***«Η υπόθεση της οδού Λουρσίν» Θέατρο Πορεία

  • Πίσω στην παιδική χαρά του θεάτρου

  • ***«Η υπόθεση της οδού Λουρσίν» Θέατρο Πορεία
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Με μία ακόμη επιτυχία ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα του Θεάτρου Πορεία. Και μάλιστα, όχι με μια οποιαδήποτε επιτυχία. Για ένα θέατρο που θεωρεί τον εαυτό του αφιερωμένο στον στοχασμό, η επιστροφή στο καταφρονεμένο είδος του βοντβίλ αποτελεί κάτι σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ.

Ερρίκος Λίτσης, Ταμίλα Κουλίεβα, Δημήτρης Τάρλοου

Ερρίκος Λίτσης, Ταμίλα Κουλίεβα, Δημήτρης Τάρλοου

Ασχετα με το τι πιστεύει κανείς, το βοντβίλ καλλιέργησε όσο κανένα άλλο είδος τους τρόπους ενός θεάτρου που ανάγει τη διασκέδαση σε αντανακλαστική πράξη. Μπορεί μεταφορικά στο δάσος της τέχνης να απολαμβάνει τον ταπεινό ρόλο του θάμνου, στον πυρήνα του όμως κρύβεται το σκληρό μέταλλο της σκηνής, που κουδουνίζει κάθε που κρούει κάποιος την επιφάνειά του. Σε αυτό το είδος λοιπόν οι ηθοποιοί επιστρέφουν για να δοκιμάσουν την τεχνική τους ή για να κουρδίσουν τις ερμηνευτικές χορδές τους στον σωστό τόνο.

Πέραν αυτού, βέβαια, ουδέν. Και όσο και αν γνωρίζουμε (το εξαιρετικό πρόγραμμα του Πορεία μάς πληροφορεί για τις τόσες εκδοχές του είδους), όσο και αν υποκλινόμαστε στη γοητεία του βοντβίλ, είναι δύσκολο να σταθούμε για πολύ σε μια επιφάνεια που γλιστράει σαν τσουλήθρα. Θα ήταν άλλωστε και υποκριτικό. Μπορούμε να ακούμε σήμερα σε αυτό την ηχώ μιας μακρινής Αρκαδίας, υποψιάζομαι όμως ότι πρώτοι θα πετούσαμε τον λίθο σε κάθε σύγχρονη (τηλεοπτική) εκδοχή του. Η αστική φούσκα που καταναλώθηκε κάποτε σε απίστευτες ποσότητες και γέννησε την πρώτη βιομηχανικού τύπου παραγωγή στο θέατρο (με τεχνικές παραγωγής που θα ζήλευε ακόμη και η κανονική βιομηχανία), δεν είναι σήμερα για τους περισσότερους από εμάς παρά διάλειμμα επίσκεψης στα παιχνίδια, τα χρώματα και το κέφι της θεατρικής αλάνας.

Πίσω λοιπόν στην παιδική χαρά του θεάτρου. Στη οδό Λουρσίν γίνεται ένας φόνος, που ετεροχρονισμένα θα αναστατώσει τη ζωή δύο φουκαράδων, οι οποίοι δοκίμασαν το προηγούμενο κιόλας βράδυ να ξεπορτίσουν ακολουθώντας το ανομολόγητο τυπικό της αστικής τάξης. «Η Υπόθεση» του Λαμπίς γίνεται από τους ηθοποιούς τού Πορεία ειρωνική μεταφορά του χάρτινου κόσμου της Ιουλιανής μοναρχίας. Χωρίς να πέφτει στην παγίδα της παρωδίας, περιλαμβάνει ένα σχόλιο για την επίπλαστη πραγματικότητα, μια γκροτέσκο καρικατούρα του αστικού κόσμου. Περιέχει, τέλος, μια επίδειξη τεχνικής, άσκηση στην εφαρμογή και εξέλιξη της συγκεκριμένης υφολογίας. Διασκεδαστική αλήθεια επιλογή, σκεδαστική των επίκαιρων προβλημάτων μας. Να, όμως, που εκτιμούμε ακόμη μια φορά αυτή τη διαφυγή, όσο ξαλαφρώνει με τη χαρά και το όνειρο τη βαρύθυμη διάνοιά μας.

