«Οι χαλασοχώρηδες»
|
Παλιοί σπουδαίοι ηθοποιοί του θεάτρου μας, λ.χ. η Κατίνα Παξινού, κορυφαία ηθοποιός σε όλα τα είδη -στην τραγωδία, στο κλασικό και σύγχρονο δράμα, αλλά και στην κωμωδία και τη σάτιρα- δίδασκε ότι ο ηθοποιός για να προκαλεί στο θεατή αυθόρμητο, χορταστικό αλλά και νοήμον γέλιο πρέπει να παίζει την κωμωδία σοβαρά, σαν να πρόκειται για «δράμα». Αυτό το σοφό και παντοτινά ισχύοντα κανόνα λιγοστοί από τους νεότερους ηθοποιούς διδάχθηκαν. Ελάχιστοι, όμως, και από τους πηγαία κωμικούς ηθοποιούς εφαρμόζουν απαράβατα αυτόν τον κανόνα, καθώς, παρασυρόμενοι από τους θεατές και παρασύροντάς τους «κυνηγούν» το εύκολο γέλιο με υπερβολές και «κωμικίζουσες» μανιέρες τους. Η επισήμανση αυτή αφορά, λίγο – πολύ, και τις τρεις παραστάσεις που παρουσιάζει η σημερινή στήλη
«Ανώμαλος προσγείωσις», τιτλοφορούνταν η κωμωδία του παραγωγικού συγγραφικού διδύμου Αλέκος Σακελλάριος – Χρήστος Γιαννακόπουλος, που πρωτοπαρουσίασε το «Θέατρο Τέχνης», το 1950. Πρωτοπόρος υποστηρικτής της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, θαυμαστής των λαϊκών ειδών θεάτρου, «ανήσυχος» και τολμηρός αναζητητής του θεματολογικά και μορφολογικά καινούργιου, ο Κάρολος Κουν ανέβασε αυτήν την κωμωδία, εκφράζοντας δι’ αυτής την απέχθειά του για το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που εξέθρεφε και βασιζόταν στη διαφθορά, στο ψέμα, στη δημαγωγία, στις κομπίνες και τις μίζες από δημόσια έργα, υπουργών, πολιτικών παραγόντων, τοπικών κομματαρχών και στο «ξεζούμισμα» του εγκαταλειμμένου στην τύχη του λαού. Η κωμωδία αυτή, ξαναδουλεμένη από τους συγγραφείς της, προσαρμοσμένη στη μικρής διάρκειας «δημοκρατική» διακυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου μεταφέρθηκε, το 1965, στον κινηματογράφο με τίτλο «Υπάρχει και φιλότιμο». Αυτή την πασίγνωστη από την κινηματογραφική εκδοχή της κωμωδία επέλεξε φέτος το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, θεωρώντας τη, προφανώς, πολιτικά επίκαιρη. Αναμφίβολα, υπάρχουν επίκαιρα στοιχεία στη μυθοπλασία και σε πρόσωπα αυτής της εξαιρετικής μαστοριάς κωμωδίας. Πλήθος Μαυρογιαλούρων υπουργών, ιδιαιτέρων γραμματέων και κομματαρχών στις εκλογικές περιφέρειες Μαυρογιαλούρων υπήρξαν στη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας. Ουδέποτε μας έλειψαν… Στόχος των δύο συγγραφέων ήταν, μέσω του πρωταγωνιστικού προσώπου, του Μαυρογιαλούρου (υπουργού Μεταφορών και Δημοσίων Εργων), να δώσουν ένα «μήνυμα», να εκφράσουν την ανάγκη πολιτικοοικονομικής «κάθαρσης» της Ελλάδας. Πόσοι, όμως, «Μαυρογιαλούροι», διαθέτοντας τσίπα, παραιτήθηκαν μετά την αποκάλυψη των αμέτρητων σκανδάλων σε βάρος του λαού, στο παρελθόν; Ο Μαυρογιαλούρος της κωμωδίας είναι «πλάσμα» της φαντασίας και της επιθυμίας των συγγραφέων παρά της τότε ελληνικής πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο δεν είναι της σημερινής πραγματικότητας, όσο κι αν