* «Μαλλιά κουβάρια» του Νικόλαου Λάσκαρη – ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας – Θέατρο Απόλλων

ΕΚΤΟΣ Εδρας

Σαμπάνια σερβιρισμένη σε μισόκιλα

ΚΡΙΤΙΚΗ Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Το ωραίο με τον Λάσκαρη είναι ότι δεν δείχνει να κρατά κανένα μυστικό. Το έργο του μοιάζει σαν κάθε περίπτωση καθαρής φάρσας, με εύθυμο κατασκεύασμα χωρίς περίσσιες θεωρητικές κόχες ή υπαινιγμούς. Πρόκειται για μια στιγμή, ένα ανέκδοτο, ένα ευφυολόγημα, που ανεβαίνει για να εκφράσει τη χαρά του σανιδιού, την προσήλωση του συγγραφέα στην ευθυμία, τη διασκέδαση και την επίπλαστη παρηγορία των θεατών του.

Γιώργος Ψυχογιός, Θοδωρής Σκούρτας και Ελένη Ζιώγα σε μια σκηνή από την παράσταση

Ο Νικόλαος Λάσκαρης ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό: εξέφρασε μέσα από το έργο του -καλλιτεχνικό, επιστημονικό και επιστημονικοφανές, όπως και μέσα από τη ίδια τη στάση του βίου του- τη στενή, αμφίβολη ασφαλώς και σαφώς επιτηδευμένη ελληνική εκδοχή της μπελεπόκ στο γύρισμα του αιώνα και στην εποχή της τρικούπειας νεόκοπης αστικής τάξης. Της τάξης που μπορούσε να περιφράξει το δικό της χώρο μεταξύ Νεάπολης και Βουλής, όπου θα κυκλοφορούσαν οι δανδήδες της, θα διασταυρωνόντουσαν τα κουτσομπολιά της και θα γεννιόντουσαν οι μύθοι της.

Αν υπάρχει λοιπόν κάτι το ενδιαφέρον στα γραπτά του, είναι αυτό το βουητό της ανερχόμενης αστικής τάξης που αισθάνεται και αντιλαμβάνεται το μύθο της, που νιώθει αρκετή αυτοπεποίθηση για να τον εκπέμψει με δανεικές (όχι όμως και αλλότριες) εικόνες και που διαθέτει πια αρκετή αυτογνωσία, ώστε να μπορεί να χαρεί με δικές της μορφές και σχήματα. Και αν θα χαρακτηρίζονταν στο μέλλον πλαστά τα θεατρικά της καμώματα, για την εποχή και τους αστούς της παρέμεναν ενεργά στο πλαίσιο της συσπείρωσης και αλληλο-αναγνώρισής τους. Ναι, χωρίς αμφιβολία ήταν μια θεατρολογία φυγής από τα φαρμακερά προβλήματα της εποχής το έργο του Λάσκαρη. Ηταν όμως για τους αστούς επίσης η διέξοδος που περνούσε μέσα από το δικό τους σπίτι, φορούσε τα δικά τους ρούχα και χαίρονταν με τις δικές τους σαχλαμάρες.

Το να ανεβάζεις επομένως τα «Μαλλιά κουβάρια» στο θέατρο Απόλλων της Πάτρας -ειδικά στο θέατρο Απόλλων- είναι σαν να συμμετέχεις στην επιστροφή του έργου στον φυσικό του χώρο. Το περιβάλλον του θεάτρου που ανέδειξε η αστική τάξη, το πλαίσιο της μπούκας, ο σκηνικός τόπος της πολυθρόνας, όπου με βεβαιότητα θα λιποθυμήσει κάποια στιγμή η κομψή και ζηλιάρα συμβία, ο τόπος του τραπεζιού μπροστά στο οποίο θα βηματίσει αργότερα ο εκνευρισμένος στυλοβάτης του οίκου, δεν συνιστούν εδώ δανεικά στοιχεία: αποτελούν αυθεντικά στοιχεία του κώδικα επικοινωνίας του έργου με την τάξη που το γέννησε και το αγάπησε.

Η παράσταση στο θέατρο Απόλλων είναι, με μια λέξη, γιορτή θεάτρου. Από εκεί και πέρα η απόδοση παραμένει ευθύνη του σκηνοθέτη Κώστα Τσιάνου. Κύριο μέλημα του τελευταίου ήταν να απομονώσει τα «Μαλλιά κουβάρια» από την εποχή τους και να τα στρέψει από την αστική πηγή στον λαϊκό δέκτη τους: με παρεμβολές, που φτάνουν μέχρι τη φαρσοκωμωδία, φανερώνει τα ερείσματα της φάρσας και τη συνδέει με το περιρρέον καρναβάλι. Το κύριο μάλιστα χαρακτηριστικό της προσέγγισης περιλαμβάνει την οπισθοχώρηση του είδους στο βοντβίλ και -με την προσθήκη τραγουδιών από τη Σοφία Καμαγιάννη- στην «κωμωδία μετ’ ασμάτων».

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για προσπάθεια που αποδίδει: το κατάμεστο θέατρο ακούγεται ευχαριστημένο. Αδιάφορο αν, προσωπικά, αδυνατούσα για κάποιο λόγο να συμμετάσχω στη γενική ευδαιμονία. Ισως γιατί περίμενα να δω περισσότερο Λάσκαρη και λιγότερο μια κατά Τσιάνο διασκευή. Τα «Μαλλιά κουβάρια» διασώζονται ως λαμπρό ντόπιο δείγμα του σαμπανίτη που άφριζε άλλοτε στα ευρωπαϊκά βουλεβάρτα: το σερβίρισμά του σε μισόκιλα ξενίζει.

Υποκριτικά η παράσταση ήταν άνιση, αν και αυτό δεν βαρύνει μόνο τους ηθοποιούς της. Ο Θοδωρής Σκούρτας και η Ελένη Ζιώγα, στους ρόλους του ζεύγους Κουντουπή, δυσκολεύονται στους ρυθμούς του βουλεβάρτου. Ο Σπύρος Τσεκούρας επωμίζεται τον μάγκα σαν Τρακαράς. Και ο εξ Αιγύπτου ερχόμενος αστός Μενέλαος Λουλάς παρουσιάζεται από τον Παντελή Παπαδόπουλο με τη μορφή κυνηγού κροκοδείλων. Ο Γιώργος Ψυχογιός μοιράζει ευφορία σαν Κώστας Φουρουσής, ανήκει όμως και αυτός σε άλλο είδος. Πιο πιστοί στο είδος είναι οι δεύτεροι ρόλοι: Ναταλία Στεφανού σαν πεθερά, Σπύρος Αυγουστάτος σαν υπηρέτης, Γιώτα Μηλίτση σαν υπηρέτρια και μοιραία γυναίκα. Κεφάτη παράσταση και μελετημένη. Αποτελεί ωστόσο μυστήριο γιατί επιλέγει να κάνει τη διαδρομή Αθήνας-Πάτρας μέσω Λάρισας. * ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 26/01/2009