«Cinemascope», «Μια νύχτα χάρισμά σας», «Oper opis», «Ραούλ»

  • Σκηνική πολυμορφία και πειραματισμοί
  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 23 Ιούνη 2010
«Oper opis»
  • «Cinemascope – Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου», από τους «Blitz»

Ο θίασος «Blitz» επιμένει να πειραματίζεται κειμενικά και μορφολογικά, «κυνηγώντας» την πρωτοτυπία, το παραξένισμα, τη χρήση εξωθεατρικών και τεχνολογικών μέσων και την ένταξη στον προσχεδιασμένο πειραματισμό του, του απρόβλεπτου, του στιγμιαίου, του αυθεντικού συμβάντος. Φέτος στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, ο θίασος έγραψε και σκηνοθέτησε στο «Bios» μια παράσταση πιο ενδιαφέρουσα θεματολογικά και πιο καλοσχεδιασμένη μορφολογικά, συγκριτικά με προηγούμενες. Παραπλανητικός ο τίτλος «Cinemascope – Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου», οφείλεται στη χρήση ασύρματων ακουστικών μέσω των οποίων οι θεατές, καθισμένοι σε μια αίθουσα με τζαμαρία που βλέπει σε μικρό δρομάκι, κάθετο στην Πειραιώς, ακούν τα λεγόμενα και συμβαίνοντα στο δρομάκι όπου στήθηκε η «σκηνική» δράση. Το θέαμα δεν είναι ντοκιμαντερίστικη αποτύπωση πραγματικών συμβαινόντων, αλλά μια σχεδιασμένη – σκηνοθετικά και ερμηνευτικά – παράσταση δρόμου, με τους ηθοποιούς να παριστάνουν ανθρώπους που, τάχα, κατοικούν, εργάζονται, διαβαίνουν ή συναντιούνται στο δρομάκι. Κι αν τυχαία βρεθεί στο δρόμο-σκηνή κάποιος ανίδεος διαβάτης, εντάσσεται και εκείνος – στιγμιαία – στο θέαμα. Ο εν πολλοίς καταστροφολογικός λόγος (σύνθεση σπαραγμάτων από ποικίλα εσχατολογικά κείμενα και σχόλια της ομάδας), που εκπέμπεται από μικρόφωνα εντός της αίθουσας, αλλά ακούγεται εκκωφαντικά μέσα από ασύρματα ακουστικά, όπως και τα λόγια και οι κινήσεις των ηθοποιών στο δρόμο, αναπαριστούν το «χάος», την αγωνία, την αίσθηση παρακμής και καταστροφής που αποπνέει η σημερινή κοινωνία. Πόλεμοι, μαζικοί ξεριζωμοί, μετανάστευση, ολέθρια περιβαλλοντική καταστροφή. Ελλειψη επικοινωνίας, εύθραστες σχέσεις, ανεργία, φτώχεια. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι αγχωμένοι, ανασφαλείς, ανέραστοι, μοναχικοί, νευρωτικοί, στερημένοι την αγάπη, παραζαλισμένοι, «ανάπηροι» – κυριολεκτικά και μεταφορικά – περιφέρονται μέσα στη «σιωπή» και στην ερημία των πολύβουων μεγαλουπόλεων, έρμαια ενός ανησυχαστικού σήμερα και ενός πιο εφιαλτικού αύριο. Συντελεστές του θεάματος είναι ο Τάσος Παλαιρούτας (φωτισμοί) και οι ηθοποιοί Χρήστος Πασσαλής, Αγγελική Παπούλια, Γιώργος Βαλαής, Ελένη Καραγιώργη, Σύλλας Τζουμέρκας, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Μαργιαλένα Μαμαρέλη, Θανάσης Δεμίρης, Ελίνα Λούκου, Σιαμάκ Ετεμάντη, Γιάννης Μαλογιάννης, Μαρία Φιλίνη, Βάσω Καμαράτου.

