«Σφαγείο», στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» – «Η φάρσα της οδού Γουόλγορθ», στο «Από μηχανής θέατρο»

"Σφαγείο"

"Σφαγείο"

«Σφαγείο», στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου».

To έργο είναι ένα καλογραμμένο ρεαλιστικό δράμα. Με σφικτή πλοκή, ενότητα χρόνου -χώρου – μύθου, γλώσσα άμεση και πυκνούς διαλόγους. Τα τρία πρόσωπα είναι καλά ψυχογραφημένοι χαρακτήρες. Οι δραματουργικές αρετές του έργου μεγεθύνθηκαν με τη γλωσσικά δραστική μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου. Με την άκρας απλότητας, ρεαλιστικής αλήθειας και δύναμης σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Με το λιτότατα υποβλητικό σκηνικό της Μαργαρίτας Χατζηιωάννου. Με την εναρμονισμένη με τη σκηνοθεσία δημιουργία και των άλλων συντελεστών (Βασίλης Καψούρος – φωτισμοί, Σταύρος Γασπαρινάτος – μουσική, Αγγελική Στελλάτου – κίνηση). Κυρίως, με τις εξαιρετικές ερμηνείες των νέων, ελπιδοφόρων ηθοποιών Ορέστη Τζιόβα, Γιώργου Παπαγεωργίου και Μιχάλη Οικονόμου (η πιο σύνθετη και πλήρης ερμηνεία, στο ρόλο του προδότη). Επιβαλλόμενη είναι η επισήμανση των αρετών του έργου «Σφαγείο», αλλά επιβαλλόμενη είναι και η επισήμανση ότι ο Ισραηλινός δραματουργός Ιλάν Χατσόρ, με το έργο του αντιμετωπίζει την 60χρονη τραγωδία του παλαιστινιακού λαού, σύμφωνα με το ιμπεριαλιστικό συμφέρον του Ισραήλ, των ΗΠΑ και της ΕΕ. Συμπτωματικά η πρεμιέρα του έργου στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» δόθηκε καταμεσής του πρόσφατου γενοκτονικού ολέθρου που έσπειρε το Ισραήλ στη Γάζα, με τις ανυπόκριτες ευλογίες των ΗΠΑ και τις υποκριτικές της ΕΕ. Κι ενώ όλοι φρίτταμε για τους άταφους νεκρούς, τα ερείπια, τις χιλιάδες των αστέγων, τον εκβιασμό των Ισραηλινών στους αιχμάλωτους τραυματίες για να καταδώσουν μαχητές συμπατριώτες τους, ακούγαμε το έργο του Ιλάν Χατσόρ, εμμέσως να δικαιολογεί το ιμπεριαλιστικό Ισραήλ και να αποδίδει το «ανθρώπινο δράμα» των Παλαιστινίων αποκλειστικά στο διχασμό και την… αλληλοσφαγή τους. Ο συγγραφέας θεωρεί φυσική την «αντίδραση» του Ισραήλ και φυσικό το να εκβιάζει δύστυχους Παλαιστίνιους να γίνουν προδότες, αφού οι Παλαιστίνιοι είναι «κουκουλοφόροι» (αυτός είναι ο πραγματικός τίτλος του έργου), δηλαδή «τρομοκράτες», που του «επιτίθενται». Ο συγγραφέας δε λέει λέξη για τη συνεχιζόμενη αρπαγή της Γης των Παλαιστινίων. Για τις εκατόμβες των νεκρών. Για τις ΗΠΑ και ΕΕ. Σκοπίμως δεν έχει στο έργο πρόσωπο Ισραηλίτη. Μόνο τρία αδέλφια Παλαιστίνιους. Ο μεσαίος είναι διωκόμενος μαχητής. Ο μικρότερος συμφωνεί με τον αγώνα του. Ο μεγάλος, χαφιές των Ισραηλινών, υπαίτιος για το θάνατο ενός τέταρτου αδελφού τους – μαχητή, είναι στο στόχαστρο των μαχητών. Τα αδέλφια συναντιούνται κρυφά. Ο μαχητής μη πιστεύοντας ότι ο μεγάλος έγινε προδότης, τον προειδοποιεί ότι τον αναζητούν οι αντάρτες. Τελικά ο προδότης αδελφός θα σφαγεί από το μικρό αδελφό. Μετά την πρεμιέρα του έργου ελληνική εφημερίδα δημοσίευσε το «κατηγορώ», με αφορμή τη σφαγή στη Γάζα, του Ισραηλινού διανοούμενου Μισέλ Βαρσάφσκι, υπερασπιστή του αγώνα των Παλαιστινίων, επικριτή της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του Ισραήλ, των ΗΠΑ και ΕΕ, αλλά και Ισραηλινών συγγραφέων. Σ’ αυτό το «κατηγορώ» εμπίπτει και ο Χατσόρ: «Στην Παλαιστίνη υπάρχει μια απεχθής, ολοφάνερη αδικία (…). Υπάρχει κατοχή. Ενας λαός που κατέχει τη γη ενός άλλου. Υπάρχουν εκείνοι που αρνούνται σε έναν άλλο λαό τα θεμελιώδη δικαιώματά του και υπάρχει ένας λαός που εξεγείρεται, παλεύει για να κατακτήσει αυτά τα δικαιώματα. (…) Οι Μπάρακ, Ολμέρτ, Λίβνι, Ασκενάζι, πρέπει να απολογηθούν για εγκλήματα πολέμου (…). Μια άλλη κατηγορία «εγκληματιών», είναι οι συγγραφείς Αμος Οζ και Γεοσούα, θλιβερά παραδείγματα διανοουμένων, που προμηθεύουν στους δολοφόνους ψευδοηθικές δικαιολογίες και αποτελούν το τμήμα προπαγάνδας της κυβέρνησης και του στρατού δολοφόνων».

