Μια διασκευή που μας αφορά

Κυριακή, 28 Οκτωβρίου 2012 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ

Οι διασκευές κλασικών κειμένων είναι εδώ και χρόνια στην ημερησία διάταξη. Οπως είναι παράλληλα και οι αποτυχίες τους. Δεν είναι εύκολη δουλειά η διασκευή. Θέλει ξεκάθαρη άποψη, τόλμη, φαντασία, έρευνα και βεβαίως ταλέντο. Ο,τι ακριβώς είχε η αριστουργηματική διασκευή του σεξπιρικού βασιλιά Ληρ από τη βερολινέζικη (διαδραστική) ομάδα She She Pop στην ΕΜΣ (στο πλαίσιο των Δημητρίων). Μια διασκευή που επιτέλους έκανε την ιστορία του Ληρ να μας αφορά άμεσα, χωρίς καθόλου να φτηναίνει το πρωτότυπο. Αγγιξε με τρόπο ευφυή και θεατρικά αποτελεσματικό θέματα καθημερινά, θέματα ταμπού, θέματα υγείας, κληρονομιάς, συγκατοίκησης και σχέσεις γενεών. Και δεν θεωρώ διόλου τυχαία αυτήν την εύστοχη διαχείριση ενός έργου τόσο δύσβατου και πολυμελετημένου. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Μη μου την εικόνα τάραττε

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Κυριακή, 26 Αυγούστου 2012 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Φέτος στη Θεσσαλονίκη είδαμε τέσσερις αριστοφανικές κωμωδίες, που είχαν τρία κοινά στοιχεία: α) τη βούλα του Φεστιβάλ της Επιδαύρου, β) τις δάφνες της λαϊκής αποδοχής και γ) γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες στο καστ τους. Δε θα με απασχολούσε το ζήτημα, εάν δεν ήταν η Επίδαυρος στη μέση -υποτίθεται το μεγαλύτερο και γνωστότερο φεστιβάλ της χώρας. Και διερωτώμαι: αυτό είναι το θέατρο που έχουμε να προτείνουμε στους θεατρόφιλους, εγχώριους και ξένους; Θα μου πείτε, οι ξένοι τουρίστες θα πάνε, ούτως ή άλλως, ώς εκεί. Ναι, όμως δε θα πάνε για τις σκηνοθετικές προτάσεις (που θα ‘πρεπε να «παίζουν» και αυτές), αλλά για το μνημείο και μόνο. Και αυτό το βρίσκω βαθύτατα ανησυχητικό, ιδίως σε εποχές σαν κι αυτήν που βιώνουμε, όπου αναζητούμε αγωνιωδώς σωσίβιες λέμβους στη θάλασσα του πολιτισμού. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Μια ζωή σε κάποια φυλακή

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Δευτέρα, 23 Μαΐου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Το «Ατσάλι» της Σκοτσέζας Ρόνα Μονρό (που είδαμε σε πανελλήνια πρώτη στην Αίθουσα Μάντεως Τειρεσία από το ΚΘΕΘ) μπορεί να είναι ένα έργο συντηρητικό στις αισθητικές προδιαγραφές του, είναι όμως σφιχτό, καίριο και με δουλεμένες ισορροπίες ανάμεσα στους χαρακτήρες (η μετάφραση είναι της Χρ. Μπάμπου – Παγκουρέλη). Οπως εμφανίζονται τα τέσσερα πρόσωπα σ’ αυτήν τη διαπλεκόμενη ιστορία, η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι το καθένα, με τον τρόπο του, βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Απλώς, η (ατσαλένια) ισοβίτισσα μάνα και η κόρη της ξεχωρίζουν, γιατί λειτουργούν υπό το βλέμμα όχι μόνον των παρατηρητών των φυλακών, αλλά και των θεατών, οι οποίοι καλούνται να αποφανθούν στο τέλος κατά πόσο λειτουργούν οι θεσμοί του σωφρονιστικού συστήματος.

Η Μονρό ευφυώς αποφεύγει να δημιουργήσει ξεκάθαρες σχέσεις καλών και κακών σ’ αυτήν την ψυχοφθόρο διελκυστίνδα. Με καλούς χειρισμούς αφήνει να διαχυθεί η ιεράρχηση σωμάτων και εσωτερικών κόσμων, ώστε να ανοίξουν οι ψυχαναλυτικές προοπτικές του έργου. Η απώλεια και ανάκτηση μνήμης, η σιωπή, η άρνηση επικοινωνίας είναι ανάμεσα στις ψυχικές καταστάσεις που (εμ)πλέκονται με προσοχή σ’ έναν κόσμο χωρίς τις βεβαιότητες και τον ορθολογισμό της σκέψης του διαφωτισμού. Εδώ όλα είναι «στον αέρα». Οπως χαμηλώνουν τα φώτα στη σκηνή, έτσι και το έργο βυθίζεται στο δικό του σκοτάδι. Κανείς δεν είναι απόλυτα βέβαιος τι θα του ξημερώσει. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

O τολμών νικά

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Κυριακή, 15 Μαΐου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Ο τολμών νικά, λοιπόν. Τι άλλο θα ταίριαζε στην περίπτωση της Πειραματικής Σκηνής, η οποία, σε καιρούς δύσκολους, έβαλε ένα τεράστιο στοίχημα και το κέρδισε πανηγυρικά, χωρίς κρατική επιχορήγηση, παρά μόνο με την αγάπη των θεατρόφιλων της Θεσσαλονίκης; Πολλές οι καλές δουλειές που φιλοξενήθηκαν στο ανοιξιάτικο φεστιβάλ της, ωστόσο μία ξεχώρισε, ο «Γλάρος», από την ομάδα Pequod (Πίκουοντ). Μία παράσταση που επαληθεύει, πέρα για πέρα, τη γνωστή ρήση του Καλδερόν, ότι το θέατρο δε θέλει παραπάνω από δυο σανίδια κι ένα πάθος για να λειτουργήσει και ν’ απογειωθεί. Σε μία γυμνή σκηνή (μοναδικό αντικείμενο ένα πιάνο) δέκα νέοι άνθρωποι ζωντάνεψαν με την ψυχή, τη φαντασία και το ταλέντο τους ένα από τα πιο θεατρόμορφα και δύσκολα έργα του Τσέχοφ, όπου πρωταγωνιστής είναι η ίδια η τέχνη του θεάτρου. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η οδύσσεια του νεοελληνικού έργου

ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ, Κυριακή, 6 Φεβρουαρίου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Την περασμένη βδομάδα σχολίαζα τα προβλήματα του νεοελληνικού έργου, με αφορμή την παράσταση «Σε μια κόλλα χαρτί» του Στάθη Μαυρόπουλου. Τώρα, με αφορμή ένα άλλο ελληνικό έργο, «Το όνειρο του Χάιμε» (ΚΘΒΕ, Μικρή Σκηνή, Μονή Λαζαριστών), του πρωτοεμφανιζόμενου Πάνου Μπρατάκου, επανέρχομαι.