Δεν το κρύβω ότι διέκρινα την παράσταση να εκτρέπεται προς την υπερβολή ή, έστω, την υπερβολή της αρχικής της συνθήκης. Στις πιο επιτυχημένες όμως στιγμές της έμοιαζε να χαίρεται πρώτα η ίδια με τα «ελαττώματα» του είδους. Με την επιτηδευμένη αυταρέσκεια του βοντβίλ, τον ελεγχόμενο ναρκισσισμό του, την πόζα και, ασφαλώς, με τη δόση της σαχλαμάρας και με το τάνυσμα της ξενοιασιάς του. Ο Δημήτρης Τάρλοου υπήρξε άψογα τυπολογικά Leglume. Η πιν-απ Norine της Ταμίλα Κουλίεβα δονήθηκε στο ξανθό περιτύλιγμά της. Κάπως βαρύς ο Ερρίκος Λίτσης ως Mistingue, περισσότερο χαρμόσυνος ο Potard του Παναγιώτη Τσεβά. Ο Μιχάλης Φωτόπουλος νομίζω πως υπερέβαλλε ως Justin και υπερεκτίμησε τον φαρσικό ρυθμό του. Θα περιμέναμε πιο αλέγρα τη μουσική του Βασίλη Μαντζούκη.

Συν-πρωταγωνιστές όμως της παράστασης αναδεικνύονται αυτοδικαίως ο Αγγελος Μέντης, με τον σουρεαλιστικό τόνο στα κοστούμια και σκηνικά της παράστασης, και η Felice Ross, με τους μαγικούς φωτισμούς της. Η επιμέλεια της κίνησης από τον Camilo Bentancor αποδεικνύει τη σημασία τής παραγωγής στην υφολογική επισήμανση του είδους.*

Προσιτό γέλιο, υπαινικτικός τρόμος

  • Του Σπυρου Παγιατακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 25 Aπριλίου 2010
  • Ευγένιος Λαμπίς, Η υπόθεση της οδού Λουρσίν, σκην.: Μάρθα Φριντζήλα. Θέατρο Πορεία
  • Χάρολντ Πίντερ, Νέα τάξη πραγμάτων, σκην.: Πάρις Ερωτοκρίτου. Πολιτιστικό Κέντρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης»

Υπάρχει vaudeville και βοντεβίλ. Από τη μια μεριά είναι το γαλλικό πρωτότυπο από τον 19ο αιώνα (1800-1860) με τις απλοϊκές μονόπρακτες κωμωδίες και τα χαρωπά τραγουδάκια, κι από την άλλη είναι το απλοϊκότερο αμερικανικό από το 1880 μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού, με τα «νούμερά» του, με τα ακροβατικά, με τις χοντροκομμένες πλάκες και παρλάτες, το οποίο έφτανε μέχρι και σε «freak shows». Σήμερα, το περιπαικτικό αυτό είδος βρίσκεται πλησιέστερα στην παρωδία παρά ποτέ.

Βέβαια, το vaudeville έκανε την εισβολή του και σ’ εμάς ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, μετά τις επισκέψεις γαλλικών λυρικών θεάτρων στην Ελλάδα. Το είδος κρίθηκε πολύ πιο ελκυστικό και προσιτό στις αστικές μάζες από το ιταλικό μελόδραμα. Μέχρι εκείνη την εποχή η «ευρωπαϊκή μουσική» περιοριζόταν σε περιχαρακωμένους χώρους της μικρής πρωτεύουσας.

