Μπέκετ με επίμονη εμβάθυνση και στοχασμό

* «Το τέλος του παιχνιδιού» Θέατρο Τόπος Αλλού

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Η επιλογή του Νίκου Καμτσή να επανέλθει στον Μπέκετ δύο μόλις χρόνια μετά το «Περιμένοντας τον Γκοντό» δείχνει πως, αν μη τι άλλο, αντιμετωπίζει το θέατρο του Ιρλανδού δραματουργού σαν κάτι παραπάνω από περιστασιακή πρόκληση.

Ν. Αλεξίου, Π. Πολυκάρπου, Ν. Στυλιανού, Π. Ροκίδης: ερμηνείες που ξαφνιάζουν ευχάριστα

Ν. Αλεξίου, Π. Πολυκάρπου, Ν. Στυλιανού, Π. Ροκίδης: ερμηνείες που ξαφνιάζουν ευχάριστα

Το «Τέλος του παιχνιδιού» μοιάζει να δίνει το ερέθισμα για ένα παραπέρα βήμα, για μια ακόμα κίνηση προς το σημείο μηδέν του σύγχρονου θεάτρου.

Στον τυπικό μη-τόπο του μπεκετικού θεάτρου, σε μια σκηνή που αρνείται να αποκτήσει σημασία ή αναφορά, οι φιγούρες του Χαμ και του Κλοβ παραμένουν στο διηνεκές δεμένες στο αλώνι της ύπαρξης, της ανάγκης και της φθοράς. Το παιχνίδι της ανθρώπινης επικοινωνίας έχει χάσει πια το νόημά του από την επανάληψη ή την έλλειψη στόχου και έχει απομείνει να ανατροφοδοτεί τον ίδιο τον εαυτό του σαν λογικό παράδοξο μεταξύ αρνήσεων. Το ιδιαίτερο, όμως, με το θέατρο του Μπέκετ είναι πως ακόμα και αυτές οι δυσνόητες αναγωγές στην αφηρημένη υπαρξιακή κατάσταση και τη συλλογιστική του τίποτα, δίνονται μέσα από την όψη ενός αδρού ρεαλισμού, μιας καθημερινότητας που θα μπορούσε να είναι δική μας, ακόμα και σε πείσμα του αφιλόξενου κόσμου που την περιβάλλει. Η αντιμεταφυσική κλοουνερί του μπεκετικού θεάτρου θα μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα μια οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ οποιωνδήποτε ανθρώπων, αν δεν μεταφερόταν στη σκηνή με τόση έντεχνη και βίαιη αποσπασματικότητα, ώστε η έλλειψη εξωτερικού νοήματος και σημασίας να γίνεται τελικά το περιεχόμενό της.

Ο έξοχος καμποτίνος Χαμ του Πολύκαρπου Πολυκάρπου (βασική αιτία για να επισκεφτεί κάποιος την παράσταση της Κυψέλης), συνθέτει μαζί με τον γοητευτικό Κλοβ του Νίκου Αλεξίου ένα ντουέτο, κωμικό στις συγκρούσεις του, τραγικό στην αδυναμία του επανένωσης. Στο «Τέλος του Παιχνιδιού» το ένα και αδιαίρετο ον κομματιάζεται, σύμφωνα με την επιταγή του δυϊσμού, σε έναν ανίκανο να αισθανθεί (και να κινηθεί) «νου» (Χαμ) και σε ένα ανίκανο να φανταστεί (και να καθίσει) «σώμα» (Κλοβ). Τα γρανάζια της μνήμης φέρνουν στην επιφάνεια τις μορφές του Ναγκ (Πάνος Ροκίδης) και της Νελ (Ναταλία Στυλιανού). Στα πρόσωπά τους τα εκζέματα της φθοράς διακόπτονται από το χαμόγελο μιας αμελητέας και ωστόσο φαιδρά ευγνώμονος υπάρξεως. Στην εμφάνιση των δύο αυτών μισών ανθρώπων κάτι το τρομακτικό και εύθραυστο αναδίδεται, η φρίκη κλείνεται στο ίδιο μέρος του μυαλού με το έλεος.

