Ιονέσκο και Ντοστογιέφσκι

  • Πολενάκης Λέανδρος, Η ΑΥΓΗ: 27/12/2009
  • Από την πρώτη εμφάνισή του στα γαλλικά γράμματα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Ιονέσκο κατατάχθηκε στη λογοτεχνία του «παραλόγου». Ο θεατρικός, όμως, κόσμος του Ιονέσκο, αν τον εξετάσουμε από κοντά, δεν αποδεικνύεται παράλογος, δηλαδή εξ ορισμού στερημένος από αρχή, μέση, τέλος, νόημα, χαώδης, ακατανόητος, όπως ο αντίστοιχος, π.χ., του Μπέκετ. Αν πρόκειται όντως για θέατρο του παραλόγου, τότε όμως είναι σίγουρα ένα ιδιώνυμο παράλογο.
  • Επειδή ο Ιονέσκο δεν μοιάζει σε κανένα του έργο να αμφισβητεί το ιδεώδες του ανθρωπισμού, όπως το γνωρίζουμε τουλάχιστον, τον «ορθό λόγο» και τις αρχές του Διαφωτισμού, που εξακολουθούν να είναι γι’ αυτόν η ακλόνητη βάση και το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού. Αντιθέτως, σαρκάζει στα έργα του με άγριο τρόπο, κυριολεκτικά «ξεφωνίζει», από τη σκοπιά ενός μοναχικού και απελπισμένου υπέρμαχου της «καθαρής λογικής», τη γαλλική αστική τάξη, που ασκεί υποκριτικά την εξουσία της εν ονόματι του καρτεσιανού «ορθού λόγου», ενώ όλες οι πράξεις της απέχουν ουσιωδώς από αυτόν! Κρεμά, με άλλα λόγια, στην πρόσοψη του καρτεσιανού λογικού οικοδομήματος, μια πελώρια μονόπαντη ανορθόγραφη ταμπέλα που γράφει «κατεδαφίζεται»! Ένα τέτοιο έργο, αποδομητικό του συμβατικού, κατ’ όνομα μόνο «ορθού λόγου», είναι ο «Ρινόκερος», που του χάρισε παγκόσμια φήμη και τα άλλα που ακολούθησαν μετά τον πρώτο πετυχημένο αιφνιδιασμό, γραμμένα σε παραδοσιακότερη φόρμα, περισσότερο συμβατή με την κατά βάση συντηρητική του ιδεολογία.
  • Στον μεταγενέστερο «Μακμπέτ», ο Ιονέσκο «διαβάζει» με σύγχρονη ματιά το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ και συνοψίζει τα νοήματά του, θέλοντας να μας προειδοποιήσει για τον «καιρό των δολοφόνων που έρχεται και για την άλογη και αναιτιολόγητη βία που γεννά η εγκατάλειψη του ανθρωπιστικού ιδεώδους ή του ορθού λόγου και η παράδοση του ανθρώπου στο ένστικτο της κυριαρχίας επενδεδυμένο με ιδεολογικά προσχήματα», όπως σημειώνει ο Γιαν Κοττ στο βιβλίο του «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας». Ο Κοττ χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη τραγωδία του Σαίξπηρ ως «μια τραγωδία του τρόμου, όπου η ιστορία -ο κύκλος των φόνων- δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός που μπήκε σε λειτουργία ερήμην του ανθρώπου και δεν μπορεί να σταματήσει, αλλά διαθέτει επίσης κάτι από την τρομακτική επαναληπτικότητα ενός εφιάλτη». Σωστά. Ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, όμως, δεν είναι μόνον ο «κύκλος των φόνων» που επαναλαμβάνεται εσαεί, αλλά ένα πολύ πιο σύνθετο έργο, κυριολεκτικά βυθισμένο μέσα στην ιστορία ενός μηχανισμού που δεν μπαίνει σε λειτουργία ερήμην του ανθρώπου, αλλά πάντα με τις δικές του επιλογές. Ενώ οι ήρωές του δεν είναι «γκροτέσκο» φιγούρες που υιοθετούν, απέναντι στο «απόλυτο της ιστορίας ή της μοίρας, τη μόνη δυνατή στάση, ενός παλιάτσου», όπως αλλού σημειώνει ο Κοττ, αλλά παλεύουν μαζί της ώς το τέλος που πέφτουν. Ο Σαίξπηρ ακόμη δεν υιοθετεί άκριτα το απόλυτο ανθρωπιστικό ιδανικό της Αναγέννησης, αλλά πάντοτε το σχολιάζει από τη σκοπιά ενός τραγικού, ραγισμένου ανθρωπισμού. Η διάσταση αυτή απουσιάζει εντελώς από την ανάλυση του Κοττ, η οποία επηρέασε καίρια τη διασκευή του Ιονέσκο.
