Μαύρη κωμωδία

  • Πολενάκης Λέανδρος
  • Η ΑΥΓΗ: 12/12/2010

Το μεταπολεμικό κοινωνικό προφίλ της γειτονικής Ιταλίας το έφτιαξε ο ιταλικός νεορεαλιστικός κινηματογράφος, που είχε όμως πίσω του μια πολύ γερή, συνεχή θεατρική παράδοση αιώνων. Ο αντίστοιχος ελληνικός λαϊκός κινηματογράφος των δεκαετιών ’50-’60 δεν είχε πίσω του τέτοια παράδοση και δεν κατάφερε να παίξει ανάλογο ρόλο, υποκύπτοντας κατά μεγάλο μέρος στη σαγήνη του «μελό» και στον πειρασμό του «αίσιου τέλους». Το νεοελληνικό θεατρικό έργο, που αναγεννήθηκε κυριολεκτικά απ’ την τέφρα του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θέλησε να παίξει τον ίδιο ρόλο, περνώντας μέσα από τη ρεαλιστική του φάση της ονομαζόμενης «φέτας ζωής». Εκ των πραγμάτων, όμως, απευθυνόμενο σε ένα πιο περιορισμένο, μικρότερο κοινό, δεν μπόρεσε να επηρεάσει την κρίσιμη μάζα και να προκαλέσει ζύμωση. Λίγο αργότερα, με την εισβολή της τηλεόρασης, ιδιαίτερα της ιδιωτικής όλα έγιναν χώμα.

«Ωχ τα νεφρά μου» του Τσικληρόπουλου στη «Θεατρική Σκηνή»

Στη γενιά των πρωτοπόρων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων της ρεαλιστικής «φέτας ζωής» που προανέφερα, εντάσσεται αναμφίβολα ο Μπάμπης Τσικληρόπουλος. Αλιεύει από τον δρόμο τα ζωντανά πρόσωπα και τις καταστάσεις, οι διάλογοί του είναι αστραποβόλοι, έχουν κάτι ακαριαίο.

Το «Ωχ τα νεφρά μου» έχει ως θέμα του ένα ζήτημα που είχε απασχολήσει παλιότερα έντονα την ελληνική κοινή γνώμη από τις στήλες των εφημερίδων και δεν είναι άλλο από το φημολογούμενο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων για μεταμόσχευση. Ένα θέμα πάντοτε ανοιχτό, καυτό και πολύ επικίνδυνο. Πολύ επιδέξια ο Τσικληρόπουλος αναπτύσσει το έργο σε αύξοντες ρυθμούς μαύρης κωμωδίας, πλέκοντας έναν σπινθηροβόλο διάλογο ανάμεσα σε δύο περιθωριακούς άντρες και μια «αμαρτωλή» γυναίκα. Δύο ρακοσυλλέκτες που τους συνδέει ένα αίσθημα βιαθιάς και αγνής φιλίας, τον «περπατημένο» Μητσάρα και τον «αγαθό» Μπούλη, που όνειρό του είναι να κάνει ένα ταξίδι μακρινό σε τόπους εξωτικούς, με μαγευτικές παραλίες και φοινικόδεντρα… Καθώς αρχίζει το έργο, οι δύο φίλοι έχουν πέσει… στα νύχια μιας φιλανθρωπικής αδίστακτων εμπόρων ανθρωπίνων οργάνων! Με εκπρόσωπό της τον ψευτοθρησκευόμενο… κύριο Νεφρά. Τι εύρημα!

Μέχρι την τελική σκηνή το έργο πάει «ρολόι», κυλώντας άψογα στο ύφος μιας λαμπερής «μαύρης κωμωδίας», με ατάκες που πετάνε σπίθες… Το τέλος, όμως, όταν ο ένας από τους δύο περιθωριακούς επιλέγει να δώσει εκούσια το ένα νεφρό του στη σπείρα, με αντάλλαγμα οικονομικό, για να μπορέσει να κάνει στον φίλο του δώρο το ταξίδι που επιθυμούσε, είναι νομίζω αφύσικο, ξένο και αταίριαστο. Επειδή ακυρώνει αναδρομικά τη «λογική» του έργου, που βασίζεται στην εύλογη προσμονή του θεατή να δει να νικούν το δίκιο και η συμπόνοια, και τους δύο ήρωες να γλιτώνουν σαν από θαύμα την τελευταία στιγμή από τις αρπάγες της συμμορίας, βγαίνοντας από την περιπέτεια ακέραιοι σωματικά και έχοντας «ανοίξει τα μάτια». Το αγαθό που διακυβεύεται στο έργο δεν είναι το ταξίδι, αλλά η δικαιοσύνη. Ενώ η φιλία δεν είναι εδώ ικανό επιχείρημα για να δικαιώσει αυτή την ανατροπή. Επειδή στο λαϊκό αισθητήριο το αίσθημα της δικαιοσύνης βρίσκεται πάνω απ’ όλα, ακόμη και από τη φιλία την ίδια.

