Παιδικό θέατρο στο ύψος των απαιτήσεων

  • ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ, Για μια φούχτα μπάμιες, Θεατρική Εταιρεία “Σκαραβαίοι”, σκηνοθεσία: Κώστας Ν. Φαρμασώνης, Θέατρο “Πειραιώς 131”, κάθε Κυριακή στις 11:15′

Ίσως το παιδικό θέατρο να είναι εκείνο το είδος τής εν λόγω Τέχνης του οποίου οι ποιοτικές παραστάσεις, κατ’ εξοχήν, απαιτούν την μεγαλύτερη ψυχική προσφορά. Πολύ ορθά το είχε τοποθετήσει ο Σταμάτης Κραουνάκης σε μία συνέντευξή του: «Δεν κάνουμε κάθε χρόνο παιδικά, γιατί δεν είναι εύκολα. Κάθε παραγωγή παιδικού θέλει πάρα πολύ κόπο, πάρα πολλή ψυχή και πάρα πολύ γερό νευρικό σύστημα, διότι το δυσκολότερο από όλα είναι οι άνθρωποι που το κάνουν να γίνουν παιδιά, όχι να φέρονται σαν μεγάλοι στα παιδιά. Το πιο σημαντικό στο παιδικό θέατρο είναι ότι ελευθερώνεται το φυλακισμένο πια στις μέρες μας παιδί. Γιατί το παιδί δεν έχει χωματόδρομο, δεν έχει διπλανό οικόπεδο, δεν έχει αυλές, έχει μόνο τηλεόραση, η οποία έχει υποκαταστήσει τη γιαγιά και μάλιστα με κάκιστες παιδικές εκπομπές».

Όσα καταγράφηκαν εδώ, τόσο για το παιδικό θέατρο όσο και για την γενικότερη κοινωνική (και ψυχική) συνθήκη στην οποία αυτό εντάσσεται σήμερα, αληθεύουν, όπως αληθεύει και το γεγονός ότι όλοι ανεξαιρέτως οι συντελεστές της παράστασης Για μια φούχτα μπάμιες αποδεικνύουν κάθε Κυριακή ότι και πολύ κόπο έκαναν (και συνεχίζουν να κάνουν), και πολλή ψυχή έχουν και γερό νευρικό σύστημα διαθέτουν. Αποδεικνύουν όμως, ακόμη, ότι μπορούν ταυτόχρονα να γίνονται παιδιά, για να επικοινωνούν άμεσα με το κοινό τους, αλλά και να παραμένουν μεγάλοι, για να μπορούν να το προσεγγίσουν σωστά. Διότι, με την δεύτερη “ιδιότητά” τους, εκείνη του ενηλίκου, είναι που οι ηθοποιοί κατεβαίνουν από τη σκηνή και χαϊδεύοντας τα παιδικά χεράκια τα προσκαλούν να χορέψουν μαζί τους στους ρυθμούς τής εξαιρετικής μουσικής (Πλάτων Ανδριτσάκης) της παράστασης. Με την δεύτερη “ιδιότητά” του και ο σκηνοθέτης Κ. Φαρμασώνης προλογίζει το χορταστικό δίωρο που θα ακολουθήσει, συμπεριλαμβάνοντας, με τον πληθυντικό της ψυχικής ευγένειας, και τον εαυτό του στην διψασμένη ομοθυμία του κοινού: «Ευτυχώς μπορέσαμε και καθίσαμε όλοι».

