«Θραύσματα» του Σάμουελ Μπέκετ Φεστιβάλ «Θέατρο πέρα από τα όρια»- Αττική Πολιτιστική Εταιρεία

  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 23 Μαΐου 2009

  • Η φλόγα της ύπαρξης

  • Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
  • «Το γράψιμο είναι μια καταραμένη, φρικτή αγγαρεία», όμως «τρομοκρατούμαι μερικές φορές στην ιδέα ότι η φαγούρα της συγγραφής έχει θεραπευτεί».

Ο Μαρτσέλο Μάνι και ο Καλίφα Νατούρ στα «Θραύσματα»

Ο Μαρτσέλο Μάνι και ο Καλίφα Νατούρ στα «Θραύσματα»

Και οι δύο φράσεις ανήκουν στον Σάμουελ Μπέκετ, με την ίδια φυσικότητα που το έργο του κυμαίνεται ανάμεσα στη θεμελιακή απουσία νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, στο ακατανίκητο σαράκι της ζωής και την παράλογη, ηρωική επιθυμία για συνέχιση της πεζής και μάταιης ρουτίνας της. Πίσω από τον περιβόητο μπεκετικό πεσιμισμό προβάλλει ενίοτε ένα πηγαίο κωμικό ένστικτο που μυρίζει ελπίδα -ή μήπως πρόκειται για καμουφλάζ θανάτου;

Με το ενδεχόμενο να είναι αμφότερα, πλην με μια βαρύνουσα κλίση στο γέλιο («δεν υπάρχει τίποτε κωμικότερο από τη δυστυχία», Μπέκετ), ο Πίτερ Μπρουκ, ως ένας άλλος κορυφαίος μάστορας του απόλυτου μινιμαλισμού με ζωογόνο απόθεμα μεταφυσικής σιωπής, σκηνοθετεί τα «Θραύσματα» του Μπέκετ με συναισθηματική γενναιοδωρία, λεπτότητα και χιούμορ, χαρίζοντάς μας -εύγε στην πρωτοβουλία της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας- μια βραδιά μεγάλης θεατρικής ευτυχίας.

Στο «Θέατρο Ι», μια ακόμη μπεκετική δυάδα της συμφοράς σε σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης, ο Α και ο Β, ένας ξερακιανός τυφλός ζητιάνος (Khalifa Natour) και ένας ετοιμοπόλεμος σακάτης σε καρότσι (Marcello Magni), που με ένα κοντάρι κωπηλατεί δραστήρια το χάλι του πέρα – δώθε στην άδεια σκηνή, διαπραγματεύονται την ανάγκη τους για συνεταιρισμό («ταιριάζουμε οι δυο μας»). Γαιώδεις, αστείοι, πονηροί, γελούν στωικά με τον εαυτό τους κι εμείς μαζί τους. «Γιατί δεν πεθαίνεις;», ρωτά ο Β. «Το ‘χω σκεφτεί», απαντά ο Α. «Ναι, αλλά δεν το ‘κανες». «Δεν είμαι αρκετά δυστυχής». Ονειρα φιλίας, όρεξη για ζωή, σκληρότητα και τρυφερότητα εναλλάσσονται με μπριόζα λογική, μέχρι την απρόσμενη τελευταία εικόνα. Κανένα τέλος ζωής αλλά και καμιά καινούργια ελπίδα…

Με τις δυναμικές της σωματικής κωμωδίας σε θριαμβευτική εφαρμογή, στην «Πράξη χωρίς λόγια» οι ηθοποιοί υποδύονται δύο τύπους που κοιμούνται ειρηνικά μέσα στους σάκους τους μέχρις ότου ένα ραβδί, που κατεβαίνει με νόημα από ψηλά, τους ξυπνήσει στο καθήκον της ύπαρξης. Ο ένας το διεκπεραιώνει σκουντούφλικα και γκρινιάρικα.