«Cinemascope- Ενα ντοκιμαντέρ για το τέλος του κόσμου»
  • «Μια νύχτα χάρισμά σας» στο «Τροχόσπιτο»

Στον πεζόδρομο του Θησείου στις 7 και 8 Ιουνίου, από την κινούμενη σκηνή του Φεστιβάλ Αθηνών, το «Τροχόσπιτο», παρήλασαν πλέον των 20 ηθοποιών, μερικοί τραγουδιστές και μουσικοί, προσφέροντας στο πλήθος των θεατών μια – δωρεάν – ευφρόσυνη παράσταση με τίτλο «Μια νύχτα χάρισμά σας». Οι καλλιτέχνες ανταποκρίθηκαν σε πρόταση του Ελληνικού Φεστιβάλ να συμμετέχουν, αφιλοκερδώς, σε ένα πειραματικό θέαμα, στηριγμένο στην πείρα, στο ταλέντο, στις ιδιαίτερες επιδόσεις (υποκριτικές, τραγουδιστικές, μουσικές), στον αυτοσχεδιασμό, ακόμα και στην κειμενογραφική και αυτοσκηνοθετική ικανότητα των συμμετεχόντων ηθοποιών. Ενα θέαμα με στοιχεία βαριετέ, «θεάτρου καμπαρέ» και επιθεώρησης, με επίκαιρης θεματολογίας σχόλια, σατιρικά και κωμικά σκετσάκια, ξένα και γνωστά έντεχνα και λαϊκά ελληνικά τραγούδια, με σόλο ερμηνείες τα περισσότερα, με συντονιστή και παρουσιαστή (ως κομπέρ) της σκηνικής ροής, τον Γιώργο Νανούρη. Η υπογράφουσα είδε την πρώτη παράσταση και θα επισημάνει τις καλύτερες επιδόσεις σε αυτήν. Εύστοχα επίκαιρα ήταν τα κείμενα «Καμπαρέ του δρόμου» (κείμενο – ερμηνεία της Κάτιας Γέρου, συμπαίκτης της ο Παναγιώτης Παναγόπουλος, στίχοι: Κυριάκος Κατζουράκης, μουσική: Νίκος Πλάτανος) και «Αυτή η νύχτα μένει» (κείμενο – ερμηνεία Μάνιας Παπαδημητρίου, τραγούδια των Μποστ, Θεοδωράκη, Κραουνάκη, με μουσική συνοδεία του Τάσου Αντωνίου) με θέματα τη γενοκτονία των Παλαιστινίων από το ιμπεριαλιστικό Ισραήλ, την οικονομική κρίση, τον εργασιακό μεσαίωνα, την ανεργία, τη φτώχεια του λαού και των… θεατρίνων. Πολύ χιουμοριστικά ήταν το «I will survive» (κείμενο – ερμηνεία Σίμου Κακάλα, ελληνικοί στίχοι: Φώτης Σιώτας – Νίκος Βελιώτης) και το «Ι dream a dream» (κείμενο – ερμηνεία – στίχοι Ελενας Μαυρίδου). Η Στεφανία Γουλιώτη επέδειξε την τραγουδιστική της ικανότητα, με το νούμερο «Barbara», παραφράζοντας το κοινωνικού περιεχομένου τραγούδι του Μπρεχτ «Η Τζένη των πειρατών», σε σαχλό σεξοτραγουδάκι. Αξιοι αναφοράς για τις υποκριτικές, τραγουδιστικές και οργανοπαικτικές επιδόσεις τους είναι οι Κίκα Γεωργίου, Γιώργος Γλάστρας, Μαρία Σκουλά, Βικτωρία Ταγκούλη και βέβαια η Ελένη Κοκκίδου, με την πληθωρική τραγουδιστική ερμηνεία της στο φινάλε της παράστασης.

