«Τίτος Ανδρόνικος» με θολή ματιά

  • Ούτε σύγχρονη ούτε αντισυμβατική είναι η σκηνοθετική άποψη για το σαιξπηρικό έργο

Του Σπυρου Παγιατακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 23 Mαϊου 2010

  • Σαίξπηρ, Τίτος Ανδρόνικος. Σκην: Αντζελα Μπρούσκου. Εθνικό Θέατρο – Θέατρο Ρεξ
  • Σάμουελ Μπέκετ, Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ. Σκην: Ρόμπερτ Ουίλσον. Θέατρο «Ελληνικός Κόσμος»
  • Φραντς Ξαβιέρ Κρετζ, Wunschkonzert. Σκην: Ζωή Χατζηαντωνίου. Από Μηχανής Θέατρο

Αλήθεια, τι κακό κάνουν -ασφαλώς άθελά τους- και οι εφημερίδες μοιράζοντας τόσο απλόχερα τα dvd τους! Ανακάλυψα στα παλιά και ξεχασμένα μια -λέει- «μεγαλειώδη, επική ταινία» που είχε σκηνοθετήσει πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια με ξέχειλη φαντασμαγορία η φέρελπις Αμερικανίδα Τζούλι Τάιμορ. Ηταν ένας «Τίτος», μια παράφραση του σαιξπηρικού «Τίτου Ανδρόνικου», που έχει χαρακτηρισθεί ως η κατ’ εξοχήν «τραγωδία της εκδίκησης». Πρωταγωνιστούσαν οι Αντονι Χόπκινς και Τζέσικα Λανγκ. Υπερβολικά φορτωμένη και άκαιρα εκσυγχρονισμένη, στην ταινία ξεχώριζε ο άξιος πρωταγωνιστής της. Μοιραία έκανα συγκρίσεις με την εδώ -κατά τη διαφημιστική δήλωση- «σύγχρονη και αντισυμβατική σκηνοθετική ματιά της Αντζελας Μπρούσκου, για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο». Δεν θα έπρεπε να βάζει κανείς τα έργα δίπλα-δίπλα, αλλά έγινε.

Αντίθετα με τις αναγγελίες, δεν ανακάλυψα τίποτα το σημερινό ούτε κάτι κόντρα στις θεατρικές συμβάσεις στη δική μας παράσταση. Ετσι κι αλλιώς -και έπειτα από αρκετές σκηνοθεσίες της εν λόγω δημιουργού- έχω τις αμφιβολίες μου ως προς το εάν θα έπρεπε να τοποθετεί κανείς την Α. Μπρούσκου ανάμεσα στους πρωτοποριακούς Ελληνες θεατρανθρώπους. Κι όσον αφορά τη σημερινή «εμπορευματοποίηση της φρίκης», την οποία η σκηνοθέτις επικαλείται για να φέρει κοντά σε μας το έργο της νεανικής περιόδου του Σαίξπηρ μέσω της βίας, δυστυχώς και σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα παραμένουν θολά.

Η βία στη σκηνή του «Ρεξ» παραμένει περισσότερο ένα αισθητικό γεγονός παρά κάτι που φέρνει την οποιαδήποτε ανατριχίλα. Ως ο γενναίος Ρωμαίος στρατηγός που νικά τους Γότθους, ο Τίτος Ανδρόνικος του Μηνά Χατζησάββα εμφανίζεται περισσότερο τσαντισμένος παρά οργισμένος κι εκδικητικός. Μόνο η Μαρία Κεχαγιόγλου, ως Ταμόρα, βασίλισσα των Γότθων, κατορθώνει να κάνει τον θεατή να υποψιαστεί πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν σημαντικό -αν και άκρα δόλιο- χαρακτήρα.

