Ιβάν Βιριπάεφ «ΓΕΝΕΣΙΣ Νο 2», Ντούζαν Κοβάτσεβιτς «Ο Επαγγελματίας», Αντώνης Νικολής «Λισσαβώνα»

  • Η σημερινή σλάβικη «πρωτοπορία.

  • Θεατρικές «μοντερνιές» από τη Ρωσία, τη Σερβία και μια ελληνική προσέγγιση

  • Του Σπυρου Παγιατακη

  • Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/04/2009

Ιβάν Βιριπάεφ «ΓΕΝΕΣΙΣ Νο 2». Σκην.: Γ. Λεοντάρης

Ντούζαν Κοβάτσεβιτς  «Ο Επαγγελματίας». Σκην: Π. Δημητρακοπούλου

Αντώνης Νικολής «Λισσαβώνα». Σκην.: Θ. Παπαγεωργίου. Στοά

Βρίσκομαι ακόμα υπό την επήρεια ενός έντονου θεατρικού μοντερνισμού. Για μία ολόκληρη εβδομάδα είδαμε αυτό που έχουμε πλέον συνηθίσει να ονομάζουμε με μια ισχυρή δόση απαξίωσης, «μοντερνιές». Η ευκαιρία δόθηκε με το φετινό 13ο «Βραβείο της Ευρώπης» ένα θεσμό που υποστηρίζεται από την Ενωμένη Ευρώπη. Το βραβείο που προσελκύει θεατράνθρωπους απ’ όλη την Ευρώπη είχε πραγματοποιηθεί τις δύο τελευταίες φορές στη Θεσσαλονίκη οργανωμένο, με επιτυχία, από το ΚΘΒΕ. Αυτή τη φορά δόθηκε στον Πολωνό σκηνοθέτη Κρίστιαν Λούπα.

Είναι λυπηρό ότι υπήρχε μια δυνατότητα να παραμείνει το «Europe Theatre Prize» μόνιμα εδώ σε μας -πράγμα σημαντικό κι όχι μόνο πολιτιστικά- αλλά το χάσαμε.

Φέτος έγινε στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, την πόλη που συνέδεσε το όνομά της με τον Γέρζι Γκροτόφσκι, και με την ευκαιρία μπουχτίσαμε πρωτοπορία. Είναι αξιοπερίεργο πως οι περισσότερες θεατρικές φόρμες που σήμερα ακόμα συνηθίζουμε να αποκαλούμε «μοντέρνες» γεννήθηκαν και πρόκοψαν καμιά εκατοσταριά χρόνια πριν. Αυτό έγινε αρχικά στη Ρωσία και στην μετέπειτα Σοβιετική Ενωση. Τώρα, τι να υποθέσει κανείς πως κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να υπάρχει κάτι το «πρωτοποριακό» που ταξιδεύει μέσα στα σλαβικά θεατρικά γονίδια από τη μια γενιά στην άλλη; Υπήρξαν ασφαλώς και εκείνες οι υποχρεωτικές διακοπές στην περίοδο του κιτσάτου και κακόγουστου σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

  • «ΓΕΝΕΣΙΣ Νο 2»

Ομως αυτό το σημερινό «μετά-φευγάτο» -με όλη την καλή σημασία που διαθέτει αυτή η λέξη- το συναντά κανείς περισσότερο απ’ αλλού στην σλάβικη θεατρική avant-garde. Το είδαμε στο Βρότσλαβ, το είδαμε και στην Αθήνα με τον τον Ιβάν Βιριπάεφ -συγγραφέα, ηθοποιό και σκηνοθέτη- ο οποίος γεννήθηκε στο Ιρκουτσκ το 1974, έζησε και μορφώθηκε στη Σιβηρία και δείχνει να κληρονόμησε όλα τα καλά εκείνης της παλιάς καλής ρωσικής πρωτοπορίας. Α, ναι! Το βιογραφικό του αναφέρει ότι σπούδασε μεν σκηνοθεσία στη Μόσχα αλλά «δι’ αλληλογραφίας». Στο Παρίσι και στο Βερολίνο έχουν ανακαλύψει τα γεμάτα ανορθολογικούς πυρετούς κείμενά του από το 2001. Εμείς εδώ αργήσαμε μεν, αλλά είχαμε τουλάχιστον την τύχη να κάνουμε τη γνωριμία του με τον καλύτερο τρόπο: μας τον παρουσίασε ένας ευφάνταστος, χαμογελαστός στη δουλειά του σκηνοθέτης, ο Γ. Λεοντάρης, ο οποίος -ευτυχώς!- δεν επιχείρησε ουδεμία εκκεντρική «μοντερνιά», παρ’ όλο που το κείμενο προσφερόταν για τέτοιες λακκούβες.

