«Τίτος Ανδρόνικος» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο Εθνικό Θέατρο

  • Να ρέει το αίμα

  • «Τίτος Ανδρόνικος» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο Εθνικό Θέατρο – Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου

  • ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ | Κυριακή 30 Μαΐου 2010

«Τίτος Ανδρόνικος» με θολή ματιά

  • Ούτε σύγχρονη ούτε αντισυμβατική είναι η σκηνοθετική άποψη για το σαιξπηρικό έργο

Του Σπυρου Παγιατακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 23 Mαϊου 2010

  • Σαίξπηρ, Τίτος Ανδρόνικος. Σκην: Αντζελα Μπρούσκου. Εθνικό Θέατρο – Θέατρο Ρεξ
  • Σάμουελ Μπέκετ, Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ. Σκην: Ρόμπερτ Ουίλσον. Θέατρο «Ελληνικός Κόσμος»
  • Φραντς Ξαβιέρ Κρετζ, Wunschkonzert. Σκην: Ζωή Χατζηαντωνίου. Από Μηχανής Θέατρο

Αλήθεια, τι κακό κάνουν -ασφαλώς άθελά τους- και οι εφημερίδες μοιράζοντας τόσο απλόχερα τα dvd τους! Ανακάλυψα στα παλιά και ξεχασμένα μια -λέει- «μεγαλειώδη, επική ταινία» που είχε σκηνοθετήσει πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια με ξέχειλη φαντασμαγορία η φέρελπις Αμερικανίδα Τζούλι Τάιμορ. Ηταν ένας «Τίτος», μια παράφραση του σαιξπηρικού «Τίτου Ανδρόνικου», που έχει χαρακτηρισθεί ως η κατ’ εξοχήν «τραγωδία της εκδίκησης». Πρωταγωνιστούσαν οι Αντονι Χόπκινς και Τζέσικα Λανγκ. Υπερβολικά φορτωμένη και άκαιρα εκσυγχρονισμένη, στην ταινία ξεχώριζε ο άξιος πρωταγωνιστής της. Μοιραία έκανα συγκρίσεις με την εδώ -κατά τη διαφημιστική δήλωση- «σύγχρονη και αντισυμβατική σκηνοθετική ματιά της Αντζελας Μπρούσκου, για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο». Δεν θα έπρεπε να βάζει κανείς τα έργα δίπλα-δίπλα, αλλά έγινε.

Αντίθετα με τις αναγγελίες, δεν ανακάλυψα τίποτα το σημερινό ούτε κάτι κόντρα στις θεατρικές συμβάσεις στη δική μας παράσταση. Ετσι κι αλλιώς -και έπειτα από αρκετές σκηνοθεσίες της εν λόγω δημιουργού- έχω τις αμφιβολίες μου ως προς το εάν θα έπρεπε να τοποθετεί κανείς την Α. Μπρούσκου ανάμεσα στους πρωτοποριακούς Ελληνες θεατρανθρώπους. Κι όσον αφορά τη σημερινή «εμπορευματοποίηση της φρίκης», την οποία η σκηνοθέτις επικαλείται για να φέρει κοντά σε μας το έργο της νεανικής περιόδου του Σαίξπηρ μέσω της βίας, δυστυχώς και σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα παραμένουν θολά.

Η βία στη σκηνή του «Ρεξ» παραμένει περισσότερο ένα αισθητικό γεγονός παρά κάτι που φέρνει την οποιαδήποτε ανατριχίλα. Ως ο γενναίος Ρωμαίος στρατηγός που νικά τους Γότθους, ο Τίτος Ανδρόνικος του Μηνά Χατζησάββα εμφανίζεται περισσότερο τσαντισμένος παρά οργισμένος κι εκδικητικός. Μόνο η Μαρία Κεχαγιόγλου, ως Ταμόρα, βασίλισσα των Γότθων, κατορθώνει να κάνει τον θεατή να υποψιαστεί πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν σημαντικό -αν και άκρα δόλιο- χαρακτήρα.

