Διαχρονικά επίκαιρος ο Αριστοφάνης

«Ιππής»
  • «Ιππής» από το ΚΘΒΕ

Εν μέσω του μακρόχρονου Πελοποννησιακού Πολέμου – ενός βρώμικου πολέμου για το ποια από τις ελληνικές πόλεις-κράτη θα αποφασίζει και θα επιβάλει στις άλλες πόλεις – συμμάχους και μη – την οικονομική, στρατιωτική και επεκτατική πολιτική της – ο Αριστοφάνης γράφει τους «Ιππής». Μια απροκάλυπτα σαρκαστικότατη καταγγελία της πολιτικής δημαγωγίας του «δημοκρατικού» Κλέωνα, εκτροφέα της διαφθοράς και στο Δήμο. Μια πολιτική κωμωδία που υπογραμμίζει την ανάγκη για μιαν άλλη πολιτική, που θέλει μεν να αισιοδοξήσει, φοβάται δε για το μέλλον της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ο Αριστοφάνης μετονομάζοντας τον Κλέωνα σε «Παφλαγόνα», τον εμφανίζει ως πρώην βυρσοδέψη, κατ’ επάγγελμα τομαρά, που διαφθείρει και «παχαίνει» μέχρι σκασμού την εξουσία του Δήμου, ώστε να «γδέρνει» τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου – το λαό. Ως αντιπάλους της κάλπικα φιλολαϊκής πολιτικής σαπίλας του Παφλαγόνα-Κλέωνα, ο Αριστοφάνης αντιπαραθέτει την τάξη των ολιγαρχικών Ιππέων, που αποκαλύπτουν και ανατρέπουν τον Παφλαγόνα, φέρνοντας στην εξουσία τον Αλλαντοπώλη, που αναλαμβάνει να «ξανανιώσει» το Δήμο βράζοντάς τον «στο ζουμί» του… ώστε «καθαρμένος» πια να κερδίσει την Ειρήνη. Ομως, και αυτό το πρόσωπο που πλάθει ο Αριστοφάνης είναι ένα παρόμοιο με τον Παφλαγόνα «κουμάσι», εξίσου άθλιο και πανούργο. Η πολύσημη αλλά και αμφίσημη μυθοπλασία της κωμωδίας αυτής διαθέτει πολλές αναλογίες για ερμηνευτική αντιστοίχησή της με το σημερινό βρωμερό πολιτικο-οικονομικό πόλεμο, «συμμάχων» και μη, σε βάρος του λαού μας. Η ελεύθερη απόδοσή της από τον Σταμάτη Φασουλή, όπως και η σκηνοθεσία του άφησαν ανεκμετάλλευτη αυτή τη δυνατότητα. Οι κειμενικές παρεμβάσεις δεν πρόσφεραν ούτε επικαιρική εμβέλεια ούτε κωμική νοστιμιά. Ο πηγαίος κωμικός οίστρος και η σκηνική ελαφράδα, έλειψε – σκηνοθετικά, σκηνογραφικά, ενδυματολογικά, μουσικά, χορογραφικά, αλλά και ερμηνευτικά – παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών (με τη σειρά εμφάνισης): Τάκης Παπαματθαίου, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Πέτρος Φιλιππίδης, Γιάννης Ζουγανέλης, Γιώργος Καύκας, Γιώργος Παπαγεωργίου.

  • «Εκκλησιάζουσες» από το «Θέατρο του Νέου Κόσμου»
«Εκκλησιάζουσες»