«Η φάρσα της οδού Γουόλγορθ»

«Η φάρσα της οδού Γουόλγορθ»

«Η φάρσα της οδού Γουόλγορθ», στο «Από μηχανής θέατρο»

Ειρωνικά παραπλανητικός είναι ο τίτλος του έργου του Ιρλανδού δραματουργού Εντα Γουόλς «Η φάρσα της οδού Γουόλγορθ», που ανέβασε ο νέος θίασος «Συν-Επί». Κάθε άλλο παρά φάρσα είναι. Και κάθε άλλο παρά εύκολα εύληπτη η μυθοπλοκή του. Πρόκειται για πολύ ενδιαφέρον, βαθύτατα πικρό και σκληρό οικογενειακό δράμα, με φαινομενικά «φαρσικές», εφιαλτικού και φονικού παραλογισμού, δραματικές καταστάσεις. Καταστάσεις, που «πηγή», αρχικό αίτιό τους είναι η εθνική τραγωδία του ιρλανδικού λαού. Η μακραίωνη εξάρτηση, καταπίεση και εκμετάλλευσή του από την επεκτατική Βρετανία. Η ακραία μυθοπλοκή του έργου λειτουργώντας σαν διαθλαστικά παραμορφωτικός «καθρέφτης» αντανακλά την πολύμορφη δυστυχία των φτωχών, άνεργων ή κυνηγημένων στον τόπο τους, ξεριζωμένων στην Αγγλία μεροκαματιάρηδων Ιρλανδών, που χάνουν πατρίδα κι αγαπημένους και μην περιμένοντας ένα καλύτερο μέλλον, βουλιάζουν στις μνήμες του παρελθόντος. Κύρια πρόσωπα του έργου είναι ένας φτωχός Ιρλανδός πατέρας, που για μια κληρονομιά, μια στέγη για τη φτωχή οικογένειά του, τη γυναίκα και τα δυο παιδιά του, γίνεται φονιάς και για να γλιτώσει το σκάει για το Λονδίνο, κρύβεται σε ένα άθλιο δωμάτιο, όπου κρατά κλεισμένα επί χρόνια και τα δυο αγόρια. Ως αντίδοτο στον ξεριζωμό, στη νοσταλγία για την πατρίδα και την καλή μαγείρισσα γυναίκα του, τη μοναξιά, τον εγκλεισμό σε μια χώρα ξένη και εχθρική, στην ανέχεια, στην κοινωνική περιθωριοποίηση, ο πατέρας ψυχαναγκάζει τους γιους του να γεμίζουν την άδεια χαμοζωή τους, «αναπαριστάνοντας» αδιάκοπα, καθημερινά την περασμένη ζωή της οικογένειας, των συγγενών, φίλων, γειτόνων. Εξαναγκάζει τους γιους του να μεγαλώνουν και να ζουν με εκείνον ως «σκηνοθέτη» και «συγγραφέα» του αναπαριστώμενου παρελθόντος, όπως εκείνος το θυμάται ή θέλει να το θυμάται. Τους εξαναγκάζει να ανέχονται το δράμα που ζουν, παίζοντας «θέατρο», φορώντας «μάσκες» άλλων ανθρώπων που είτε ξέχασαν ή δε γνώρισαν ποτέ. Αν και ενήλικοι, οι γιοι είναι πλάσματα νοσούντα από τον εγκλεισμό, φοβικά λόγω της σωματικής και ψυχολογικής βίας που ασκεί ο πατέρας. Πλάσματα χωρίς