  • Μπέκετ και Ουίλσον

Συνέβη τον τελευταίο καιρό και θυμάμαι συνέχεια παλιά dvd. Σ’ αυτό που έχω υπόψη μου «έπαιζε» ο Χάρολντ Πίντερ. Ηταν μια ιστορική παράσταση σκηνοθετημένη από τον Ιαν Ρίκσον, τον Οκτώβριο του 2006, στο λονδρέζικο Ρόγιαλ Κορτ Θίατερ, η οποία παίχθηκε μόνο εννέα φορές σε γεμάτο θέατρο. Δεν την είδα ζωντανά, αλλά ένας φίλος μου είχε την καλοσύνη και μου δάνεισε ένα κλεψίτυπο της «Τελευταίας μαγνητοταινίας του Κραπ» με τον Πίντερ, το οποίο έχω ακόμα. Ηταν όντως ανεπανάληπτο. Τώρα το είδαμε αυτοσκηνοθετημένο με τον Ρόμπερτ Ουίλσον. «Οταν σκηνοθετώ ένα έργο, κατασκευάζω μια δομή στον χρόνο», δηλώνει ο πολυπράγμων Αμερικανός δημιουργός. «Στο τέλος, όταν όλα τα οπτικά στοιχεία βρίσκονται στη θέση τους, έχω δημιουργήσει ένα πλαίσιο το οποίο καλούνται να γεμίσουν οι ηθοποιοί.» Δηλαδή, κατόπιν εορτής.

Με τα παραπάνω ο Ρ. Ουίλσον συνοψίζει την εικαστικο-φορμαλιστική δουλειά του, η οποία, με δύο λόγια, επαναλαμβάνει στερεότυπα μια εικόνα η οποία είναι λίγο-πολύ η ίδια, είτε για λυρικό belcanto πρόκειται είτε για αρχαίο ή μοντέρνο δράμα. Μερικές φορές η τεχνική του έρχεται γάντι στο αντικείμενο. Αυτό έγινε στην περίπτωση της θαυμαστής «Οπερας της Πεντάρας», που είδαμε κι εδώ πριν από λίγους μήνες. Αυτή τη φορά, όμως, προσπαθώντας να «καπακώσει» αισθητικο-οπτικά τον λιτό Μπέκετ, ατύχησε. Υπερφορτώνοντας το δωρικό κείμενο -η παρακολούθηση μιας ζωής μέσα από επετειακές μαγνητοταινίες- με ήχους και φαντασμαγορικά οπτικά gags, λοξοδρόμησε την προσοχή του θεατή από την έκδηλη εσωτερικότητα του Ιρλανδού συγγραφέα στα εξωτερικά τερτίπια μιας -καλαίσθητης μεν πλην άκρα φορμαλιστικής- σκηνοθετικής ευρηματικότητας. Με δύο λόγια, διέπραξε αυτό που επιχειρούν οι περισσότεροι -Γερμανοί ως επί το πλείστον- σύγχρονοι σκηνοθέτες που καταπιάνονται με τους κλασικούς: Να εμφανισθούν «υπεράνω» του συγγραφέα.

  • Ρόλος χωρίς λόγια

Δεν βρήκα -ολόκληρο- dvd του βουβού, «κινησιολογικού» μονολόγου μιας θαμπής μεγαλοκοπέλας που γυρίζει από τη θαμπή δουλειά της στο θαμπό διαμερισματάκι της για να ετοιμαστεί για την πάντα θαμπή επομένη. Ανακάλυψα, όμως, ένα κομμάτι από την αγγλική παράσταση της Κάτιε Μίτσελ στο YouTube. Μέλος του ολιγοπρόσωπου γερμανικού Κ. Κ. από το 1971 μέχρι το 1980, ο πολυγραφέστατος Φραντς Ξαβιέρ Κρετζ παρουσίασε ανθρώπους, οι οποίοι «έχασαν τη φωνή τους» καταπιεσμένοι από μια αναγκαστική κοινωνική μιζέρια μέσα στην οποία ήταν υποχρεωμένοι να υπάρχουν. Ετσι και στο «Wunschkonzert» (1973), όπου το «ηθικό δίδαγμα» είναι: τέτοια ζωή γιατί να τη ζει κανείς… Ο ρόλος της φροϊλάιν Ρας δεν έχει λόγια, όμως είναι από τους ουσιαστικότερους που μπορεί να ευχηθεί στον εαυτό της μια ηθοποιός. Η Δέσποινα Κούρτη τα καταφέρνει περίφημα, οδηγημένη σκηνοθετικά στον ρεαλισμό από τη Ζωή Χατζηαντωνίου.