Ο Καμτσής μάλιστα ακολουθεί και μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του έργου. Εφιαλτικές εικόνες τροφοδοτούν τα βιντεογουόλ στο βάθος της σκηνής. Λέξεις μιας εσωτερικής φωνής αποτυπώνονται από τον Κλοβ αυθόρμητα στο πάτωμα της φυλακής του. Ο Καμτσής πιστεύει ότι στον Μπέκετ το θέατρο είναι κάτι πολύ αληθινό για να είναι όνειρο. Θέλει λοιπόν οι μηχανισμοί τού θεάτρου να επιδεικνύονται, οι ανελκυστήρες και τα γρανάζια να ακούγονται δυνατά: πίσω από το παιχνίδι του θεάτρου δεν υπάρχει «μία πραγματικότητα». Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα «τίποτα άλλο».

Δύο πράγματα ξαφνιάζουν θετικά στην παράσταση του «Τόπος Αλλού». Πρώτον, η εξαιρετικά σαφής και στοχαστική οπτική του Καμτσή, από την οποία απουσιάζουν οι περιττές ακροβασίες και οι άκαιροι σκηνοθετισμοί. Δεύτερον, οι ερμηνείες των ηθοποιών. Αρκεί να δει κανείς το πρόγραμμα της παράστασης για να ανακαλύψει την αιτία πίσω από αυτά: είναι φανερό πως έχει προηγηθεί μελέτη και έρευνα, επίπονη εμβάθυνση και στοχασμός εντός του μπεκετικού λαβυρίνθου. Ετσι το θέατρο του «Τόπος Αλλού» παραδίδει έναν Μπέκετ τον οποίο έχει το ίδιο αισθανθεί, βιώσει και -κυρίως- μελετήσει σε βάθος. *

«Φθινοπωρινή ιστορία» στο «Αλμα», «Το τέλος του παιχνιδιού» στο «Τόπος αλλού», «Τζάκυ» στο «Από μηχανής θέατρο»

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ,
  • ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 23 Δεκέμβρη 2009
  • Σύγχρονο ξένο ρεπερτόριο

«Τζάκυ» στο «Από μηχανής θέατρο»

«Τζάκυ»