  • Μπέκετ και Ουίλσον

Συνέβη τον τελευταίο καιρό και θυμάμαι συνέχεια παλιά dvd. Σ’ αυτό που έχω υπόψη μου «έπαιζε» ο Χάρολντ Πίντερ. Ηταν μια ιστορική παράσταση σκηνοθετημένη από τον Ιαν Ρίκσον, τον Οκτώβριο του 2006, στο λονδρέζικο Ρόγιαλ Κορτ Θίατερ, η οποία παίχθηκε μόνο εννέα φορές σε γεμάτο θέατρο. Δεν την είδα ζωντανά, αλλά ένας φίλος μου είχε την καλοσύνη και μου δάνεισε ένα κλεψίτυπο της «Τελευταίας μαγνητοταινίας του Κραπ» με τον Πίντερ, το οποίο έχω ακόμα. Ηταν όντως ανεπανάληπτο. Τώρα το είδαμε αυτοσκηνοθετημένο με τον Ρόμπερτ Ουίλσον. «Οταν σκηνοθετώ ένα έργο, κατασκευάζω μια δομή στον χρόνο», δηλώνει ο πολυπράγμων Αμερικανός δημιουργός. «Στο τέλος, όταν όλα τα οπτικά στοιχεία βρίσκονται στη θέση τους, έχω δημιουργήσει ένα πλαίσιο το οποίο καλούνται να γεμίσουν οι ηθοποιοί.» Δηλαδή, κατόπιν εορτής.

Με τα παραπάνω ο Ρ. Ουίλσον συνοψίζει την εικαστικο-φορμαλιστική δουλειά του, η οποία, με δύο λόγια, επαναλαμβάνει στερεότυπα μια εικόνα η οποία είναι λίγο-πολύ η ίδια, είτε για λυρικό belcanto πρόκειται είτε για αρχαίο ή μοντέρνο δράμα. Μερικές φορές η τεχνική του έρχεται γάντι στο αντικείμενο. Αυτό έγινε στην περίπτωση της θαυμαστής «Οπερας της Πεντάρας», που είδαμε κι εδώ πριν από λίγους μήνες. Αυτή τη φορά, όμως, προσπαθώντας να «καπακώσει» αισθητικο-οπτικά τον λιτό Μπέκετ, ατύχησε. Υπερφορτώνοντας το δωρικό κείμενο -η παρακολούθηση μιας ζωής μέσα από επετειακές μαγνητοταινίες- με ήχους και φαντασμαγορικά οπτικά gags, λοξοδρόμησε την προσοχή του θεατή από την έκδηλη εσωτερικότητα του Ιρλανδού συγγραφέα στα εξωτερικά τερτίπια μιας -καλαίσθητης μεν πλην άκρα φορμαλιστικής- σκηνοθετικής ευρηματικότητας. Με δύο λόγια, διέπραξε αυτό που επιχειρούν οι περισσότεροι -Γερμανοί ως επί το πλείστον- σύγχρονοι σκηνοθέτες που καταπιάνονται με τους κλασικούς: Να εμφανισθούν «υπεράνω» του συγγραφέα.

  • Ρόλος χωρίς λόγια

Δεν βρήκα -ολόκληρο- dvd του βουβού, «κινησιολογικού» μονολόγου μιας θαμπής μεγαλοκοπέλας που γυρίζει από τη θαμπή δουλειά της στο θαμπό διαμερισματάκι της για να ετοιμαστεί για την πάντα θαμπή επομένη. Ανακάλυψα, όμως, ένα κομμάτι από την αγγλική παράσταση της Κάτιε Μίτσελ στο YouTube. Μέλος του ολιγοπρόσωπου γερμανικού Κ. Κ. από το 1971 μέχρι το 1980, ο πολυγραφέστατος Φραντς Ξαβιέρ Κρετζ παρουσίασε ανθρώπους, οι οποίοι «έχασαν τη φωνή τους» καταπιεσμένοι από μια αναγκαστική κοινωνική μιζέρια μέσα στην οποία ήταν υποχρεωμένοι να υπάρχουν. Ετσι και στο «Wunschkonzert» (1973), όπου το «ηθικό δίδαγμα» είναι: τέτοια ζωή γιατί να τη ζει κανείς… Ο ρόλος της φροϊλάιν Ρας δεν έχει λόγια, όμως είναι από τους ουσιαστικότερους που μπορεί να ευχηθεί στον εαυτό της μια ηθοποιός. Η Δέσποινα Κούρτη τα καταφέρνει περίφημα, οδηγημένη σκηνοθετικά στον ρεαλισμό από τη Ζωή Χατζηαντωνίου.

