**«Η νέα τάξη πραγμάτων» – Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 15 Μαΐου 2010

  • Ωμή καταγγελία της κρατικής τρομοκρατίας

  • **«Η νέα τάξη πραγμάτων» – Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Η πρόταση ανήκει στο είδος των «site specific» παραστάσεων, των δοκιμών δηλαδή που αντιλαμβάνονται το χώρο ως δραστικό στοιχείο παραγωγής νοήματος. Στην περίπτωση των Fresh Target Group (σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα ΑΚΑ LAB), το πρότζεκ εκτός από την επίταξη του γκαράζ του Ιδρύματος από την ομάδα, περιλαμβάνει ακόμα τη μετάβαση των θεατών σε τρεις ξεχωριστούς χώρους, όπου υποτίθεται πως εξελίσσεται η ανάκριση κρατουμένων από το σύστημα της «Νέας Τάξης».

Ο  Δρόσος Σκώτης «βασανίζεται» από τους Νίκο Καραπάνο και Δημήτρη Αγορά

Ο Δρόσος Σκώτης «βασανίζεται» από τους Νίκο Καραπάνο και Δημήτρη Αγορά

Τη βάση δίνουν τρία μονόπρακτα του Χάρολντ Πίντερ, που με όχημα το είδος της παραβολής πραγματεύονται από κοινού την επιβολή της νέας τυραννίας στον κόσμο, όπως και της εκ νέου εκκωφαντικής σιωπής των πολιτών στις μεθόδους της.

Πέρυσι οι πολυδιαφημισμένοι «Fura dels Baus» είχαν προσπαθήσει να ταρακουνήσουν το Φεστιβάλ Αθηνών με πιστολίδια, δήθεν ομηρίες θεατών και αιφνιδιαστικές εμφανίσεις «τρομοκρατών» στην πλατεία. Το αποτέλεσμα, όπως ήταν επόμενο, άγγιζε τη γελοιότητα. Εδώ όμως, η αναπαράσταση της ομάδας δημιουργεί μιαν ανατριχίλα που διαπερνά τη συνείδηση και αγγίζει τον αληθινό φόβο. Παίζει βέβαια ρόλο και ο Πίντερ. Από τη «Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων» στο «Ενα ακόμα και φύγαμε» και στη «Συνέντευξη Τύπου» (σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και δραματολογική επιμέλεια Αννας Τσίχλη) η σπουδή εκ μέρους του της κρατικής τρομοκρατίας ξεπερνά τον ωμό νατουραλισμό. Κύριο μέλημα δεν είναι η αναπαράσταση των κρατητηρίων, όσο η υπενθύμιση της ύπαρξής τους. Οι διάλογοι των μονόπρακτων συνθέτουν μια ποιητική του κακού, κινούνται υπόγεια και οδηγούν στην εσχατιά της ανθρώπινης υπόληψης. Ετσι, λέει ο Πίντερ, βαδίζει το κακό στον κόσμο. Δίπλα μας.

Γραμμένα τα μονόπρακτα πάνω στη βράση του ακτιβιστή διανοούμενου, στοχεύουν εκτός από το να καταγγείλουν, να προτείνουν μια διαφυγή από τον κύκλο της τάξης πραγμάτων. Ο κίνδυνος, από την άλλη, της συγκεκριμένης παράστασης του Πάρι Ερωτοκρίτου είναι να εκτονωθεί η καταγγελία σε μια επίδειξη μέσων και να χαθεί το μήνυμά του στον εντυπωσιασμό του κοινού. Κάθε παρόμοια προσπάθεια μπορεί πράγματι να κυκλωθεί σε μιαν αναπαραγωγή του τρόμου, χωρίς την πρόταση μιας κάποιας διεξόδου.