«Η Υπόθεση της Οδού Λουρσίν» του πολυγραφέστατου -και πολιτικά συντηρητικότατου- Ευγένιου Λαμπίς (πέθανε το 1888) ήταν ένα από τα συνολικά 175 έργα του. Φάρσα χοντροκομμένων παρεξηγήσεων και προβλέψιμων λύσεων το έργο απαιτεί να οδηγηθεί σκηνοθετικά από ένα παιγνιώδες χέρι.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το χέρι ανήκε στην πολύπραγη Μάρθα Φριντζήλα, η οποία αγωνίστηκε να εκμαιεύσει από την παράσταση κάθε κωμικό στοιχείο ακόμα και με τη βοήθεια εμβρυουλκού. Επιστρατεύοντας μία τεχνική υπερμεγέθυνσης σκηνικών ευρημάτων και -το χειρότερο- καταφεύγοντας σε φλύαρες και ανώφελες επαναλήψεις, η Μάρθα Φριντζήλα εξαντλεί ακόμα και τα πιο πνευματώδη ευρήματά της, επιμηκύνοντας το μονόπρακτο σε τρίπρακτο.

Η παράσταση πάντως διασώζεται χάρις στους πρώτης τάξεως ηθοποιούς της. Στον Δημήτρη Τάρλοου, ο οποίος έχει ξεσηκώσει ό,τι καλύτερο από τους κλασικούς κωμικούς του βωβού σινεμά, από έναν εντυπωσιακά ευέλικτο και ευλύγιστο Μιχάλη Φωτόπουλο, από τον Ερρίκο Λίτση και, το κυριότερο, από μία απολαυστικά αυτοσαρκαζόμενη Ταμίλα Κουλίεβα, την οποία -εγώ τουλάχιστον- δεν αντιλήφθηκα ως παρωδία της Μέριλιν ή της Τζέσικα Ράμπιτ, όπως κάπου διάβασα, αλλά ως ενσάρκωση ενός από τα πιο τετραπέρατα sex symbols όλων των εποχών, τη Μαίη Γουέστ. Οι δύο μουσικοί (Παναγιώτης Τσεβάς και Κώστας Νικολόπουλος) που συμμετέχουν και ως δρώντα πρόσωπα, συμπληρώνουν κι αυτοί το χαμογελαστό της υπόθεσης. Και βέβαια ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της παράστασης βρίσκεται και ο Αγγελος Μέντης με τα κοστούμια και τα σκηνικά του, τα οποία σχολιάζουν σαρκαστικά την εποχή του Λαμπίς.

«Νέα Τάξη Πραγμάτων»

Να περάσουμε στην αντίπερα όχθη. Στα σοβαρά και στα πειραματικά – με ή χωρίς εισαγωγικά. Ενας ταλαιπωρημένος «τριτοκοσμικός» ύποπτος κάθεται δεμένος σε μια καρέκλα. Οι δύο βασανιστές του φλυαρούν πίσω του δίχως να αναφέρονται σε κάτι συγκεκριμένο. Η απειλή όμως είναι παρούσα. Αλλαγή σκηνικού. Ή μάλλον όχι. Αλλαγή χώρου. Το κοινό σηκώνεται και πάει παρακάτω – στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννη όπου διαδραματίζεται η παράσταση. Βλέπουμε τον μικρό γιο του κατηγορούμενου, που βρίσκεται κι αυτός στα χέρια κάποιας καταπιεστικής εξουσίας. Λίγο αργότερα, άλλη πάλι μετακίνηση του κοινού, το οποίο τώρα παρακολουθεί την ανάκριση του «υπόπτου» και αργότερα της νεαρής γυναίκας του. Δεν χρειάζεται να τους κακομεταχειριστούν μπροστά στους θεατές για να τους λυπηθεί κανείς. Κι αυτό είναι χειρότερο. Το τι έχουν υποστεί είναι ξεκάθαρο. Αν φταίνε ή όχι, το κοινό δεν το μαθαίνει ποτέ. Το χαμόγελο και η καθωσπρεπωσύνη των ανακριτών είναι πάντως στοιχεία πιο τρομακτικά.