  • Μόνιμα προβλήματα

Τι μας έδειξε αυτό το έργο; Ο,τι και τ’ άλλα που παίζονται ανά το πανελλήνιο. Αδυναμία συγκροτημένης ανάπτυξης μιας ιδέας, αδυναμία καλού (και πρωτότυπου) χειρισμού των κατασκευαστικών υλικών, αδυναμία εντοπισμού και συνακόλουθου διαχωρισμού του σημαντικού από το ασήμαντο, αδυναμία εμβάθυνσης και εξέλιξης των συγκρούσεων. Ασφαλώς αναγνωρίζω στον Μπρατάκο την έλλειψη εμπειρίας. Οπως του αναγνωρίζω ότι διαθέτει μια θεατρική αίσθηση των πραγμάτων που κάποια στιγμή θα τον βοηθήσει. Για την ώρα, βρίσκεται σε ένα πολύ πρώτο στάδιο. Κι αυτό φάνηκε από τον τρόπο που εκμεταλλεύτηκε το θέμα του. Εμπλεξε τα μπούτια του. Δεν ήξερε πού να το πάει. Η «σύγκρουση» φαντασίας και πραγματικότητας είναι ένα δύσκολο γύμνασμα που απαιτεί, πρωτίστως, βαθιά κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Είναι μια δοκιμασία χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Συνεπώς ο κίνδυνος γκρεμοτσακίσματος είναι κάτι παραπάνω από ορατός.

  • Ταξίδι χωρίς Ιθάκη

Ο συγγραφέας μπορεί να επικαλείται προσωπικά βιώματα, όμως ο τρόπος που τα έκανε θέατρο κάθε άλλο παρά μας έπεισε ότι μπορούσε να τα βάλει όλα σε μια καλά στοχευμένη δραματική τροχιά. Η διαδρομή του Λαρ προς τον κόσμο, τη γυναίκα, την ενηλικίωση, δεν είχε ούτε καθαρότητα ούτε στέρεους άξονες. Ανεμομαζώματα. Εντελώς αχρείαστη όσο και κοινότοπη βρήκα την αναφορά σε κλασικά πρότυπα, όπως ο Αμλετ και ο Οιδίποδας. Οταν ανοίγεις ένα διάλογο με τα μεγάλα κείμενα, πρέπει να μπορείς και να τον κουμαντάρεις, γιατί αυτόματα πολλαπλασιάζονται οι απαιτήσεις και οι συγκρίσεις. Αστοχη, λοιπόν, η κλασικίζουσα αύρα. Ούτε το χιούμορ ούτε η καλή διάθεση μπορούσαν να τη σώσουν.

  • Οι επεμβάσεις του σκηνοθέτη

Και περνάω στο διά ταύτα και το λέω ωμά: το έργο απέφυγε την πανωλεθρία, για έναν και μοναδικό λόγο: έπεσε στα χέρια ενός σκηνοθέτη που, όταν έχει κέφια, βρίσκει τρόπους να δώσει ζωή εκεί που δεν υπάρχει. Και έδωσε ζωή, φτιάχνοντας ένα σκηνικό κόσμο αποκλειστικά δικής του κοπής. Βέβαια, το πρόβλημα με τον Γιάννη Ρήγα είναι ότι, όταν θέλει να γεμίσει κενά ή να ισιώσει στραβές, τίποτα δεν του φαντάζει περιττό. Κι εδώ το πεδίο ήταν αρκετά πρόσφορο. Το ταξίδι του παιδιού στον κόσμο της φαντασίας, τα video games, η δυνατότητα που προσφέρει ένας εικονότοπος με τις ατελείωτες μεταμορφωτικές δυνατότητές του ήταν βούτυρο στο ψωμί του. Ετσι, παρόλο που γνώριζε ότι ξέφευγε, συνέχιζε να φορτώνει κάθε εικόνα με άπειρα εικαστικά και άλλα ευρήματα, σε σημείο να θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργικότητα του όλου εγχειρήματος. Πάντως, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε πως το πάλεψε, και η πάλη αυτή, τις περισσότερες φορές, βοήθησε να βγει η παράσταση. Δίπλα του, συμπαραστάτες, μια ομάδα επτά νέων ηθοποιών, οι οποίοι, ενταγμένοι στο πνεύμα της σκηνοθεσίας, επίσης το πάλεψαν.

  • Η πάλη των ηθοποιών με τα φαντάσματα

Δε λέω ότι μπορούσαν να καταπλήξουν. Δεν υπήρχαν τα περιθώρια. Πού να πατήσουν; Και ώς εκεί που πήγαν την παράσταση, ο συγγραφέας τους οφείλει χάριτες. Ούτε υπερβολικοί αλλά ούτε και υποτονικοί, κρατήθηκαν κάπου στη μέση, κάποιοι με λίγο παραπάνω τσαμπουκά και δόσιμο (ξεχώρισα τον Σιώνα), κάποιοι με μπόλικο φιλότιμο (στέκομαι στους Γ. Τσιακμάκη, Κ. Χατζησάββα) και κάποιοι με μια πιο διεκπεραιωτική διάθεση (Διακοσάββας). Κορυφαίος της παράστασης ο Γ. Καραούλης. Επαιξε με τη δέουσα εξωστρέφεια και δικαιώθηκε. Συγκρατημένες και κάπως νευρικές στην αρχή αλλά πιο χαλαρές και επικοινωνιακές στη συνέχεια οι δύο γυναίκες της ανδροπαρέας, οι Β. Ταμπαροπούλου και Π. Μυλωνά.

Εύστοχη η μουσική του Χριστιανάκη και απόλυτα ταιριαστοί με την εικονική πραγματικότητα του έργου οι φωτισμοί του Καραντινάκη. Τα σκηνικά της Πένυς Ντάνη πλούσια, σαν σε πίνακα σουρεαλιστικό. Στο πνεύμα της παράστασης τα κοστούμια του Μπρούφα.

Συμπέρασμα: Μια παράσταση που, μολονότι δε θεωρώ σπουδαία, θα τη συνιστούσα μόνο και μόνο για να δει κάποιος πώς το φιλότιμο των ηθοποιών και, κυρίως, η φαντασία του σκηνοθέτη μπορούν να αποτρέψουν ένα απόλυτο ναυάγιο.