Μπέκετ και Κρετς

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 12 Μάη 2010

«Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» στο «Θέατρον»

«Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ»

Εχοντας κλείσει, ήδη, τα πενήντα – ηλικία καμπής και κρίσιμου απολογισμού της μέχρι τότε ζωής του ανθρώπου – έχοντας πονέσει για το θάνατο από καρκίνο μιας παλιάς αγαπημένης του, καταθλιμμένος με τη σκέψη του αναπόφευκτου γεγονότος του θανάτου – σε όλα τα επίπεδα, τις εκφράσεις και εκφάνσεις της ανθρώπινης και κοινωνικής ζωής – ο Σάμουελ Μπέκετ γράφει το 1957 τα πολύσημης, ειρωνικής αλληγορίας έργα «Το τέλος του παιχνιδιού» και το εμμέσως αυτοβιογραφικό, μονολογικό «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ». Ο πενηντάχρονος Μπέκετ, φορώντας το «προσωπείο» του Κραπ και με ένα εικοσάχρονο άλμα, φαντάζεται έναν προ του τέλους απολογισμό της ζωής. Εναν απολογισμό που καταιγιστικά αναμοχλεύει, κομματιάζει, μπερδεύει, πλημμυρίζει, αναβυθίζει, καταβυθίζει, επανεκτιμά μια ολόκληρη πορεία ζωής, μνήμες, πρόσωπα, βιώματα, συναισθήματα, σκέψεις, επιθυμίες, στιγμές και εικόνες του παρελθόντος, μέσα από το βλέμμα των γηρατειών. Εβδομηντάχρονος και μόνος ο Κραπ, σαν τον «Νώε», προσπαθεί να συνεχίσει την απολογιστική καταγραφή, ανασκόπηση, επανεκτίμηση και διάσωση του βίου του από τον κατακλυσμιαίο ερχομό του τέλους του στη δική του «κιβωτό», τη μνήμη του, με καταγραφές της σε μπομπίνες μαγνητοφώνου. Η μνήμη και η νόηση, όπως και το σαρκίο, υπόκεινται στη φθορά του χρόνου, αλλά και στα συναισθήματα που τις κινούν σε κάθε στάδιο της ζωής. Αλλα μπορεί, άλλα νιώθει, άλλα επιθυμεί, άλλα σκέφτεται, άλλα πράττει ο άνθρωπος στα νιάτα του, άλλα στα σαράντα, άλλα στα εβδομήντα. Σπαράγματα μνήμης κατακλύζουν το γέροντα πια Κραπ, καθώς ακούει τις πριν σαράντα χρόνια μαγνητοφωνημένες σε μπομπίνες μνήμες του ακμαίου κάποτε βίου του, αλλά και προσπαθεί να τις ανασκοπήσει, να τις επανεκτιμήσει και να τις καταγράψει σε μια τελευταία μαγνητοταινία. Ο Μπέκετ μελαγχολικά αλληγορεί για τη μάταιη πια στερνή γνώση, την υπαρξιακή ερημία, το ψυχοδιανοητικό κενό, τη σωματική ανημπόρια και την τραγελαφικότητα των γηρατειών.

«Wunschkonzert»