Μπίχνερ και Σαίξπηρ από το Εθνικό Θέατρο

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 5 Μάη 2010 – 2η έκδοση

«Λεόντιος και Λένα»

  • «Λεόντιος και Λένα»

Ο Γκέοργκ Μπίχνερ (1813-1837) θα παραμένει εσαεί ένας μεγάλος και καινοτόμος «σταθμός» της παγκόσμιας δραματουργίας, παρά τα λιγοστά έργα που πρόλαβε να γράψει πριν ο τύφος τον σκοτώσει στα 24 χρόνια του. Ο ιδρυτής της – επηρεασμένης από τους θεωρητικούς της Γαλλικής Επανάστασης (κυρίως τον Σεν Σιμόν) – «Εταιρείας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», μέλος του πολιτικο-λογοτεχνικού ρεύματος «Νέα Γερμανία», συγγραφέας της διακήρυξης «Ο ταχυδρόμος της Εσσης» (κείμενο που δημοσιεύθηκε πριν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Μαρξ και πρόβαλε την ανάγκη μιας κοινωνικής επανάστασης), διωκώμενος και φυγάς εξαιτίας αυτής της διακήρυξης, εγκαθίσταται στο Στρασβούργο. Εκεί σπουδάζει Φιλοσοφία, μεταφράζει έργα του Ουγκώ και γράφει την τρίπρακτη κωμωδία «Λεόντιος και Λένα». Σαρκαστής του κλασικισμού και του ρομαντισμού που θεματολογικά και μορφολογικά «θώπευαν» το βίο και τα γούστα των φεουδαρχών, ο Μπίχνερ, εμπνεύσθηκε τη δική του κωμωδία «Λεόντιος και Λένα» από τη ρομαντική ερωτική κωμωδία του Κλέμενς Μπρεντάνο «Πονς ντε Λεόν», με αντίθετο, όμως, από εκείνη στόχο. Ο Μπίχνερ χρησιμοποιεί το ερωτικό «παραμύθι» του Μπρεντάνο για να σαρκάσει την πλήξη, τη βαρεμάρα, την απραξία, τον εγωτισμό, τη ματαιοδοξία, τον παραλογισμό, τον ατομικισμό, τον κυνισμό, τους καιροσκοπικούς και συμφεροντολογικούς γάμους της «Αγίας οικογένειας» των αρχόντων, ακόμα και σε βάρος και παρά τη θέληση των τέκνων τους. Ο Μπίχνερ επιτυγχάνει το ιδεολογικό στόχο του με έναν απλό, αν όχι και φαινομενικά «αφελή», ειρωνικότατο μύθο. Ο πρίγκιπας Λεόντιος εντέλλεται από τον βασιλιά πατέρα του να παντρευτεί – θέλει δε θέλει- μια άγνωστή του πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα Λένα εντέλλεται από τον πατέρα της να παντρευτεί – θέλει δε θέλει – έναν άγνωστό της πρίγκιπα. Ο Λεόντιος θέλοντας να ζήσει ελεύθερος τη νιότη του και τον έρωτα, μαζί με τον πιστό υπηρέτη του, φεύγει κρυφά από τη χώρα του. Το ίδιο κάνει και η Λένα. Περιπλανώμενοι και άγνωστοι μεταξύ τους, ο Λεόντιος και η Λένα συμπτωματικά θα συναντηθούν, θα αλληλοερωτευθούν και θα παντρευτούν, διαπιστώνοντας, εντέλει, ότι αυτόν ακριβώς το γάμο ήθελαν να τους επιβάλουν, εκατέρωθεν, οι γονείς τους, ως «μοίρα». «Μοίρα» συμφέρουσα την «Αγία οικογένεια» και των δύο αριστοκρατικών γόνων. Το Εθνικό Θέατρο, διαθέτοντας την εκσυγχρονιστικά χυμώδη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, ανέθεσε το ανέβασμα του έργου στον Γάλλο σκηνοθέτη Λοράν Σετουάν. Νέος ηλικιακά ο σκηνοθέτης, με προφανή θαυμασμό για τον ανατρεπτικό ιδεολογοαισθητικά χαρακτήρα και την καυστική ειρωνεία του έργου, με νεανική διάθεση αντιμετώπισε το έργο σαν ένα θεατρικό παιχνίδι παιδιών, ένα «παιχνίδι ρόλων», υποκριτικών μεταμορφώσεων νέων ηθοποιών. Με «φτωχού θεάτρου» σκηνικά μέσα – στρώματα από αφρολέξ που μετακινούμενα προσδιορίζουν τους χώρους και χρόνους της δράσης (Πάτρικ Κοχ), λιτά, καλαίσθητα σύγχρονα και άχρονα κοστούμια (Ιμκε Σλέγκελ), «παιδικής» έκφρασης κινησιολογία (Γιαν Μπούρκχαρτ), με φεγγοβόλους φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης), καθοδήγησε τους ταλαντούχους νέους ηθοποιούς που είχε στη διάθεσή του, ώστε παίζοντας όλοι, σχεδόν, όλους τους ρόλους να επιδοθούν σε μιαν ευφρόσυνη, με αίσθηση του χιούμορ, μεταμορφωτική υποκριτική άμιλλα. Μια υποκριτική άμιλλα που τους ζητά να «ενδύονται» και να «αποδύονται», ταυτόχρονα, τους ρόλους που παίζουν. Να είναι φορείς και, ταυτόχρονα, αποστασιοποιημένοι, έμμεσοι σχολιαστές του κάθε προσώπου. Αξιοι επαίνου για τις υποκριτικές επιδόσεις τους – με καλύτερη την ερμηνεία της Γαλήνης Χατζημιχάλη – είναι και οι Δημήτρης Μοθωναίου, Μάκης Παπαδημητρίου, Κόρα Καρβούνη, Εύη Σαουλίδου, Δημήτρης Πασσάς, Αλεξάνδρα Αϊδίνη.