Κάνω την υπόθεση ότι ο συγγραφέας επηρεάστηκε από μια παλιά αμερικανική ταινία του Σλέσινγκερ («Ο καουμπόι του μεσονυκτίου»), με τους Γιον Βόιτ και Ντάστιν Χόφμαν στους ρόλους δύο περιθωριακών τύπων της Νέας Υόρκης που επίσης τους συνδέει βαθιά φιλία, όπου ο ένας από τους δύο κάνει πράγματι στο τέλος «δώρο» το ποθητό ταξίδι στον φίλο του, διαπράττοντας ληστεία με φόνο. Αλλά αυτό ήταν ένα άλλο έργο, διαφορετικό παρά τις φαινομενκές ομοιότητες, χωρίς το μοτίβο του εμπορίου ανθρωπίνων οργάνων, με έντονη κοινωνική κριτική και με το αίσθημα της δικαιοσύνης να επικρατεί στο τέλος.

Η παράσταση στη «Θεατρική Σκηνή» σκηνοθετημένη από τον Αντώνη Αντωνίου είναι έξοχη, αβίαστα κυλά πάνω στις «ράγες» των λαμπερών διαλόγων σε αψεγάδιαστο ύφος και γρήγορους ρυθμούς «μαύρης κωμωδίας», αξιοποιώντας όλα τα προτερήματα του έργου. Καταφέρνει να καλύψει ακόμη και την αδυναμία του τέλους που προανέφερα. Εκεί που «δίνει ρέστα» είναι στη διδασκαλία και την εκτέλεση των ρόλων. Ο Αντώνης Αντωνίου (Μητσάρας) πηγαίνει πέρα από την τυπολογία του ρόλου ιχνηλατώντας καίρια, με ειρωνία, την ίδια τη βαθύτερη α-πορία του. Ο Τάκης Βαμβακίδης (Μπούλης), ακούραστος λαϊκός τεχνίτης και μοναδικός μίμος, «κεντά» με το σώμα. Η Νατάσα Ασίκη στον ρόλο της «καλόψυχης πόρνης»… συναγωνίζεται (το εννοώ) μια Τζουλιέτα Μασίνα! Ο Ηλίας Κατέβας ως μαφιόζος ψευδοθρησκευόμενος… «κύριος Νεφράς», με σοβαρό και περισπούδαστο ύφος, βγάζει λαγούς. Το ωραίο σκηνικό και τα κοστούμια (Νίκος Κασαπάκης), η μουσική (Νίκος Παπακώστας) δικαιώνουν τη σπουδαία παράσταση.

Λουίτζι Λουνάρι: Τρεις πάνω στην κούνια. Ντάριο Φο: Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω.

Μια μεταφυσική κωμωδία και μια λαϊκή φάρσα από την Ιταλία

Α. Λουίτζι Λουνάρι: Τρεις πάνω στην κούνια. Σκην.: Αντώνης Αντωνίου. Θέατρο: Θεατρική Σκηνή (οδού Νάξου)

Β. Ντάριο Φο: Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω. Σκην.: Κώστας Αρζόγλου. Θέατρο: Αλ. Αλεξανδράκης (πρώην Ριάλτο)