Μια εκπληκτικής αισθητικής και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα σκηνοθετική και υποκριτική «ανάγνωση» του μπεκετικού έργου (η άμεση γλωσσικά μετάφραση των υπερτίτλων ήταν της Εύας Γεωργουσοπούλου), προσκόμισε στο φετινό φεστιβάλ «Πέρα από τα όρια» ο σπουδαίος σκηνοθέτης Ρόμπερτ Γουίλσον, υποδυόμενος μάλιστα ο ίδιος τον Κραπ. Με ένα λιτό σκηνικό – κάτι μεταξύ γραφείου, βιβλιοθήκης, αρχείου, καταφυγίου, «κιβωτού», με αριστοτεχνικούς φωτισμούς και ήχους να παραπέμπουν σε μια ασταμάτητη καταιγίδα, σε μια κατακλυσμιαία βροχή, ο Γουίλσον έπλασε μια πρωτότυπα εμβληματική, μια πικρόγευστου χιούμορ, κατά βάθος τρυφερά ανθρώπινη, εκδοχή του ρόλου του Κραπ. Μια υπόδηλα ανοϊκή, αργοκίνητη και ασταθής – κινησιολογικά και χειρονομιακά – γέρικη φιγούρα κλόουν, με σπαράγματα και φλας μπακ της μνήμης του παλεύει να βάλει «τάξη» στο χάος της και να τη διασώσει. Προς τι όμως; Η ζωή δεν πισωγυρίζει. Την «καταιγίδα» της ζωής ακολουθεί η νηνεμία του θανάτου.

«Wunschkonzert» στο «Από μηχανής θέατρο»

Με αυτή – την αμετάφραστη στα ελληνικά – λέξη τιτλοφορούνταν μια ραδιοφωνική εκπομπή λόγου και μουσικής του Γ’ Ράιχ, από την άνοδο μέχρι την ήττα του, αλλά και μια ναζιστική ταινία, που γυρίστηκε το 1940 και η οποία παρέπεμπε και στη ραδιοφωνική εκπομπή. Με αυτή τη λέξη τιτλοφόρησε, σκόπιμα, ο Γερμανός δραματουργός Φραντς Ξαβιέ Κρετς το τελειοθηρικά λεπτομερές σε σκηνικές οδηγίες, αλλά χωρίς ούτε μια λέξη, άκρως πολιτικό έργο του «Wunschkonzert», που ενώ γράφτηκε το 1975, σήμερα γίνεται όλο και πιο επίκαιρο. (Στην Ελλάδα το έργο πρωτοπαρουσίασε στο «Απλό Θέατρο» ο Αντώνης Αντύπας, με τίτλο «Τα αγαπημένα μου τραγούδια», με την Αλέκα Παΐζη, σε μια αλησμόνητη ερμηνεία του μοναδικού ρόλου του έργου). Μαρξιστής, κατήγορος της καπιταλιστικής κοινωνίας, πεισματικά ρεαλιστής – ακόμα και έως ωμότητας σε μερικά έργα του – ο Κρετς με το σύνολο του έργου καταγγέλλει την πολύμορφη – φανερή και κρυφή, άμεση και έμμεση – κοινωνία εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Κρετς δεν αμφιβάλλει ότι γεννήματα του καπιταλισμού είναι όχι μόνο ο φασισμός, αλλά κάθε μορφής αποχαύνωση, χαλιναγώγηση, μιζέρια, «στείρωση» και εκμηδένιση της ζωής των ανθρώπων των λαϊκών στρωμάτων. Εργάτες και υπάλληλοι είναι τα πρόσωπα των έργων του. Το μεροκάματο, η ανεργία, η μιζέρια, τα βάσανα της ζωής των «μοιραίων και άβουλων αντάμα» και η παθητικότητά τους σε ό,τι τους ρημάζει τη ζωή. Τέτοιο πρόσωπο είναι η ανύπαντρη, ανέραστη, προς τα πενήντα, δεσποινίς Ρας, που το μόνο που κάνει – χρόνια και χρόνια – είναι να εργάζεται για το μεροφάι από το πρωί, να γυρνά νύχτα και να κουρνιάζει στη σιγουριά του «κλουβιού» της, στην απαστράπτουσα από καθαριότητα γκαρσονιέρα της, να βυθίζεται στην «εκκωφαντική» σιωπή της μοναξιάς της, μια σιωπή εύγλωττη, μια σιωπή που κραυγάζει την απόγνωση, τον εσωτερικό, βουβό σπαραγμό της έρημης γυναίκας. Σιωπή που διακόπτεται για λίγο, από μια μουσική, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή, να παίρνει υπνωτικό μήπως και καταφέρει να κοιμηθεί, για να συνεχίσει την άλλη και παράλλη μέρα την ίδια και απαράλλαχτη ρουτινιασμένη ζήση της. Καθωσπρεπική, αποστειρωμένη, «στείρα», απόμακρη από την κοινωνία, από οτιδήποτε θα της έδινε κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό, κάποιο λόγο να ζήσει, η Ρας, σαν από καιρό αποφασισμένη, αυτολυτρώνεται από την αδιέξοδη ζωή της με την αυτοκτονία. Το έργο – δηλαδή η περιγραφή της σκηνικής δράσης – σε πιστή γλωσσικά μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, με απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό και αρμόζοντα στο ρόλο κοστούμια της Μαρίας Κονομή, με φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη που αναδεικνύουν το σκηνικό, με ήχους και μουσικές επιλογές του Σταύρου Γασπαρινάτου, σκηνοθέτησε με λεπτομερή ρεαλιστική ακρίβεια η Ζωή Χατζηαντωνίου, στηριζόμενη προπάντων στην ψυχοπνευματικά καλοδουλεμένη, εσωτερικής αλήθειας, απέριττη σε όλα τα εκφραστικά μέσα της, ερμηνεία της Δέσποινας Κούρτη.