Με τέσσερις πρώτης τάξεως εύστροφους ηθοποιούς: τη Μαρία Κεχαγιόγλου που ξέρει να χειρίζεται το χιούμορ σαν ισορροπιστής, με την Ρ. Τσιλιγκαρίδου με πολύ ξεχωριστή της την προσωπικότητα, με την Μ. Μαγκανάρη που ήδη με την εμφάνισή της δηλώνει ότι ανήκει σε μια νέα γενιά υποκριτικής, και με τον Π. Μάλαμα ο οποίος δείχνει πως γνωρίζει καλά την τέχνη της οικονομίας στη υποκριτική, το «ΓΕΝΕΣΙΣ Νο 2» είναι από τις πλέον ενδιαφέρουσες παραστάσεις της σεζόν που ξεψυχά.

  • «Ο Επαγγελματίας»

Από ένα αριστοτεχνικά δομημένο κείμενο του Σέρβου Ντούζαν Κοβάτσεβιτς (Ο Επαγγελματίας, Profesionalac 1990) το οποίο συγγενεύει εντυπωσιακά με την καλή ταινία του Γερμανού Φλόριαν Χένκελ φοβ Ντόνερσμαρκ «Οι ζωές των Αλλων» (αμφότερα πραγματεύονται την παρακολούθηση ατόμων σε ολοκληρωτικά καθεστώτα) κρατώ τις ερμηνείες του Γ. Τσορτέκη, του Γ. Μπινιάρη και της Δ. Σιδηροπούλου. Ακριβώς μ’ αυτή την αξιολογική σειρά. Ο Γ. Τσορτέκης είναι απ’ αυτούς τους πολύ χαρισματικούς ηθοποιούς μας. Ο Γιώργος Μπινιάρης που τον συντροφεύει στον χαρακτήρα ενός συνταξιούχου χαφιέ εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά την υπηρεσιακή παγερότητα που εκπέμπει στο ρόλο του επαγγελματία παρακολουθητή. Στον δύσκολο ρόλο ενός χαρακτήρα που λέει περισσότερα με τη σιωπή της παρά με το κείμενο η Δέσποινα Σιδηροπούλου πέτυχε.

Στην πρώτη της -αν δεν κάνω λάθος- θεατρική σκηνοθεσία η Πηγή Δημητρακοπούλου δίνει άριστα διαπιστευτήρια.

«Λισσαβώνα»

Θα μπορούσε να πει κανείς πως και η βαρύγδουπα φλύαρη «Λισσαβώνα» είναι κι αυτή πρωτοποριακή. Με την παρωχημένη όμως πρωτοπορία του ’60 και του ’70. Ανιαρό και μεγαλόστομο το έργο του Αντώνη Νικολή που εκπέμπει γκριζάδα και έπαρση. Κρίμα για τον Θανάση Παπαγεωργίου, ο οποίος έκανε και την κουρασμένη σκηνοθεσία. Διπλό κρίμα και για την καλή Λήδα Πρωτοψάλτη. Τους άξιζε καλύτερη τύχη τούτο το θεατρικό χειμώνα από το να αναπολούν μονότονα στιγμές από το θάνατο της κόρης τους που δεν γίνεται να ενδιαφέρουν παρά τους ίδιους προσωπικά.

