Η κίνηση ως άλλοθι

  • Του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Η «Τρισεύγενη» του Κωστή Παλαµά έφτασε στην καταξίωσή της, αφού δοκιµάστηκε δύο φορές και µάλιστα από µεγάλους δασκάλους του θεάτρου µας στον 20ό αιώνα

Πρώτος ο Κωνσταντίνος Χρηστοµάνος απέρριψε το ποιητικό δράµα του Παλαµά ζητώντας από τον ποιητή να περικόψει κείµενο και να το αναδοµήσει. Τότε ο Παλαµάς βίαια αντέδρασε και αρνήθηκε. Δεύτερος ο µεγάλος νατουραλιστής σκηνοθέτης Θωµάς Οικονόµου, το 1915 ανέβασε την «Τρισεύγενη» µε αποτυχία. Το 1935 ο Δηµήτρης Ροντήρης ήταν που έπεισε τον Παλαµά και να ανέβει το έργο του και να του εµπιστευθεί τις αναγκαίες περικοπές. Αυτές τις περικοπές εν πολλοίς, νοµίζω, συµβουλεύτηκε τώρααπό το αρχείο του Εθνικού η Λυδία Κονιόρδου.

Είναι πάντως περίεργο γιατί δηµιουργήθηκε τόσο µεγάλη ένταση εκείνη την εποχή γύρω από ένα έργο άκρως ποιητικό, αφού βρισκότανσε πλήρη ανάπτυξη το κίνηµα του συµβολισµού, άρα η θεατρική µουσικότητα αλλά καιτο θέατρο ιδεών, άρα η σκηνική ρητορική σ’ ολόκληρο το ευρωπαϊκό θέατρο. Τις χρονιές πουο Χρηστοµάνος απορρίπτει την «Τρισεύγενη», ο Ξενόπουλος µεταφράζει το πυρηνικό έργο του συµβολισµού, τη «Μόνα Βάνα» του Μέτερλινκ. Και ο Καµπύσης και ο θεατρικός Καζαντζάκης και ο Σπύρος Μελάς δανείζονται µοτίβα και µουσικούς τρόπους πρόζας και από τον Μέτερλινκ και τον Ντ’ Ανούντσιο. Από την άλλη, πάλι, ο ίδιος ο Χρηστοµάνος είχε ανεβάσει το άκρως συµβολιστικό και φλύαρο έργο «Φαία και Νυµφαία» του Δαραλέξη.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Φωνή μεταναστών

  • «Ο παρδαλός παπαγάλος»•Θέατρο «Απόλλων» – Πάτρα
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας αγωνίζεται -παρά τις αντιξοότητες- να σταθεί στο ύψος της παράδοσής του. Μια σύντομη έξοδος από την Αθήνα με οδήγησε στο «Απόλλων» και στην εκεί φιλοξενούμενη για λίγες παραστάσεις «Μηχανή Τέχνης», με το έργο του Χρήστου Στρέπκου «Ο παρδαλός παπαγάλος», που είχε ήδη παρουσιαστεί με επιτυχία τον προηγούμενο χειμώνα στο «Συνεργείο».

Νατάσσα Νταϊλιάνη, Ονίκ Κετσογιάν, Χρήστος Στρέπκος και Ντέπυ Πάγκα

Νατάσσα Νταϊλιάνη, Ονίκ Κετσογιάν, Χρήστος Στρέπκος και Ντέπυ Πάγκα Τρεις μονόλογοι στη σειρά δεν προσφέρουν ασφαλώς ευχάριστη προοπτική, ιδιαίτερα μετά τον καταιγισμό μονολόγων που έχει κατακλύσει τη σκηνή ελλείψει πόρων, έμπνευσης, φαντασίας ή αυτογνωσίας. Το έργο του Χρήστου Στρέπκου αποτελεί παρ’ όλα αυτά μια ευχάριστη έκπληξη. Κατ’ αρχάς γιατί, παρά τη συμβατική διάταξη και το δύσκολο θέμα -το μεταναστευτικό ζήτημα ή, καλύτερα, το ζήτημα των μεταναστών- η γραφή του (έχει και στο παρελθόν ασχοληθεί με τους μετανάστες) κατορθώνει να δώσει σαφές στίγμα. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