προσωπικά βιώματα, ουσιαστικά χωρίς δικό τους παρελθόν και μέλλον. Οταν τυχαία μπει στο «κελί» των τριών προσώπων, ο «έξω κόσμος» – η νεαρή υπάλληλος ενός σούπερ μάρκετ, φέρνοντας τα λιγοστά ψώνια που ξέχασε ο μικρός γιος, παίρνοντας λάθος σακούλα – ο τρόμος του «έξω κόσμου» θα φέρει κι άλλο κακό. Ενός κακού μύρια έπονται… Το αίμα ζητά κι άλλο αίμα. Η κοπέλα, όμηρος του πατέρα, ζητά από το μικρότερο γιο να τη λευτερώσει. Εκείνος ελπίζοντας σε μια νέα ζωή μαζί της, θαρρώντας ότι ο αδελφός του θέλει να τη σκοτώσει μαχαιρώνει τον αδελφό, ο οποίος μένοντας μόνος με τον πατέρα, τον μαχαιρώνει λυτρώνοντάς τον, πριν πέσει κι εκείνος νεκρός. Η εύρυθμη, ευρηματική, δηλητηριώδους ειρωνείας σκηνοθεσία του Εκτορα Λυγίζου, μέσα από ένα κατ’ επίφαση «φαρσικού» παραλογισμού «παιχνίδι» μεταμορφώσεων των τριών κεντρικών προσώπων, καταφέρνει να αναδείξει το ατομικό δράμα τους και να υπονοήσει το δράμα του ιρλανδικού λαού. Στο καλό παραστασιακό αποτέλεσμα συμβάλλει η ρέουσα μετάφραση, το «φτωχών» μέσων, λειτουργικό σκηνικό της Μαγιού Τρικεριώτη, η εκφραστική η κίνηση που δίδαξε η Μαριέλα Νέστορα, και οι συνολικά καλές ερμηνείες. Ο πάντα στέρεος Γιώργος Ζιόβας με μέτρο υποδύεται τον πατέρα. Η Ντέμπορα Οντογκ την υπάλληλο. Ερμηνευτικά κυριαρχεί ο Θύμιος Κούκιος (εξαιρετικά ευλύγιστος στις πολλές και αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις του σε γυναικεία και ανδρικά πρόσωπα), με επίσης πολύ καλά μεταμορφώσιμο συμπαίκτη τον Νίκο Γιαλελή.

ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 11 Φλεβάρη 2009

«Η φάρσα της οδού Γουόλγορθ» του Εντα Γουόλς στο Από Μηχανής Θέατρο σε σκηνοθεσία Εκτορα Λυγίζου

Αιχμάλωτοι της Ζέντα

Στο σύμπαν της οδού Γουόλγορθ το ψωμί του τοστ είναι πολύ σημαντικό. Δεν υπάρχει κανένα υποκατάστατο. Ακόμη και σε περίπτωση εκτάκτου λειψαρτίας οι φρυγανιές είναι η χειρότερη δυνατή εναλλακτική. «Οι φρυγανιές παίρνουν τον πούλο, Σον.Οι φρυγανιές είναι γέννημα μιας νοσηρής φαντασίας» αποφαίνεται κατηγορηματικά ο πατέρας, ο οποίος γίνεται έξαλλος όταν ανακαλύπτει πως ο μικρός του γιος δεν χρησιμοποίησε τα σωστά συστατικά, τα μόνα συστατικά που κάνουν την ιστορία πιστευτή στην αναπαράστασή της: το ψωμί του τοστ.