Ντύνεται στραβά, μασά και φτύνει αηδιασμένος το ημερήσιο καρότο του, σέρνει λίγο τους δύο σάκους, βαριέται, εγκαταλείπει, ξεντύνεται, πίσω στον σάκο. Ο άλλος ακολουθεί την ίδια ρουτίνα, απολαμβάνοντας χαρούμενα και τραγουδιστά κάθε πληκτική λεπτομέρειά της. Η θαυμάσια παντομίμα στάσεων ζωής, χειρίζεται το χάρισμα του Μπέκετ στη μιμητική κωμωδία με λιγότερη άδυτη εσωτερικότητα και αμφισημία απ’ ό,τι προβλέπει ο ίδιος, όμως το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικά διαυγές, ανθρώπινο και πάρα πολύ αστείο.

Στο «Νανούρισμα», μια μοναχική γυναίκα (Haley Carmichael) καθισμένη στην καρέκλα της, σκέφτεται φωναχτά την ανακούφιση του τέλους, ατενίζοντας από ένα νοητό παράθυρο προς τα έξω, σε γη και ουρανό, μέσα της, μέσα από άλλους, προς τα πάνω, στο απέραντο, τρομερό άγνωστο. Ερμηνεία απέριττη, πράα, ακριβής, σε μία ελλειπτική συνθηματική γλώσσα, που στην ουσία ούτε προφέρεται ούτε γράφεται και δεν προτείνει παρηγοριά, όμως εκπέμπει το αναπτερωτικό φως της ποίησής της μέσα στο θολό, πολύβουο τοπίο μας.

Στο «Πηγαιν’-έλα» οι άνδρες ηθοποιοί υποδύονται δύο ηλικιωμένες κυρίες με εξωφρενικά καπέλα. Καθισμένη ανάμεσά τους στο παγκάκι, η γυναίκα ηθοποιός στον ρόλο της τρίτης τής παρέας. Ολες μαζί ανακαλούν το παρελθόν, με ενδιάμεσες σφήνες κουτσομπολιού μόλις κάποια στρίψει την πλάτη. Ενα κωμικό νούμερο με την ελαφρότητα του μιούζικ χολ, υπέροχα υπαινικτικό και αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο. Η απλότητα του μεγάλου θεάτρου. *

«Ο εφιάλτης της ευτυχίας» και «Sabine X» από το Εθνικό Θέατρο. «Θραύσματα»