«WUNSCHKONZERT» Του Φρανς-Ξάβερ Κρετς Από Μηχανής Θέατρο (Εταιρεία Θεάτρου Συν-Επί)

  • Ζωές ανύπαρκτες

  • «WUNSCHKONZERT» Του Φρανς-Ξάβερ Κρετς Από Μηχανής Θέατρο (Εταιρεία Θεάτρου Συν-Επί)
  • Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Μια μεσήλικη γυναίκα επιστρέφει σπίτι από τη δουλειά. Ανοίγει τηλεόραση, ακούει ραδιόφωνο, ετοιμάζει το λιτό βραδινό της, πλένεται, βάζει το ξυπνητήρι και πέφτει στο κρεβάτι. Δεν έχει ύπνο, ξανασηκώνεται, ρίχνει μια ματιά ικανοποίησης στο εργόχειρό της, καταπίνει ένα κουτί ηρεμιστικά και πεθαίνει.

Η  Δέσποινα Κούρτη κάνει μια πολύ καλή ερμηνεία

Η Δέσποινα Κούρτη κάνει μια πολύ καλή ερμηνεία

Τίποτε σε αυτή τη συγκλονιστική «παντομίμα σε πέντε πράξεις» του Κρετς δεν μας προετοιμάζει για την κατάρρευση της ηρωίδας του. Τίποτε δεν επισκιάζει τη μεθοδικότητά της ως κραυγή απόγνωσης. Τίποτε οξύ δεν διαταράσσει τη συμμετρία της βαρετής πλην ήσυχης καθημερινότητας, την οποία η Δεσποινίς Ρας διεκπεραιώνει με ακρίβεια και επιδεξιότητα, ενίοτε με ενδείξεις ευχαρίστησης. Σιωπηλή (η αγλωσσία των πνευματικά στερημένων χαρακτήρων του Κρετς εδώ στην κυριολεξία της), περιποιημένη, δραστήρια μέσα στην πένθιμη τάξη του σπιτιού της, δείχνει πλήρως συντονισμένη με τη ζωή χωρίς προοπτικές μιας εργαζόμενης γεροντοκόρης.

Για τον πολιτικό συγγραφέα Κρετς, το WUNSCHKONZERT (1971) είναι ένα πορτρέτο σωπασμένων ανθρώπων χωρίς ιδιότητες. Μια περιγραφή χωρίς λόγια (όλο το έργο είναι μια σκηνοθετική οδηγία) της καταστροφικής επιρροής του καπιταλισμού στον άνθρωπο. Η βωβή αυτόχειράς του ανήκει στις ταλαίπωρες στρατιές «εργαζόμενων ζώων» εκτεθειμένων στην απάθεια, το έγκλημα ή την αυτοκτονία. Στη σχολαστική «φωτογράφηση» μιας ασήμαντης καθημερινότητας, το νόημα προκύπτει από την ειρωνική αντίστιξη της προγραμματισμένης ευδιαθεσίας της πρωταγωνίστριας και της αδιέξοδης μοναξιάς της.