Από το πάσχον σώμα στην πάσχουσα παράσταση

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Κυριακή, 30 Ιανουαρίου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Το σώμα είναι η πρώτη επιφάνεια επάνω στην οποία το κάθε σύστημα εγγράφει τη δύναμή του. Και το δίπτυχο που είδαμε σε σκηνοθεσία Μαυρόπουλου (α’ μέρος) και Ελένης Δημοπούλου (β’ μέρος) είναι ακριβώς αυτό που λέει και ο τίτλος: η ιστορία δύο σωμάτων αναλώσιμων. Για τη γνωστή υπόθεση Παγκρατίδη, ο Μαυρόπουλος στάθηκε πολύ κοντά στα γεγονότα και απέφυγε τη μυθοπλασία. Για την επίσης γνωστή υπόθεση Πολκ, η πηγή άντλησης υλικού ήταν το βιβλίο του Γρηγόρη Στακτόπουλου που έγραψε 35 χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. Σε περιπτώσεις όπου έχουμε «εισβολή» της ζωής στη σκηνή, το ζητούμενο είναι πώς διατηρούνται οι ισορροπίες. Σε ποιο βαθμό η σκηνική πράξη μετατρέπει τα ντοκουμέντα σε μεταφορά και σε ποιο βαθμό διατηρεί την ακεραιότητά τους; Στόχος είναι να φωτίσει τα ιστορικά ζητούμενα ή απλώς να υπενθυμίσει;

  • Το δίπτυχο

Η εκτίμησή μου είναι ότι, μολονότι οι ιστορίες τέμνονται σε πολλά σημεία, δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν σε ένα ενιαίο εξηντάλεπτο (όλο κι όλο) θεατρικό πρότζεκτ, γιατί απλούστατα δε χωρούσαν. Τα ζητήματα που εγείρουν είναι τεράστια και πολυσυζητημένα, και μόνο μια πάρα πολύ καλή, ευφυής και εξαντλητικά δουλεμένη συρραφή θα μπορούσε να αποδώσει με θεατρικούς όρους. Οπως τελικά συνυφάνθηκαν, πρόδιδαν έλλειψη εστιακού κέντρου και καλής θεατρικής ζύμωσης. Παντού έχασκαν κοιλιές. Για να το πω απλά, το όλο εγχείρημα φάνταζε σαν μια πρώτη γραφή. Ο Μαυρόπουλος στάθμευσε στο ειδικό πρόβλημα και εξάντλησε τη φαντασία του πολύ γρήγορα στα γνωστά όριά του, χωρίς να παραπέμπει σε κάποιο ευρύτερο κοίτασμα. Ολα περαιώθηκαν καθ’ οδόν προς την έξοδο.

  • Συντελεστές

Σκηνοθετικά, πιο αδύνατο μου φάνηκε το δεύτερο μέρος, με αποκορύφωμα τη λύση με τις τροχήλατες καρέκλες στο τέλος. Δεν κατάλαβα όλο εκείνο το πηγαινέλα και μετά το ταμπλό βιβάν. Πολύ εύκολο μου φάνηκε. Το ίδιο και το διαφανές πανί που έκλεινε τη σκηνή και όλες οι σκιές που διαγράφονταν στην επιφάνειά του. Μπορεί να εξέπεμπαν μια αύρα μυστηρίου και αβεβαιότητας, όμως φάνταζαν πιο πολύ ως σκηνοθετισμός που έγινε ελλείψει καλύτερων λύσεων.

Πάντως, και από τα δύο έργα έλειπαν η πύκνωση, οι έξυπνες λύσεις και, κυρίως, ο πυρετός των αποδείξεων. Τονίζω αυτό το τελευταίο, γιατί η επιλογή των δύο σκηνoθετών να διαφυλάξουν την πιστότητα των πηγών τους απαιτεί πολύ ιδιαίτερους χειρισμούς, επικοινωνιακούς και, βεβαίως, αισθητικούς, ώστε το επιλεγμένο υλικό να εισβάλει με ορμή στην πλατεία και να ταράξει ένα κοινό που ήδη γνωρίζει. Εγώ αισθάνθηκα ότι έλειπαν από την όλη προσπάθεια η λοξή, η ανοίκεια, η διερευνητική ματιά, η φαντασία, το σκάψιμο, η τόλμη και η ευρηματικότητα, προαπαιτούμενα για ένα εγχείρημα που φιλοδοξεί να ξανακοιτάξει δύο «δικές μας» αφηγήσεις μέσα από τις ρωγμές τους και με όρους σύγχρονου θεάτρου (γνωστού και ως ad verbatim).

Η Μένη Κυριάκογλου στο ρόλο της «μπρεχτικής» αφηγήτριας είχε στιγμές έντονης «αντιμπρεχτικής» συναισθηματικής φόρτισης, που κάπως με μπέρδεψαν. Ισως γιατί περίμενα μια, πώς να το πω, πιο μεθοδευμένη αποστασιοποίηση, που να συνάδει με το σκηνικό άπλωμα των ντοκουμέντων. Ο Μεβουλιώτης αγωνίστηκε να αναδείξει τους φύσει και θέσει περιθωριακούς ήρωές του. Δεν ήταν κακός, με όρους όμως ρεαλιστικής αισθητικής. Ηταν όμως αυτό το ζητούμενο σε ένα τέτοιο θέατρο-ντοκουμέντο; Το ίδιο και ο Ναζίρης. Παίζοντας μόνο με τις εκφράσεις του προσώπου και το στήσιμο του σώματος, ολοκλήρωσε χαρακτήρα ρεαλιστικών προδιαγραφών. Και ο Ευκολίδης, το ίδιο. Γενικά όλοι οι ηθοποιοί (τρεις ακόμη: Τσαλκιτζόγλου, Μαυρόπουλος, Σπηλιοπούλου) έπαιξαν με «ρεαλιστικό» φιλότιμο, πατώντας επάνω σε ένα ισχνό κείμενο που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν ούτε να αφυπνίσουν ούτε να διεγείρουν.

Τα σκηνικά του Ρ. Αντονυ λιτά, λειτουργικά και μέσα στη λογική των δύσκολων καιρών που περνάμε.

Συμπέρασμα: δίπτυχο δυνάμει ενδιαφέρον, όμως ανολοκλήρωτο και αναποφάσιστο, όσο κι αν οι ηθοποιοί προσπάθησαν για το καλύτερο.