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 27 Μάη 2009
  • Κειμενικές και σκηνικές αναζητήσεις
«Ο εφιάλτης της ευτυχίας»
  • «Ο εφιάλτης της ευτυχίας» από το Εθνικό Θέατρο («Κοτοπούλη – Ρεξ» )
  • Ο ηθοποιός, καλύτερα από όλους τους άλλους συντελεστές του θεάτρου, ξέρει ότι εν αρχή ην ο λόγος, και ότι εκείνος γίνεται φορέας και πομπός του λόγου. Κι ότι ο λόγος, κι όχι τα εντυπωσιοθηρικά σκηνοθετιλίκια, καθορίζει όλη την ουσία, όλες τις πτυχές του κάθε προσώπου – ρόλου. Αυτό το μεγάλο κρατούμενο στη θεατρική τέχνη το έμαθε και το συνειδητοποίησε δουλεύοντας ως ηθοποιός η Μεξικανή – σπουδαγμένη στη Γερμανία – Γιουστίνε ντελ Κόρτε, όπως φαίνεται από το πρώτο της θεατρικό έργο «Ο εφιάλτης της ευτυχίας». Αυτό το έμαθε, λόγω πολύχρονης σκηνοθετικής πείρας του και ο Γιάννης Χουβαρδάς, όπως αποδείχνει ανεβάζοντας το έργο της Κόντε (στο «Κοτοπούλη», σε μια απέριττη, χωρίς σκηνικά, χωρίς σκηνοθετικά κόλπα παράσταση. Διαθέτοντας την καθημερινής χυμώδους αμεσότητας γλώσσα της μετάφρασης (Γιώργος Δεπάστας – Μαρία Μάντη) και ταλαντούχους ηθοποιούς, επιβεβαίωσε ότι στο θέατρο τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει ο ηθοποιός, η υποκριτική τέχνη. Το έργο της Κόντε, διαρθρωμένο με 47 – μικρές έως και μονόλεπτες – σπονδυλωτές σκηνές, δίνοντας άμεσες και έμμεσες σκηνικές και ερμηνευτικές οδηγίες, αρχικά μοιάζει χύμα. Καθώς, όμως, τα πρόσωπα που έπλασε επανέρχονται και εκθέτουν όλο και περισσότερο τα βιώματα, την ψυχή, τα καθημερινά προβλήματά τους, την απογοήτευση, τη μοναξιά, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τις διαψευσμένες ελπίδες της νιότης για ένα μερίδιο ευτυχίας, ο θεατής διαπιστώνει ότι το έργο διαθέτει ένα γερό αλλά υπόκρυφο μυθοπλαστικό και θεματολικό ιστό, συνθεμένο (αλλού ανάλαφρα, αλλού με πικρό χιούμορ, αλλού με υποδόρια δραματικότητα), συνθεμένο με φέτες ζωής που αναλογούν σε αμέτρητους σημερινούς ανθρώπους, διαφόρων ηλικιών. Μοναδικό εύρημα αλλά και κόσμημα της παράστασης είναι η χρήση έντεκα γνωστών ξένων τραγουδιών (ενορχηστρώσεις Νίκου Πλάτανου), ερμηνευμένα από καλλίφωνους ηθοποιούς, που παίζουν και διάφορα μουσικά όργανα. Ολοι, ανεξαιρέτως, οι ηθοποιοί καταθέτουν τις καλύτερες υποκριτικές ικανότητές τους. Ο ένας καλύτερος από τον άλλο, ανεξάρτητα από το μέγεθος των ρόλων τους. Δύσκολο, ίσως και άδικο, να ξεχωρίσει κανείς κάποιους, σε μια παράσταση τόσο υψηλού ερμηνευτικά συνόλου. Ολοι είναι άξιοι επαίνου και αναφοράς (με τη σειρά εμφάνισής τους): Γιώργος Γλάστρας, Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρης Λιγνάδης, Λούσιο Βίκτορ, Σωκράτης Πατσίκας, Λουκία Μιχαλοπούλου, Κόρα Καρβούνη, Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Μάκης Παπαδημητρίου, Χιροσίμα – Ερμής Χατανάκα, Λουίζα Κωστούλα, Ολγα Δαμάνη, Στεφανία Γουλιώτη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Ελένη Κοκκίδου, Εφη Παπαθεοδώρου, Τιτίκα Σαριγκούλη, Δημήτρης Κουτρουβιδέας, Αλεξάνδρα Αϊδίνη.
«Ο πίθηκος του Κάφκα»
  • «Sabine X» από το Εθνικό Θέατρο («Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας»)