«Τίτος Ανδρόνικος»

  • «Τίτος Ανδρόνικος»

Ενός επεκτατικού πολέμου μύρια έπονται. Το χυμένο αίμα των κατακτημένων, που προκαλεί ένας επεκτατικός πόλεμος, «διψά» και για άλλο αίμα, για εκδίκηση των κατακτημένων. Ποταμούς αιμάτων προκαλούν οι μωροί, ανίκανοι, ανόητοι, επηρμένοι, ραδιούργοι και δολοφόνοι που διεκδικούν ή κατέχουν την εξουσία, όπου Γης. Ποταμοί αίματος συνόδευσαν την Ιστορία της Αγγλίας, για τη συγκρότησή της σε ενιαίο βασίλειο και την ανάπτυξη της αυτοκρατορικής επεκτατικής πολιτικής της. Μέγας ποιητής, ανατόμος της αιματοβαμμένης πορείας του κόσμου – και της χώρας του – ο Σαίξπηρ αντιμέτωπος με τον κίνδυνο η ελισαβετιανή λογοκρισία να κλείσει το θέατρό του, αλληγορούσε περί της αιματηρής πορείας της Αγγλίας, δανειζόμενος ξένα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα. Αλληγορία είναι και το ιστορικό έργο του «Τίτος Ανδρόνικος». Ο Ρωμαίος στρατηγός Τίτος Ανδρόνικος, κατακτητής των Γότθων, επιστρέφει στη Ρώμη, με λάφυρα τη βασίλισσα των Γότθων, Ταμόρα, και τους γιους της. Σκοτώνει τον μικρότερο γιο της για να μη γίνει εκδικητής και ανακηρύσσει αυτοκράτορα, τον πρωτότοκο γιο του νεκρού πια αυτοκράτορα, Σατουρνίνο. Ανόητος, αφελής, άκαπνος, μωροφιλόδοξος και ερωτύλος, ο Σατουρνίνος, αντί να παντρευτεί την κόρη του Ανδρόνικου, Λαβίνια, παντρεύεται την Ταμόρα, μαγεμένος από τα σαρκικά κάλλη της. Βασίλισσα της Ρώμης, η Ταμόρα, με εκτελεστικά όργανα τους άλλους δυο γιους της και τον μαύρο εραστή της, Ααρών, με τον οποίο γεννά ένα μελαμψό νόθο γιο, θα στήσει εφιαλτικό «χορό» εκδίκησης ενάντια στον Τίτο Ανδρόνικο και την οικογένειά του. Οι γιοι της δολοφονούν τον ένα γιο του Ανδρόνικου. Συκοφαντούν στον αυτοκράτορα τον Ανδρόνικο, ο οποίος τιμωρείται με ακρωτηριασμό του ενός χεριού του. Βιάζουν την κόρη του και της κόβουν χέρια και γλώσσα για να μην μπορεί να τους αποκαλύψει. Παρά λίγο να δολοφονηθεί και ο μικρότερος γιος του Ανδρόνικου, Λούκιος, που καταφεύγει στη χώρα των Γότθων και επιστρατεύει Γότθους ενάντια στη Ρώμη, για να εκδικηθούν τον