Το θέατρο του δράματος

Κυριακή, 16 Ιανουαρίου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ

H Ακτίς Αελίου έχει κλείσει αισίως το 10ο έτος της ζωής της στο γνωστό υπόγειο, με παραγωγές που δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο. Δέκα δημιουργικά χρόνια σε μια πόλη που μπορεί να λέει ότι αγαπάει το θέατρο, στην ουσία όμως ελάχιστα (για να μην πω καθόλου) ασχολείται μαζί του. Και μόνον ότι άντεξαν τόσο είναι μέγα κατόρθωμα. Απλώς αισθάνομαι (το ‘χω ξαναπεί αυτό) πως τώρα ωρίμασε η στιγμή των μεγάλων και φυσικά πολύ δύσκολων αποφάσεων. Για ένα διάστημα το υπόγειο σίγουρα τους εξυπηρετούσε. Νομίζω πως πλέον τους αδικεί. Δεν τους δημιουργεί εκείνες τις «άλλες» προϋποθέσεις που θα τους έβγαζαν σε άλλους ρεπερτοριακούς και αισθητικούς ορίζοντες. Ας το προσέξουν. Η πόλη έχει ανάγκη και τη ζωντάνια και το ταλέντο τους.

Η διασκευή του μυθιστορήματος του Αλφρεντ Ντέμπλιν (1929) είναι μεγάλο ρίσκο. Πεντακόσιες σελίδες ενός, κατά βάση, κερματισμένου εσωτερικού μονολόγου (αλά Τζέιμς Τζόις) δεν είναι και ό,τι καλύτερο ή ευκολότερο για έναν άνθρωπο του σανιδιού. Ενα κουβάρι εντυπώσεων και σκέψεων γραμμένο σε μια προπολεμική εργατική αργκό του Βερολίνου, που πραγματικά δεν ξέρω κατά πόσο είναι καν μεταφράσιμη. Και το πιο σημαντικό είναι ότι η γλώσσα έχει ειδικό βάρος στο σύνολο του έργου, μιας και αυτή δίνει το ύφος, το στίγμα, το ιδεολόγημα, το χρώμα, αυτή ζωντανεύει τους χαρακτήρες. Ορίστε μάνι μάνι μερικά προβλήματα που πάνε χέρι χέρι με την επιλογή διασκευής ή και μετάφρασης αυτού του επικού γρίφου.

  • Το παζλ της διασκευής

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Η διασκευή του Θωμά Βελισσάρη πρόδιδε μόχθο και μεράκι. Δεν μπορώ να πω ότι χώλαινε κάπου ιδιαίτερα, δεν είχε όμως την προσωπικότητα και τη σαρωτική δύναμη του πρωτοτύπου. Εμοιαζε «ξαναγραμμένη». Σίγουρα η εικονολαγνεία, η αποσπασματικότητα, η συγκρουσιακή λογική και οι ρυθμοί του γερμανικού εξπρεσιονισμού είναι ένα στιλ γραφής που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του Βελισσάρη (και γενικά στο υποκριτικό στιλ της ομάδας). Και καλώς έπραξε και έστρεψε τους προβολείς του προς τα κει. Εκεί που εκτιμώ πως ήθελε ακόμη δουλειά (πέρα από τη γλώσσα), ήταν στο σκιτσάρισμα του ήρωα (του Φραντς), το μέγεθος του οποίου είναι ανάλογο σ’ εκτόπισμα μ’ εκείνο του Βόιτσεκ και του Ομπλόμοβ ή, αν το συνέκρινα με μια γυναικεία φιγούρα, θα έλεγα μ’ εκείνο της Μποβαρί.

Μπροστά στον ποταμό γεγονότων και σκέψεων, ο Βελισσάρης προσπάθησε να μετριάσει τον κίνδυνο της αποσυναρμολόγησης, κρατώντας σε θέση «τροχονόμου» και ενημερωτή τον ήρωα-συγγραφέα, κίνηση που νομίζω πως τον βοήθησε να «δέσει» κάπως το μωσαϊκό των επεισοδίων που ο ίδιος εκτίμησε ότι μπορούν αφενός να αναδείξουν την πάλη του ατόμου με τους προσωπικούς και κοινωνικούς δαίμονες και, αφετέρου, τις πιθανές σχέσεις ανάμεσα στην πλατεία Αλεξάντερ του 1929 και την πλατεία Αριστοτέλους του ΔΝΤ. Στο σύνολό της η διασκευή, πάντως, θεωρώ πως είχε κι άλλα περιθώρια βελτίωσης και εστίασης. Ο διάλογος υπολειπόταν σε λαϊκά ηχοχρώματα και σε ρυθμούς (ήθελε πιο στακάτους, για να βγει προς τα έξω η μεταδραματική του υλικότητα). Επίσης, διείδα μια σχετική αμηχανία στη ροή των εικόνων προς το τέλος. Μου φάνηκε πως κρατούσαν το ρυθμό και δεν άφηναν το έργο να φύγει φουλαριστό και στραφταλίζοντας προς την έξοδο.

  • Η παράσταση και οι ερμηνευτές

Από τη θέση του σκηνοθέτη, ο Βελισσάρης κινήθηκε σε δύο επίπεδα: ένα δραματικό και ένα θεατρικό. Στο πρώτο επίπεδο απομόνωσε και υπογράμμισε (θα μπορούσε και λίγο παραπάνω) το οδοιπορικό του ήρωα προς την αυτογνωσία. Σε ένα δεύτερο επίπεδο (πιο μπρεχτικό και αποστασιοποιητικό), μερίμνησε ώστε να φτάσει σε μας η αύρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που κυρίως σήκωσε στους ώμους της η πανταχού παρούσα και τα πάντα επιβλέπουσα Λίνα Λαμπράκη, της οποίας η υποκριτική φαρέτρα είχε ένα υπόγειο μπρίο αρκούντως ειρωνικό (και μπρεχτικό). Αλλού παιγνιώδης, αλλού διστακτική, αλλού ενημερωτική, αλλού σχολαστική, σε κάθε εμφάνισή της υπογράμμιζε το θέατρο σαν κατάσταση και όχι σαν μύθο. Πιο πολύ μετρούσε το συναίσθημα στην εκφορά του λόγου, παρά η συναισθηματική εμπλοκή με τα σημαινόμενα του λόγου και του προσωπείου. Μία παρατήρηση μόνο: βρήκα μάλλον βιαστική (και πολύ εύκολη) τη σωματική τυποποίηση του «Εβραίου». Γιατί;

Οι συνοδοιπόροι της διανομής: ο Παπαδόπουλος πάλεψε με το σπαραγμένο δράμα του μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων, όμως περίμενα περισσότερο εξπρεσιονισμό στη δοκιμασία του καθ’ οδόν προς μια καλύτερη κατανόηση του εαυτού του και του κόσμου. Μ’ άλλα λόγια, ένα παίξιμο πιο «οριακό». Πάντως, είναι ένας ηθοποιός φτιαγμένος από καλό μέταλλο. Ας δοκιμάσει την ελαστικότητά του. Ο Βελισσάρης, πειστικός πίσω από κάθε προσωπείο, έκανε το δύσκολο «Ράινχολντ» να φαίνεται «εύκολος» ως ρόλος, όχι όμως απειλητικός ως περσόνα. Η Θεανώ Αμοιρίδου, εχέγγυο ζωντάνιας, έπαιξε με αέρα και αυτοπεποίθηση την αινιγματική φιγούρα της Μίτσε. Ο Νίκος Νικολαΐδης, πιο επαρκής στο ήμισυ (Μπλε μπάτσος). Ως «Μάτι της κάμερας» έπαιξε αμήχανα. Οι Κική Στρατάκη και Μαρίνα Γκούμλα, όμορφες και ταλαντούχες παρουσίες, πρόδιδαν γνώση των μέσων τους, εξού και η άνεση.