Ενα έργο σαν το «Τρεις πάνω στην κούνια», του σύγχρονου Ιταλού Λουίτζι Λουνάρι, χαρίζει αληθινή δροσιά στη θεατρική Αθήνα. Μουσικός, μεταφραστής κλασικών κωμωδιών και συνεργάτης του Τζόρτζιο Στρέλερ στο «Πίκολο Τεάτρο», ο Λουνάρι έχει διδαχθεί πολλά και καίρια σε ό,τι αφορά τη δραστική κωμωδία. Το τωρινό του έργο, μεταφρασμένο με εξαιρετική σκηνική ευφυΐα και πλούσιες ελληνικές αναλογίες από τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο, έχει μεν δεχθεί σαφείς επιδράσεις από το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ και απ’ την παράδοση του πιραντελισμού, διαθέτει όμως και μια δική του ταυτότητα: την καταιγιστική δράση και το μεταφυσικά ιλαροτραγικό αλλά σωστά, καθόλου θρίλερ αδιέξοδο, τα οποία ανέδειξε η σφιχτή και δυναμική σκηνοθεσία του Αντώνη Αντωνίου. Τρεις ετερόκλητοι άνθρωποι «φυλακίζονται» σ’ έναν ετερογενή για τον καθένα τους χώρο κι εκεί ξετυλίγουν τις φοβίες τους, το χιούμορ τους, την ελαφρότητά τους, αλλά και τον τελικό εφιαλτικό εγκλεισμό τους στον επίκοινο χώρο, αφού έχει περάσει από μπροστά τους η μορφή μιας καθαρίστριας, την οποία εκλαμβάνουν ως… την Παναγία. Ολα αυτά, σ’ ένα κλίμα παράδοξης, τρελής ευθυμίας.

  • Ομοιότητες

Βέβαια, το έργο γράφτηκε το 1990, αλλά έχει αρκετές ομοιότητες με το «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων» του Σμιτ που είχε πρόσφατα ανεβάσει το «Αμφιθέατρο», όπου οι μελλοθάνατοι έχουν παγιδευτεί σ’ έναν ημιώροφο μεταξύ ζωής και θανάτου. Εντούτοις, οι αναποφάσιστοι ώς τη συντέλεια «νεκροί» του Λουνάρι δεν αμπελοφιλοσοφούν όπως εκείνοι του Σμιτ. Το καθετί έρχεται περίπου λογικά ενώ κολυμπά στον γελαστικό παραλογισμό.

Οι ήρωες εγκιβωτίστηκαν σ’ έναν ουδέτερο χώρο όπως έπρεπε, με μυστηριώδη παράθυρα και αμφίθυμων διαθέσεων επιβλητικές πόρτες (Αντώνης Χαλκιάς). Ο Αντωνίου – στρατιωτικός αποδεικνύει πως μπορεί να λειτουργήσει εξίσου άνετα και στην κωμική σύμφραση, ο Δημήτρης Κανέλλος – φιλόλογος έχει κάνει σοβαρά βήματα ελέγχου των εκφραστικών του μέσων σε σχέση με το παρελθόν, η Γεωργία Ζώη πετυχαίνει στους λεκτικούς υπαινιγμούς της καθαρίστριας – Θεοτόκου, ενώ ο Μιχάλης Γιαννάτος – βιομήχανος πασχίζει ολόψυχα να μετατρέψει τη γνωστή νούτικη ιδιοτυπία του σε ρόλο.

Το έργο λάμπει και η παράσταση το υπηρετεί με όλες τις δυνάμεις της.

  • «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»

Η πολυσχιδής θεατρική προσωπικότητα που ακούει στο όνομα Ντάριο Φο (Νομπέλ 1997) ορθά θεωρείται ως συγγραφή άρρηκτα δεμένη με την ηθοποιία του ίδιου και την ομάδα που την υπηρέτησε. Ετσι εξηγείται και η μεγάλη επιτυχία του. Ο Φο γράφει λαϊκές φάρσες, που συνδυάζουν, όχι με ιδιαίτερα καλό γούστο κατά τη γνώμη μου, την κωμωδία και τη μιμική με την πολιτική θέση, τη διαμαρτυρία, τη διεκδίκηση. Αυτό το μείγμα είχε ιδιαίτερη πέραση έναν καιρό εδώ στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι τις αρχές του ’90. Τώρα, το ποπουλίστικο και αναρχίζον παίγνιο του Φο έχει ξεπεραστεί και ως ιδεολογία αλλά και ως αισθητική.

Αυτή τη χωλότητα του συγκεκριμένου έργου «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» (1975) που είχε ανεβάσει ως κερδισμένο προσωπικό στοίχημα ο Ληναίος, προσπάθησε να θεραπεύσει με τη διασκευή του ο Γιάννης Καραχισαρίδης τη στιγμή ακριβώς που κλυδωνίζεται ο καπιταλισμός, φουντώνει η ανεργία, πένεται ο κοσμάκης και κάποιοι ανώνυμοι Ζορρό «μπουκάρουν» στα σούπερ μάρκετ, «σηκώνουν» ράφια και τα μοιράζουν στους περαστικούς. Θεμιτός ο στόχος του. (Και παραλείπω το πλιάτσικο των αθηναϊκών Δεκεμβριανών του 2008.)