προδοτικό γάμο της Ταμόρα με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Ο αιμάτινος κύκλος των βίαιων, εκδικητικών πράξεων, θα συνεχιστεί με τη θανάσιμη τιμωρία των γιων, του εραστή της Ταμόρα και της ίδιας από τον Ανδρόνικο και τον αδελφό του, δήμαρχο της Ρώμης, Μάρκο Ανδρόνικο, και την ανακήρυξη του Λούκιου σε αυτοκράτορα της Ρώμης. Το έργο, σε διακριτικά εκσυγχρονιστική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, με μουσική του Απόλλωνα Ρέτσου, φωτισμούς του Νίκου Βλασσόπουλου, εκφραστική κίνηση του Ηλία Χατζηγεωργίου, σκηνοθέτησε η Αντζελα Μπρούσκου. Με λιτά, μετακινούμενα σκηνικά (Γκάυ Στεφάνου), αλλά με εμφαντικά για το χαρακτήρα κάθε προσώπου κοστούμια διαχρονικά και σύγχρονα (Αντζελα Μπρούσκου), η παράσταση με την ευρηματικότητά της, και με τη μόνιμη προβολή τηλεοπτικών εικόνων, παρέπεμπε στην εποχή μας, σχολιάζοντας εμμέσως τον εθισμό της με τη βία, με τη μετατροπή της βίας ως θεάματος. Από το συνολικά καλό υποκριτικό επίπεδο, ξεχωρίζουν με την ερμηνευτική εμβέλεια, τα ασκημένα και τα έμπειρα υποκριτικά μέσα τους οι Μαρία Κεχαγιόγλου, Μηνάς Χατζησάββας, Θέμις Πάνου και Κώστας Βασαρδάνης. Αξιοσημείωτες είναι οι ερμηνείες των Κώστα Φαλελάκη, Παρθενόπης Μπουζούρη και Ιπποκράτη Δελβερούδη.

**«Τίτος Ανδρόνικος» Εθνικό – Κοτοπούλη

  • Ενας Σέξπιρ που ζητάει αίμα

  • **«Τίτος Ανδρόνικος» Εθνικό – Κοτοπούλη
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Αν το καλοεξετάσει κανείς, δεν διαφέρει από πολλά ηλεκτρονικά παιχνίδια στα χέρια των παιδιών μας. Απίστευτη συσσώρευση βίας, αίμα, ακρωτηριασμοί, σωματικοί και ψυχικοί βιασμοί. Ενας κόσμος τεράτων που προχωρά στην εκδίκηση με αφάνταστο κυνισμό, αλλάζοντας συνεχώς επίπεδα στην εκτέλεση του κακού.

Μηνάς Χατζησάββας, Μαρία Κεχαγιόγλου

Μηνάς Χατζησάββας, Μαρία Κεχαγιόγλου

Ο «Τίτος Ανδρόνικος» είναι το νεανικό πόνημα του Σέξπιρ, ίσως η πιο ξεχωριστή «τραγωδία εκδίκησης» που διαθέτουμε, θέατρο φτιαγμένο να ικανοποιεί τα πιο χαμηλά και, από ό,τι φαίνεται, τα πιο διαχρονικά γούστα του κοινού.