«Η ιστορία του κ. Καλοκαίρη»

  • Bασισμένη στο διήγημα του Πάτρικ Ζισκιντ «Το καλοκαίρι του κ. Ζόμερ», σε διασκευή και σκηνοθεσία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη, από την ομάδα «ΑΝΙΜΑ», στο χώρο τέχνης «elculture»
  • THΣ OΛΓΑΣ ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ, Ημερησία, 28/5/2011

Το νεοκλασικό της οδού Μιλτιάδου, όπου και ο χώρος τέχνης «elculture», μοιάζει εκτός εποχής, εκτός χρήσης, παραπέμπει σε έναν αόριστο πια χωροχρόνο. Γιατί δεν έχει ούτε ανακαινισθεί, ούτε αναπαλαιωθεί. Ηδη, λοιπόν, ένας έτοιμος θεατρικός χώρος, εφόσον τα δυσκίνητα χαρακτηριστικά του είναι πια σε αχρησία, δηλαδή μπορούν να σηματοδοτήσουν το οτιδήποτε. Πολύ περισσότερο την εσωτερική περιπλάνηση ενός σαραντάρη σε υπαρξιακό αδιέξοδο, άλλωστε τα δαιδαλώδη σπίτια στα όνειρα σηματοδοτούν ακριβώς το υποσυνείδητο και την εικόνα εαυτού, κατά το Φρόιντ.
Ο αφηγητής επιστρέφει στην παιδική του ηλικία και εξομολογείται στο καναρίνι του τέσσερα επεισόδια που του καθόρισαν την μετέπειτα ζωή του. Ένα ταξίδι αναζήτησης της χαμένης του ταυτότητας, ένα ταξίδι για την αντιμετώπιση του φόβου της ενηλικίωσης, δηλαδή της αντιμετώπισης των ελεύθερων επιλογών και του κόστους που αυτές φέρουν, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την αποδοχή τελικά του κόσμου και ταυτόχρονα της απόρριψής του.
Η παράσταση είναι δομημένη γύρω από τη σόλο περφόρμανς ενός μόνο ηθοποιού. Στην προκειμένη περίπτωση του Νίκου Γεωργάκη, που κάνει ένα διακριτικό και εναλλακτικό come back. Ο καλός ηθοποιός ερμηνεύει όλους τους ρόλους αυτοσχεδιάζοντας τις φωνές και τις κινήσεις τους, πορεύεται στο λαβύρινθο της μνήμης αξιοποιώντας το χώρο και τη δική του θεατρικότητα και καθηλώνει το θεατή για μία ώρα, αφήνοντάς του το περιθώριο να αναγάγει τα δρώμενα στις δικές του μνήμες και βιώματα.
Η σκηνοθέτης, στηριγμένη στη μέθοδο «σωματικού θεάτρου» του Ζ. Λεκόκ και οπαδός μιας θεατρικής φόρμας που παραπέμπει σε έναν ιδιαίτερο βρετανικό φορμαλισμό με ειρωνικές πινελιές, χρησιμοποίησε το σκηνικό χώρο (Δήμητρα Λιάκουρα), τη μουσική (Μιχάλης Καλαμπόκης) και video art (Στέλλα Σερέφογλου), προκειμένου να δώσει θεατρικότητα σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο και πραγματικά τα κατάφερε.

Μια ζωή σε κάποια φυλακή

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Δευτέρα, 23 Μαΐου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Το «Ατσάλι» της Σκοτσέζας Ρόνα Μονρό (που είδαμε σε πανελλήνια πρώτη στην Αίθουσα Μάντεως Τειρεσία από το ΚΘΕΘ) μπορεί να είναι ένα έργο συντηρητικό στις αισθητικές προδιαγραφές του, είναι όμως σφιχτό, καίριο και με δουλεμένες ισορροπίες ανάμεσα στους χαρακτήρες (η μετάφραση είναι της Χρ. Μπάμπου – Παγκουρέλη). Οπως εμφανίζονται τα τέσσερα πρόσωπα σ’ αυτήν τη διαπλεκόμενη ιστορία, η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι το καθένα, με τον τρόπο του, βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Απλώς, η (ατσαλένια) ισοβίτισσα μάνα και η κόρη της ξεχωρίζουν, γιατί λειτουργούν υπό το βλέμμα όχι μόνον των παρατηρητών των φυλακών, αλλά και των θεατών, οι οποίοι καλούνται να αποφανθούν στο τέλος κατά πόσο λειτουργούν οι θεσμοί του σωφρονιστικού συστήματος.