Copyright: Stamos Abati

Πρώτο στη σειρά θεατρικών μονολόγων που προγραμμάτισε ο θίασος «συν-επί» για το χειμώνα στο «Από μηχανής θέατρο», ήταν το κείμενο της σπουδαίας Αυστριακής πεζογράφου, δραματουργού, σεναριογράφου, μεταφράστριας Ελφρίντα Γέλινεκ «Τζάκυ». Πραγματικά προοδευτική πολιτικοϊδεολογικά, ριζοσπαστική θεματολογικά και μορφολογικά, η Γέλινεκ έχοντας βιώσει τα υπολείμματα του ναζισμού στη μεταπολεμική Αυστρία, το συντηρητισμό της κυρίαρχης πολιτικής, το σκοταδισμό των καθολικών μοναστηριακών σχολείων για τα παιδιά της αστικής τάξης, όπως ήταν η δική της, έχοντας λάβει μεγάλη μόρφωση -και πολύπλευρη μουσική παιδεία- ως «παιδί θαύμα» στη μουσική, όπως της επέβαλε να είναι η μεγαλοαστή μητέρα της, κι έχοντας αρνηθεί τη γενέτειρα τάξη της, όπως κι ο πρόωρα χαμένος, σπουδαίος συμπατριώτης της Τόμας Μπέρνχαρντ, με το οξύτατης κοινωνικής κριτικής έργο της αποκαλύπτει, καυτηριάζει και αποκαθηλώνει όλα τα σύμφυτα στερεότυπα της αστικής τάξης: τον φαινομενικό καθωσπρεπισμό, τον κοσμοπολιτισμό, την έπαρση και επιτήδευση, την ανούσια και επιφανειακή «κουλτούρα» και το δήθεν «καλό γούστο» της, που υποκρύπτουν την υποκρισία, τον κυνισμό, την ασύστολη εκμετάλλευση των πάντων για το συμφέρον της, τον εγωτισμό, τον ατομικισμό, την αήθεια, την ανυπαρξία συναισθημάτων, την αμορφωσιά και κακογουστιά, τα γελοία ταμπού της, αλλά και τα «μέσα», άψυχα και έμψυχα, που κατασκευάζει και χρησιμοποιεί για την αποβλάκωση των λαϊκών μαζών και τη διατήρηση της κυριαρχίας της. Πολιτικοοικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής. Ενα έμψυχο μεν, αλλά κατασκευασμένο «μέσο» της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου ήταν η Τζάκυ ντε Κένεντυ, καταγγέλλει με το έργο της η Γέλινεκ. Η Τζάκυ οίκοθεν διαμορφώθηκε από τους χρηματιστές γονείς της για να «πουληθεί» ως «κούκλα» για τη διακόσμηση της «βιτρίνας» της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ και του απάνθρωπου καπιταλιστικού κεφαλαίου, προκειμένου – και μέσω της συστηματικά σχεδιασμένης και αδιάκοπα προβαλλόμενης εικόνας της ως «προτύπου» και «συμβόλου» γυναικείας «γλυκύτητας», «ομορφιάς», «αγνότητας», «ευαισθησίας», «λεπτότητας», «κομψότητας» και «αφοσίωσης» ως συζύγου του Κένεντυ και έπειτα του Ωνάση – να αποχαυνωθούν ο αμερικανικός και οι άλλοι λαοί. Η Γέλινεκ δεν καυτηριάζει μόνο την αστική τάξη, γενικά, με ονομαστικές αναφορές στην οικογένεια της Τζάκυ, στα σόγια, παρασόγια, συμπεθερολόγια, συζύγους, τέκνα και ερωμένες των Κένεντυ. Καυτηριάζει και την ευθύνη του ατόμου – εκπροσώπου της αστικής τάξης, αποκαλύπτοντας τη συνειδητή επιλογή της Τζάκυ να «παίξει» τον κερδοφόρο «ρόλο» που της όρισε η τάξη της, με τίμημα της απώλεια της ψυχής και ελευθερίας της. Η καυστική κριτική του κειμένου υπηρετήθηκε απολύτως με την άμεσης και σαρκαστικότατης γλώσσας μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, τη λιτά συμβολιστική σκηνοθεσία της Αντζελας Μπρούσκου (η ίδια υπέγραψε το σκηνικό και τα κοστούμια), με ομόλογους συνεργάτες της τους φωτισμούς της Μαρίας Αθασοπούλου, το «παιγνιώδες» βίντεο του Νίκου Πάστρα και το μακιγιάζ του Παναγιώτη Καρακάση. Η Σοφία Σεϊρλή, με σαρκαστικό χιούμορ ανέδειξε τον «κοσμοπολιτισμό», την ψυχοδιανοητική κενότητα και υπαρξιακή «δουλεία» της Τζάκυ.

«Το τέλος του παιχνιδιού» στο «Τόπος αλλού»

«Το τέλος του παιχνιδιού»