  • Aναίτια καμιά μάνα δε γίνεται παιδοκτόνος; Η παιδοκτονία της Μήδειας οφείλεται σε πολλά. Στην απιστία του φιλόδοξου, ατομιστή, αχάριστου Ιάσονα, στη συνειδητοποίηση ότι ενώ για χάρη του πρόδωσε δικούς και πατρίδα, ανταμείβεται με εξορία της ίδιας και των παιδιών της και καταδίκη της να περιπλανιέται άπατρης πια. Αναίτιες δε θα ήταν και οι παιδοκτονίες, πριν λίγα χρόνια στη Γερμανία, μιας γυναίκας, της Σαμπίνε, η οποία, όπως αποκαλύφθηκε, δολοφόνησε και έθαψε στη γη και σε γλάστρες του πατρικού σπιτιού της εννιά νόθα παιδιά της. Η υπογράφουσα αγνοεί ποιες αιτίες θεώρησαν ως πιθανές η γερμανική κυβέρνηση και δικαιοσύνη. Πάντως, τίποτα από όσα συμβαίνουν στον άνθρωπο και στην κοινωνία δεν είναι αναίτιο και ανεξήγητο. Επόμενα και οι παιδοκτονίες της γυναίκας αυτής κάποιο ή πολλά αίτια είχαν. Αρκεί να θέλει κανείς να τα δει, να τα εξηγήσει, να τα ονομάσει. Πράγμα, που δεν έκανε, τολμηρά και συγκεκριμένα, ο Μανώλης Τσίπος, με το βασιζόμενο στο πραγματικό γεγονός έργο του «Sabine X». Αφησε όμως στην κρίση του θεατή και κάποιες θολές υποθέσεις του. Εκείνος που δε θέλησε να δει, να πει, να υποδείξει, έστω μόνο μια αιτία που προκαλεί μια τέτοια τραγωδία, αλλά και αχρήστευσε εντελώς τις θολές υποθέσεις του συγγραφέα, είναι ο σκηνοθέτης της παράστασης. Πρόθεση του Ανέστη Αζά, ήταν να εντυπωσιοθηρήσει, φορτώνοντας το έργο με αχρείαστα, δήθεν παιγνιώδη, δήθεν ειρωνικού χιούμορ, ευρήματα, νομίζοντας, ίσως, ότι έτσι διαφυλάσσει το έργο από τον κίνδυνο να θεωρηθεί μελοδραματικό. Η σκηνοθεσία στέρησε από το έργο κάθε ίχνος κοινωνικού περιεχομένου. Αλλά και αισθητικά το μπουρδούκλωσε τόσο που να μη είναι ούτε υπαρξιακό, ούτε οικογενειακό, ούτε κοινωνικό δράμα, ούτε σάτιρα, ούτε κωμωδία. Το μετέτρεψε σε κάτι μεταξύ θεάτρου του παραλόγου και μεταμοντέρνας γελοιοποίησης της τρομερής τραγωδίας που λέγεται παιδοκτονία. Η σκηνοθεσία αχρήστευσε και την εξαιρετική, αισθαντική, άμεση, αληθινή ηθοποιό Μαρία Τσιμά, ζητώντας της να υποδυθεί μια χωρίς – ψυχιατρική, συναισθηματική, κοινωνική, οικογενειακή, εργασιακή ή άλλη αιτία – ελευθεριάζουσα σεξουαλικά με αγνώστους, παιδοκτόνο. Η σκηνοθεσία κατάντησε σαχλαμάρα, ακόμα και μια σκηνή που μπορούσε να γίνει δραστικό πολιτικο-κοινωνικό σχόλιο και να αναδείξει κάποια σημαντική αιτία για τις παιδοκτονίες της Σαμπίνε. Τη σκηνή της πολιτικού που αγορεύοντας στη Βουλή, έστω υποκριτικά, αναφέρει ως πιθανά αίτια των παιδοκτονιών της Σαμπίνε, την ανεργία, την κοινωνική ανασφάλεια και περιθωριοποίηση του αδύναμου κοινωνικο-οικονομικά ανθρώπου, το πενιχρό επίδομα γέννας προς τις ανύπαντρες και άνεργες μητέρες, με αποτέλεσμα τη μοναξιά, τον αλκοολισμό, το ανερμάτιστο σεξ. Η σκηνοθεσία δεν αξιοποίησε σαν καυστικό σχόλιο ούτε τη σκηνή για την αθλιότητα των ΜΜΕ απέναντι στην τραγωδία της παιδοκτόνου. Κατά τον σκηνοθέτη, η Σαμπίνε είναι – απλώς και μόνο – μια αγαθιάρα, μπεκρού και σεξομανής που πνίγει τα μωρά της, αναίτια, ασυνειδητοποίητα, χωρίς αίσθημα ντροπής και δυστυχίας. Ούτε γάτα να ήταν… Ο σκηνοθέτης περιπαίζοντας το θέμα του έργου (που με άλλη σκηνοθεσία θα μπορούσε να αποκτήσει ουσιαστικότερο νόημα και να δικαιολογήσει τη βράβευσή του), ώθησε και τους ηθοποιούς να το περιπαίξουν. Και μια απορία: Ποιο, πώς, πόσο σοβαρά καταρτισμένο, σεβαστικό, ωφέλιμο για το κάθε έργο, τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες ρόλο παίζουν οι εμφανιζόμενοι, ως δραματολογική συνεργασία, τους οποίους τα κρατικά θέατρα υποχρεούνται να προσλαμβάνουν;