Η Μονρό ευφυώς αποφεύγει να δημιουργήσει ξεκάθαρες σχέσεις καλών και κακών σ’ αυτήν την ψυχοφθόρο διελκυστίνδα. Με καλούς χειρισμούς αφήνει να διαχυθεί η ιεράρχηση σωμάτων και εσωτερικών κόσμων, ώστε να ανοίξουν οι ψυχαναλυτικές προοπτικές του έργου. Η απώλεια και ανάκτηση μνήμης, η σιωπή, η άρνηση επικοινωνίας είναι ανάμεσα στις ψυχικές καταστάσεις που (εμ)πλέκονται με προσοχή σ’ έναν κόσμο χωρίς τις βεβαιότητες και τον ορθολογισμό της σκέψης του διαφωτισμού. Εδώ όλα είναι «στον αέρα». Οπως χαμηλώνουν τα φώτα στη σκηνή, έτσι και το έργο βυθίζεται στο δικό του σκοτάδι. Κανείς δεν είναι απόλυτα βέβαιος τι θα του ξημερώσει. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Σκηνικά εγχειρήματα παλιότερων και νέων ομάδων

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Η μύτη»
  • «Η μύτη» στο «Συνεργείο»

Μέσα στην όλο και αυξανόμενη πληθώρα παραστάσεων γνωστών από παλιότερες εμφανίσεις τους θιάσων και νεοσύστατων θεατρικών ομάδων (συχνά κάποιες είναι του «ενός φεγγαριού») τους ανοιξιάτικους μήνες, υπάρχουν και κάποιες, πραγματικά, αξιοπρόσεκτες, είτε λόγω της αξίας του έργου είτε λόγω της αισθητικής τους ποιότητας, είτε – πολύ περισσότερο – γιατί συνδυάζουν και τα δύο, όπως συμβαίνει με τις τρεις παρακάτω παραστάσεις.

Σε ένα μικρό χώρο και χωρίς δυνατότητες τεχνικών μέσων του «Συνεργείου» έσμιξαν τέσσερις δοκιμασμένα και αποδεδειγμένα ταλαντούχοι ηθοποιοί, δύο σκηνογράφοι και τρεις μουσικοί και συνδημιούργησαν μια καλαίσθητης εικαστικής όψης (σκηνικά Αλεξάνδρας Σιάφκου – Αριστοτέλη Καρανάνου, τα κοστούμια υπογράφει ο ηθοποιός Νίκος Καρδώνης) και ευρηματικότατης σκηνοθεσίας και απολαυστικής ερμηνείας παράσταση, με την έξοχης, υπερρεαλιστικής αλληγορίας, μονόπρακτη κωμωδία του Νικολάι Γκόγκολ «Η μύτη». Ο κορυφαίος Ρώσος πεζογράφος και δραματουργός, με το μονόπρακτο αυτό σαρκάζει την έπαρση, τον εγωτισμό, την αυταρέσκεια, την επιτήδευση, την τεμπελιά, τον παρασιτισμό των βολεμένων – εξ ου και γελοίων ψηλομύτηδων – σε δημόσιες θέσεις μεσοαστών και μικροαστών, περιφρονητών των λαϊκών ανθρώπων και τους «τιμωρεί» με το πάθημα-μάθημα του κεντρικού προσώπου. Ενας τέτοιος «ψηλομύτης» χάνει ξαφνικά τη μύτη του και υποψιαζόμενος ότι του την έκοψε ο κουρέας καθώς τον ξύριζε, εναγωνίως ψάχνει να τη βρει, γιατί χωρίς μύτη αδυνατεί να σταθεί στην …υψηλή κοινωνία. Ολα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν στο όνειρό του. Αν δεν αλλάξει μυαλά όταν ξυπνήσει θα παραμείνει γελοίος. Αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής αυτής συνεργασίας είναι ότι ο καλός ηθοποιός Βασίλης Ανδρέου, πρωτοδοκιμαζόμενος μάλιστα σκηνοθετικά, «διάβασε» εύστοχα και ευρηματικά τη «δηλητηριώδη» αλλά και παιγνιώδη γκογκολική σάτιρα, εμπνεόμενος αλλά και στηριζόμενος – τα μέγιστα – από το υποκριτικό ταλέντο και τη μεταμορφωτική ικανότητα σε διαφόρους ρόλους των τριών συναδέλφων του ηθοποιών – Νίκου Καρδώνη, Στέλιου Ιακωβίδη, Σοφίας Τσινάρη – θαυμάσιοι και οι τρεις, σε μια αλληλογονιμοποιό, πνευματώδους κωμικής εμβέλειας ερμηνευτική άμιλλα. Στήριγμα της παράστασης ήταν και η χιουμοριστική μουσική (Μάνος Αθανασιάδης) και οι ερμηνευτές της (Αργύρης Παρασκευάς, Γιάννης Πεδιαδάκης). Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