Είναι ευτύχημα ότι η παράσταση διαθέτει ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο. Πρόκειται για την κατάλυση εκ μέρους του σκηνοθέτη της «πλατείας». Ολοι οι θεατές προμηθεύονται με την είσοδό τους στο χώρο κάρτες «ξένων αξιωματούχων», σαν υψηλοί προσκεκλημένοι του καθεστώτος. Η παράσταση μετατρέπεται έτσι σε μια αποκρουστική επίδειξη ψυχολογικού και σωματικού βασανισμού. Τα βασανιστήρια απλώς γίνονται μακριά από το θόρυβο του κόσμου, γίνονται όμως με την παρουσία των θεατών και τη δική τους ανοχή. Ακόμα χειρότερα, γίνονται πιθανόν εξαιτίας τους. Η σύλληψη προχωρά βαθύτερα από την επίδειξη ενός νέου ιλουζιονισμού, θέτει ενώπιον του κάθε θεατή ένα διόλου βολικό σχόλιο για τη θέση και το ρόλο του στη νέα τάξη πραγμάτων.

Στα προτερήματα της παράστασης βρίσκονται οι ερμηνείες των ηθοποιών. Ιδιαίτερα του Γιώργου Ζιόβα στο ρόλο του αξιωματούχου του συστήματος, που τρέφεται και δυναμώνει από τον φόβο των άλλων. Εξαιρετικοί στην εύγλωττη σιωπή τους οι μάρτυρες του Δρόσου Σκώτη και της Τάνιας Παλαιολόγου. Ακολουθούν οι φρουροί των Νίκου Καραπάνου και Δημήτρη Αγορά, και ο υπουργός Πολιτισμού του Δημήτρη Κανέλλου, στον συνοπτικό επίλογο της παράστασης.*

Προσιτό γέλιο, υπαινικτικός τρόμος

  • Του Σπυρου Παγιατακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 25 Aπριλίου 2010
  • Ευγένιος Λαμπίς, Η υπόθεση της οδού Λουρσίν, σκην.: Μάρθα Φριντζήλα. Θέατρο Πορεία
  • Χάρολντ Πίντερ, Νέα τάξη πραγμάτων, σκην.: Πάρις Ερωτοκρίτου. Πολιτιστικό Κέντρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης»

Υπάρχει vaudeville και βοντεβίλ. Από τη μια μεριά είναι το γαλλικό πρωτότυπο από τον 19ο αιώνα (1800-1860) με τις απλοϊκές μονόπρακτες κωμωδίες και τα χαρωπά τραγουδάκια, κι από την άλλη είναι το απλοϊκότερο αμερικανικό από το 1880 μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού, με τα «νούμερά» του, με τα ακροβατικά, με τις χοντροκομμένες πλάκες και παρλάτες, το οποίο έφτανε μέχρι και σε «freak shows». Σήμερα, το περιπαικτικό αυτό είδος βρίσκεται πλησιέστερα στην παρωδία παρά ποτέ.

Βέβαια, το vaudeville έκανε την εισβολή του και σ’ εμάς ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, μετά τις επισκέψεις γαλλικών λυρικών θεάτρων στην Ελλάδα. Το είδος κρίθηκε πολύ πιο ελκυστικό και προσιτό στις αστικές μάζες από το ιταλικό μελόδραμα. Μέχρι εκείνη την εποχή η «ευρωπαϊκή μουσική» περιοριζόταν σε περιχαρακωμένους χώρους της μικρής πρωτεύουσας.

«Η Υπόθεση της Οδού Λουρσίν» του πολυγραφέστατου -και πολιτικά συντηρητικότατου- Ευγένιου Λαμπίς (πέθανε το 1888) ήταν ένα από τα συνολικά 175 έργα του. Φάρσα χοντροκομμένων παρεξηγήσεων και προβλέψιμων λύσεων το έργο απαιτεί να οδηγηθεί σκηνοθετικά από ένα παιγνιώδες χέρι.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το χέρι ανήκε στην πολύπραγη Μάρθα Φριντζήλα, η οποία αγωνίστηκε να εκμαιεύσει από την παράσταση κάθε κωμικό στοιχείο ακόμα και με τη βοήθεια εμβρυουλκού. Επιστρατεύοντας μία τεχνική υπερμεγέθυνσης σκηνικών ευρημάτων και -το χειρότερο- καταφεύγοντας σε φλύαρες και ανώφελες επαναλήψεις, η Μάρθα Φριντζήλα εξαντλεί ακόμα και τα πιο πνευματώδη ευρήματά της, επιμηκύνοντας το μονόπρακτο σε τρίπρακτο.

Η παράσταση πάντως διασώζεται χάρις στους πρώτης τάξεως ηθοποιούς της. Στον Δημήτρη Τάρλοου, ο οποίος έχει ξεσηκώσει ό,τι καλύτερο από τους κλασικούς κωμικούς του βωβού σινεμά, από έναν εντυπωσιακά ευέλικτο και ευλύγιστο Μιχάλη Φωτόπουλο, από τον Ερρίκο Λίτση και, το κυριότερο, από μία απολαυστικά αυτοσαρκαζόμενη Ταμίλα Κουλίεβα, την οποία -εγώ τουλάχιστον- δεν αντιλήφθηκα ως παρωδία της Μέριλιν ή της Τζέσικα Ράμπιτ, όπως κάπου διάβασα, αλλά ως ενσάρκωση ενός από τα πιο τετραπέρατα sex symbols όλων των εποχών, τη Μαίη Γουέστ. Οι δύο μουσικοί (Παναγιώτης Τσεβάς και Κώστας Νικολόπουλος) που συμμετέχουν και ως δρώντα πρόσωπα, συμπληρώνουν κι αυτοί το χαμογελαστό της υπόθεσης. Και βέβαια ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της παράστασης βρίσκεται και ο Αγγελος Μέντης με τα κοστούμια και τα σκηνικά του, τα οποία σχολιάζουν σαρκαστικά την εποχή του Λαμπίς.

«Νέα Τάξη Πραγμάτων»

Να περάσουμε στην αντίπερα όχθη. Στα σοβαρά και στα πειραματικά – με ή χωρίς εισαγωγικά. Ενας ταλαιπωρημένος «τριτοκοσμικός» ύποπτος κάθεται δεμένος σε μια καρέκλα. Οι δύο βασανιστές του φλυαρούν πίσω του δίχως να αναφέρονται σε κάτι συγκεκριμένο. Η απειλή όμως είναι παρούσα. Αλλαγή σκηνικού. Ή μάλλον όχι. Αλλαγή χώρου. Το κοινό σηκώνεται και πάει παρακάτω – στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννη όπου διαδραματίζεται η παράσταση. Βλέπουμε τον μικρό γιο του κατηγορούμενου, που βρίσκεται κι αυτός στα χέρια κάποιας καταπιεστικής εξουσίας. Λίγο αργότερα, άλλη πάλι μετακίνηση του κοινού, το οποίο τώρα παρακολουθεί την ανάκριση του «υπόπτου» και αργότερα της νεαρής γυναίκας του. Δεν χρειάζεται να τους κακομεταχειριστούν μπροστά στους θεατές για να τους λυπηθεί κανείς. Κι αυτό είναι χειρότερο. Το τι έχουν υποστεί είναι ξεκάθαρο. Αν φταίνε ή όχι, το κοινό δεν το μαθαίνει ποτέ. Το χαμόγελο και η καθωσπρεπωσύνη των ανακριτών είναι πάντως στοιχεία πιο τρομακτικά.

Τα τρία σύντομα έργα του νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ (με τον συνοπτικό τίτλο «Νέα Τάξη Πραγμάτων») δεν βασίζονται τόσο στο κείμενο όσο στην ικανότητα του σκηνοθέτη (Πάρι Ερωτοκρίτου) να υπονοεί καταστάσεις, οι οποίες σε κάνουν κι ανατριχιάζεις. Το έργο παίζεται σε φυσικούς χώρους. Εδώ στο υπόγειο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη. Σε ένα παλαιότερο φεστιβάλ, στο Μπράιτον, είχε παρουσιαστεί σε έναν ανάλογο χώρο. Δίχως να αποσαφηνιστεί, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποια πολιτική υπόθεση. Ισως και με τρομοκράτες. Πάντως, είναι σαφέστατο ότι «κακοί» είναι οι βασανιστές.