Παρότι μέσα στις χιλιετίες το γυναικείο γένος μετρά φοβερές θυσίες, αμέτρητα θύματα και πολύμορφους αγώνες, διεκδικώντας να γίνει σεβαστό και ισότιμο με το ανδρικό γένος, ελάχιστα δικαιώματα έχει κατακτήσει (όχι όμως και σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης), δικαιώματα αμφισβητούμενα και αναιρούμενα, ακόμα και στο σύγχρονο «πολιτισμένο» κόσμο. Θα μπορούσε να φανταστεί και θα δεχόταν, άραγε, ο σύγχρονος «πολιτισμένος» κόσμος, οι σύγχρονες «αναπτυγμένες» χώρες, οι λεγόμενες «δημοκρατικές» κοινωνίες, το ενδεχόμενο, ξαφνικά, μια νύχτα, η εξουσία- και μάλιστα μια εξουσία με συλλογικά όργανα και συλλογικές αποφάσεις, μια εξουσία της ισότητας, δικαιοσύνης, κοινοκτημοσύνης με κατάργηση της ιδιοκτησίας – να περάσει αποκλειστικά στα χέρια των γυναικών, όχι των επωνύμων, αλλά των γυναικών του λαού, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, ανδρικού και γυναικείου; Αδύνατον. Ο Αριστοφάνης, όμως, και φαντάστηκε και μυθοστόλησε εκπληκτικά ένα τέτοιο – αν και απόλυτα ουτοπικό για την Αθηναϊκή Δημοκρατία – ενδεχόμενο. Ο ποιητής καταγγέλλοντας την καταστρεπτική για το λαό και τον τόπο οικονομική και επεκτατική πολιτική που οδήγησε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στην ήττα της Αθήνας, με αυτή την κωμωδία- ύμνο στις γυναίκες, σαρκάζοντας τη «λογική» της αργυρώνητης συμμετοχής και της ψήφου των ανδρών στις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, θέλησε να καταδείξει όχι μόνον όλα τα κακά και άδικα σε βάρος της γυναίκας, τις οδύνες και το θρήνο της όταν χαροκαίγεται από ένα παράλογο πόλεμο, αλλά και να υπογραμμίσει ως μόνη διέξοδο από την πολιτική σήψη και την οικονομική και κοινωνική κατάπτωση της Αθήνας, μια πολιτική που θα διδαχθεί από το μόχθο, την ευφυία, την ιδιαίτερη ευαισθησία, τη λογική, τη δημιουργική δύναμη, την υπομονή, την επιμονή και την ικανότητα των γυναικών – κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες – να νοικοκυρεύουν το σπιτικό τους προς όφελος όλης της οικογένειας. Η ανθρωπότητα έχει να διανύσει μεγάλη πορεία μέχρι να πραγματοποιηθεί η κοινωνία που ονειρεύτηκαν και επέβαλαν οι «Εκκλησιάζουσες». Το μυθοπλαστικό οίστρο, τη διαχρονική αξία, την ανθρωπιστική και κοινωνική χρησιμότητα αυτής της αριστοφανικής κωμωδίας ανέδειξε η σκηνοθετική «ανάγνωση» του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Μια παράσταση με χιούμορ, ευρηματική φαντασία αλλά χωρίς υπερβολές και εικαστική φινέτσα. Μια παράσταση αγάπης για τη γυναίκα, με τη συνολικά «εύφορη» δημιουργική συμβολή όλων των συνισταμένων της. Της πικάντικα εκσυγχρονιστικής απόδοσης (Βασίλης Μαυρογεωργίου), της γλυκύτατα μελωδικής μουσικής (Θάνος Μικρούτσικος), των πανέμορφων κοστουμιών (Αγγελος Μέντης), της εκφραστικής χορογραφίας (Αγγελική Στελλάτου), των φωτισμών (Σάκης Μπιρμπίλης). Μεγάλο και τελικό στήριγμα της σκηνοθετικής ανάγνωσης είναι οι ερμηνείες. Ηθοποιός με πηγαίο χιούμορ, με σκηνικό νεύρο και εκφραστικότατα μέσα, η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, πρωτοεμφανιζόμενη σε αριστοφανική κωμωδία, μακράν της υποκριτικής «φθοράς» που προκαλεί η τηλεόραση, με σοβαρότητα, μέτρο, αλλά και κωμική ελαφράδα έπλασε την Πραξαγόρα. Θεατρικά εκφραστικότατες και κωμικά χυμώδεις είναι οι ερμηνείες των Παντελή Δεντάκη (ιδιαιτέρως στη Β’ Γριά), Νίκου Καρδώνη, Μαίρης Σαουσοπούλου, Στράτου Χρήστου. Αξιοσημείωτη ερμηνευτικά είναι η Γεωργία Γεωργόνη. Θετική η προσπάθεια των Κώστα Κόκλα και Γιώργου Πυρπασόπουλου να ξεφύγουν από τις τηλεοπτικές ευκολίες τους.