Σε αυτό το απόλυτα ψεύτικο σύμπαν η ακρίβεια και η αληθοφάνεια είναι το παν. Η πιστότητα στις λεπτομέρειες στηρίζει το οικοδόμημα των ψευδαισθήσεων. Η παραμικρή απόκλιση μπορεί να προκαλέσει κατάρρευση. Το παράλογο πρέπει από κάπου να κρατηθεί- από τα μικροπράγματα. Αν η μαμά Μορίν έφτιαχνε σάντουιτς με έναν συγκεκριμένο τρόπο, τότε και οι γιοι της, τώρα που αυτή δεν ζει πια, πρέπει να υιοθετούν απαρεγκλίτως την ίδια επιλογή υλικών.

Μπορεί ένα ψόφιο άλογο να σκοτώσει μια γυναίκα που διασχίζει μεθυσμένη ένα χωράφι; Μπορεί ένας ελαιοχρωματιστής να υποδυθεί με επιτυχία τον νευροχειρουργό; Μπορεί ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο να έχει θέα στους κάμπους του ιρλανδικού Κορκ; Το παράλογο δεν έχει όρια. Αν ένας πατέρας μπορεί να εξαναγκάσει τους δύο γιους του να μείνουν για πάντα οκτάχρονα αγόρια, αν μπορεί να ξορκίσει τον έξω κόσμο στην ανυπαρξία, να νεκραναστήσει το παρελθόν και να φορά περούκες στα φαντάσματα, τότε όλα είναι δυνατά.

Εγκλημα και τιμωρία: το έγκλημα του πατρός, η τιμωρία των τέκνων. Σαν άλλες γκέισες που τους έδεσαν τα πέλματα για να μείνουν πάντοτε μικροσκοπικά, τα δύο παιδιά έμειναν συναισθηματικά σαβανωμένα για χρόνια. Στον μικρόκοσμο του διαμερίσματός τους ο χρόνος έχει συρρικνωθεί σε μία και μοναδική ημέρα, εκείνη την αποφράδα, πριν από 20 χρόνια στο Κορκ της Ιρλανδίας, όταν μια σειρά γεγονότα οδήγησαν τον πατέρα στο έγκλημα και στη φυγή των τριών για το Λονδίνο.

Πώς είναι να ζεις όλη σου τη ζωή την ίδια ημέρα; Αν δεν είναι τραγωδία, τότε σίγουρα είναι φάρσα. Την ίδια ακριβώς φάρσα την οποία βρίσκονται υποχρεωμένα τα δύο αγόρια, εικοσιπεντάρηδες πλέον, να επαναλαμβάνουν ασταμάτητα με τη μορφή θεατρικού έργου στην οδό Γουόλγορθ. Τρεις άνθρωποι για ένδεκα ρόλους. Το σενάριο απαράλλακτο, με ελαφρές προσθήκες που μόνο ο πατέρας-σκηνοθέτης επινοεί και εγκρίνει: η ανάμνηση της Ιρλανδίας πρέπει να διατηρηθεί ζωντανή πάση θυσία. Το Λονδίνο, ο «έξω κόσμος», είναι ο εχθρός που πρέπει να εξουδετερωθεί. Και η καλύτερη στρατηγική είναι η εσωστρέφεια- εντός των τειχών, κανένας δεν μπορεί να αγγίξει τους τρεις άνδρες: ανενόχλητοι ροβολάνε στα λιβάδια των αναμνήσεων, όταν όλα ήταν όμορφα και τα χέρια του πατέρα δεν είχαν ακόμη βαφτεί με αίμα. Η φάρσα αποδεικνύεται το πιο ταιριαστό είδος για τον ιδιότυπο αυτόν θίασο της ψυχαναγκαστικής νοσταλγίας. Εχει γρήγορους ρυθμούς, απαιτεί απόλυτη ακρίβεια στην εκτέλεση, επιφέρει σωματική εκτόνωση, είναι διασκεδαστική και συνεπώς δεν αφήνει περιθώρια για σκέψη και μελαγχολία. Ευνοεί την υπερβολή, την αυθαιρεσία, την ακρότητα, αφομοιώνει και εντάσσει με ευχέρεια στον κόσμο της το αλλόκοτο σε όλες τις εκδοχές του, ακόμη και τις πιο τερατώδεις.