«Αναλόγιο» στο Εθνικό, μέρος πρώτο

  • Πολενάκης Λέανδρος
  •  Η ΑΥΓΗ: 22/05/2011

Για τέταρτη συνεχή χρονιά διοργανώθηκε από το Εθνικό Θέατρο κάτω από καλλιτεχνική επιμέλεια της Σίσσυς Παπαθανασίου το «Αναλόγιο», με αναγνώσεις νέων έργων Ελλήνων, και όχι μόνο, θεατρικών συγγραφέων. Είναι ένας χρήσιμος θεσμός που βοηθά τους ειδικούς και το κοινό να προσεγγίσει τις καινούργιες θεατρικές τάσεις ή να έρθει σε επαφή «από πρώτο χέρι» με τα έργα των δημιουργών, όπως είναι ακόμη με τον πυρετό τους, πριν ψηθούν στον «φούρνο» της σκηνής. Κάτι σαν επίσκεψη σε εργαστήριο ζωγράφου, γλύπτη, κυρίως αγγειοπλάστη, όπου η χειρωνακτική δουλειά δεν σταματά ποτέ, και δεν μπορείς να καταλάβεις το τελειωμένο έργο, αν δεν μυρίσεις τα φρέσκα χρώματα κι αν δεν αγγίξεις τον νωπό πηλό με το χέρι.

Το παρόν σημείωμα θα ασχοληθεί αποκλειστικά με τα κείμενα του φετινού Αναλόγιου, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ υφολογικό, ιδεολογικό κ.ά. φάσμα. Ορισμένα από αυτά ολοκληρωμένα, «τελειωμένα», δεν περιμένουν παρά μόνο την παράσταση για να ξυπνήσει το εντός τους έργο??? αλλά εν πορεία, σε αναζήτηση της οριστικής, ιδανικής ή «τέλειας» μορφής τους. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

O τολμών νικά

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
  • Κυριακή, 15 Μαΐου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Ο τολμών νικά, λοιπόν. Τι άλλο θα ταίριαζε στην περίπτωση της Πειραματικής Σκηνής, η οποία, σε καιρούς δύσκολους, έβαλε ένα τεράστιο στοίχημα και το κέρδισε πανηγυρικά, χωρίς κρατική επιχορήγηση, παρά μόνο με την αγάπη των θεατρόφιλων της Θεσσαλονίκης; Πολλές οι καλές δουλειές που φιλοξενήθηκαν στο ανοιξιάτικο φεστιβάλ της, ωστόσο μία ξεχώρισε, ο «Γλάρος», από την ομάδα Pequod (Πίκουοντ). Μία παράσταση που επαληθεύει, πέρα για πέρα, τη γνωστή ρήση του Καλδερόν, ότι το θέατρο δε θέλει παραπάνω από δυο σανίδια κι ένα πάθος για να λειτουργήσει και ν’ απογειωθεί. Σε μία γυμνή σκηνή (μοναδικό αντικείμενο ένα πιάνο) δέκα νέοι άνθρωποι ζωντάνεψαν με την ψυχή, τη φαντασία και το ταλέντο τους ένα από τα πιο θεατρόμορφα και δύσκολα έργα του Τσέχοφ, όπου πρωταγωνιστής είναι η ίδια η τέχνη του θεάτρου. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ανοιξιάτικες παραστάσεις