  • «Ορνιθες» από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης
«Ορνιθες»

Είναι ουτοπία το όνειρο για μια άλλη κοινωνία, μια κοινωνία της ειρήνης, της ελευθερίας, της αλήθειας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, χωρίς θρησκειολογικές φαντασιώσεις, απατεώνες εξουσιαστές, δόλιους εκμεταλλευτές; Ουκ ολίγοι χαρακτηρίζουν ουτοπική την κωμωδία του Αριστοφάνη «Ορνιθες», παραβλέποντας ότι ο μέγας αυτός ποιητής μέσω αυτής της – έμμεσα πολιτικής – υπερεαλιστικής αλληγορίας του τονίζει την ανάγκη ανατροπής κάθε κοινωνίας σαπισμένης από τη διαφθορά, την απάτη και την εκμετάλλευση των αδυνάτων από «θεώθεν» και επίγειους εξουσιαστές. Στα περί ουτοπίας η πολύ ενδιαφέρουσα «ανάγνωση» των «Ορνίθων» από τον Γιάννη Κακλέα, με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, αντιτάσσει την άποψη ότι όσο κι αν φαντάζει μη απραγματοποίητη μια άλλη κοινωνία, αν ο άνθρωπος «σταματήσει να την επιθυμεί κινδυνεύει με αφανισμό», και ότι η πραγματοποίησή της «από εμάς εξαρτάται», άποψη με την οποία κλείνει συγκινητικά και με δόση αισιοδοξίας την παράσταση. Η υπογράφουσα θεωρεί, ότι μετά την ανυπέρβλητη αισθητικά παράσταση του Κουν, η παράσταση του Κακλέα είναι η πιο ενδιαφέρουσα, ουσιωδώς εκσυγχρονιστική ερμηνευτική αντιμετώπιση των «Ορνίθων», κυρίως ιδεολογικά. Η εκσυγχρονιστική απόδοση του Κακλέα περιέλαβε – εν είδει προλόγου, αριστοφανικής παράβασης και επιλόγου – αποσπάσματα κειμένων του Καρυωτάκη, του Δημητριάδη και της Γώγου, που σηματοδοτούν εύγλωττα τη σύγχρονη ηθική, πολιτικοοικονομική και κοινωνική παρακμή. Καταδεικνύοντας σαρκαστικά – μέσω των κοστουμιών και του σκηνικού (Βάλια Μαργαρίτη- Μανώλης Παντελιδάκης) και της καλά δουλεμένης και εκτελεσμένης εκφραστικής κινησιολογίας και χορογραφίας (Κυριάκος Κοσμίδης), τη μεταμοντέρνα αισθητική, τα εντυπωσιοθηρικά κόμικς, το διαδεδομένο παντού χολιγουντιανό κιτσαριό, το ακριβό ενδυματολογικό γούστο των χρηματιστηριακών χρυσοκανθάρων και τεχνοκρατών, των πολιτικών και λογής λογής άλλων παρασίτων της άρχουσας τάξης, η σκηνοθεσία αντιπαραθέτει την απλότητα του καθημερινού ανθρώπου, την αθωότητα των μικρών παιδιών ως μόνη ελπίδα για το αύριο. Αλλά και στα ξενόφερτα εκκωφαντικά μουσικά ήθη αντιπαραθέτει το κειμηλιακό κάλλος και τη γλυκύτητα της μουσικής του Χατζιδάκι για τους «Ορνιθες» του Κουν. Η παράσταση υπηρετείται από συνολικά πολύ καλούς ηθοποιούς και χορευτές. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Πεισθαίτερος) καταθέτει τη στέρεη, αλλά και λαϊκής γλυκύτητας κωμική του στόφα. Ευνοημένος και μεγεθυμένος (κειμενικά και τραγουδιστικά) από τη διασκευή, ο ρόλος του Ευελπίδη ερμηνεύθηκε με σκηνικό «νεύρο» και χιούμορ από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Εξαιρετικές οι ερμηνείες – και μάλιστα με μεταμορφώσεις τους σε αρκετούς ρόλους – των Γιώργου Χρυσοστόμου, Βαγγέλη Χατζηνικολάου, Αγορίτσας Οικονόμου, Προκόπη Αγαθοκλέους, Κώστα Μπερικόπουλου και Σωκράτη Πατσίκα.

ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 19 Σεπτέμβρη 2012

Από κανάρα σε κανάρα

  • «Ορνιθες» του Αριστοφάνη από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, σε απόδοση-σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, στο Ηρώδειο
ΤΟ ΒΗΜΑ:  2/9/2012
Από κανάρα σε κανάρα
Οι δυστυχισμένοι να ακούνε το τρυφερό κελάηδισμα της αηδόνας και να ξεχνάνε τον πόνο τους. Οι άρρωστοι να γίνονται περδίκια, οι πεινασμένοι να πίνουν του πιο εκλεκτού πουλιού το γάλα. Οι εγκλωβισμένοι να βγάζουν φτερά αετίσια και να βουτάνε στα σύννεφα. Τέτοιες είναι οι μαγικές ικανότητες των πουλιών και κανέναν καλύτερο σύμμαχο δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει ο άνθρωπος. Ικανότητες που ούτε τα ίδια δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι τις είχαν, μέχρις ότου έφτασε στα μέρη τους ο Πισθέταιρος. Αγανακτισμένος Αθηναίος, φορτωμένος χρέη και μηνύσεις, αποφάσισε με τον φίλο του Ευελπίδη να αναζητήσουν καλύτερη μοίρα στη γειτονιά των αιθέρων, μακριά από τη δυσωδία και την παρακμή της πόλης. Να φτιάξουν μια νέα πολιτεία, τη Νεφελοκοκκυγία, και να δείξουν σε θεούς και θνητούς πως είναι αξιότεροι όλων, πιο προικισμένοι να κρατήσουν τα σκήπτρα της εξουσίας ακόμη και από αυτόν τον Δία. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

«Όρνιθες» του Αριστοφάνη

  • «Τυφλές ελπίδες»
  • Πολενάκης Λ., Η ΑΥΓΗ: 06/09/2009

«Και θα δεις να σου φυτρώνουν, ω χαρά, τα φτερά. Τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα». Κ. Παλαμάς

Ο Κάρολος Κουν είχε δώσει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη στο «Ηρώδειο», στη σκηνοθεσία του που έμεινε ως κλασική (Αύγουστος 1959), σαν ένα «θρίαμβο της δημοκρατίας». Οι δύο κύριοι χαρακτήρες, ο Πεισθέταιρος κι ο Ευελπίδης, δόθηκαν λίγο ή πολύ σαν δυο εξόριστοι δημοκράτες οι οποίοι καταφέρνουν να μυήσουν στην πολιτική ιδεολογία και στις «δημοκρατικές αρχές» τον μέχρι τότε άμαθο και αθώο «λαό των πουλιών», της ουτοπικής και ουράνιας, παραδείσιας χώρας «Νεφελοκοκυγίας». Αυτή η ερμηνεία του έργου ήταν ίσως κάτι που είχε ανάγκη τότε σε δύσκολες και χαλεπές εποχές η ελληνική κοινωνία. Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης διέθετε πράγματι τη φόρμα ενός λαϊκού πανηγυριού, που τέλειωνε με τον θρίαμβο των «λαϊκών δυνάμεων» οι οποίες ως γνωστόν πάντοτε θριαμβεύουν στο τέλος, επειδή… έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Και με τα πουλιά να τραγουδούν όλα μαζί, τρισευτυχισμένα στον… γάμο του Πεισθέταιρου με την εξουσία! Ήταν μια λαμπερή, θεαματική παράσταση, στην οποία συμμετείχε το άνθος της τότε καλλιτεχνικής μας «ελίτ». Η σκηνοθεσία είχε ωστόσο απομακρυνθεί ουσιωδώς από τη διάνοια του έργου. Ποιο λοιπόν είναι το μήνυμα των «Ορνίθων»;