Τα τρία σύντομα έργα του νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ (με τον συνοπτικό τίτλο «Νέα Τάξη Πραγμάτων») δεν βασίζονται τόσο στο κείμενο όσο στην ικανότητα του σκηνοθέτη (Πάρι Ερωτοκρίτου) να υπονοεί καταστάσεις, οι οποίες σε κάνουν κι ανατριχιάζεις. Το έργο παίζεται σε φυσικούς χώρους. Εδώ στο υπόγειο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη. Σε ένα παλαιότερο φεστιβάλ, στο Μπράιτον, είχε παρουσιαστεί σε έναν ανάλογο χώρο. Δίχως να αποσαφηνιστεί, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποια πολιτική υπόθεση. Ισως και με τρομοκράτες. Πάντως, είναι σαφέστατο ότι «κακοί» είναι οι βασανιστές.

Ο Χάρολντ Πίντερ είχε ξεκαθαρίσει με την ομιλία του στην περίφημη τελετή για το βραβείο Νομπέλ ότι βρίσκεται στο πλευρό των καταπιεσμένων – όπου κι αν ανήκουν αυτοί. Αυτό που οφείλει να επισημάνει κανείς στη συγκεκριμένη περίπτωση της αθηναϊκής παράστασης του «Νέα Τάξη Πραγμάτων», είναι ότι είδαμε μια καθαρή, μια λιτή δουλειά του Fresh Target Theatre, μιας ελληνοκυπριακής ομάδας η οποία ιδρύθηκε πριν από δύο χρόνια -από τον Πάρι Ερωτοκρίτου και τον Γιάννη Γαβριηλίδη- και η οποία, παρ’ ότι έχει αντιγράψει τη βασική σκηνοθετική ιδέα από την Αγγλία, δείχνει να διαθέτει την ικανότητα να προχωρήσει και σε πιο προσωπική άποψη για ένα πειραματικό θέατρο. Θα φανεί στην επόμενη δημιουργία της.

Φλύαρη φάρσα που διασώζεται από τις ερμηνείες Πίντερ σε πειραματική παρουσίαση

«Εκδίκηση» στο «Αμφι-Θέατρο», «Μήδεια» στο «Altera Pars», «Η υπόθεση της οδού Λουρσίν» στο «Πορεία»

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 21 Απρίλη 2010
  • Αγγλικό και γαλλικό ρεπερτόριο
  • «Εκδίκηση» στο «Αμφι-Θέατρο»
«Εκδίκηση»