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • «Πόλις – κράτος» από το θίασο «Κανιγκούντα»
«Δεσποινίς Τζούλι»

Από το φυσικό και αρχιτεκτονικό κάλλος της αρχαίας Αθήνας φθάσαμε στην πολεοδομική, περιβαλλοντική και αρχιτεκτονική τερατωδία της σύγχρονης Αθήνας. Από τη δουλοκτητική Αθηναϊκή Δημοκρατία φθάσαμε στον εμμέσως δουλοκτητικό καπιταλισμό και στη σημερινή κρίση του. Από την αρχαία παιδούλα Μύρτι που πέθανε από το λοιμό που επέφερε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και η πολιορκία της Αθήνας, φθάσαμε στη σημερινή πολιτικο-κοινωνική «ζούγκλα» που «δολοφονεί» – μεταφορικά και κυριολεκτικά – παιδιά και ενήλικες, ντόπιους και μετανάστες. Το ελληνικό κράτος, από τη σύστασή του, το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, κυβερνούν φερέφωνα ξένων «προστατών» – κερδοσκόπων και εγχώριων «καρχαριών». Αυτό είναι το θέμα της αλληγορικά πολιτικοσατιρικής παράστασης «Πόλις – κράτος» του θιάσου «Κανιγκούντα» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Μια σπονδυλωτή παράσταση, που θυμίζει επιθεώρηση αλλά με νέα (θεματολογικά και αισθητικά) μορφή, συνθεμένη με σπαράγματα στίχων Ελλήνων ποιητών, κειμένων ιστορικών, δημοσιογραφικών, σχολίων του θιάσου, ελληνικά τραγούδια διαφόρων περιόδων, βίντεο και εκφραστικό χορό, που σαρκαστικά παραπέμπει στο «θίασο» που λέγεται «κράτος», το «κράτος» του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Αυτός ο εκάστοτε «θίασος» έχει και το «χορηγό» του, τον «κομπέρ» του, που ορίζει τα εκάστοτε τεκταινόμενα επί «σκηνής» (της πολιτικής «σκηνής» του δικομματισμού). Λ.χ., προσφάτως, «χορηγός» – «κομπέρ» του «θιάσου», όπως αποκαλύπτεται στο τέλος της παράστασης, ήταν ο Χριστοφοράκος της «Ζήμενς»… Τα κείμενα της παράστασης αναδράμουν στην Ιστορία μας, κυρίως στον 20ό αιώνα, με αναφορές στη Μικρασιατική Καταστροφή, την εκμετάλλευση των ξεριζωμένων στη «μητροπολιτική» πατρίδα, στην Εθνική Αντίσταση, στην επέμβαση των Αγγλων και το ματωμένο Δεκέμβρη του 1944, στις εκάστοτε κυβερνήσεις των οίκων Καραμανλή και Παπανδρέου (μέσω βίντεο οι παρελθόντες) και τη σημερινή (μέσω ενός ρόλου που ακούει στο όνομα «Γιώργος»). Μια παράσταση θεματολογικά επίκαιρη και ενδιαφέρουσα, που αρκετά τολμηρά καυτηριάζει τις «ημέρες», «τα έργα» και τις «συνέπειες» του πολιτικο-κοινωνικού μας συστήματος, με πικρόγευστης ειρωνείας κείμενα. Με χιουμοριστικά ευρηματική και γοργόρυθμη σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη. Με λιτά σκηνικά και κοστούμια της Θάλειας Ιστικοπούλου. Και με εύφορα χιουμοριστικές, ομόψυχης υποκριτικής άμιλλας ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς: Μαρία Κεχαγιόγλου, Μαρία Μαγκανάρη, Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, Ανθή Ευστρατιάδου, Ευθύμη Θέου, Γιώργο Φριντζήλα.