Οσο πιο πολύ κι όσο πιο βαθιά οι καλλιτέχνες του θεάτρου «σκάβουν» στα ατελεύτητα «υποστρώματα» του αριστουργηματικού έργου του Μπέκετ «Το τέλος του παιχνιδιού» τόσο πιο πολύ διαπιστώνουν την επιφανειακή αμφισημία του, την υπονοηματική πολυσημία του, τα πολλά «πεδία» των αλληγορικών νοημάτων, την υπόκρυφη «ποίηση», τα εμφανή και αφανή υπονοηματικά «παίγνια», τις επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων λέξεων και της – σκοπίμως – «φτωχής», «απλοϊκής», «πολυμεταχειρισμένης» καθημερινής γλώσσας που χρησιμοποιεί ο Μπέκετ. Και τόσο περισσότερο βρίσκονται αντιμέτωποι με το αίνιγμα, με το αγωνιώδες ερώτημα: πώς θα μπορούσαν να προσεγγίσουν την πολυσημία του, ή ποιο από τα νοηματικά «πεδία» του να πρωτάξουν ερμηνευτικά; Το τέλος μιας οικογένειας; Του χρόνου της ζωής, δηλαδή το θάνατο κάθε ανθρώπου; Της κάθε ανθρώπινης σχέσης; Της κάθε άρχουσας τάξης, επόμενα και της σύγχρονης αστικής τάξης; Της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο; Της κοινωνίας, του πολιτισμού και του οργάνου επικοινωνίας των ανθρώπων – της γλώσσας; Το τέλος της ζωής του πλανήτη; (Στην εποχή μας χωρά και αυτό το ερώτημα στο έργο του Μπέκετ). Ολα έχουν μια αρχή και ένα τέλος κι όλα αλληλοεξαρτώνται, υπογραμμίζει ο Μπέκετ, μέσω των τεσσάρων συμβολικών προσώπων του έργου. Ο Χαμ (σύμβολο της αστικής εξουσίας, γέρος, τυφλός, ακινητοποιημένος), αποκομμένος από την κοινωνία, προφυλαγμένος στον «πύργο» του, «ταΐζει» τους προηγούμενους εξουσιαστές και γεννήτορές του Ναγκ και Νελ με ξεροκόμματα και τους αφήνει να σήπονται. Ο Χαμ, ξέροντας ότι πλησιάζει και το δικό του τέλος και ότι χρειάζεται τη βοήθεια του πιστού «υπηρέτη» του Κλοβ (σύμβολο της μικροαστικής τάξης), εθισμένος να εξουσιάζει, «παίζει» το τελευταίο «παιχνίδι» της εξουσίας του, σε βάρος του υπηρέτη. Ο Κλοβ, παρότι αγανακτισμένος, απειλεί να εγκαταλείψει τον εκμεταλλευτή του, εθισμένος να τον υπηρετεί, κι όταν αυτός πεθαίνει, διστάζει να βγει στον έξω κόσμο. Το έργο, στην παλιά, αλλά ανθεκτικότατη μετάφραση του Κωστή Σκαλιώρα, γνωρίζει μια από τις πιο αξιόλογες και πιο πολύσημες, μέχρι τώρα, «αναγνώσεις» του, σε σκηνοθεσία, σκηνικό και φωτισμούς του Νίκου Καμτσή. Η σκηνοθεσία, ευφάνταστη αλλά και μετρημένη, ρεαλιστική αλλά και ποιητικής «ατμόσφαιρας», σεβαστικά, χωρίς άχρηστα σκηνοθετικά ή υποκριτικά τερτίπια, άφησε να ακουστούν τα άμεσα, έμμεσα νοήματα και υπονοούμενα του μπεκετικού λόγου. Καθοριστικοί συντελεστές της πολύσημης «ανάγνωσης» του έργου είναι το σκηνικό και τα κοστούμια της Μίκας Πανάγου – που παραπέμπουν στη ζοφερή, ερειπιώδη, αλληλοδιάδοχη εξουσία της φεουδαρχικής και αστικής τάξης. Υπονοηματικά ηχεί και η μουσική του Κώστα Χαριτάτου. Ο λόγος και η κίνηση του Νίκου Αλεξίου (Κλοβ) μεταδίδουν απολύτως την εκμεταλλευτική εξουθένωση, αλλά και τη δειλία και υποταγή του απέναντι στον εκμεταλλευτή του. Ρεαλιστικά λιτή και επιβλητική η ερμηνεία του Πολύκαρπου Πολυκάρπου (Χαμ). Συμβολιστικά εκφραστικές είναι και οι ερμηνείες των Πάνου Ροκίδη και Ναταλίας Στυλιανού (Ναγκ και Νελ, αντίστοιχα).


«Φθινοπωρινή ιστορία»

«Φθινοπωρινή ιστορία» στο «Αλμα»

Από το 1936 που ο θίασος της Κατερίνας Ανδρεάδη πρωτοπαρουσίασε έργο του, και από το 1962 μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, ο Σοβιετικός συγγραφέας Αλεξέι Αρμπούζοφ υπήρξε από τους πιο πολυπαιγμένους ξένους συγγραφείς στην Ελλάδα, κόντρα στους κατηγόρους της σοβιετικής δραματουργίας, συλλήβδην, περί του σοσιαλιστικού ρεαλισμού της, κατηγορώντας επιπλέον τον Αρμπούζοφ για «μελοδραματισμό», ενοχλημένοι από τη βαθύτατα ουμανιστική δραματουργία του, αλλά ανενόχλητοι από το δακρύβρεκτο μελοδραματισμό εντελώς ανούσιων, ασήμαντων και θνησιγενών δυτικόφερτων έργων. «Μελοδραματισμό» θεωρούσαν την εικόνα της διαφορετικής από την κοινωνική «ζούγκλα» σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κοινωνίας ισοτιμίας, αλληλοσεβασμού, αλληλοσυντροφικότητας, αλληλοκατανόησης, αλληλοβοήθειας και αξιοπρέπειας του ανθρώπου, την οποία, με καθάριο – και με κριτική ματιά – ρεαλισμό, με ειλικρινή ευαισθησία, κατανόηση, τρυφερότητα και πίστη στον άνθρωπο, με πηγαίο, λεπταίσθητο χιούμορ, με μεγάλη μαστοριά στην πλοκή και στους χαρακτήρες που έπλαθε, αποτύπωσε ο Αρμπούζοφ στα έργα του. Αυτές οι θεματολογικές και αισθητικές αρετές του Αρμπούζοφ αντέχουν στο χρόνο, γιατί ο άνθρωπος δεν θα παύει να «διψά» για το καλό και το ωραίο, για ανθρωπιά, συντροφικότητα, αγάπη. «Κρυστάλλινη» απόδειξη των δραματουργικών αρετών του Αρμπούζοφ είναι το έργο «Φθινοπωρινή ιστορία» (το πρωτόπαιξε το 1977 ο Μάνος Κατράκης με την Ελλη Λαμπέτη, με τεράστια επιτυχία), με θέμα το μοναχικό άνθρωπο και τον πόθο του να συντροφευθεί. Πολυπαιγμένο έκτοτε, το έργο «ευτυχεί» και φέτος στο θέατρο «Αλμα», χάρη και στην εξαιρετική συμβολή όλων των συντελεστών της παράστασης. Στη γλωσσική αμεσότητα και θέρμη της μετάφρασης (Ερρίκος Μπελιές). Στο εικαστικής «χροιάς» αφαιρετικό σκηνικό και τα καλόγουστα κοστούμια (Γιώργος Πάτσας). Στους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Νίκος Καβουκίδης). Στις υπεραισθαντικές μελωδίες (Ευανθία Ρεμπούτσικα). Στη λιτή ρεαλιστική σκηνοθεσία (Ιωάννα Μιχαλακοπούλου). Προπάντων χάρη στην υπέροχη, υπόκρυφης ευαισθησίας και μελαγχολίας, φυσικότητας και γλυκόπικρου χιούμορ, ερμηνεία του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, με εξαιρετική – πλήρους θηλυκότητας, τρυφερότητας, ευγένειας και χάρης – συμπαίκτρια την Κατερίνα Μαραγκού. Αν θέλετε να γλυκάνει η ψυχή σας, να ξεφύγετε από την αθλιότητα, τη σκληρότητα, τη χαμέρπεια της εποχής μας, μη χάσετε την παράσταση.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