Ο Χάρολντ Πίντερ είχε ξεκαθαρίσει με την ομιλία του στην περίφημη τελετή για το βραβείο Νομπέλ ότι βρίσκεται στο πλευρό των καταπιεσμένων – όπου κι αν ανήκουν αυτοί. Αυτό που οφείλει να επισημάνει κανείς στη συγκεκριμένη περίπτωση της αθηναϊκής παράστασης του «Νέα Τάξη Πραγμάτων», είναι ότι είδαμε μια καθαρή, μια λιτή δουλειά του Fresh Target Theatre, μιας ελληνοκυπριακής ομάδας η οποία ιδρύθηκε πριν από δύο χρόνια -από τον Πάρι Ερωτοκρίτου και τον Γιάννη Γαβριηλίδη- και η οποία, παρ’ ότι έχει αντιγράψει τη βασική σκηνοθετική ιδέα από την Αγγλία, δείχνει να διαθέτει την ικανότητα να προχωρήσει και σε πιο προσωπική άποψη για ένα πειραματικό θέατρο. Θα φανεί στην επόμενη δημιουργία της.

Φλύαρη φάρσα που διασώζεται από τις ερμηνείες Πίντερ σε πειραματική παρουσίαση

«Νέα Τάξη Πραγμάτων» στο ίδρυμα «Μ. Κακογιάννης» – «Το παιχνίδι της μοναξιάς» στο «Ζίνα»

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 14 Απρίλη 2010
  • Ξένο σύγχρονο ρεπερτόριο
  • «Νέα Τάξη Πραγμάτων» στο ίδρυμα «Μ. Κακογιάννης»
«Νέα Τάξη Πραγμάτων»