  • «Λεόντιος και Λένα» στις «Ροές»
«Λεόντιος και Λένα»

Αισθητική χαρά κι ελπίδα προκαλεί όταν νέοι καλλιτέχνες καταπιάνονται – ιδιαίτερα με την επικρατούσα σήμερα μετα-μεταμοντέρνα θεματολογική και μορφολογική ασυναρτησία και ασχημία – με σοβαρότητα, σεβασμό, φαντασία και καλαισθησία με ένα κλασικό έργο, όπως συμβαίνει με την παράσταση του έργου του Γκέοργκ Μπύχνερ «Λεόντιος και Λένα». Με σίγουρο «εφόδιο» την εξαιρετική (ξαναπαιγμένη), νοηματικά πιστή, αλλά και θεατρικά εύφορη, μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, μια ομάδα νέων ανθρώπων έσμιξαν τις δυνάμεις τους, την τολμηρή κοινωνικά κριτική σκέψη τους, τις αισθητικές τους αναζητήσεις, την παιγνιώδη φρεσκάδα, αλλά και την έμφυτη ευαισθησία της νιότης και έγιναν συνδημιουργοί μιας απολαυστικής και υψηλής αισθητικής ποιότητας παράσταση που, χωρίς να καταφεύγει σε «εκσυγχρονιστικά» τερτίπια, αναδεικνύει την πολύσημη και πολύπτυχη θεαματικά αλληγορία αυτής της φαινομενικά ρομαντικής και αίσιας ερωτικής κωμωδίας του πρόωρα χαμένου, μεγάλου και επαναστάτη ποιητή. Μια «παραμυθική» κωμωδία, με κεντρικό πρόσωπο τον Λεόντιο, γιο ενός βασιλιά, που επειδή ο πατέρας του αποφάσισε να παντρευτεί μια άγνωστή του βασιλοπούλα, το σκάει, μαζί με τον υπηρέτη του από τη χώρα του και περιπλανώμενος τυχαία συναντά μια – επίσης φευγάτη από τη χώρα της και για τον ίδιο λόγο – πριγκιποπούλα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται, παντρεύονται και επιστρέφοντας στη χώρα του Λεόντιου διαπιστώνουν ότι αυτόν ακριβώς το γάμο ήθελαν να επιβάλουν οι πατεράδες τους. Η «μοίρα» έπαιξε μαζί τους. Και, βέβαια, κανείς δεν ξέρει αν αυτός ο γάμος αποδειχτεί ευτυχής ή όχι. Ο Μπύχνερ αλληγορικά μιλά για τον παραλογισμό μιας αυταρχικής εξουσίας και τις «μαριονέτες» της – όργανα επιβολής των θελήσεών της. Για τη σύγκρουση εξουσιαστών – εξουσιαζομένων. Για το δικαίωμα της ελευθερίας του ανθρώπου. Τη φλόγα του νεανικού έρωτα, αλλά και τις «μοιραίες» συμπτώσεις στη ζωή του ανθρώπου, συμπτώσεις που τον ξαναγυρίζουν στη «μοίρα» από την οποία προσπάθησε να ξεφύγει. Κάνοντας μερικές περικοπές στο πρωτότυπο κείμενο, με συντελεστές το ευρηματικά σκηνικό του Αaron Minerbrook που συμβολίζει τον περίπλοκο «μηχανισμό» της εξουσίας, τα χρωματικά και σχεδιαστικά «παιγνιώδη» κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθοριστική του ήθους της παράστασης, μουσική και ηχητική επιμέλεια του Αλέξανδρου Μάντζαρη, με την πολύπειρη χορογραφική και κινησιολιογική καθοδήγηση της Σοφίας Σπυράτου, η πρωτοδοκιμαζόμενη στη θεατρική σκηνοθεσία Χλόη Μάντζαρη, με ένα αλληλοτροφοδοτικό «πάρε – δώσε» με τους νέους ηθοποιούς της διανομής, έστησε μια παράσταση ευφρόσυνη, «παιγνιώδη», με υπαινικτικό αλλά και άμεσο χιούμορ, που αναδεικνύει την ουσία και το ήθος του έργου. Μια σκηνοθεσία που «θράφηκε» αλλά και «έθρεψε» από το υποκριτικό ταλέντο, τη σκηνική χάρη, την κινησιολογική ελαφράδα, το χιούμορ των νέων ηθοποιών Μιχάλη Σαράντη (Λεόντιος), Γιώργου Νούση (Βαλέριο), Ζαφείρη Κουτελιέρη, Κωνσταντίνου Ραφαηλίδη (ακόλουθοι του βασιλιά), Βένιας Σταματιάδη (σε δύο ρόλους) και Σοφίας Γεωργοβασίλη (Λένα). Σαρκαστικά χιουμοριστικός ο «βασιλιάς» του έμπειρου Δημήτρη Κουτρουβιδέα.