  • Η παράσταση του «Μακμπέτ» από τον Θεατρικό Οργανισμό «Νέος Λόγος» στο Studio Μαυρομιχάλη, σκηνοθετημένη από τον Φώτη Μακρή, με ενδιαφέρουσα σκηνογραφία των Πάρη Μέξη και Βίκυς Ρουμπέκα, επιμελημένη κίνηση της Στέλλας Κρούσκα και φωτισμούς του Παναγιώτη Μανούση, είναι μια θετική και γόνιμη κριτική επαναπροσέγγιση του ιδιώνυμου ιονεσκικού «παραλόγου». Σαν ένα σχόλιο επάνω στο σχόλιο του Ιονέσκο για την εποχή του και για τη δική μας, που διαψεύδουν όλες τις επαγγελίες του νεωτερισμού περί ελευθερίας και δικαιοσύνης. Σε ύφος αφηρημένης πραγματικότητας, χωρίς κατάχρηση του γκροτέσκο, μέσα από έναν λεπτομερειακά δουλεμένο κώδικα μεικτό, της μαριονέτας που επιχειρεί ματαίως να ξαναγίνει άνθρωπος. Με άφθονο, απελπισμένο, πικρό και μαύρο χιούμορ. Τη συλλογική προσπάθεια στηρίζουν ισοδύναμα έξι καλοί ηθοποιοί ασκημένοι στο είδος, που δίνουν από κάποια απόσταση, σχεδόν «μπρεχτικά» τους ρόλους (Ευαγγελία Καπόγιαννη, Θεοδώρα Ντούσκα, Δημήτρης Πλειώνης, Φώτης Μακρής, Διονύσης Μανουσάκης, Στέλλα Κρούσκα).
  • Επισημαίνω άλλη μια ενδιαφέρουσα παράσταση σε μια μικρή σκηνή («Έσω Θέατρο» στο Θησείο), που δουλεύει αθόρυβα και ειδικεύεται στους Ρώσους κλασικούς: μετά το περυσινό «Έγκλημα και τιμωρία», δίνει φέτος το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι στην παλιότερη σκηνοθεσία του Χρήστου Τσάγκα (μετάφραση Μάρως Βαμβουνάκη, σκηνικά – κοστούμια Ελίντα Κρανιά), για την οποία είχα γράψει πριν από λίγα χρόνια, ανανεωμένη. Το πάντα επίκαιρο έργο είναι μια απάντηση εκ βάθους του συγγραφέα στον επιφανειακό ανθρωπισμό του «διαφωτιστή» Τσερνισέφσκι και μας μιλά για την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Η παράσταση στηρίζεται σε δύο καλούς νέους ηθοποιούς που σηκώνουν, σωστά διδαγμένοι, με υποδειγματική αντοχή, το ασήκωτο βάρος των δύο ρόλων, που, στην πραγματικότητα, είναι ένας: η διχασμένη ψυχή με το άλλο της. Ο Στέργιος Ιωάννου «καρφώνει» με καίρια, πυκνά, σωματικά και φωνητικά σημεία – χτυπήματα, το διαβατικό αρσενικό της μέρος και η, νεαρότατη, ελπιδοφόρα, Ελλάδα Μεσβελιάνη, υφαίνει αθόρυβα το αιώνιο θηλυκό.