Και φυσικά, σε δεύτερο επίπεδο, εξυπηρετεί απόλυτα τους σκοπούς του συγγραφέα: με το εύρημα της φάρσας ως περιτύλιγμα τραγωδίας ο Γουόλς εξορκίζει κάθε μελοδραματισμό. Ταυτόχρονα προετοιμάζει το έδαφος για την απελευθέρωση της επιθετικότητας, στοιχείου σύμφυτου με το είδος, καθώς στο φαρσικό περιβάλλον η ανάφλεξη και ο εκτροχιασμός είναι ανά πάσα στιγμή πιθανοί. Κάπου εδώ, όμως, στο πεδίο των ρυθμών και του τάιμινγκ, ο Γουόλς χάνει το παιχνίδι. Το έργο ως σύλληψη είναι εξαιρετικό και ο συγκινησιακός του πυρήνας απίστευτα φορτισμένος. Οταν αρχίζει να εκτυλίσσεται η παράσταση της οδού Γουόλγορθ, ο θεατής δυσκολεύεται να τοποθετηθεί απέναντι σε αυτό που βλέπει: τι ακριβώς κάνουν αυτοί οι τύποι με τις περούκες και τι σημαίνουν τα φέρετρα-μινιατούρες που κουβαλούν πέρα-δώθε; Είναι ηθοποιοί που κάνουν πρόβα ή μήπως μια ιδιότυπη σύναξη παρηκμασμένων κλόουν που βγάζουν τα απωθημένα τους;

Η συνειδητοποίηση της «πραγματικότητας» έρχεται σαν σοκ: ένας σύντομος διάλογος μεταξύ των δύο αδελφών κρυφά στην κουζίνα αποκαλύπτει (πρόωρα και άκομψα κατά τη γνώμη μου) την αλήθεια της κατάστασής τους. Από εκεί και μετά αρχίζουν τα προβλήματα: η εξαντλητική εξιστόρηση της πλοκής που χάνει τη φρεσκάδα της, η ανάγκη του συγγραφέα να συμπεριλάβει την παραμικρή λεπτομέρεια του δράματος, αλλά και η επιμονή του να εξηγηθούν πέρα από κάθε αμφιβολία τα κίνητρα του πατέρα, όλα αυτά επιφέρουν δραματουργικό ξεχείλωμα. Πόσο μάλλον όταν από το πρώτο μισάωρο έχουμε καταλάβει την πατροκτονική εξέλιξη των πραγμάτων.

Η παράσταση αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή τη δυσχερή πορεία. Ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται πλήρως τις διαστάσεις και τις προθέσεις και τις μεταφέρει επί σκηνής με ζωντάνια, κωμική ευφυΐα και αισθητική οξύνοια. Δεν καταφέρνει όμως να βρει λύσεις ενάντια στη χαλάρωση: γοργότεροι ρυθμοί, ένα εύρημα «fast forward» θα έσωζε ενδεχομένως την κατάσταση.

Πολύ καλή η δουλειά των νεότερων ηθοποιών: την παράνοια και τον φόβο του εγκλωβισμένου που υποψιάζεται μια άλλη ζωή αλλά αδυνατεί τελικά να την κατακτήσει αποδίδει ο Νίκος Γιαλελής, ενώ με τρομερή ευελιξία ανάμεσα στους θηλυκούς και στους αρσενικούς «ρόλους» του κινείται ο Θύμιος Κούκιος, ιδιαίτερη παρουσία που ξεχωρίζει συνολικά. Χαριτωμένη και εύστοχη η αθώα εισβολέας Ντέμπορα Οντόνγκ, συμπαθής ο Γιώργος Ζιόβας, αν και δεν εκπέμπει ικανοποιητικά το αίσθημα της απειλής ως πατέρας from hell.

Εξοχη, τέλος, η δουλειά της σκηνογράφου Μαγιούς Τρικεριώτη, η οποία δημιουργεί ένα προκάτ «τηλεοπτικό» τρίπτυχο κουζίνα- σαλόνι- κρεβατοκάμαρα σε στυλ αμερικανικού sitcom της δεκαετίας του ΄80, συνθέτοντας έναν κόσμο «φτηνό», πολύχρωμο αλλά και ανατριχιαστικό.

  • λουιζα αρκουμανεα | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009