  • «Δεσποινίς Τζούλι» στο «Τόπος αλλού»
«Πόλις – κράτος»

Αριστουργηματικής «οικονομίας» και ψυχογραφικής δύναμης, υπαρξιακό και ταυτόχρονα κοινωνικό δράμα, το έργο του Στρίντεμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια», παραμένει «πειρασμός» για ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Ποιος συγγραφέας δε θα ήθελε να έχει γράψει εκείνος αυτό το έργο που συμπυκνώνει όχι μόνο πολλές πτυχές των ανθρωπίνων πραγμάτων αλλά και της κοινωνίας. Τις συγκρουσιακές σχέσεις των δύο φύλων, την ερωτική στέρηση, τον ταξικά ανάρμοστο έρωτα, τη ανομολόγητη σαρκική έλξη, τη ζήλεια, την πίστη και απιστία, το θεσμό του γάμου, τον πόθο για καλοζωία, τις ταξικές διαφορές, τη φιλοδοξία για κοινωνική αναρρίχηση, την ψυχολογία υποταγής, αλλά και το μίσος για τους ταξικά ισχυρότερους. Σε κάθε εποχή και τόπο ενδέχεται κάποιες γυναίκες της άρχουσας τάξης να επιθυμήσουν και να σμίξουν ερωτικά με τον υπηρέτη τους, αλλά και να «πληρώσουν» ακριβά γι’ αυτό. Η σκέψη ότι στην εποχή μας συμβαίνουν συχνά ανάλογα δράματα, οδήγησε μάλλον τον Αγγλο συγγραφέα Πάτρικ Μάρμπερ να μεταγράψει το στριμπεργκικό δράμα, τιτλοφορώντας του, επί το αγγλικότερο, «Δεσποινίς Τζούλι». Ο Μάρμπερ το μόνο που έκανε ήταν να προσαρμόσει τη γλώσσα του έργου και τη συμπεριφορά των προσώπων με το σήμερα. Η Τζούλι δεν είναι κόρη ενός αριστοκράτη αλλά ενός μεγαλοαστού. Ο συνομίληκός της, υπηρέτης Τζον, όπως και ο στριντμπεργκικός Ζαν, μεγάλωσε υπηρετώντας τον πατέρα της Τζούλι, όπως χρόνια υπηρέτρια είναι και η αρραβωνιασμένη με τον Τζον, Χριστίνα. Οπως και στο στριντεμπεργκικό έργο, έτσι και στο έργο του Μάρμπερ η Τζούλι, θα σμίξει ερωτικά με τον Τζον, θα ταπεινωθεί από το ταξικό του μίσος και το φαλλοκρατισμό του και θα οδηγηθεί στην αυτοχειρία. Η Μίνα Αδαμάκη αγαπώντας το πρωτότυπο, σεμνά και μετρημένα υπογράφει τη μετάφραση του έργου του Μάρμπερ, αλλά και τη σκηνοθεσία, το σκηνικό και τη μουσική επιμέλεια, με συνεργάτριες τις Μίκα Πανάγου (κοστούμια) και Κατερίνα Μαραγκουδάκη (φωτισμοί). Η σκηνοθεσία της καθοδήγησε και απέσπασε καλές ερμηνείες από τους Μάξιμο Μουμούρη (εκφραστικά κυνικός Τζον), Τζωρτζίνα Παλαιοθεοδώρου (λιτή και φυσική Χριστίνα), και Μαρία Σολωμού (αρμόζουσα φυσιογνωμικά, αλλά κάπως τηλεοπτική Τζούλι).

ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 18 Μάη 2011

Η φαντασία της ελευθερίας

  • Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
  • Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Το εξάωρο δρώμενο δεν προκαλεί κανένα συναίσθημα. Ισως αυτό της πλήξης μετά τη ρέμβη του πρώτου ξαφνιάσματος. Ομως και η πλήξη εδώ έχει άλλη υφή. Είναι μια πλήξη αμνησίκακη, γαλήνια, σαν να βλέπουμε για πολλή ώρα τη βροχή ή τον παφλασμό της θάλασσας, δηλαδή ένα φαινόμενο φυσικό, αναπότρεπτο, με μυστηριώδες νόημα.

