«Θραύσματα» του Σάμουελ Μπέκετ Φεστιβάλ «Θέατρο πέρα από τα όρια»- Αττική Πολιτιστική Εταιρεία
30 Μαΐου, 2009 Σχολιάστε
-
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 23 Μαΐου 2009
-
Η φλόγα της ύπαρξης
- Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
- «Το γράψιμο είναι μια καταραμένη, φρικτή αγγαρεία», όμως «τρομοκρατούμαι μερικές φορές στην ιδέα ότι η φαγούρα της συγγραφής έχει θεραπευτεί».
Ο Μαρτσέλο Μάνι και ο Καλίφα Νατούρ στα «Θραύσματα»
Και οι δύο φράσεις ανήκουν στον Σάμουελ Μπέκετ, με την ίδια φυσικότητα που το έργο του κυμαίνεται ανάμεσα στη θεμελιακή απουσία νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, στο ακατανίκητο σαράκι της ζωής και την παράλογη, ηρωική επιθυμία για συνέχιση της πεζής και μάταιης ρουτίνας της. Πίσω από τον περιβόητο μπεκετικό πεσιμισμό προβάλλει ενίοτε ένα πηγαίο κωμικό ένστικτο που μυρίζει ελπίδα -ή μήπως πρόκειται για καμουφλάζ θανάτου;
Με το ενδεχόμενο να είναι αμφότερα, πλην με μια βαρύνουσα κλίση στο γέλιο («δεν υπάρχει τίποτε κωμικότερο από τη δυστυχία», Μπέκετ), ο Πίτερ Μπρουκ, ως ένας άλλος κορυφαίος μάστορας του απόλυτου μινιμαλισμού με ζωογόνο απόθεμα μεταφυσικής σιωπής, σκηνοθετεί τα «Θραύσματα» του Μπέκετ με συναισθηματική γενναιοδωρία, λεπτότητα και χιούμορ, χαρίζοντάς μας -εύγε στην πρωτοβουλία της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας- μια βραδιά μεγάλης θεατρικής ευτυχίας.
Στο «Θέατρο Ι», μια ακόμη μπεκετική δυάδα της συμφοράς σε σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης, ο Α και ο Β, ένας ξερακιανός τυφλός ζητιάνος (Khalifa Natour) και ένας ετοιμοπόλεμος σακάτης σε καρότσι (Marcello Magni), που με ένα κοντάρι κωπηλατεί δραστήρια το χάλι του πέρα – δώθε στην άδεια σκηνή, διαπραγματεύονται την ανάγκη τους για συνεταιρισμό («ταιριάζουμε οι δυο μας»). Γαιώδεις, αστείοι, πονηροί, γελούν στωικά με τον εαυτό τους κι εμείς μαζί τους. «Γιατί δεν πεθαίνεις;», ρωτά ο Β. «Το ‘χω σκεφτεί», απαντά ο Α. «Ναι, αλλά δεν το ‘κανες». «Δεν είμαι αρκετά δυστυχής». Ονειρα φιλίας, όρεξη για ζωή, σκληρότητα και τρυφερότητα εναλλάσσονται με μπριόζα λογική, μέχρι την απρόσμενη τελευταία εικόνα. Κανένα τέλος ζωής αλλά και καμιά καινούργια ελπίδα…
Με τις δυναμικές της σωματικής κωμωδίας σε θριαμβευτική εφαρμογή, στην «Πράξη χωρίς λόγια» οι ηθοποιοί υποδύονται δύο τύπους που κοιμούνται ειρηνικά μέσα στους σάκους τους μέχρις ότου ένα ραβδί, που κατεβαίνει με νόημα από ψηλά, τους ξυπνήσει στο καθήκον της ύπαρξης. Ο ένας το διεκπεραιώνει σκουντούφλικα και γκρινιάρικα.
Ντύνεται στραβά, μασά και φτύνει αηδιασμένος το ημερήσιο καρότο του, σέρνει λίγο τους δύο σάκους, βαριέται, εγκαταλείπει, ξεντύνεται, πίσω στον σάκο. Ο άλλος ακολουθεί την ίδια ρουτίνα, απολαμβάνοντας χαρούμενα και τραγουδιστά κάθε πληκτική λεπτομέρειά της. Η θαυμάσια παντομίμα στάσεων ζωής, χειρίζεται το χάρισμα του Μπέκετ στη μιμητική κωμωδία με λιγότερη άδυτη εσωτερικότητα και αμφισημία απ’ ό,τι προβλέπει ο ίδιος, όμως το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικά διαυγές, ανθρώπινο και πάρα πολύ αστείο.
Στο «Νανούρισμα», μια μοναχική γυναίκα (Haley Carmichael) καθισμένη στην καρέκλα της, σκέφτεται φωναχτά την ανακούφιση του τέλους, ατενίζοντας από ένα νοητό παράθυρο προς τα έξω, σε γη και ουρανό, μέσα της, μέσα από άλλους, προς τα πάνω, στο απέραντο, τρομερό άγνωστο. Ερμηνεία απέριττη, πράα, ακριβής, σε μία ελλειπτική συνθηματική γλώσσα, που στην ουσία ούτε προφέρεται ούτε γράφεται και δεν προτείνει παρηγοριά, όμως εκπέμπει το αναπτερωτικό φως της ποίησής της μέσα στο θολό, πολύβουο τοπίο μας.
Στο «Πηγαιν’-έλα» οι άνδρες ηθοποιοί υποδύονται δύο ηλικιωμένες κυρίες με εξωφρενικά καπέλα. Καθισμένη ανάμεσά τους στο παγκάκι, η γυναίκα ηθοποιός στον ρόλο της τρίτης τής παρέας. Ολες μαζί ανακαλούν το παρελθόν, με ενδιάμεσες σφήνες κουτσομπολιού μόλις κάποια στρίψει την πλάτη. Ενα κωμικό νούμερο με την ελαφρότητα του μιούζικ χολ, υπέροχα υπαινικτικό και αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο. Η απλότητα του μεγάλου θεάτρου. *
Πρόσφατα σχόλια