«Θραύσματα»
  • Μπέκετ και Κάφκα – «Θέατρο πέρα από τα όρια»
  • Το φετινό Φεστιβάλ «Πέρα από τα όρια» περιέλαβε δύο παραστάσεις, αληθινή «ευλογία» για την τέχνη του θεάτρου, με τη σοφά απέριττη, υψηλής αισθητικής – σκηνοθετική και ερμηνευτική ανάγνωση, σπουδαίων, μάλιστα, κειμένων. Αναφερόμαστε στο μόνιμο συμμέτοχο αυτού του φεστιβάλ, Πίτερ Μπρουκ, ο οποίος, ανέβασε σε ενιαία παράσταση, υπό τον τίτλο «Θραύσματα», τέσσερα μικρά κείμενα του Μπέκετ – τρία διαλογικά και ένα βουβό («Θέατρο Ι», «Νανούρισμα», «Πράξη χωρίς λόγια ΙΙ», «Πηγαινέλα»), που παρά την εκπληκτική συντομία τους συμπυκνώνουν, στο μέγιστο βαθμό, τον οικουμενισμό της μπεκετικής θεματολογίας για την απαξίωση του νοήματος και τις χαμένες προσδοκίες της ζωής, τη μοναξιά, την κατάπτωση του μακραίωνου μέσου επικοινωνίας των ανθρώπων – του λόγου, τα γηρατειά και το θάνατο. Με τη λιτότατη, χωρίς σκηνικά και σκηνοθετικά φτιασίδια, σκηνοθετική καθοδήγηση του Μπρουκ και τις εξαιρετικά ακριβείς και εκφραστικές ερμηνείες των Καλίφα Νάτουρ, Χέιλι Καρμάικλ και Μαρτσέλο Μάνι, μέσα από το ανάλαφρο χιούμορ αλλά και τη δηλητηριώδη ειρωνεία αναδύθηκε όλο το βάθος, όλη η ουσία της μπεκετικής αγωνίας και μελαγχολίας, για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
  • Μεγάλη, αλησμόνητη αποκάλυψη αποτέλεσε η ερμηνεία της γνωστής στην Αγγλία, αλλά άγνωστης και πρωτοεμφανιζόμενης στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό, Ελληνίδας ηθοποιού Κάθριν Χάντερ, με τον «Πίθηκο του Κάφκα» (διασκευή του καφκικού διηγήματος «Αναφορά στην Ακαδημία» από τον Κόλιν Τίβαν), από το λονδρέζικο θέατρο «Yoong Vic». Η υπογράφουσα δε γνωρίζει ποιους άλλους ρόλους και πόσο καλά τους ερμήνευσε η Κάθριν Χάντερ. Η ερμηνεία της, όμως, ως πίθηκος που βιαίως εξαναγκάστηκε από κυνηγούς να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο και καλείται από ακαδημαϊκούς (καταγόμενοι κι από αυτοί από τον πίθηκο, όπως όλο το ανθρώπινο γένος) να διηγηθεί πώς έγινε και πώς ζει σαν «άνθρωπος», ήταν «θηριώδους» δύναμης – φωνητικής, κινησιολογικής, ψυχοδιανοητικής – και μεταμορφωτικής ικανότητας. Ερμηνεία συναρπαστική, σπάνιας τέχνης και τεχνικής. Ερμηνεία, επιπλέον με μοναδική αίσθηση του χιούμορ ως επικαλύμματος της μελαγχολικής επίγνωσης ότι ο άνθρωπος δεν εξυψώθηκε πλήρως από το επίπεδο του ζώου. Οτι με τα ήθη, τον τρόπο ζωής, τις συμπεριφορές, τις συνήθειες, την υποκρισία, τη βιαιότητά του καταντά το χειρότερο είδος ζώου, το πιο επικίνδυνο και για τη φύση και για την κοινωνία. Συντελεστές αυτής της υπέροχης ερμηνείας είναι οι: Βάλτερ Μεγεργιόχαν (σκηνοθεσία), Ιλάν Ρέιχελ (κινησιολογία), Νικόλα Κονταμπάσια (μουσική επιμέλεια).

«Θραύσματα» (Θέατρο Ι, Νανούρισμα, Πράξη Χωρίς Λόγια ΙΙ, Πηγαινέλα), μικρά κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Πίτερ Μπρουκ

  • Ούτε καν οι σκοτούρες μας

  • «Θραύσματα» (Θέατρο Ι, Νανούρισμα, Πράξη Χωρίς Λόγια ΙΙ, Πηγαινέλα), μικρά κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Πίτερ Μπρουκ στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» (Αττική Πολιτιστική Εταιρεία)

  • ΚΡΙΤΙΚΗ: ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 17 Μαΐου 2009
  • Πόσο λίγο είναι αρκετό; Πόσο είναι το μίνιμουμ που χρειάζεται ώστε να συντελεσθεί μια πλήρης θεατρική πράξη; Ο Μπέκετ, μανιώδης της αφαίρεσης, υποβάλλει συνεχώς το είδος σε δοκιμασία. Και δεν ηρεμεί αν δεν φτάσει στα άκρα. Τι θα γίνει αν οι ήρωες σταματήσουν να μιλούν; ΣτοΠράξη Χωρίς Λόγια ΙΙδεν εκστομίζουν ούτε μία συλλαβή. Τι θα γίνει αν τους αφήσουμε χωρίς σκηνικά; ΣτοΝανούρισμαυπάρχει μονάχα μια κουνιστή καρέκλα. Τι θα γίνει αν τους στερήσουμε την πολυτέλεια του χρόνου; ΤοΠηγαινέλαείναι ζήτημα αν κρατάει περισσότερο από δέκα λεπτά.
  • Τι θα γίνει, τέλος, αν οι ήρωες σταματήσουν να είναι ήρωες; Αν παραμείνουν στη σκηνή απλώς ως φιγούρες υπαρξιακής παρόρμησης, που επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις ξανά και ξανά, μέρα βγαίνει νύχτα μπαίνει, με την ίδια ακαταπόνητη ακρίβεια, αιχμάλωτοι του ρυθμού της ζωής, του μικρόκοσμου της καθημερινότητας, ταυτόχρονα όμως ανίκανοι να εγκαταλείψουν τον εφιάλτη τους;
  • «Καιρός να σταματήσει», καιρός να σταματήσει να πηγαίνει μπρος-πίσω στην κουνιστή καρέκλα της σκέπτεται η γυναίκα τουΝανουρίσματος,και όμως, σαν υπνωτισμένη, δεν σταματά: το λίκνισμα αποκοιμίζει γλυκά την απόγνωση. Η ύστατη ψευδαίσθηση ελευθερίας σε έναν κόσμο απίστευτης μοναξιάς. «Κι άλλο» μονολογεί με τα χέρια της γαντζωμένα στα χέρια της καρέκλας: δεν υπάρχει κανένας να μας ακούσει, δεν υπάρχει κανένας να μας λικνίσει, αλλά εμείς ζητάμε «κι άλλο».
  • Η ρουτίνα μάς κρατάει ζωντανούς: σαν τους πλανόδιους που περιμένουν τον Γκοντό, σαν τη γυναίκα που αυτονανουρίζεται, σαν τους άνδρες τούΠράξη Χωρίς Λόγια ΙΙπου μπαινοβγαίνουν στα σακιά τους, πλένουν τα δόντια τους, τρώνε ένα καρότο, πίνουν ένα χάπι, βουρτσίζουν τα μαλλιά τους κ.ο.κ. Ο ένας το κάνει γκρινιάζοντας, ο άλλος κεφάτα, καμία γκρίνια και κανένα κέφι όμως δεν μπορούν να αναιρέσουν τη μονοτονία της τελετουργίας στην οποία στηρίζουν την ύπαρξή τους. «Δεν είμαι αρκετά δυστυχισμένος» ομολογεί με εκκωφαντική διαύγεια ο τυφλός ζητιάνος στοΘέατρο Ι: «Αυτή ήταν πάντα η ατυχία μου, δυστυχισμένος, αλλά όχι δυστυχισμένος αρκετά».