Τα σκηνικά της Μένης Τριανταφυλλίδου (με τα αποκόμματα των εφημερίδων, τα διαφημιστικά, τις αγγελίες κ.λπ.) πέτυχαν να αποδόσουν το νόημα της παράστασης και τις καταστάσεις. Απέπνεαν οικειότητα και θεατρικότητα. Το ίδιο και τα κοστούμια της. Ενδιαφέρουσα η μουσική που έγραψε το φωνητικό σύνολο «Πλειάδες»

Συμπέρασμα: ένα πολύ απαιτητικό εγχείρημα από μια ταλαντούχα ομάδα, που πάντα το παλεύει.

Σημαντικά και ασήμαντα εν συντομία

«Βάκχες» από το Εθνικό Θέατρο Βελιγραδίου
  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ, Κυριακή, 7 Νοεμβρίου 2010 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Eίναι σπουδαίο πράγμα να μπορείς να αντιμετωπίσεις τους κλασικούς με μια σχετική «χαλαρότητα». Και εννοώ χωρίς αισθήματα ενοχής, χωρίς απολογίες και, γενικά, χωρίς τα γνωστά βαρίδια. Δε λέω, είναι καλός και αναγκαίος ο σεβασμός των μεγάλων κειμένων. Οταν όμως ακυρώνει τη ζωντάνια τους και καταδυναστεύει την ελευθερία ανάγνωσής τους, τότε κάθε άλλο παρά ευεργετικός είναι. Ολα τα σπουδαία κείμενα είναι «σπουδαία», γιατί ακριβώς μας προ(σ)καλούν να τα «παρερμηνεύσουμε», δηλαδή να τα ξαναβάλουμε στο ιστορικό γίγνεσθαι μέσα από άλλες αναλογίες. Και αυτό ακριβώς έκανε ο Σκανδιναβός Στάφαν Χολμ στην παράσταση (πιο πολύ περφόρμανς) των «Βακχών» με το Εθνικό Θέατρο του Βελιγραδίου (Φεστιβάλ ΚΘΒΕ, Βασιλικό Θέατρο). Μας έδωσε μια άλλη ματιά, πιο αποστασιοποιημένη και λιγότερο «αγχωμένη». Κάποιους ενδεχομένως να απογοήτευσε η προσέγγισή του. Ισως να περίμεναν ένα Διόνυσο όπως τον συνήθισαν: πιο Βαλκάνιο, πιο οικείο, συνοδευόμενο από ένα χορό πιο λαϊκότροπο, πιο φολκλόρ. Τίποτα από όλα αυτά. Ο Διόνυσος (Nedad Staimenovic) που είδαμε ήταν μια φιγούρα καθαρά βόρειων προδιαγραφών (ευρωπαϊκών και αμερικανικών). Παρέπεμπε σε ροκ σταρ των 60s και ο τετραμελής χορός των γυναικών του σε γκρούπις γνωστών συγκροτημάτων της εποχής («Μπιτλς», «Ρόλινγκ Στόουνς», «Ντορς» κ.λπ). Τρελές και παλαβές. Ολα για τον έρωτα και το ξεφάντωμα. Make love not war ή κάπως έτσι.

Παίζοντας έξυπνα με την μπρεχτική αισθητική, η σκηνοθεσία άφησε να επικρατήσει στο μεγαλύτερο μέρος μια cool ατμόσφαιρα ελευθερίας, που περιέλουζε υπούλως μια αίσθηση επερχόμενης καταστροφής. Σωστή σκέψη. Γιατί ο Διόνυσος μπορεί να δείχνει παιχνιδιάρης, δεν παύει όμως να είναι και φορέας ολέθρου. Ο ευριπίδειες «Βάκχες» είναι πολύ σαφείς επ’ αυτού. Ομοίως και η σύγχρονη ανάγνωσή τους από τον Χολμ.

Συμπέρασμα: περφόρμανς «φεστιβαλικών» προδιαγραφών, με έξι μεστές ερμηνείες, σε ένα σκηνικό χώρο με μοναδικό έπιπλο ένα συρόμενο μακρόστενο πάγκο και ένα τεράστιο ταλαντευόμενο ηχείο (της Bente Lykke Meller). Προσφορά στα θεατρικά δρώμενα της πόλης. Κάτι που δεν ισχύει, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, για την αμέσως επόμενη παράσταση.

  • Είτε αλέ είτε ρετούρ, το ίδιο αποτέλεσμα

Λυπάμαι που το λέω, και μάλιστα για νέους ανθρώπους που μόλις τώρα αρχίζουν την προσπάθειά τους να επιβιώσουν σε ένα χώρο ήδη κορεσμένο και πολλαπλά χτυπημένο από τις οικονομικές εξελίξεις. Ομως, λίγη αυτογνωσία δε βλάπτει. Πριν αποφασίσει κάποιος να δημοσιοποιήσει το λόγο του οφείλει να ζυγίσει με περισσότερη αυστηρότητα τα αποτελέσματα των προσπαθειών του. Δοκιμές τύπου «Aller-Retour» (από την ομάδα «Aller-Retour», στο Μικρό Φεστιβάλ της «Ούγκα Κλάρα») δε «σώζονται» με το να αυτοαποκαλούνται devised. Το επινοημένο θέατρο έχει τα αβαντάζ του, όμως πολύ εύκολα μπορεί να ξεστρατήσει και να οδηγήσει στην απόλυτη κενότητα, στην ανόητη χαριτωμενιά και στη γυμνασιακού τύπου πλακίτσα.

Και η περφόρμανς που είδαμε ήταν ένα κακόγουστο μιμόδραμα, χωρίς φαντασία, ρυθμό, συγκρότηση και, εντέλει, χωρίς λόγο ύπαρξης. Βαρέθηκα αφάνταστα τα τετριμμένα χωρατά, την μπαναλιτέ των δρωμένων, τις κούφιες μούτες και πόζες και τις άστοχες υπερβολές των τεσσάρων χαρακτήρων της ιστορίας που ζουν εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο, όπου τρέχουν πάνω κάτω κάνοντας άπειρες δουλειές σε ρυθμούς ρομπότ. Σε καμιά στιγμή δε συμμερίστηκα την αγωνία τους να «πετάξουν» κάπου αλλού, να ζήσουν την ελευθερία τους κατά πώς γουστάρουν.