Αυτή την επικαιροποίηση δύο ζευγαριών που αγοράζουν, δεν πληρώνουν και κρύβονται ως να φανερωθούν κλήθηκε ο Κώστας Αρζόγλου να μετατρέψει σε λαϊκό θέαμα. Του βγήκε μια χαλαρή μισοβουλεβαρδιέρικη φάρσα, καρφιτσωμένη στα λιτά μα όχι και γνησίως λαϊκά σκηνικά νοικοκυριού της Χριστίνας Κωστέα. (Αλήθεια, τι τις ήθελαν τις γόβες και τα μοντελάκια οι δύο κυρίες;) Αλλά αν ο σκηνοθέτης, που επέλεξε ωραίες ιταλικές μουσικές γέφυρες, ατύχησε στην απόπειρά του, αυτό οφείλεται στο άκρως ανέμπειρο ερμηνευτικό επιτελείο που είχε στη διάθεσή του. Η ανεκδιήγητη και εκτός πάσης υπόκρισης τσιρίδα της Αγγελικής Δαλιάνη και η βαθύτερα αμήχανη, τηλεοπτικής καταγωγής, υπερνευρικότητα της Αλεξάνδρας Παλαιολόγου, ιδίως στις – αρκετές – μεταξύ τους σκηνές δοκίμασαν σοβαρά την αισθητική υγεία ενός στοιχειωδώς θεατρόφιλου κοινού. Ο καραμπινιέρος Νίκος Ορφανός και ο έτερος των συζύγων Δημήτρης Λιακόπουλος έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλ’ αυτό ήταν πολύ λίγο. Ο Περικλής Αλμπάνης (νεκροθάφτης – πατέρας) κατέδειξε την πολυετή τυπίστικη πείρα του. Τέλος, υπήρξε συγκινητική όσο και μελαγχολική λόγω του περιρρέοντος η ευρηματική, αυτοσχεδιαστική μπουφονερί του Πάνου Σκουρολιάκου στον κεντρικό ήρωα – σύζυγο, με σαφείς παραπομπές και έμμεσες αναγωγές σε είδη που γνωρίζει καλά, όπως η κομέντια ή ο Ρουτζάντε.

  • Προσφορά – εξαγορά

Κανείς δεν θα με πείσει πως η βράβευση του Ντάριο Φο με το Νομπέλ δεν ήταν μια πανέξυπνη παγίδα που του έστησε η Σουηδική Ακαδημία και δι’ αυτής ο κόσμος τον οποίο εκείνος αμφισβήτησε. Μπουκώσανε με χρυσό σιγαστήρα την κραυγή του, άτσαλη ίσως για μένα αλλά διασκεδαστική, θερμή και πρωτότυπη για άλλους. Να μια δολερή προσφορά – εξαγορά, στην οποία ο Φο (faux, εν προκειμένω) θα έπρεπε να είχε απαντήσει: «Δεν αγοράζω, δεν αγοράζω».

  • Κριτική Γιάννης Βαρβέρης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 08/02/2009

**«Τρεις πάνω στην κούνια» Θεατρική Σκηνή Αντώνη Αντωνίου

  • Μια ευχάριστη πρόταση

Γεωργία Ζώη, Δημήτρης Κανέλλος, Αντώνης Αντωνίου και Μιχάλης Γιαννάτος στην παράσταση του έργου του Λουίτζι Λουνάρι

Το έργο του Ιταλού Λουίτζι Λουνάρι, που φτάνει επιτέλους και στη χώρα μέσω της Θεατρικής Σκηνής, είναι πράγματι μια πολύ σοβαρή περίπτωση. Πατάει στον υπαρξιακό σκεπτικισμό του Πιραντέλο και θυμίζει το παλιό θέατρο του παραλόγου, από Σαρτρ μέχρι Μπέκετ. Η ιδιαιτερότητά του όμως βρίσκεται στη δομή, που είναι της αξιοσέβαστης φάρσας, και στη διάθεση, που παραμένει η διάθεση ενός ελαφριού έργου. Τα καταφέρνει καλά στο διπλό αυτό παιχνίδι: ο καθένας μπορεί να αποχωρήσει από το θέατρο έχοντας αποκομίσει κάτι, από μια ευχάριστη βραδιά μέχρι ένα σοβαρό, μεταφυσικό προβληματισμό.