  • Χρειάζεται τρομακτική αντίληψη για να μπορέσεις να συλλάβεις την ουσία της ανθρώπινης κατάστασης και να την εκφράσεις τόσο απλά, τόσο καθαρά. Μια εικόνα, μετρημένες φράσεις: να λες το πιο αβάσταχτο πράγμα χωρίς συναισθηματισμούς αλλά και χωρίς αυστηρότητα, παρά μόνο στη φόρμα σου. Μια τέλεια φόρμα αποτελούμενη από τα πιο ταπεινά υλικά: ζητιάνους και πένητες, τυφλούς και κουτσούς, ένα δέντρο, ένα παγκάκι, ένας άδειος δρόμος. Ανθρωποι που κάνουν τις πιο συνηθισμένες κινήσεις: πλένονται, χτενίζονται, τρώνε, κάθονται. Και καθώς τα κάνουν όλα αυτά, καθώς το κενό τούς ρουφάει και νιώθουν ημιδυστυχισμένοι, αυτοί ζητούν «κι άλλο».
  • Ο Μπρουκ αποδεικνύεται ιδανικός συνοδοιπόρος του Μπέκετ. Οχι μόνο επειδή είναι, ως γνωστόν, εξίσου μανιώδης εραστής της αφαίρεσης αλλά επειδή διαθέτει εξίσου τρομακτική αντίληψη: αυτήν, δηλαδή, που χρειάζεται για να διαισθανθείς την αβάσταχτη ελαφρότητα μέσα σε όλη αυτή την αβάσταχτη συμπύκνωση του είναι. Ο σκηνοθέτης απαλλάσσει τον Μπέκετ από τη ζοφερή σοβαροφάνεια με την οποία τείνει να τον περιβάλλει η πλειονότητα των σκηνοθετών. Συνδυάζοντας τέσσερα μικρά κείμενα του ιρλανδού συγγραφέα, ο Μπρουκ δημιούργησε μια προσωπική σύνθεση, σαν να πήρε τα πετράδια του στέμματος και έφτιαξε το δικό του μπρασελέ: εξίσου πολύτιμο αλλά λιγότερο επίσημο, ιδανικό για καθημερινή χρήση και όχι μόνο για μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις.
  • Η παράσταση αρχίζει με τραχύτητα, ρεαλισμό και άπλετο φως: τοΘέατρο Ιθα μπορούσε να είναι σκηνή από κωμωδία του παραλόγου με έναν ανάπηρο και έναν αόμματο να κυνηγιούνται, να χαϊδεύονται και να συζητάνε για το γρασίδι που δεν υπάρχει γύρω τους. Στη συνέχεια το φως περιορίζεται δραστικά και οι τόνοι απαλύνονται για τοΝανούρισμα- σημειωτέον, στις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα έχουμε μια γυναίκα «πρώιμα γηρασμένη, με ατημέλητα γκρίζα μαλλιά και λευκό πρόσωπο», ο Μπρουκ όμως θέλει να αποδιώξει κάθε υποψία αρχετυπικών μορφών και επιλέγει μια σχετικά νέα γυναίκα με πιασμένα μαλλιά και χέρια σταυρωμένα στα γόνατα, μελαγχολική, με πραότητα στη φωνή. Αμέσως μετά επιστρέφουμε στη φαρσική διάσταση με τους δύο μίμους που βγαίνουν από τα σακιά τους και αρχίζουν τη μέρα τους ο ένας με χάπια και ο άλλος με γυμναστική (Πράξη Χωρίς Λόγια ΙΙ), ενώ το καλύτερο, το πραγματικά αριστουργηματικό, έρχεται στο τέλος: τρεις γυναικείες φιγούρες σε ένα παγκάκι, ντυμένες με καπέλα και πανωφόρια στις αποχρώσεις του ροδιού και του μήλου, σαν τρεις καρδερίνες στο κλαδί, με ονόματα σαν φτερά, η Φλο, η Βι και η Ρου, να τιτιβίζουν στο ημίφως, παλιές συμμαθήτριες που βρέθηκαν ξανά μόνο και μόνο για να πουν τα ίδια ή να μην πουν και τίποτε, όπως έκαναν άλλοτε, όπως κάνουν τώρα, όπως κάνουν πάντοτε.
  • Γέλιο, μελαγχολία, γέλιο, αέναη ματαιότητα: ο κύκλος της ζωής μας σε τέσσερις κινήσεις.«Τίποτε δεν είναι μόνιμο σε αυτόν τον άθλιο κόσμο. Ούτε καν οι σκοτούρες μας»έλεγε ο Τσάρλι Τσάπλιν και η φράση του αυτή συνοψίζει απολαυστικά τη διάθεση του Μπρουκ όταν διαβάζει Μπέκετ.