Θα τους πρότεινα, όπως και σε πολλούς άλλους του καταταλαιπωρημένου devised theatre, να δοκιμαστούν πρώτα με κάποια βατά κείμενα, ώστε να μάθουν τον κανόνα και μετά να προχωρήσουν στην ανατροπή του. Τουλάχιστον έτσι κάνουν (ή εκτιμώ πως θα ‘πρεπε να κάνουν) οι καλοί πειραματιστές. Πώς ανατρέπεις κάτι που δε γνωρίζεις σε βάθος; Από τη στιγμή που το devised είναι ένας εσωτερικός διάλογος με την ουσιαστική λειτουργία του θεατρικού συστήματος, απαιτεί βαθιά γνώση των κωδίκων. Είναι η θεατρική εκδοχή της ελεύθερης τζαζ. Ο Ντάριο Φο κάνει τέτοιο θέατρο. Οι «DV8», oι «Rimini», oι «Forced Entertainment», οι «Complicite», επίσης. Για να πούμε εν τάχει δυο τρία καλά και οικεία ονόματα. Συμπέρασμα: αρνητικό.

  • Μαρία Κάλλας χωρίς τόνους και ημιτόνια

Με αρκετές επιφυλάξεις το τελευταίο μου σχόλιο για την ερμηνεία μιας κατά τ’ άλλα πολύ καλής ηθοποιού, της Εύας Κεχαγιά, στο ρόλο της Μ. Κάλλας (στο Θέατρο Σοφούλη). Ευθέως διατυπωμένο: δεν της χρεώνω τις επιφυλάξεις, παρόλο που το συγκεκριμένο βράδυ δε μ’ έπεισε απόλυτα. Εδειχνε σφιγμένη, σε σημείο να μην αφήνει πράγματα να βγουν προς τα έξω. Την έχω δει σε πολύ καλύτερες στιγμές. Εχει τσαγανό, τάλαντο και σκηνικό ανάστημα. Εδώ το πρόβλημα φοβάμαι πως άρχιζε από αλλού και ήταν διπλό: εν πρώτοις ήταν το ίδιο το κείμενο («Μορέντο», 2009) και, κατά δεύτερο, η σκηνοθεσία, αμφότερα της Ολγας Λασκαράτου, η οποία μας ήρθε διαβασμένη μεν, όχι όμως εξίσου έτοιμη να (δια)χειριστεί τις πολυπλόκαμες απαιτήσεις που έχει ένα σανίδι. Το ότι όλα μπορούν να (ανα)παρασταθούν δε σημαίνει ότι και όλα μπορούν να κατέβουν αλώβητα στην πλατεία, «εδώ και τώρα». Για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται δουλειά πολύ ειδικών συνθηκών. Και νομίζω πως η Λασκαράτου εκεί δεν τα κατάφερε. Βρήκε πολλά να μας πει, δε βρήκε όμως τους τόνους και τα ημιτόνια που θα έκαναν την πολυτάραχη ζωή αυτής της ντίβας ενδιαφέρον σκηνικό δρώμενο. Το κείμενό της είχε ανάγκη από καλύτερες κλιμακώσεις, από έναν πιο ευφυή και απρόβλεπτο χειρισμό του διαθέσιμου (και πλούσιου) υλικού, ώστε να αναδειχθούν πιο αποτελεσματικά (και στρογγυλεμένα) τα πάθη, η μοναξιά και τα αδιέξοδα μιας επώνυμης και ερωτευμένης σταρ. Συμπέρασμα: ένα πορτρέτο ερευνητικά υποψιασμένο, όχι όμως και θεατρικά.

Περί κρίσης και η μοναξιά των κάμπων

Ο Αρης Τσαμπαλίκας και ο Στάθης Κόκκορης στο έργο του Κολτές
  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Δευτέρα, 25 Οκτωβρίου 2010 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Αν ανατρέξει κανείς στις σελίδες της ιστορίας του θεάτρου, θα δει ότι το καλό θέατρο ήταν πάντα «παιδί» κάποιας κρίσης (θεσμών, αξιών, οικονομίας κ.λπ.). Πολύ σπάνια βγήκε καλό θέατρο από τα σπλάχνα μιας ευημερούσας κοινωνίας. Ισως γιατί μια ευημερούσα κοινωνία έχει την ψευδαίσθηση ότι έλυσε όλα τα προβλήματά της, άρα ποιος ο λόγος να ψαχτεί μέσα από τις τέχνες της, τη φιλοσοφία της, το θέατρό της; Σε κάτι τέτοιες στιγμές πιο πολύ παράγεται τέχνη lifestyle παρά τέχνη ουσίας. Πρόχειρο παράδειγμα, εμείς εδώ, στο νοτιότερο άκρο των Βαλκανίων. Για χρόνια πορευτήκαμε με την ψευδαίσθηση μιας ευμάρειας που, όπως αποδείχτηκε, ήταν μια φούσκα. Σε παράλληλη τροχιά πορεύτηκε και το μεγαλύτερο κομμάτι του θεάτρου μας, το οποίο από ιδεολογική ντουντούκα της μεταπολιτευτικής δεκαετίας των 70s, εξελίχθηκε σε μόδα που όποιος ήθελε τη φορούσε ανάλογα με την ατμόσφαιρα και τις γνωριμίες του. Πράγμα που εξηγεί και την εδώ και δυο τρεις δεκαετίες ανησυχητική απουσία σπουδαίων εγχώριων δραματικών κειμένων. Το ότι κυκλοφορούν αραιά και πού κάποια της προκοπής δεν σώζει την κατάσταση. Τα περισσότερα είναι έργα χωρίς αύριο. «Κατασκευές» μιας χρήσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, με ημερομηνία λήξης, όπως τα γιαούρτια. Δεν αντέχνουν ούτε στο χρόνο αλλά ούτε και στην αυστηρή κριτική, ακριβώς γιατί δεν υπαγορεύονται από κάποια εσωτερική ανάγκη.

  • Η θεατρική Θεσσαλονίκη

Τώρα, γιατί τα λέω αυτά; Γιατί αισθάνομαι πως σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή που περνάμε έχουμε ανάγκη το καλό και υποψιασμένο θέατρο (ως γραφή και ως πράξη), το θέατρο που δε φοβάται να ρισκάρει και κυρίως να ονειρευτεί. Και το Μικρό Φεστιβάλ που οργανώνει εδώ και τρία χρόνια η «Ούγκα Κλάρα» είναι μια τέτοια εστία δημιουργικής συνάντησης. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να μην είναι πάντοτε το επιθυμητό, μπορεί οι επιλογές να μην είναι πάντα εύστοχες, όμως το γεγονός ότι νέες ομάδες απ’ όλη τη χώρα έχουν την ευκαιρία να καταθέσουν τις ευαισθησίες και τις προτάσεις τους είναι από μόνο του κέρδος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φιλοξενήθηκε πριν από λίγες μέρες η παράσταση του έργου του Κολτές «Στη μοναξιά των κάμπων με το βαμβάκι», παραγωγή της νεοσύστατης ομάδας «Προτζέκτορ». Πρόκειται για ένα έργο που μπορεί εμένα προσωπικά να μη με συγκινεί πια (θεωρώ πως ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε), είναι άλλοι όμως που πιστεύουν σ’ αυτό. Οπως ο Ανέστης Αζάς.