Τρεις άνθρωποι, ένας μικροβιομήχανος, ένας απόστρατος ταγματάρχης και ένας καθηγητής-συγγραφέας αστυνομικών έργων, καταλήγουν από διαφορετικό δρόμο ο καθένας στο χολ ενός γραφείου που θα μπορούσε να είναι -ανάλογα με την περίπτωση- ρεσεψιόν μιας πανσιόν, γραμματεία μιας εταιρείας ή εκδοτικός οίκος. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Κάποια εξήγηση θα υπάρχει, τα στοιχεία ωστόσο περιπλέκουν αντί να διαφωτίζουν το μυστήριο. Ενας συναγερμός που σημαίνει στην πόλη αναγκάζει τους τρεις να παραμείνουν τη νύχτα στον χώρο, ώσπου την άλλη μέρα εμφανίζεται μπροστά τους μια καθαρίστρια. Η παρουσία της κάνει ακόμα περισσότερο ανάγλυφους τους φόβους που γέννησε η νύχτα: μήπως η αναμονή σημαίνει τελικά κάτι άλλο;

Από εκεί και πέρα μπορεί κανείς να δει στο έργο του Λουνάρι ό,τι θέλει. Οπως, για παράδειγμα, ότι στον παράξενο μη-τόπο του έβδομου ορόφου συναντιούνται τρεις τύποι που γέννησε η ευρωπαϊκή παράδοση: ο τύπος του αναλυτικού φιλοσόφου, ο τύπος του ρομαντικού, ανοικτού σε πάθη, προλήψεις και δεκτικού στην ενόραση αισθηματία, και ο τύπος του απλού, ζωτικού ανθρώπου, που ζει με την αίσθηση του απτού. Λόγος, βούληση και σώμα συγκλίνουν στον ίδιο θάλαμο αναμονής, χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ και χωρίς διάθεση επικοινωνίας. Το αμάρτημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού: ο διαχωρισμός της ολότητας σε μέρη, που θεωρούνται -και λειτουργούν- αυτόνομα.

Λείπει, ωστόσο, από την παρέα το τέταρτο και, ίσως, το πιο σημαντικό μέλος: η υπερβατική φύση. Χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής, γιατί απουσιάζει ο λόγος της αναμονής, η γνώση του ανθρώπινου στόχου. Ετσι ο καθένας προσεγγίζει ελλιπώς την κατάσταση: ο φιλόσοφος προσπαθεί να την ερμηνεύσει με τη δική του, στενή αντίληψη λογικής. Ο ταγματάρχης δεν την καταλαβαίνει, αλλά και δεν τον ενοχλεί: αδιαφορεί γι’ αυτήν, όπως και για κάθε τι που τον ξεπερνά. Ο μόνος από τον οποίο περιμένουμε να αισθανθεί το «θαύμα» είναι ο μικροεπιχειρηματίας, που γνωρίζει από πρώτο χέρι τις βουλές της τύχης, τα παιχνίδια του έρωτα και το παράθυρο για το ανερμήνευτο.

Γιατί αυτό που συμβαίνει δεν ερμηνεύεται: αποκαλύπτεται μέσα από την εμφάνιση της καθαρίστριας. Είναι αυτή ο λόγος της παρουσίας των υπολοίπων στον θάλαμο; Για να αποφασίσουμε πρέπει πρώτα -δύσκολο- να ξεπεράσουμε τα δεσμά της πραγματικότητας και να αντιμετωπίσουμε τον φόβο της γελοιοποίησης. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ύπαρξή μας κωμικά.

Δεν είναι πρόθεση της παράστασης να βαρύνει το έργο του Λουνάρι με όλα τούτα τα σοβαρά και σοβαροφανή. Παραμένει μια ευχάριστη πρόταση, διασκεδαστική και ουσιαστική. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες ενστάσεις, που αφορούν το φιζίκ του Μιχάλη Γιαννάτου στον ρόλο του μικρο-βιομήχανου ή την ένταση στην οποία καταφεύγει ο καθηγητής του Δημήτρη Κανέλλου. Ο στρατιωτικός του Αντώνη Αντωνίου είναι πειστικός, κάνει όμως τον ρόλο πιο συμπαθητικό από ό,τι είναι. Η λιτή και ουσιαστική καθαρίστρια της Γεωργίας Ζώη μεταφέρει την αναγκαία ποιότητα του μυστικού προσώπου.

  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 07/02/2009