 Μήτε καν θλίψη δεν αισθανόμαστε με αυτούς τους σκλάβους της ρουτίνας, της αέναης επιστροφής σε ένα καθεστώς ζωής που επαναλαμβάνεται ήρεμα, σε αμέτρητες παραλλαγές, μέχρι να σβήσουμε.

Ανάμεσα στην πόρτα εισόδου, την κουζίνα, το μπάνιο και το λευκό διπλό κρεβάτι, νέοι άνθρωποι με τζιν, μπουφάν, σακίδια, αλογοουρές, μπαίνουν, περιφέρονται σιωπηλοί μέσα στον άδειο χώρο-κοινόβιο, χάνονται. Η απτόητη σπιτική καθημερινότητα με φόντο ένα υπέροχο άνοιγμα στον έξω κόσμο. Αστικά τοπία που αλλάζουν συνεχώς, σαν να σαλπάρουν σε αέρα και γη. Η Αθήνα από το μπαλκόνι με τους θορύβους της σαν μακρινός ηχητικός βόμβος. Απέναντι πολυκατοικίες, ο ουρανός το ξημέρωμα και το δειλινό, η Ακρόπολις, κεντρικοί δρόμοι τη νύχτα, μπουγάδες σε ταράτσες, λιμάνια στη συννεφιά, η θάλασσα σε διάφορες αποχρώσεις, κάπου κάπου βεγγαλικά, ή πουλιά που διασχίζουν τον ορίζοντα. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Εμοιαζε να μην παίζει θέατρο

  • Ο Λευτέρης Βογιατζής στο «Θερμοκήπιο» έχτισε τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του
  • Του Σπυρου Παγιατακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 15 Mαϊου 2011

Ελάχιστοι -δηλαδή σχεδόν κανένας- είναι αυτοί που ακούγοντας έναν πιανίστα να παίζει, ας πούμε, το τρίτο κονσέρτο του Ραχμάνινοφ θα έλεγαν: «Αυτό θα μπορούσα να το παίξω κι εγώ!». Ούτε κατά διάνοια! Ακόμα λιγότεροι είναι όσοι βλέποντας έναν κλασικό πίνακα ζωγραφικής (εννοείται μιας προ-μοντέρνας «δύσκολης» ζωγραφικής κι όχι κάποιας τωρινής αφηρημένης σύνθεσης ) θα έλεγαν: «Χαρά στο πράμα! Κι εγώ θα τα κατάφερνα έτσι και καλύτερα». Με στο θέατρο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ολοι, λίγο πολύ, οι θεατές είναι κάπου μέσα τους πεπεισμένοι ότι «έτσι» θα μπορούσαν να παίξουν κι αυτοί. Κι όσα λιγότερα κάνει ο ηθοποιός, τόσο περισσότεροι θα το έλεγαν. Μια απλοϊκή άποψη που κυριαρχεί λέει: τι στην αλήθεια κάνουν οι ηθοποιοί; Περπατούν πάνω-κάτω στη σκηνή, μιλάνε, θυμώνουν, γελάνε, με δυο λόγια κάνουν ό,τι κάνουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι. Δύσκολο; Πανδύσκολο! Σχεδόν όσο και να παίζεις το τρίτο κονσέρτο του Ραχμάνινοφ. Τα σκεφτόμουν αυτά παρακολουθώντας τώρα τον Λευτέρη Βογιατζή στο «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ. Ενας άριστος ηθοποιός στον καλύτερο -πιστεύω- ρόλο του. Ενας ηθοποιός που «έμοιαζε να μην παίζει». Ενας ηθοποιός, ο οποίος έβαλε σε εφαρμογή το αληθινό και το ψεύτικο μαζί, όπως ακριβώς το θέλησε και ο ίδιος ο Χάρολντ Πίντερ που όταν -το 1958- έγραφε το «Θερμοκήπιο» τόνιζε το γεγονός ότι «δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό…». Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου