Στέμματα αιμόφυρτα και αιμοδιψή
14 Νοεμβρίου, 2010 Σχολιάστε
-
Οι φόνοι εξουσίας του Σαίξπηρ, παράλογοι φόνοι του Ιονέσκο: μια καλή παράσταση
- Ευγένιος Ιονέσκο Μακμπέτ, σκην.: Φώτης Μακρής. Θέατρο: Νέος Λόγος (Studio Μαυρομιχάλη)
- Γιάννης Βαρβέρης, Η Καθημερινή, Kυριακή, 14 Nοεμβρίου 2010
«Τα πάντα είναι κωμικά, τίποτα δεν είναι τραγικό, όλα είναι πραγματικά και μη, δυνατά και αδύνατα, σοβαρά και γελοία». Ετσι καθόρισε την ταυτότητα του αντιθεάτρου του ο Ρουμανογάλλος Ευγένιος Ιονέσκο (1912-1994), επίσης ποιητής, δοκιμιογράφος και πεζογράφος. Αν σήμερα θεωρείται ένας απ’ τους σκαπανείς ή μάλλον ο ηγέτης του θεάτρου του παραλόγου, αυτό οφείλεται περισσότερο στην «τραγωδία της γλώσσας» που μας εκθέτει κατά τρόπο σαρκαστικά απροσδόκητο και που οδηγεί σε μια εικόνα τόσο φανταστική όσο και ρεαλιστική της ζωής. Το θέατρο γι’ αυτόν είναι δύο τινά: μια αντικειμενική κατάσταση που βλέπουμε επί σκηνής κι εκείνη που δι’ αυτής υποκειμενικά αντιλαμβανόμαστε.
Παρά το γεγονός ότι ήδη από το 1938 ο πριν «κυνηγημένος» Ιονέσκο εγκαταλείπει το ντοκτορά του για να γράψει τη «Φαλακρή τραγουδίστρια» και να συνεχίσει με το «Μάθημα» και τις «Καρέκλες», αρνείται την πολιτική διάσταση στα έργα αυτά. Ακόμα και τον «Ρινόκερο», που βρίσκεται πολύ πιο κοντά σε μια τέτοια θεώρηση, ο Ιονέσκο τον θέλει κάτι σαν «πραγματικό γεγονός», που όμως προκαλεί το νοηματικό σκάνδαλο και καταδεικνύει τη γενικευμένη αντίφαση. Με το πέρασμα του χρόνου πάντως, αυτός ο απόλυτα «αξιοσέβαστος τρελός» του θεάτρου ενδίδει σε έργα που συνορεύουν όλο και περισσότερο με την πολιτική θέση και ιδίως με το μοραλιστικό αίτημα: «Ο βασιλιάς πεθαίνει», «Η πείνα και η δίψα», «Το παιχνίδι της σφαγής» και το «Αυτό το υπέροχο μπορντέλο» ανήκουν σε τούτη τη μεταγενέστερη, πολιτικοποιημένη κατεύθυνση, τη ρομαντική, τη γεμάτη κρυμμένη τρυφερότητα, την καταγγελτική κάθε είδους εξουσίας. Τέτοιο έργο είναι και ο «Μακμπέτ» του (1972), φιλοσοφούσα αναδιάταξη του ομότιτλου σαιξπηρικού έργου, όπως «Η πείνα και η δίψα» του είχε ευθεία αναφορά στον «Φάουστ» του Γκαίτε.
Στον «Μακμπέτ», και πάλι η τερατώδης παρωδία πρωταγωνιστεί, ανατρέποντας κάθε λογική σταθερά, ηθική, ψυχολογική, αισθηματική. Τα κατεδαφισθέντα τα ανασυστήνει μια σαρκαστικά μειδιώσα και συνάμα φαιδρογόνος ασυναρτησία, η ασυναρτησία που κομίζει αίμα, πόθο εξουσίας, σφαγή χωρίς αιτία και όριο. Ο Ιονέσκο εδώ γκροτεσκάρει τα πρόσωπα της σαιξπηρικής τραγωδίας με την πρόθεση να τα εξομοιώσει στον χορό του θανάτου που τα ίδια επιφυλάσσουν το ένα στο άλλο. Η παρακολούθηση του κάπως εγκεφαλικού και «διόλου απαραίτητου» αυτού έργου προϋποθέτει άρτια γνώση του «Μάκβεθ» εκ μέρους του θεατή, δεδομένου ότι τα πρόσωπα συμφύρονται διαρκώς, στη δε συγκεκριμένη παράσταση παίζονται όλα μόνον από έξι ηθοποιούς. Την κατανόηση αυτή βοήθησε όσο μπόρεσε η λαγαρή και ολοζώντανη μετάφραση του εξαιρετικού σαιξπηρικού γνώστη Ερ. Μπελιέ.
Ο Ιονέσκο, ενώ θριαμβεύει στα μονόπρακτά του, στα συνθετικότερα έργα χάνει τη λάμψη του. Αυτή τη λάμψη, παρά μια κάποια σύγχυση λόγω πολλαπλών ρόλων των λίγων ηθοποιών, χάρισε στο έργο η σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή: μεταξύ ροκ όπερας, ευρηματικής παντομίμας, χιουμοριστικών γκαγκ, πυρετικού ρυθμού, απροσδόκητων εναλλαγών και μιας κλοουνέσκ ή και τσιρκολάνικης γραμμής, τόνωσε την παράσταση με ιονεσκικά στοιχεία, που εν πολλοίς λείπουν απ’ αυτό το έργο. Στροβιλιζόμενη, ρυθμολογημένη κίνηση εξασφάλισε σε όλο τον θίασο η Στέλλα Κρούσκα. Ο Παν. Μανούσης φώτισε υπέροχα αυτό το εναλλασσόμενο θηριοτροφείο. Ακρως λειτουργικά τα κοστούμια των μεταμορφώσεων (Π. Μέξης – Β. Ρουμπέκα). Ο Ν. Βίττης μας εξέπληττε διαρκώς ευχάριστα με τις εκάστοτε μουσικές του επιλογές. Ο θίασος, χωρίς διαφοροποιήσεις, κουρδισμένος στην εντέλεια, υπηρετεί μια φρενιτιώδη παραζάλη: Ευαγ. Καπόγιαννη, Θεοδ. Ντούσκα, Δημ. Πλειώνης, Φ. Μακρής, Διον. Μανουσάκης και Στ. Κρούσκα.
Σημαντικό κέρδος ένας μέτριος Ιονέσκο, τόσο καλοανεβασμένος.
Πρόσφατα σχόλια