  • Διάψευση επιφυλάξεων

Το ότι πήγα να δω άλλη μια παράσταση του συγκεκριμένου έργου ήταν πιο πολύ από κεκτημένη ταχύτητα. Ετσι κι αλλιώς, παρακολουθώ όλα τα δρώμενα του φεστιβάλ. Οπότε, λέω, ό,τι και να ‘ναι, θα επιβιώσω. Μια ώρα είναι όλη κι όλη. Ο Αζάς, όμως, είχε άλλη άποψη. Η ευρηματικότητα των επιλογών του, σε συνδυασμό με την εξαιρετική υποστήριξη που είχε από τους δύο ηθοποιούς του, έκαναν την έκπληξη: μας έδωσαν έναν Κολτές ζωντανό και ενδιαφέροντα. Ηταν μια ιδιαίτερη παράσταση, μέσα από την οποία ο νεαρός σκηνοθέτης έδειξε ότι κουβαλά καλό υλικό στις αποσκευές του. Η «επιδεικτική» χρήση των δύο μικροφώνων, για παράδειγμα, ήταν μια καλή ιδέα, γιατί έβγαλε έξυπνα εκτός παιχνιδιού τη γνώριμη ψυχολογική ταύτιση του προσώπου με το προσωπείο του και ενίσχυσε το «διχασμό» που του επέτρεψε να στήσει το παιχνίδι του διαλόγου σε πολλά επίπεδα. Επίσης, η προβολή της «υλικότητας» των λέξεων του προσέφερε τη δυνατότητα να παίξει με την έννοια της παραστασιμότητας των σημείων. Αυτονομώντας στοιχεία του λόγου, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν επιπλέον τόπο για να κινηθούν τα δρώμενα, έναν τόπο φτιαγμένο από το σώμα των ίδιων των λέξεων. Επίσης, χορογράφησε με φαντασία την κίνηση των σωμάτων και την έδεσε με την κίνηση των λέξεων, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό όλον μέσα από σκόρπια θραύσματα. Αν κάπου μας τα χάλασε λιγάκι, είναι στο β’ μέρος, όπου η σκηνοθεσία του έδειχνε κάπως αμήχανη σε σχέση με τον τελικό της στόχο, με αποτέλεσμα να θαμπώσει η λογική πίσω από τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων. Μικρό το κακό.

  • Αξιοι μονομάχοι

Τόσο ο Αρης Τσαμπαλίκας, όσο και ο Στάθης Κόκκορης κινήθηκαν με δεξιοτεχνία από το ένα επίπεδο στο άλλο, πυροβολώντας θεατές και αλλήλους. Αρθρωσαν λέξεις (και αθρώθηκαν από λέξεις), κατέθεσαν συναισθήματα και διαθέσεις με αμεσότητα και «πονηριά» μαζί. Μονομάχησαν σώμα με σώμα, αλλά και ήχο με ήχο (έκτακτο το εύρημα της παραγωγής της ηχητικής παρτιτούρας με το σώμα), με τρόπαιο μιαν απροσδιόριστη εξουσία. Μας έδειξαν ότι βρίσκονται στη σκηνή προ-ορισμένοι να «ξιφασκούν» εσαεί σε έναν κάμπο με βαμβάκι. Μας έδειξαν (και μας έπεισαν) ότι μιλούν για να μην πεθάνουν. Με τον τρόπο, τις επιλογές και τις κινήσεις τους κατέβασαν σ’ εμάς τους θεατές την αλληλοεξάρτησή τους, χωρίς υπερβολές και ναρκισσισμούς. Επαιξαν μπροστά μας το θέατρο της ζωής τους χωρίς να θεατρινίζουν. Επαιξαν το πάθος τους χωρίς να παθιάζονται. Μας έκλειναν το μάτι χωρίς να γίνονται και φιλαράκια μας. Ολα εις διπλούν σε αυτήν την κονταρομαχία, όπου και οι δύο μιλούν για το θάνατο του άλλου, αλλά κανείς δεν τον επιθυμεί, γιατί απλούστατα έχουν ανάγκη το αντίπαλο δέος για να δικαιολογούν έτσι την ύπαρξή τους.

Συμπέρασμα: Το κείμενο μ’ άφησε (και πάλι) αδιάφορο, όχι όμως η παράσταση.

Ενας μοναδικός Δον Ζουάν

 

  • Του ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Δευτέρα, 18 Οκτωβρίου 2010 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Σ’ αυτή την πόλη όλο γκρινιάζουμε. Και πάντα κάποιος άλλος μας φταίει. Η πλάκα είναι ότι δεν κάνουμε και τίποτε για να αντιστρέψουμε την κατάσταση, να τη διορθώσουμε. Τα παραδείγματα άπειρα. Στέκομαι σε ό,τι μου είναι πιο οικείο: το θέατρο.