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι μόνο το καλό έργο του Ευγένιου Τριβιζά, με το σπινθηροβόλο χιούμορ του, με τη σύγχρονη θεματική του, μέσα από την οικολογική του στόχευση, που συνθέτει αρμονικά τις αγωνίες των μεγάλων με τις ανάγκες των παιδιών. Το άψογο θέαμα που απολαμβάνουμε αναδεικνύει το κείμενο, ενώ η θεατρική ομάδα το ανεβάζει στο σανίδι κάθε εβδομάδα με μια θαυμαστή δοτικότητα. Επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τα καταπληκτικά διαπιστευτήρια του Κώστα Φαρμασώνη ως εμψυχωτή, ως Δασκάλου τελικά (αυτή τη δεύτερη, μαγική λέξη πρέπει στην περίπτωσή του να τα λέει όλα), θα σταθούμε, αφ’ ενός, στην ικανότητά του να “προπονεί” τέλεια μια ανανεούμενη σε πρόσωπα ομάδα και να την καθιστά αξιοζήλευτη για τον θεατρικό χώρο γενικότερα, και, αφ’ ετέρου, στην πολύπλευρη ευφυΐα του να εκμαιεύει από όλους τούς συνεργάτες του τον καλύτερό τους εαυτό. Οι δύο πρωταγωνιστές, τώρα, οι δύο ταλαντούχοι στην ψυχική, την πνευματική αλλά και την σωματική ερμηνεία λύκοι (Νίκος Γκεσούλης και Θοδωρής Προκοπίου), μας δημιούργησαν την ακόλουθη, ανικανοποίητη μέχρι στιγμής, περιέργεια: έχουν κάνει χορό ή κάποιες, έστω, συναφείς σπουδές ή είναι εκ γενετής προικισμένοι με σωματική αντοχή και ευελιξία; Μόνον ένα εφοδιασμένο με βιογραφικά σημειώματα θεατρικό πρόγραμμα θα μπορούσε να λύσει κάποιες από τις απορίες μας ως προς το πώς κατόρθωσαν (πέρα, βέβαια, από τις εμπνευσμένες οδηγίες του σκηνοθέτη) να λειτουργήσουν μοναδικά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ως ερμηνευτικό δίδυμο. Μήπως, όμως, δεν θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την καθ’ όλα “εκσυγχρονισμένη” Κοκκινοσκουφίτσα (Σουζάνα Βαρτάνη), για τον απίστευτα κωμικό, και μόνο με την παρουσία του, όσο και αξιαγάπητο κτηνίατρο (Δημήτρης Αντωνιάδης), ο οποίος, βέβαια, όπως και οι υπόλοιποι, πλην των Λύκων, ηθοποιοί, ερμήνευσε εξίσου πολύ καλά και τον δεύτερο ρόλο του, για την εντυπωσιακή Ούγια Μπεντούγια (Μαρία Καμακάρη), για τον σκληρό κυνηγό (Κώστας Αυλωνίτης), για τον ιδιόρρυθμο μιλόρδο (Αντώνης Χαντζής) ή για τον τρυφερό κατά βάθος ναύτη (Λεωνίδας Αργυρόπουλος); Ή μήπως δεν πρέπει να επαινέσουμε τις απολύτως ταιριαστές χορογραφίες (Έφη Καρακώστα), τα ευφάνταστα και λειτουργικά σκηνικά (Λέα Κούση) και, βέβαια, τα εξαιρετικά, πανέμορφα όσο και γλαφυρά με τον τρόπο τους, κοστούμια (Τζωρτζίνα Κωστοπούλου);

Όσοι πιστοί στο καθήκον τής σωστής ψυχικής διαμόρφωσης των παιδιών σας (αν και κουρασμένοι από τις τόσες υποχρεώσεις) γονείς, προσέλθετε, υπάρχει κάτι πολύ σπουδαίο και για σας – οι παραστάσεις, ευτυχώς, θα συνεχιστούν και μετά το Πάσχα. Ο σκηνοθέτης Κώστας Φαρμασώνης συντόνισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα άριστο επιτελείο συνεργατών και σας προσφέρει μια θεατρική παράσταση που στέκεται στο ύψος (και ήταν μεγάλο αυτό το ύψος, σας βεβαιώ) των προηγούμενων παραστάσεών του. Θα διαπιστώσετε πως ανάμεσα στο άνοιγμα και στο κλείσιμο της (εννοούμενης πια) αυλαίας προλαβαίνετε να σιγουρευτείτε ότι το νόημα της ζωής δεν έχει χαθεί εντελώς και ότι, μάλιστα, για την διατήρηση της ύπαρξής του μπορείτε να κάνετε κάτι και εσείς. Αυτή τη σιγουριά μόνον η αληθινή Τέχνη μπορεί να σας τη δώσει.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΟΥΠΡΟΥ, Η ΑΥΓΗ: 21/03/2010