«Μια νύχτα χάρισμά σας»
  • «Oper opis»

Η τέχνη του τσίρκου εδώ και μερικές δεκαετίες αλλάζει μορφή, εξευγενίζεται καλλιτεχνικά απαλλαγμένη από την εμπορευματική, βασανιστική χρήση ζώων και την απάνθρωπη διακινδύνευση της σωματικής ακεραιότητας των ακροβατών, χορευτών και ζογκλέρ. Η στροφή προς ένα τσίρκο που να αναδεικνύει και να αποδεικνύει τις εκπληκτικές ικανότητες του ανθρώπου, οφείλεται σε κάποιους σπουδαίους καλλιτέχνες και ομάδες που άλλαξαν και εξύψωσαν μορφολογικά και αισθητικά το τσίρκο. Τέτοιας υψηλής αισθητικής ποιότητας και με λιτότατα μέσα, ήταν η παράσταση των Μάρτιν Τσίμερμαν (χορευτής, ακροβάτης, χορογράφος και σκηνοθέτης) και Ντιμίτρι ντε Περό (δημιουργός παιγνιώδους μουσικής και ήχων με χρήση αντικειμένων), «Oper opis» («Kάποιος, κάτι»), στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Πάνω σε μια μεγάλη σανίδα-σκηνή, αιωρούμενη και μετακινούμενη πάνω από το έδαφος σαν τραμπάλα, με «ταπεινά» μέσα, ένα τραπέζι, λίγες ξύλινες καρέκλες και μεγάλες σανίδες, τοποθετούμενες κάθετα στη σκηνή, οι έξι καλλιτέχνες της βραβευμένης ομάδας εκτελούν, με πολύ χιούμορ, με «τσιρκολάνικα» και «μαγικά» νούμερα, χορό, ακροβασίες «μαθηματικής» ακρίβειας, περπατώντας, πέφτοντας και γλιστρώντας, σκαρφαλώνοντας, «πετώντας». Μια παράσταση τσίρκου, που αλληγορεί για τα παράξενα και παράλογα, τις επιτυχίες και αποτυχίες, τις προσδοκίες και απογοητεύσεις, τις διαφορές και αντιθέσεις, τις ισορροπίες και ανισορροπίες των ανθρώπων και της ζωής.

«Ραούλ»
  • «Ραούλ» από το «Θίασο της χρυσόμυγας»