* «Ο επαγγελματίας» – Αγγέλων Βήμα

  • Η ζωή του σ’ έναν φάκελο
  • ΚΡΙΤΙΚΗ
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Οι Γιάννης Τσορτέκης και Γιώργος Μπινιάρης πρωταγωνιστούν στον «Επαγγελματία» του Ντούσαν Κοβάτσεβιτς, σε σκηνοθεσία Πηγής Δημητρακοπούλου
  • Ενα από τα σημαντικότερα κείμενα που άφησε πίσω του η πτώση του ουτοπικού σοσιαλισμού και μία από τις συγκλονιστικότερες διαψεύσεις του. Ο Ντούσαν Κοβάτσεβιτς, γεννημένος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μεταφέρει στον «Επαγγελματία» του 1991 τη μαρτυρία ενός κόσμου που δρούσε κάποτε πίσω από τη ζωή των πιο «ανήσυχων» πολιτών, με σκοπό να παρακολουθήσει κάθε σκέψη, κίνηση και πιθανή αντίσταση. Ο μεγάλος αδελφός είχε τότε το πρόσωπο του γείτονα και πολλές φορές ούτε καν αυτό: η μορφή του εξαφανιζόταν σε χιλιάδες μάτια και αυτιά, χανόταν στην ομοιομορφία ενός κοινού, άλλοτε φιλικού και άλλοτε εχθρικού, βλέμματος.
  • Αν σταματούσε εδώ το θεατρικό του Κοβάτσεβιτς, θα χρωστούσε την αξία του στην ιστορική μνήμη, στη θύμηση ενός παλιού, συλλογικού τραύματος, ίσως ακόμη, στην προειδοποίηση για μια ανάλογη διάψευση στο μέλλον. Προχωρεί, όμως, πολύ παρακάτω. Στο γραφείο ενός διευθυντή της κρατικής εκδοτικής εταιρείας, ενός μισο-επιτυχημένου ή μισο-αποτυχημένου πρώην προοδευτικού διανοουμένου εισέρχεται το φάντασμα του εαυτού του, προσωποποιημένο στη μορφή ενός πρώην αστυνομικού και πράκτορα της Ασφάλειας. Ο τελευταίος είχε αφιερώσει είκοσι χρόνια της ζωής του στο να παρακολουθεί στενά, να καταγράφει και να απομαγνητοφωνεί κάθε σκέψη και ιδέα τού συγγραφέα. Του φέρνει μπροστά του αυτή την αποκάλυψη μαζί με κάτι ακόμη: του φέρνει μαζί το υλικό της προηγούμενης ζωής του, το απομαγνητοφωνημένο, σελιδοποιημένο και βιβλιοδετημένο εγώ του, τον χαμένο του χρόνο μαζί με το «εάν» μιας ζωής άλλης, που χάθηκε κάποτε ανάμεσα στα μεγάλα οράματα και στις ακόμα μεγαλύτερες αντιφάσεις. Με μια ιδέα αντάξια του Μπόρχες, αυτό το «εάν» βρίσκεται τώρα πάνω στο γραφείο του, σε μορφή κειμένων που δεν γράφτηκαν ποτέ, που εκφωνήθηκαν σε συναντήσεις, συζητήσεις και συντροφιές.
  • Πώς είναι αυτό δυνατόν; Πώς γίνεται να υπάρχει κάποιος που παρακολουθεί στενά τη ζωή μας και όμως να μη γίνεται αντιληπτός; Η απάντηση βρίσκεται στον ναρκισσισμό των διανοουμένων που μιλούν με νεκρούς χωρίς να κοιτούν τους ζωντανούς γύρω τους, χαμένοι σε ένα μεθύσι τού εγώ χειρότερο και από το πραγματικό μεθύσι.
  • Ετσι, το κείμενο που παραδίδει ο Κοβάτσεβιτς αποκτά υπερ-ιστορική σημασία. Το ίδιο το δραματουργικό εύρημα είναι σπουδαίο και θυμίζει φιλμ νουάρ: ένα θέατρο που κυκλώνεται και μια ιστορία που τρώει την ουρά της. Γι’ αυτό, πιστεύω, η προσπάθεια της σκηνοθέτιδος Πηγής Δημητρακοπούλου να μεταφέρει την αποκάλυψη του «Επαγγελματία» στην έξαλλη εποχή μας, προλογίζοντας την παράσταση με μια σειρά βίντεο, είναι τουλάχιστον αχρείαστη – η ευφυΐα των θεατών αρκεί για την προβολή της στο σήμερα.
  • Παραμένει, όμως, πολύ καλή η διδασκαλία των ηθοποιών: καθώς ακούμε τη φωνή του αφηγητή και βλέπουμε την ιστορία του μπροστά μας, αισθανόμαστε ότι η παράσταση ελάχιστα απέχει από το να γίνει τελικά η επανα-αφήγηση, η αναπαράσταση του αρχικού γεγονότος. Ο Γιάννης Τσορτέκης (η ταυτόχρονη παρουσία του και στη «Μαύρη Γαλήνη» στον Νέο Κόσμο ανοίγει μια ενδιαφέρουσα συνομιλία ανάμεσα στις δύο παραστάσεις) δίνει όλο τον πλούτο της διείσδυσής του στον ψυχισμό του Τέγια. Ο Γιώργος Μπινιάρης αποφεύγει τον δραματικό τόνο του μετανοημένου ασφαλίτη που είδαμε στις «Ζωές των άλλων» – το θύμα του πολιτικού συστήματος παραμένει μέχρι τέλους ένας σκληρός επαγγελματίας. Η Δέσποινα Σιδηροπούλου υπερβάλλει στον συμπληρωματικό ρόλο της Μάρθας: ωστόσο ανοίγει το παράθυρο σε ένα πρόσωπο, στην ιστορία κάποιου, που μέχρι πριν από λίγο «δεν ήταν εκεί». **
  • ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 14/03/2009