Στο «Αμφι-Θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου οφείλουμε όχι μόνο τη γνωριμία αλλά και την απόλαυση του θεατρόφιλου κοινού με υψηλής αισθητικής ποιότητας παραστάσεις αγνώστων – ελληνικών και ξένων – θεατρικών κειμένων του μακρινού παρελθόντος, άδικα όμως ξεχασμένων ή υποτιμημένων. Συνέχεια σ’ αυτή την 35χρονη «παράδοση» του «Αμφι-Θεάτρου» δίνει το πρωτοπαιζόμενο στην Ελλάδα έργο του Αγγλου δραματουργού του 16ου αιώνα, Τόμας Κυντ «Ισπανική τραγωδία» (1587), με τίτλο «Εκδίκηση», σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Συνέχεια σημαντική και καθόλα ευφρόσυνη και λόγω του έργου, κυρίως όμως λόγω της παράστασης. Το θεατρικό ταλέντο δεν κρύβεται. Μπορεί να «θαυματουργεί» και σε μια σταλιά σκηνή. Να τη μεταμορφώνει χωρο-χρονικά τόσο επιδέξια, ώστε η αναπαράσταση σ’ αυτή ενός πολυπρόσωπου έργου όπως η «Εκδίκηση», να θυμίζει τη σαιξπηρική ρήση «όλος ο κόσμος μια σκηνή». Ρήση ταιριαστή απολύτως με το έργο του Κυντ, δραματουργού συγκαιρινού με τον Σαίξπηρ, που επηρέασε τον κορυφαίο ελισαβετιανό ποιητή. Το έργο του Κυντ διαδραματίζεται στην Ισπανία και Πορτογαλία, που, κατά τη μυθοπλοκή του έργου, μετά από πολεμική σύγκρουση στα σύνορά τους συνάπτουν ειρήνη. Στην πραγματικότητα, είναι εποχή επεκτατικών πολέμων και αποικιοκρατικών εξορμήσεων της Ισπανίας, Πορτογαλίας, αλλά και της Αγγλίας. «Παίζοντας» μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αλλά και με τη μέθοδο του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», ο Κυντ φέρνει στη σκηνή όλο τον «κόσμο». Τον πόλεμο, την «ειρήνη», ακόμα και τα γαμήλια συνοικέσια μεταξύ πριγκιπικών γόνων των πρώην αντιμαχομένων, κατά πώς συμφέρει άθλιους, μωρούς και γελοίους βασιλιάδες, διεστραμμένους γόνους τους, ραδιούργους παλατιανούς ή στρατιωτικούς συμβούλους, εξαγορασμένους προδότες, συκοφάντες και φονιάδες. Εναν αιματοβαμμένο «κόσμο» που γεννά και την αυτοδικία, την εκδίκηση. Ο μύθος είναι εύληπτος. Δεν χρειάζεται συνόψισή του. Χρειάζεται, αντίθετα, να επισημανθεί πόσο εύστοχα και παραστασιακά λειτουργικά διένυμε και συμπύκνωσε η σκηνοθεσία τους σαράντα ρόλους του έργου, που παίχθηκαν από επτά ταλαντούχους και μεταμορφώσιμους ηθοποιούς. Με εφόδια τη ρέουσα μετάφραση (Κατερίνα Τσαμαδιά – Κατερίνα Ευαγγελάτου), τα λιτά, μεταμορφώσιμα σκηνικά μέσα και τα καλαίσθητα διαχρονικά και σύχρονα κοστούμια (Αλεξάνδρα Μπουσουλέκα – Ράνια Υφαντίδου), τους σκιερούς φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης), την περιπαικτικών και «σκληρών» αποχρώσεων μουσική (Σταύρος Γασπαρινάτος), η Κατερίνα Ευαγγελάτου, με φαντασία, ευρηματικότητα, ευθύβολη ειρωνεία, αλλά και παιγνιώδες χιούμορ, σκηνοθέτησε μια εξαιρετική αισθητικά και ευφρόσυνη παράσταση, στηριζόμενη αλλά και στηρίζοντας το μεταμορφώσιμο υποκριτικό ταλέντο των ηθοποιών, σε μια – απολαυστική και για τους ίδιους – ερμηνευτική άμιλλα. Αξιοι επαίνου όλοι: Βασίλης Τσακομίδης, Λευτέρης Πολυχρονίδης, Νικόλας Παπαγιάννης, Βαγγέλης Ψωμάς, Σεραφίτα Γρηγοριάδου, Κωστής Καλλιβρετάκης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος.