Σπανιότατα «γόνοι» μεγάλων δημιουργών αντέχουν το «βάρος» της γονικής – προγονικής «κληρονομιάς» τους, ακομπλεξάριστα αφομοιώνουν διδάγματά της και εξελισσόμενοι οι ίδιοι δημιουργικά τιμούν και την «κληρονομιά» τους. Τέτοια περίπτωση καλλιτέχνη είναι ο Τζέιμς Τιερέ. Εγγόνι του μεγαλοφυούς και πολύτροπου Τσάρλι Τσάπλιν και του κορυφαίου δραματουργού Ευγένιου Ο’ Νηλ, γιος του ηθοποιού, εξαιρετικού καλλιτέχνη του τσίρκου Ζαν – Μπατίστ Τιερέ και της Βικτόρια Τσάπλιν (κόρης του Τσάπλιν), μιας σπουδαίας χορεύτριας, ακροβάτιδας, υψηλού εικαστικού γούστου σχεδιάστριας σκηνικών και σκηνικών αντικειμένων του «Αόρατου τσίρκου» (το δημιούργησαν με τον σύζυγό της και το θαυμάσαμε πέρσι), ο Τζέιμς Τιερέ (τρίχρονο πρωτόπαιξε στο τσίρκο των γονιών του), εξέπληξε, έλαμψε, ενθουσίασε με το σπουδαίο και πολύπλευρο επίσης ταλέντο του, παρουσιάζοντας στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, με τη δική του ομάδα τσίρκου, το «Θίασο της χρυσόμυγας», την παράσταση «Ραούλ». Η παράσταση δεν πρόσφερε μόνον υψηλή αισθητική απόλαυση, με το θέμα και τη σκηνοθεσία, την οργιώδη φαντασία του (διαλυόμενου) σκηνικού και των κινούμενων αντικειμένων (δημιουργίες της Βικτόρια Τιερέ – Τσάπλιν), με τη μιμική, χορευτική, χορογραφική και ακροβατική δεινότητα του Τζέιμς Τιερέ (σ.σ. Τζέιμς ήταν το μικρό όνομα του πατέρα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, φημισμένου Αμερικανού ηθοποιού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα). Η παράσταση πρόσφερε, ακόμη, χαρά και συγκίνηση, σε όποιον θαυμάζει τον μέγιστο Τσάρλι Τσάπλιν, λόγω της μεγάλης ομοιότητας εγγονού και παππού. Εκφραστικό πρόσωπο. Θεατρικότατη μιμική. Υπερασκημένο, εύπλαστο, αεικίνητο σώμα. Απόλυτα ελεγχόμενη, μαθηματικής ακρίβειας κίνηση. Σπινθηροβόλο βλέμμα. Ευθύβολο χιούμορ, άμεσο και υπονοηματικό. Ευρηματικά κωμικά γκανγκς. Συμπάθεια, τρυφερότητα, κατανόηση για τον άνθρωπο, τις επιθυμίες, τις κακοτυχίες, τις φαντασιώσεις, τις γκάφες του. Παρακολουθώντας επί σκηνής τον 36χρονο Τζέιμς Τιερέ ήταν σα να έβλεπες, σχεδόν, τον Τσάπλιν, τσιρκολάνο όπως ήταν στα παιδικά, εφηβικά και νεαρά χρόνια του, ή στις βωβές ταινίες του, «Τσίρκο» και «Τα φώτα της ράμπας». Ο φτωχούλης, μοναχικός, ρακένδυτος «ναυαγός» – είτε στη φαντασία του είτε στην πραγματικότητα – Ραούλ, που γυρίζει στη φτωχική καλύβα του – για να ξαποστάσει, να κοιμηθεί στο μόνο του έπιπλο – μια καρέκλα, να διαβάσει, να παίξει βιολί – αλλά αυτή καταρρέει και έτσι ξαναβρίσκεται άστεγος, «κυνηγημένος» από «πλάσματα» που τον τρομάζουν και για να τους ξεφεύγει σαλτάρει και αιωρείται πάνω από αυτά, θύμισε πολύ (και με κινησιολογικό υπαινιγμό) τον αθάνατο, παντοτινά αξιολάτρευτο, Σαρλό.

13/7/2005– Ρεπερτοριακή πολυφωνία

«Oper Opis» – Τσίμερμαν & Ντε Περό – Φεστιβάλ Αθηνών

  • Χιούμορ και μελαγχολία του βωβού κλόουν

  • «Oper Opis» – Τσίμερμαν & Ντε Περό – Φεστιβάλ Αθηνών
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Το Φεστιβάλ μάς έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια σχετικά νέα παράσταση, από τις πλέον επιτυχημένες στο είδος της τα τελευταία χρόνια. Το «Oper Opis» («Κάποιος… Κάπου») των Ελβετών Τσίμερμαν και Ντε Περό έγινε δεκτό με τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στα φεστιβάλ μιμικής, όπου έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα.

Μια  παράσταση που θα υπέγραφε κι ο Μπέκετ

Μια παράσταση που θα υπέγραφε κι ο Μπέκετ

Ισως γιατί πέρα από την εξαιρετική εκτέλεση, το ίδιο το θέαμα εκφράζει κάτι σχετικά σπάνιο για τα ελληνικά πράγματα: την επιστροφή του σωματικού θεάτρου στη μορφή της μιμικής, του χορού, του ακροβατικού θεάματος, της εικαστικής παρέμβασης του ηθοποιού-περφόρμερ. Ουσιαστικά το «Oper Opis» θυμίζει σε όλους μας την παρουσία του λαϊκού θεάματος και του καμποτινάζ, ενός μεγάλου κεφαλαίου του θεάτρου, που περικλείει και μερικές από τις πιο γόνιμες σελίδες του περασμένου αιώνα.