  • Περί μοναξιάς και αποχής

Είναι γνωστό πως η θεατρική Θεσσαλονίκη είναι εδώ και καιρό αποκομμένη από καθετί διεθνές (από την εποχή της πρώτης «Θεατρικής Ανοιξης»). Αντιδρώντας σ’ αυτή την κατάσταση, το ΚΘΒΕ προγραμμάτισε για φέτος ένα ενδιαφέρον μίνι φεστιβάλ με τη συμμετοχή τριών εθνικών θεάτρων από όμορες χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία, Σερβία). Και πολύ σωστά έπραξε. Το θέμα όμως δε σταματά εκεί. Κάποιος, και εννοώ οι πολίτες, εφόσον πραγματικά τους κόφτει, πρέπει να στηρίξουν τέτοιες προσπάθειες. Γιατί, για να ρισκάρεις το επόμενο βήμα, το πιο φιλόδοξο, περιμένεις να αποδώσει το πρώτο. Και δυστυχώς αυτό που είδα στην πρώτη παράσταση του έργου του Μολιέρου «Δον Ζουάν» από το Εθνικό Θέατρο «Ιβάν Βαζόφ» της Σόφιας, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό ήταν. Δεν ξέρω εάν η διά στόματος διαφήμιση έφερε κόσμο την επομένη. Εκείνο που ξέρω είναι ότι στην πρεμιέρα είδα μια αίθουσα (Βασιλικό Θέατρο) σχεδόν άδεια. Και σκέφτηκα: εντάξει, το πλατύ κοινό απουσιάζει ίσως γιατί δε γνωρίζει τι εστί θέατρο Βαζόφ είτε γιατί δεν έχει ενημερωθεί εγκαίρως είτε γιατί δεν έχει λεφτά είτε, είτε, είτε… Πώς όμως να δικαιολογήσεις την τρανταχτή απουσία της εγχώριας καλλιτεχνικής κοινότητας (με τις ατέλειες, άρα έξοδα μηδέν); Μόνο αυτοί αν έρχονταν θα γέμιζε η αίθουσα, όπως γεμίζουν όλες σχεδόν οι αίθουσες στο Φεστιβάλ Αθηνών, όπου το 80% του κοινού είναι του σιναφιού. Αλήθεια, ποια άλλη παράσταση θα τους φέρει στο θέατρο, όταν ένας τέτοιος Μολιέρος τους αφήνει παντελώς αδιάφορους; Αλλά και να μη γνώριζαν τι είναι αυτή η παράσταση, το γεγονός και μόνο ότι ένα εθνικό θέατρο μιας άλλης χώρας δείχνει τη δουλειά του δε θα ‘πρεπε να τους κινήσει λιγάκι την περιέργεια να δουν ξένους συναδέλφους τους να παίζουν; Θα μου πείτε, η πρώτη φορά είναι; Σίγουρα όχι. Παρόμοιες σκέψεις μου πέρασαν από το μυαλό πριν από καμιά δεκαριά μέρες, σε ένα πολύ ενδιαφέρον διεθνές θεατρολογικό συνέδριο (από τα ελάχιστα που γίνονται στην πόλη), απ’ όπου και πάλι έλαμψαν διά της απουσίας τους οι καλλιτέχνες μας. Και για να μην παρεξηγηθώ, ασφαλώς και δεν έχω κάτι εναντίον τους. Ομως, αδυνατώ να καταλάβω τη γενικότερη αδιαφορία που επιδεικνύουν για οτιδήποτε στο οποίο δεν εμπλέκονται οι ίδιοι. Πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε να πάει ο απλός κόσμος στο θέατρο, όταν εμείς οι ίδιοι που ανήκουμε στο χώρο δεν τιμούμε ο ένας τη δουλειά του άλλου; Πώς θα δημιουργηθεί η θεατρική αύρα που θα συμπαρασύρει κι άλλους που είναι εκτός; Θα το πω και πάλι: αυτό δε συμβαίνει στην Αθήνα, όπου σε μια αίθουσα με σαράντα θεατές οι μισοί και παραπάνω είναι από το σινάφι. Τόσο απλά, αλλά και τόσο ουσιαστικά (και ενθαρρυντικά).

  • Λαμπερός Δον Ζουάν

Γυρίζω πίσω στην παράσταση. Χωρίς περιστροφές και περικοκλάδες: πανδαισία. Ρεσιτάλ για πολλούς ρόλους. Ενας άλλος Μολιέρος, παιχνιδιάρης και είρων, υπονομευτής και ανατροπέας κωδίκων συμπεριφοράς. Ο Δον Ζουάν του, ένας δαιμόνιος υποκριτής και ένας μόνιμα διαφεύγων όγκος. Μια κυλιόμενη μάζα σκανδάλων, προκλήσεων και ανατροπών. Ο Αλεξάντερ Μάρφοβ, σκηνοθέτης της παράστασης, πήρε ένα κλασικό κείμενο και το κατέβασε με τέτοια φρεσκάδα στην πλατεία που έλεγες πως γράφτηκε σήμερα. Αφησε κατά μέρος τις κουραστικές ηθικοπλαστικές του κορόνες, υποβίβασε τη σημασία του Δον Ζουάν-εραστή-φλογερού κατακτητή και εστίασε την προσοχή του στην ανατρεπτικότητα του χιούμορ και στις ελεύθερες επιλογές του πρωταγωνιστή. Με ευφάνταστες λύσεις δημιούργησε πολλά πεδία αυτοσχεδιαστικών δράσεων, ώστε να τονιστεί όλο αυτό το εκκεντρικό και έκκεντρο παιχνίδι της (δια)φυγής και παράλληλα να προβληθεί όσο γίνεται πιο ζωηρά το άπιαστο της προσωπικότητας του ήρωα που υπακούει μόνο στα κελεύσματα του συναισθηματικού της κόσμου, πέρα από σύνορα, οικογενειακές υποχρεώσεις και εθνικές καταβολές. Τον άφησε, με άλλα λόγια, να αισθανθεί και να βιώσει με απόλυτους όρους την ελευθερία του, για να συνειδητοποιήσει στην πορεία ότι δεν έχει πια συνοδοιπόρους, αφού ο ένας μετά τον άλλον όλοι τον εγκαταλείπουν όταν αντιλαμβάνονται ότι αδυνατούν να συμπορευτούν μαζί του, να παρακολουθήσουν από κοντά τη μανική του διάθεση να υπερβαίνει διαρκώς τα εσκαμμένα.

  • Ρεσιτάλ υποκριτικής

Καταλυτική η παρουσία του Ντ. Ντάνκοβ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ανεση, ευελιξία, κίνηση, στάση, λόγος, αίσθηση του χιούμορ. Καλός παρτενέρ ο φίλος του ο Σγαναρέλος (Ζ. Μπαχάροφ). Επαιξε έξυπνα και ουσιαστικά το δεύτερο βιολί. Χάρμα ιδέσθαι οι Τ. Ντουχοβνίκοβα (Δόνα Αννα), Ζ. Νικόλοβα (Ματουρίνα) και Α. Παπντόπουλου (Δόνα Ελβίρα). Απολαυστική η σκηνή της συνάντησής τους με τον Δον Ζουάν. Ερωτας σε στιλ groupies. Λιποθυμίες, φωνές, υστερία. Τέλεια. Σκηνή για σεμινάριο το φλερτ του Πιερό (Φ. Αβράμοβ) με την Ισαβέλλα (Ρ. Βρανκόβα) επάνω στη σκαλωσιά. Εξαιρετικές και χαμηλού κόστους οι σκηνογραφικές προτάσεις του Μπ. Λ. Μόλερ. Τόνισαν τη θεατρικότητα του εγχειρήματος, διευκόλυναν το ρυθμό και την ανέλιξη της δράσης και πρόσφεραν έναν τόπο δράσης φιλικό στους ηθοποιούς και απολαυστικό για τους θεατές.

Συμπέρασμα: ο καλύτερος Μολιέρος που έχω δει ποτέ.