Στην παράσταση του Μεταξουργείου (σκηνοθεσία Ζωή Χατζηαντωνίου) παρακολουθούμε με τσιτωμένο ενδιαφέρον τη νατουραλιστική καταγραφή μιας τραγικής εξέλιξης, μέσα από τη συστηματική αποσυναισθηματοποίηση των δραστηριοτήτων και την αψόγως συμπτωματική νοικοκυροσύνη ενός ανθρώπου που καταφεύγει στην επανάληψη, γιατί ξεστράτισμα από τη ρουτίνα σημαίνει σκέψη και σκέψη ολέθρια, απορρύθμιση. Συναντούμε τη σύγχρονη Δεσποινίδα Ρας στη μοντέρνα γκαρσονιέρα της, αποστειρωμένη σαν βιτρίνα του ΙΚΕΑ. Καμιά ζάρα, κανένα ψίχουλο. Από το παράθυρο αγναντεύουμε τις ίδιες γκρίζες πολυκατοικίες απέναντι, σε μια ευρηματική προσαγωγή της απρόσωπης μάζας, ταριχευμένης στα διαμερίσματα-κουτιά (σκηνογραφία Μαρία Κονομή).

Η Δέσποινα Κούρτη είναι η εξελιγμένη εκδοχή της μοναχικής εργαζόμενης Ρας. Δυναμική, πολύ νεότερη της πρωτότυπης, αλογοουρά, ίσια παπούτσια, κουκουλωμένη (όχι άφαντη) θηλυκότητα. Παρέα με τον βόμβο της τηλεόρασης και το αγαπημένο της μουσικό πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, θα δειπνήσει την έτοιμη σούπα της, θα καθαρίσει τα λιγοστά ίχνη της σε τραπέζι και νεροχύτη, στον υπολογιστή θα παρακολουθήσει οδηγίες πλεξίματος της ροζ κουβέρτας της -τεκμήριο αμέτρητων αξόδευτων βραδιών-, θα κρεμάσει με φροντίδα τα ρούχα της, θα ετοιμάσει αυτά της επόμενης μέρας, θα ανοίξει τον καναπέ-κρεβάτι.

Προδίδει η ηρεμία της γυναίκας κάποια αδιόρατα, τρομακτικά σημάδια πλήξης και απόγνωσης; Σκέφτεται ίσως πως όλη της η ζωή είναι ένα σκότωμα χρόνου; Σαν να αντιλαμβάνεται ξαφνικά το μέγεθος της ανυπαρξίας της, η άλαλη φίλη μας αδειάζει χωρίς βιασύνη ένα κουτί ηρεμιστικά, ολοκληρώνοντας με λίγη φθηνή σαμπάνια…

Συνειδητοποιούμε πόσο πιο επίκαιρη είναι από μια άποψη η ηρωίδα του Κρετς σήμερα, φορτωμένη όλη την παθογένεια της εποχής μας. Ομως, δίχως το ιστορικό πλαίσιο της Γερμανίας των πρώιμων ’70ς, το κοινωνικό μονόδραμα στερείται γερού μέρους της αυθεντικότητάς του. Η δροσερή Δέσποινα Κούρτη είναι πολύ νέα για να πεθάνει, πολύ άθικτη από τη διαβρωτική επίδραση της μοναξιάς και του εργασιακού αυτοματισμού. Αντί του μουσικού προγράμματος για μαραμένους μεσήλικες, ακούει Bowie και Cohen και η τουαλέτα της έχει στο μεταξύ μπανιέρα και ζεστό νερό, ενώ τα μίζερα σύμβολα μικροαστικής μεταπολεμικής αισθητικής απέκτησαν μεσοαστικό λούστρο. Παρά ταύτα, η αναβίωση της «σκατοζωής» της είναι συγκινητική, χάρη σε μια πολύ καλή ερμηνεία και σε μια ευφυή σκηνοθεσία. *

Η ζωή της άλλης

  • «Wunschkonzert»* του Φραντς Ξαβιέρ Κρετζ στο Από Μηχανής Θέατρο σε σκηνοθεσία Ζωής Χατζηαντωνίου