Πλήθος μονόπρακτων έγραψε από το 1977 μέχρι τις αρχές του 1990, ο Χάρολντ Πίντερ. «Αγρυπνος» κοινωνικοπολιτικά δημιουργός, με σύντομα μονόπρακτα «πυκνογραφούσε» ανθρώπινα και κοινωνικά προβλήματα της απανταχού καπιταλιστικής κοινωνίας. Κατήγορος και πολέμιος της ιμπεριαλιστικής «νέας τάξης πραγμάτων», υπερασπίστηκε τα ανίσχυρα θύματά της. «Στην εποχή μας υπάρχει ένα είδος φρίκης γύρω μας και νομίζω πως αυτή η φρίκη, αυτός ο τρόμος συμπορεύονται με τον παραλογισμό», έλεγε ο Πίντερ. Την απάνθρωπη, εξουθενωτική βία, τα άντρα βασανιστηρίων και την τρομοκράτηση της κοινής γνώμης από τερατώδη, παράλογα πολιτικά φερέφωνα της νέας τάξης πραγμάτων κατήγγειλε με τα μονόπρακτά του «Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων», «Ενα ακόμα και φύγαμε» και «Συνέντευξη Τύπου». Προς έπαινό της, αυτά τα μονόπρακτα, με γενικό τίτλο «Νέα Τάξη Πραγμάτων», σε εύγλωττη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, ανέβασε στο χώρο του 2ου υπογείου γκαράζ του ιδύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», η νεοσύστατη ομάδα «Fresh Targent Theatre» (σ.σ. πού θα φθάσει η μανία με τις ξενόγλωσσες επωνυμίες καλλιτεχνικών ομάδων;). Η παράσταση, που μετακινείται – μαζί της και οι θεατές – σε όλη την έκταση του υπογείου, αρχίζει με το μονόπρακτο «Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων», και με τους θεατές να περιεργάζονται, σε ένα τμήμα του υπογείου, εκτιθέμενα έργα (ζωγραφικής και γλυπτικής) Ελλήνων και ξένων εικαστικών. Ξαφνικά, μεταξύ των θεατών, εμφανίζονται δύο ένστολοι ράμπο – ασφαλίτες, που αναίτια, χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία, συλλαμβάνουν βίαια έναν άντρα, ίσως μετανάστη, ως «τρομοκράτη». Τον οδηγούν στο άντρο τους. Του φορούν κουκούλα και τον βασανίζουν σαδιστικά και εξευτελιστικά, ενώ το κοινό ως άπραγος «θεατής» – παρακολουθεί σαν μέσω τηλεόρασης, τον τύπου Αμπού Γκράιμπ βασανισμό του άνδρα, που δεν «ομολογεί» τίποτα. Σε άλλο τμήμα του υπογείου εκτυλίσσεται το σημαντικότερο και εκτενέστερο μονόπρακτο, «Ενα ακόμα και φύγαμε». Στο γραφείο του διοικητή Ασφαλείας ράμπο οδηγούν το μοναχοπαίδι του βασανισμένου, για ανάκριση από τον σατανικό, επίπλαστα «ευγενικό» αρχιασφαλίτη. Το παιδάκι το μόνο που ξέρει και λέει είναι ότι αγαπά τη μάνα και τον πατέρα του. Η «ομολογία» αυτή αρκεί για να παραδοθεί το παιδί σε σαρκοβόρους βασανιστές. Στον αρχιασφαλίτη οδηγείται και η βιασμένη από όλους τους βασανιστές μάνα του παιδιού. Κι έπειτα ο πολύμορφα βασανισμένος άντρας της, που επειδή τίποτα δεν «ομολογεί» του κόβουν τη γλώσσα. Εντελώς τσακισμένος και άλαλος, ο άντρας αφήνεται ελεύθερος, προς προειδοποίηση και παραδειγματισμό οποιουδήποτε διανοηθεί να αντισταθεί στη νεοταξική τρομοκρατία. Προειδοποιητική είναι και η «Συνέντευξη Τύπου» που δίνει ο υπουργός Πολιτισμού, πρώην υπουργός Κρατικής Ασφαλείας, ένα ακόμα σιχαμερό ανθρωποειδές της δήθεν «πολιτισμένης» και «δημοκρατικής» παγκοσμιοποιημένης ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, με θέμα την «καταστολή» της «τρομοκρατίας», τη διαφύλαξη των αξιών του κράτους με την «αναμόρφωση» των επικριτών του και την πολιτιστική πολιτική του ως διαμορφωτή των συνειδήσεων. Ο νέος και πρωτοδοκιμαζόμενος σκηνοθετικά Πάρις Ερωτοκρίτου προσπάθησε να αναδείξει το πολύ επίκαιρο και δυνατό περιεχόμενο και μήνυμα των μονόπρακτων. Η μετρημένης ρεαλιστικής ωμότητας παράστασή του έχει ενδιαφέρον, αλλά και αδυναμίες. Ιδιαίτερα όσον αφορά την ερμηνεία των ομιλούντων προσώπων. Ο λόγος του Πίντερ «κεντάει» σε βάθος και σε πολλά επίπεδα – νοηματικά, ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά, ψυχοδιανοητικά – στους ρόλους του διοικητή της Ασφάλειας και του υπουργού Πολιτισμού. Οι δύο αυτοί ρόλοι είναι σύμβολα, αλλά και άνθρωποι. Χαρακτήρες πλασμένοι για να υπηρετούν τους στόχους και τις μεθόδους ενός απάνθρωπου καθεστώτος. Κάθε λέξη τους θέλει ψάξιμο, καθώς συχνά κάτω από το πρώτο νοηματικό τους επίπεδο άλλα εννοούν και άλλα σηματοδοτούν. Φιλότιμη είναι, πάντως, η υποκριτική κατάθεση όλων των ηθοποιών (Δρόσος Σκώτης, Δημήτρης Αγοράς, Νίκος Καραπάνος, Gerald Τζελάλης, Τάνια Παλαιολόγου, Δημήτρης Κανέλλος, Γιώργος Νικολαΐδης, Νάντια Παυλάκη, Ντέμπορα Οντόγκ, Ελένη Βρυώνη, Εύα Ζύγκιρη), με πιο αξιόλογη την ερμηνεία του έμπειρου Γιώργου Ζιόβα. Γόνιμη η συμβολή και των άλλων καλλιτεχνικών συντελεστών της παράστασης.