Οπως σε κάθε παράσταση αυτού του θεάτρου, η έμπνευση των Τσίμερμαν και Ντε Περό μπορεί να εκμαιεύσει συγκίνηση με ψυχοφυσικό τρόπο και να θέσει σε λειτουργία τους συνειρμούς της ονειρικής πραγματικότητας. Τα προβλήματα, συνήθως, ξεκινούν όταν προσπαθεί να «μπει σε λεπτομέρειες». Γενικά σχήματα, ανοιχτές, γεμάτες παιδική αθωότητα και σκανδαλιά ευαισθησίες χωρούν μια χαρά σε αυτό το είδος της παράστασης (την οποία θα υπέγραφε πριν απ’ όλους ο ίδιος ο Μπέκετ). Για όποιον όμως θέλει να προχωρήσει πίσω από το συμβολικό (και ασφαλώς ευρηματικό), κεκλιμένο σκηνικό στην ερμηνεία, στις διαστάσεις και στις συνθήκες του ανθρώπινου παραλογισμού, το «Oper Opis» (που δεν είναι τίποτε άλλο από ιστοριούλες με σύγχρονους αρλεκίνους και πιερότους σε ερωτικές απογοητεύσεις και ζαβολιές) μοιάζει επίπεδο, αν όχι αφελές.

Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι λείπει από την προσπάθεια το νόημα. Ωστόσο το «Κάπου… κάποιος» του τίτλου από μόνο του θέτει εύγλωττα τα όρια ενός θεάτρου που δεν φιλοδοξεί παρά να ακροβατεί στο κενό και να διασκεδάζει το κοινό με τον φυσικό τρόπο της τεχνικής. Είναι ένα ωραίο και καθαρό θέατρο, δύσκολο και απλό, μια σιωπηρή τέχνη που όμως ξεκινά από το «πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου».

Το ενδιαφέρον βρίσκεται σ’ εκείνο το παλιό αίτημα του ολικού θεάτρου, που επρόκειτο να συγκινήσει τους θεατές του με την κοινή δράση των τεχνών προς μια κατεύθυνση κι έναν στόχο. Εδώ, το ιδιαίτερο είναι πως οι δύο καλλιτέχνες, κινούμενοι αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, αντί να ενώσουν, συγκολλούν τις επιμέρους τέχνες πάνω σε μια live μουσική σύνθεση, καταλήγοντας σ’ ένα κράμα από μουσική, τσίρκο, χορό και μιμική. Ισως εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία: το συναίσθημα αποξένωσης και ασυμφιλίωτης ετερότητας δεν περιορίζεται μόνο στο εύρημα της ανισόρροπης σκηνής ή του σωματικού mismatch μεταξύ των ηθοποιών. Προχωρά, μέσα από την πολυφωνία και την ετεροφωνία, στην αναζήτηση του χαμένου κέντρου. Μην αναζητούμε λοιπόν τελικό νόημα στην προσπάθεια των Ελβετών. Η τέχνη τους μοιάζει με την εικόνα του ανθρώπινου σώματος, όπως προβάλλεται στην παράσταση: αφύσικο όσο και υπερφυσικό, άλλοτε καρτουνίστικα διογκωμένο κι άλλοτε σουρεαλιστικά αλλοιωμένο.

Ολα αυτά βέβαια με το χιούμορ και τη μελαγχολία του βωβού κλόουν για τον κόσμο που βοά έξω από το τσίρκο του. Νομίζω ότι η παράσταση μας βοηθά να θυμηθούμε τη μαρτυρία του σωματικού θεάτρου για την ανθρώπινη κατάσταση. Σαν τέτοιο αδυνατεί να γίνει συγκεκριμένο, ιστορικό, αντικειμενικό. Η ποίησή του περπατά δίπλα μας, καθώς εμείς προχωρούμε.*