούς και οιμωγές που ακύρωναν το μπεκετικό τοπίο και του έδιναν πρόσημο «σκληρού» θεάτρου. Η εναλλαγή ατμοσφαιρών, επιδοτημένη και από τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, κράτησε τον θεατή σε διαρκή κατάσταση εγρήγορσης. Την «μπεκετική» απαρχή αλλά και τις ανάλγητες ανατροπές της εξασφάλισε ένα ποιητικά δαιμονιακό σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, στο οποίο παντρεύονταν, μέσα απ’ τα κινούμενα ριντό, τα πρόσωπα του «ελεύθερου αέρα» με τα λασπόνερα της υπόγειας χωμάτινης ειρκτής. Οι συμβολισμοί με τα ψαλίδια των θάμνων στην αρχή του έργου κράτησαν παραπάνω απ’ όσο έπρεπε.

Οι πανομοιότυπες σειρήνες που έστιξαν ενδιαμέσως τις πολλές σκηνές δήλωσαν μουσική ένδεια και κατέστησαν αδιάφορες για τον θεατή (Σταύρος Γασπαράτος).

Η Λουκία Μιχαλοπούλου, επισημανθείσα θριαμβευτικά στο περσινό μονόπρακτο της Μάρως Δούκα κατά σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, απέδειξε πως η στόφα της δεν είναι διόλου τυχαία. Δόνησε τον θεατή με τις ποικίλες φάσεις του εγκλεισμού της, υποδύθηκε έξοχα τις εκρήξεις της Φαμπιέν, μετέτρεψε το ταπεινωμένο γυμνό κορμί της σε υπαρξιακό αίτημα σκλαβωμένης ψυχής. Παιδί του θεάτρου γνήσιο και νομίζω ακριβό, εύχομαι η Μιχαλοπούλου να κρατηθεί μακριά από τις γνωστές Κίρκες. Μακάρι να την βοηθήσουν σ’ αυτό ετούτοι οι ειλικρινείς έπαινοι. Ο Βασίλης Ανδρέου έπαιξε «σπασμωδικά», κατά τις οδηγίες, τον σαλεμένο Βόλφγκανγκ, με στιγμές πειστικές στην αγριότητά τους και άλλες όμως άνισες, λίγο «κούφιες». Στο ίδιο πρόσημο οδηγίας, ως «πνευματικός» συγγενής του, έπαιξε τον φίλο του ο Νικόλας Αγγελής. Φάντασμα του μισογύνη πατέρα και του κερβέρειου κοσμηματοπώλη ο Μάνος Βακούσης, αφοπλιστική εκπροσώπηση του Κακού. Η μητέρα του θύτη Μαρία Ζορμπά λειτούργησε σ’ ένα θετικό ονειρικό επίπεδο, ενώ ο πατέρας της Φαμπιέν Σωτήρης Τσακομίδης αντιπροσώπευσε μια λαϊκή φιγούρα χωρίς ιδιαίτερο κύρος. Η περαστική γυναίκα υπηρετήθηκε πολύ εύστοχα ως σεξιστική «περίσταση» του θύτη, από τη Σεραφίτα Γρηγοριάδου.

Δεν είναι κακή ιδέα τα πειραματιζόμενα έντυπα προγράμματα. Το συγκεκριμένο όμως, μαύρα στοιχεία πάνω σε βαθύ πρασινόμαυρο φόντο, μάλλον απαιτούσε σύστημα… Μπράιγ.

Σημαντική δουλειά σοβαρών νέων καλλιτεχνών.