  • «Μήδεια» στο «Altera Pars»
«Η υπόθεση της οδού Λουρσέν»
Ο Ζαν Ανούιγ, ό,τι έκανε με την «Αντιγόνη» του, έκανε και με τη «Μήδειά» του. Μετέγραψε, πραγματικά εκσυγχρονιστικά, αυτά τα δύο πρόσωπα, κατεβάζοντάς τα από το επίπεδο του μύθου, στο επίπεδο της ζωής, της πραγματικότητας, αλλά και χωρίς να τα απομακρύνει από τη μυθολογική «καταγωγή» τους και από το ποιητικό ήθος του αρχαίου πρωτοτύπου τους και χωρίς να μειώνει το τραγικό μέγεθός τους. Εξοχου ποιητικού ρεαλισμού, με οικείο λόγο, η Μήδεια που έπλασε ο Ζαν Ανούιγ, είναι ένα βαθύτατα και βαρύτατα πάσχον πλάσμα. Οικουμενικό, διαχρονικό και σύγχρονο. Πάσχει η σάρκα, η ψυχή της, το μυαλό της, η συνείδησή της για τους φόνους που έκανε από έρωτα και μόνο. Πάσχει σαν ερωτευμένη, εξαρτημένη από τη σαρκική ηδονή, γυναίκα. Σαν προδομένη σύζυγος. Σαν μάνα. Σαν ξένη, πρόσφυγας, ξεριζωμένη από τον τόπο της. Πάσχει και η ανθρώπινη αξιοπρέπειά της, από την προδοτική, ψυχρή, συμφεροντολογική «λογική» του ατομιστή άντρα και πατέρα των παιδιών της, Ιάσονα, που προσβλέποντας σε μελλοντική εξουσία, ετοιμάζεται να παντρευτεί, την κόρη του εξουσιαστή Κρέοντα. Ο Ιάσονας είναι ένας καιροσκόπος. Ψυχρός, ασυγκίνητος, αχάριστος. Η Μήδεια, μια φλεγόμενη ύπαρξη. Δεν αντέχει και δεν αποδέχεται τη δυστυχία της. Γίνεται η ίδια φορέας – όργανο της δυστυχίας και για τους άλλους και για την ίδια. Γίνεται φόνισσα της αντιζήλου της, σφάζει τα παιδιά της και σφάζεται και η ίδια. Δεν φεύγει με το άρμα του Ηλιου στους ουρανούς, όπως στον αρχαίο μύθο. Το σαρκίο της, νεκρό μένει στη γη, για να βασανίζει τη μνήμη και τη συνείδηση του υπαιτίου αυτής της πολυπρόσωπης τραγωδίας. Το έργο σε απόδοση του θιάσου «Altera Pars» σκηνοθέτησε λιτά, ρεαλιστικά αλλά και ατμοσφαιρικά, ο Πέτρος Νάκος, με συντελεστές τον αφαιρετικό σκηνικό χώρο του Σταύρου Διακουμή, τα καλαίσθητα κοστούμια της Δέσποινας Χειμώνα, τους σκιερούς φωτισμούς του Παναγιώτη Μανούση (οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί έκαναν εντελώς περιττή την τόσο πια ξεπερασμένη, τελικώς αχρείαστη χρήση αερίων, των οποίων έγινε κατάχρηση από τον σκηνοθέτη), την εκφραστική κινησιολογία της Μαρίας Αλβανού, το βίντεο των Αγγελίνας Βοσκοπούλου – Στέλιου Σάρρου, τη μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου. Η Μίνα Χειμώνα, με στέρεο λόγο, με εκφραστική δύναμη και δραματικό μέτρο ερμήνευσε τη Μήδεια. Γόνιμοι υποκριτικά είναι και οι Πέτρος Νάκος, Αλέκα Τουμαζάτου, Σίμος Κυπαρισσόπουλος και Χρήστος Χαρμπάτσης.
  • «Η υπόθεση της οδού Λουρσίν» στο «Πορεία»
«Μήδεια»