επιχειρήσει κανείς να προσαρμόσει αυτήν την κωμωδία στο σήμερα, όπως -με μέτρο- προσπάθησε να κάνει η σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου, με τη συμβολή των σκηνικών και των κοστουμιών του Αντώνη Χαλκιά. Εκεί που έχασε το μέτρο η σκηνοθεσία είναι στην υποκριτική καθοδήγηση των ηθοποιών. Τους αναφέρουμε με τη σειρά εμφάνισης: Ευγενία Δημητροπούλου, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Ελένη Τσιμπρικίδου, Μανώλης Σορμαΐνης, Θανάσης Βισκαδουράκης, Τάκης Παπαματθαίου, Αντιγόνη Νάκα (η πιο λιτή υποκριτικά), Νίκος Σκουλάς, Τάσος Γιαννόπουλος, Ηλίας Μιχαλογιάννης. Οχι άμοιροι ταλέντου, αλλά με πολλή τηλεόραση στο ενεργητικό τους οι περισσότεροι, οι ηθοποιοί αφέθηκαν σε ένα φωνακλάδικο υπερπαίξιμο και με τηλεοπτικής ευκολίας και τυποποίησης πλασάρισμα του «κωμικού», με αποτέλεσμα το κωμικό να «καίγεται» και το γέλιο των θεατών να «παγώνει». Μόνον ο πολύπειρος, πραγματικά πολύ ταλαντούχος, Γιώργος Παρτσαλάκης (Μαυρογιαλούρος), ξεφεύγει κάπως από τις τηλεοπτικές μανιέρες του και βρίσκει κάποιες στιγμές το μέτρο, τη φυσικότητα, την αλήθεια, τον προαναφερόμενο ερμηνευτικό «κανόνα» της κωμωδίας.
«Φαύστα»
|
«Κειμήλιο» της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, ιδιοφυής σουρεαλιστική κοινωνική σάτιρα, η «Φαύστα» του αείμνηστου Μποστ έχει γνωρίσει «δόξα» λαμπρή από σκηνής του θεάτρου «Στοά», και άλλων θεάτρων. Τη «Φαύστα» ή την ανεβάζει κανείς πιστεύοντας στη διαχρονική αξία της, στην απαράμιλλη, γεμάτη αλλεπάλληλες φαρσικές καταστάσεις μυθοπλαστική «τρέλα», στο σατιρικό καγχασμό για την ανοησία, την αμορφωσιά, τη μεγαλομανία, την κακογουστιά, τα γελοία χούγια της μικροαστικής τάξης που μιμείται τη μεγαλοαστική, στο οιστρήλατο, σκόπιμα ψευτοκαθαρευουσιάνικο γλωσσικό ιδίωμα του Μποστ, ή τη θεωρεί ξεπερασμένη και δεν την ανεβάζει. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας «Θεσσαλικό Θέατρο», Κώστας Τσιάνος, ενώ είναι θαυμαστής της κωμωδίας αυτής, ακολούθησε την τρέχουσα «μόδα». Παρενέβη κειμενικά στο πρωτότυπο, με δικά του «επικαιρικά» αστειάκια και πρόσθεσε χορούς, μουσικές και τραγούδια διαφόρων εποχών και ειδών (μουσική επιμέλεια Σπύρου Καβαλιεράτου). Ετσι από σουρεαλιστική κοινωνική σάτιρα η «Φαύστα» μεταμορφώθηκε σε μια γκροτέσκα ηθογραφική μουσικοχορευτική κωμωδία, που (εκουσίως ή ακουσίως) προκαλεί την αίσθηση ότι παρωδεί το πρωτότυπο έργο. Η σκηνοθετική πρόθεση διογκώθηκε με το σφιγμένο, υπερβολικό, υψηλόφωνο, τάχα «κωμικό», λίγο πολύ τηλεοπτικής αντίληψης παίξιμο των Νικολέτας Βλαβιανού, Πάνου Σταθακόπουλου, Σταύρου Νικολαΐδη, Βασίλη Γιαβρή, Ηλία Μπερμπέρη. Μόνον η ερμηνεία της Μαίρης Σαουσοπούλου συγγενεύει με το υποκριτικό ήθος που απαιτεί το έργο του Μποστ. Ο νέος ηθοποιός Χάρης Φλέουρας (Ριτσάκι), με την ιδιότυπη φιγούρα, την κωμική εκφραστικότητα και την κινησιολογική ικανότητά του αποτελεί μια ελπιδοφόρα περίπτωση κωμικού.