Είναι αλήθεια πως στο ελισαβετιανό θέατρο η σχέση θεατή και θεάματος παρέμενε στο σχήμα μιας εικαστικής σύμβασης (τηρουμένων των αναλογιών, σαν τα δικά μας κόμικς), που λειτουργούσε ερεθιστικά όσο και ασφαλιστικά στην υποδοχή του δαίμονα. Αλλιώς, σε ένα ιλουζιονιστικό θέατρο, το έργο του Σέξπιρ μπορεί να φέρει αληθινές λιποθυμίες. Εκείνο όμως που προκαλεί εντύπωση -και την κάποια δικαιολογημένη ανησυχία- είναι πως το έργο αντανακλά έναν κόσμο που έχει φανερά χάσει την πνευματική του ισορροπία και ευχαριστιέται με την ίση ή και μεγαλύτερη ανταπόδοση του κακού. Δεν είμαστε διόλου καλύτεροί του: Δικαιολογούμε ακόμα κρυφά την εκδίκηση του Ανδρόνικου, την επικροτούμε χαιρέκακα, σαν άξια απάντηση στην προηγούμενη αποτρόπαια πράξη εναντίον του. Ιδού ένας κόσμος που χαίρεται με τον Αλάστορα στις στέγες του, που ζητάει αίμα και που, πίνοντας, διψάει κι άλλο. Κόσμος χωρίς χέρια από το μίσος, χωρίς μάτια από την εκδίκηση.

Οπως και να ‘χει, νιώθει κανείς ότι μέχρι εκεί φτάνει, άλλο αίμα δεν χωρά το θέατρο. Αυτό είναι το σημείο του κορεσμού, από εκεί και πέρα τα πράγματα οδεύουν προς την καρικατούρα. Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι ο νεαρός Σέξπιρ κάνει ένα λαμπρό δείγμα λαϊκού θεάματος, η Αντζελα Μπρούσκου όμως θέλει να στήσει στη σκηνή του Κοτοπούλη μια στοχαστική παραβολή γύρω από την εικόνα και αναπαραγωγή της βίας. Η παράσταση ακολουθεί τον μετρονόμο, χωρομετρείται αυστηρά σε δυάδες και τριάδες. Αυτά οδηγούν στο στιλιζάρισμα, σε μια ψυχρή φόρμα που μετατρέπει την ωμή παρουσίαση της βίας σε κριτική αναπαράστασή της.

Μερικές σκηνές είναι αληθινά καλοφτιαγμένες. Η αντίδραση της Λαβίνια στον ακρωτηριασμό της, η αναμέτρηση των πολιτικών πάνω από τα πτώματα για τη διαδοχή της εξουσίας… Μερικές ιδέες είναι πολύ καλές, όπως ότι ο Ααρών βάφει μπροστά μας το πρόσωπό του με φούμο, χτυπώντας έτσι υπόγεια τον ρατσισμό του έργου. Το πρόβλημα όμως δεν είναι σε αυτά. Είναι ότι αυτό που θα λέγαμε «ύφος» της παράστασης κυκλώνεται στα ίδια και τα ίδια. Μερικά κινούμενα σκηνικά στο μέσον, μια τηλεόραση στην άκρη της, δύο μικρόφωνα πιο μπροστά, και ο Μηνάς Χατζησάββας στο μέσον. Ο τελευταίος μπορεί να είναι ένας σπουδαίος Τίτος (αναρωτιέται κανείς τι θα έκανε αυτή η πρόταση χωρίς τη συμβολή του), αλλά όχι τόσο ώστε να διαλύσει την εντύπωση πως τα περισσότερα από τα στοιχεία της παράστασης τα έχουμε δει και αλλού, και μάλιστα σε κάποια άλλη παράσταση του ίδιου θεάτρου.

Μαζί και ένα τεχνικό ζήτημα που πρέπει να προσεχθεί στο μέλλον. Το μουσικό χαλί του Απόλλωνα Ρέτσου, που έχουν προσθέσει για να δίνει στο έργο κινηματογραφική διάθεση, εμποδίζει τη μεταφορά του λόγου. Τα πράγματα μερικές φορές είναι απλά: Δεν ακούμε! Από τους ηθοποιούς ο Κώστας Βασαρδάνης δίνει έναν χαρακτηριστικά κίναιδο Σατουρνίνο, η Ταμόρα της Μαρίας Κεχαγιόγλου καίρια, αν και υπερβολική στην ταξική ερμηνεία της, στέρεος ο Μάρκος του Θέμη Πάνου. Στη Λαβίνια της Παρθενόπης Μπουζούρη εντοπίζουμε μια αληθινή πύκνωση θεάτρου. Αδύναμος ερμηνευτικά ο Ααρών του Κώστα Φαλελάκη. *