Πριν δεκατεσσέρα χρόνια, ο πρόωρα και άδικα χαμένος Τάσος Μπαντής, δημιουργός του θιάσου «Μορφές», ανέβασε την εκπληκτικής μαστοριάς φαρσοκωμωδία του Ευγένιου Λαμπίς «Η υπόθεση της οδού Λουρσέν», σε μια παράσταση αλησμόνητη, η οποία διακρίθηκε με το πρώτο μεγάλο βραβείο της Ενωσης Θεατρικών – Μουσικών Κριτικών. Παράσταση που αποτέλεσε υποδειγματική διδαχή για το πώς πρέπει να παίζονται, όχι μόνον οι ηθογραφικού χαρακτήρα φαρσικής πλοκής κωμωδίες που έγραψε ο Λαμπίς για να σαρκάσει τα ήθη, τις συνήθειες, την κενότητα, την αμορφωσιά, την ανοησία, τον τρόπο ζωής της αστικής τάξης, των υπηρετών της αλλά και των περί αυτήν μικροαστών, αλλά και γενικότερα πώς πρέπει να παίζονται τα έργα που αντιστοιχούν στη «σχολή» της «ωρολογιακά» καλογραμμένης, με φαρσικές καταστάσεις σε καλπάζοντες ρυθμούς, κωμωδίας, του «βωντβίλ». Κωμωδιογραφική «σχολή» που ξεκίνησε με τον Σκριμπ, συνέχισαν άλλοι κωμωδιογράφοι και δόξασαν ο Λαμπίς και ο Φεντώ. Μακράν της «διδαχής» του Μπαντή, παρότι αφιερώνεται στη μνήμη του, και παρότι στην παράσταση του Μπαντή έπαιζε ο Δημήτρης Τάρλοου – δημιουργός του θιάσου «Δόλιχος» – και εντελώς μακράν του αισθητικού ήθους του Λαμπίς, είναι το ανέβασμα του έργου από το «Δόλιχο», στο «Πορεία». Το υψηλό καλλιτεχνικό ήθος του Μπαντή, η μεγάλη θεατρική παιδεία του, η τελειοθηρική μελετητική δουλειά του και ο σεβασμός του στη δημιουργία των συγγραφέων, δεν του επέτρεπε να εξυπναδίζει έναντι του συγγραφέα, αμφισβητώντας και αλλοιώνοντας τον αισθητικό χαρακτήρα του έργου του. Αντίθετα άλλοι, θεωρούν εαυτούς εμβριθέστερους αναλυτές αυτού που είναι και λέει το έργο των δημιουργών. Ουδεμία σχέση με το ήθος της κωμωδίας του Λαμπίς έχει η τάχα μπρεχτικά «σχολιαστική», τάχα «νεοτερική», με στοιχεία μιούζικαλ, παραμορφωτικά γκροτέσκα σκηνοθετική «ανάγνωση» του έργου από την Μάρθα Φριντζήλα. Τα πρόσωπα, από ανθρώπινοι χαρακτήρες, μετατράπηκαν σε γκροτέσκες, μορφάζουσες «μάσκες», που μιλούν και κινούνται αφύσικα, αργά και σπαστικά σαν «κουτσούνια», με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται οι φαρσικές με καλπάζοντες ρυθμούς κωμικές καταστάσεις, να αχρηστεύεται το πληθωρικό κωμικό στοιχείο, να χάνεται το ασταμάτητο, ευφρόσυνο γέλιο, που μπορεί να προκαλέσει το έργο. Ασχετες με το ήθος του έργου συνισταμένες της παράστασης, όπως τα τύπου μιούζικαλ άνοστα τραγουδάκια και τύπου μιούζικαλ χορευτικές κινήσεις. Στη μουσική (Βασίλης Μαντζούκης) κυριαρχούν βαλκάνιοι ήχοι. Τη μετάφραση υπογράφει η Νικολέττα Φριντζήλα. Η σκηνοθεσία ελέγχεται για τις πειθαρχικές σε αυτήν, υπερβολικές, σχηματικές, επιτηδευμένες, «σφιγμένες» ερμηνείες των ηθοποιών Ταμίλα Κουλίεβα, Παναγιώτη Τσεβά, Μιχάλη Φωτόπουλου και Ερρίκου Λίτση. Μόνον ο Δημήτρης Τάρλοου κατάφερε να περιορίσει, κάπως, την υποκριτική υπερβολή.