«Υπάρχει και φιλότιμο»
|
Μέγας συγγραφέας, γέννημα – θρέμμα της φτωχολογιάς, διά βίου φτωχός ο ίδιος, γράφοντας ασταμάτητα από ανάγκη για λίγη τροφή, μια ταπεινή φορεσιά, και μια μικρή νοικιασμένη κάμαρη, αλλά και από αξεδίψαστη ανάγκη να παρατηρεί και να «απαθανατίζει» την κοινωνική πραγματικότητα, την καθημερινή ζωή, τα αισθήματα, τους πόθους, τα βάσανα, τα πάθη και τα λάθη του λαϊκού ανθρώπου, προβλήματα, φαινόμενα, ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα της εποχής του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, το 1892 – ένα χρόνο πριν την επισημοποίηση της πτώχευσης του νεοελληνικού κράτους, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ένα διήγημα, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Οι χαλασοχώρηδες». Η καταχρεωμένη εξαιτίας της πολιτικής του τότε δικομματισμού, η χρεοκοπημένη και συστηματικά περικυκλωμένη από ξένους «προστάτες» και «δανειστές» Ελλάδα, το 1892 προκήρυξε εκλογές. Ουδεμία πραγματική, ωφέλιμη για το λαό διέξοδος υπήρχε, όποιο από τα δύο κόμματα γινόταν κυβέρνηση. Αυτή τη μαύρη αλήθεια, για τα έργα, τα ήθη, τη δημαγωγία, την ψηφοθηρία και των δύο ανταγωνιζόμενων για την εξουσία κομμάτων, των κομμάτων που «χάλασαν» τη χώρα, αλλά και για την πολιτική αφέλεια του λαού – θύματος που, κατά το συμφέρον τους, άγουν και φέρουν οι εκατέρωθεν ανταγωνιζόμενοι υποψήφιοι και οι τοπικοί κομματάρχες -ψηφοθήρες τους. Στο παντοπωλείο – καφενείο, κέντρο συνέρευσης των αρσενικών κατοίκων του νησιού φουντώνουν οι προεκλογικές πονηριές, ψευτιές, υποσχέσεις, «παγίδες», απειλές και οι καυγάδες μεταξύ των κομματαρχών και των υποστηρικτών των δύο κομμάτων. Η προεκλογική «μάχη» συνεχίζεται και στους δρόμους και σπίτι με σπίτι. Μόνον ένας κάτοικος, θύμα της πολιτικής και των δύο κομμάτων κατηγορηματικά τους αρνείται την ψήφο του. Κι όταν έρθει η μέρα των εκλογών, τότε αρχίζει το «παιχνίδι» της καλπονοθείας, σε βάρος πάλι του γελασμένου λαού. Παρότι ολιγόπειρη ή και πρωτόπειρη η νέα θεατρική ομάδα «Ξανθίας», ανέβασε το διήγημα του Παπαδιαμάντη, αποκαλύπτοντας τη σατιρική δεινότητα του Παπαδιαμάντη και αναδεικνύοντας την επικαιρική αξία του διηγήματός του. Η σεβαστική διασκευή (δεν δηλώνεται ο διασκευαστής), η σεμνή, όχι χωρίς αδυναμίες, σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου, τα «φτωχού θεάτρου» σκηνικά και κοστούμια της Λυδίας Κοντογιώργη, η διακριτική μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, η εκφραστική κινησιολογία της Μαργαρίτας Τρίκκα, οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου και η ομόθυμου υποκριτικού κεφιού ερμηνείες όλων των ηθοποιών του θιάσου -Ελισσαίος Βλάχος, Παύλος Εμμανουηλίδης, Θοδωρής Θεοδωρίδης, Ροζαμάλια Κυρίου, Αγγελική Μαρίνου, Κώστας Παπακωνσταντίνου, Παναγιώτης Σούλης- αξίζουν επαίνου και ενθάρρυνσης για το μέλλον της ομάδας.
ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,
Πρόσφατα σχόλια