  • «Το παιχνίδι της μοναξιάς» στο «Ζίνα»
«Το παιχνίδι της μοναξιάς»

Αν και πέρασαν πενήντα τέσσερα χρόνια από τότε που γράφτηκε και πενήντα δύο από τότε που πρωτοπαίχθηκε στη Ν. Υόρκη, το έργο του Ουίλιαμ Γκίμπσον «Το παιχνίδι της μοναξιάς» παραμένει σύγχρονο και πανανθρώπινο. Οχι μόνο γιατί είναι εξαιρετικά μαστορικό όσον αφορά στην πλοκή και στους δύο χαρακτήρες του, αλλά και γιατί το θέμα του δεν έχει «σύνορα» και αμέτρητοι άνθρωποι, δυστυχώς όλο και περισσότεροι, όπως τα πρόσωπα του έργου, έχοντας λογής λογής συναισθηματικές, οικογενειακές, κοινωνικές, επαγγελματικές και βιοποριστικές «πληγές», ποθώντας να ερωτευθούν, να αγαπηθούν και να συντροφευθούν, κινδυνεύουν να βιώσουν οδυνηρότερα τη μοναξιά. Το έργο του Γκίμπσον (πρώτοι διδάξαντες το έργο στην Ελλάδα ήταν δύο κορυφαίοι ηθοποιοί, ο Δημήτρης Χορν και η Ελλη Λαμπέτη) δεν είναι δράμα, με την καθαρή, ολική έννοια της λέξης. Και, βέβαια, δε μελοδραματίζει. Απλώς, γελά μα και δακρύζει. Με γλυκόπικρο, λεπτό χιούμορ, με μελαγχολία, με κατανόηση και τρυφερότητα για τον πληγωμένο και μοναχικό άνθρωπο, ο συγγραφέας πλάθει το συναισθηματικό βάσανο, το ερωτικό σμίξιμο και τελικά το χωρισμό των δύο προσώπων. Ο λαϊκής καταγωγής Τζέρι, που έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, χάρη στον πεθερό του – διευθυντή του πανεπιστημίου, εγκαταλείπει τη θέση του και τη γυναίκα του, αφού εκείνη φλερτάρει με άλλον και λέει ότι θέλει να τον παντρευτεί. Ανεργος και άφραγκος στη Ν. Υόρκη, πνιγμένος από τη μοναξιά, τηλεφωνεί και τελικώς συναντιέται με μια νέα, έρημη, χωρισμένη επίσης, φτωχή, άνεργη αλλά και περήφανη χορεύτρια, στην γκαρσονιέρα της. Δυο μοναχικά πλάσματα που θα σμίξουν ερωτικά, θα γευτούν την ανθρώπινη συντροφικότητα, αλλά για λίγο, καθώς η μακρόχρονη αγάπη που δένει τον Τζέρι και τη γυναίκα του «νικά» τη σχέση τους. Την αρμόζουσα με το ήθος του έργου απόδοση και σκηνοθεσία του έργου υπογράφει ο Δάνης Κατρανίδης. Μέσα στο καλαίσθητο, απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, φωτισμένο ατμοσφαιρικά από την Μελίνα Μάσχα, με μελωδικά ερωτικά τραγούδια που επέλεξε ο Γιώργος Νανούρης, ο Δάνης Κατρανίδης, με την αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, με «παιγνιώδη» φαινομενικά αλλά υπογείως μελαγχολική διάθεση, με τη γελαστική, αλλά και συγκινητική σκηνοθεσία του αλλά και με τη λεπτοδουλεμένη, αισθαντική ερμηνεία του, δημιούργησε το «έδαφος» και για μια πολύ καλή, γεμάτη αμεσότητα, φυσικότητα και σκηνικό «νεύρο» ερμηνεία της συμπαίκτριάς του Χρύσας Παπά.


5/11/1996– Θεατρικές διαδρομές