Δύο τυχάρπαστοι αμοραλιστές Αθηναίοι ρατέδες πολιτικοί, που θέλουνε να πιάσουν την καλή, την πέφτουν στον αγαθιάρικο, ευκολόπιστο λαό των πουλιών, υπόσχονται «πρόοδο κι ευημερία», κερδίζουν την εμπιστοσύνη (και τις ψήφους του), εκμεταλλεύονται τις ελπίδες του για ένα καλύτερο μέλλον και εισάγουν αντ’ αυτών την εξουσιομανία, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την κομπίνα, την αναξιοκρατία, τον μιλιταρισμό. «Διαφωτίζουν» τον καημένο απαίδευτο λαό, του «ανοίγουν τα μάτια», τον κολακεύουν αδίστακτα, διαφθείρουν τις συνειδήσεις και τον μεταβάλλουν σε άβουλο, πειθήνιο όργανό τους. Το έργο τελειώνει, όπως είπα πιο πάνω, με τον Πεισθέταιρο να νυμφεύεται ισοβίως την εξουσία… και τα πουλιά μαντρωμένα. Η ουτοπία μεταβλήθηκε σε εφιάλτη. Αυτό είναι το πολιτικό μήνυμα της πικρής αυτής αριστοφανικής κωμωδίας, είτε μας αρέσει είτε όχι.

Ο Σωτήρης Χατζάκης εκμεταλλεύτηκε την «εγρήγορη» πολιτικά μετάφραση του Μύρη, διάβασε σωστά και πέρασε το αυθεντικό πολιτικό της μήνυμα, μέσα από μια δουλεμένη παράσταση συνόλου στο πνεύμα του Αριστοφάνη, λαμπερή, ευρηματική, διασκεδαστική. Παρά κάποια κατάχρηση της αναλογίας, η οποία, όταν δίνεται έτοιμη «στο πιάτο», μπορεί να γίνει ακόμη και ενοχλητική.

Τα «πουλιά» εδώ ήταν ένα τσίρκο περιπλανώμενων ελεύθερων σαλτιμπάγκων, ακροβατών, κλόουν, ζογκλέρ, μίμων και ξυλοπόδαρων, ένα εύρημα που αξιοποιήθηκε πλήρως. Με έξοχη χορογραφία (Δημήτρης Σωτηρίου), με θαυμαστά κοστούμια (Μετζικώφ) και θεσπέσια σκηνικά (Δρίνη), με ωραία μουσική (Μίνως Μάτσας) και με φωτισμούς λοξούς του Αντώνη Παπαδόπουλου, απέπνεε έναν αέρα ουράνιας ελευθερίας, ενώ συγχρόνως, με τα μικροσκοπικά φτερά που έβαλε η ενδυματολογία στους ώμους των ρόλων, γείωσε το έργο, το έφερε σε ανθρώπινα μέτρα, το έκανε διπλανό, δικό μας. Η είσοδος του θιάσου, κομμάτι για ανθολογία. Το φινάλε του γάμου… με χάρτινη τη νύφη – εξουσία δεν ήταν συντριπτικό για τον άνθρωπο, του άφηνε «τυφλές ελπίδες».

Ο Γιώργος Αρμένης βρέθηκε στο στοιχείο του και «οργίασε» ως πληθωρικός – φανφαρόνος Πεισθέταιρος. Αν και δεν απέφυγε κάποιες υποκριτικές υπερβολές, κρατήθηκε όμως μέσα στον ρόλο. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Ευελπίδης), ένας χαμηλότονος, μινιμαλιστής, ηθοποιός, που οι σιωπές και οι αμηχανίες του έχουν κύρος, έκανε ντουέτο με τον Αρμένη σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η Ρένα Κυπριώτη και ο Νίκος Καρδώνης (επίσης ευρηματικός κομπέρ, επιθεωρητής και Κινησίας), αρίστευσαν ως κορυφαίοι του πολυπρόσωπου μικτού χορού, από τον οποίο ξεχώρισα την Ελευθερία Γαλιατσάτου, την Αγγελική Ματοπούλου, τη Ρωξάνη – Ελένη Γαρεφαλάκη και τη Χριστίνα Σουγιουλτζή για το θελκτικό χορευτικό της σόλο (αηδόνα). Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, με υποκριτικό στίγμα συγγενικό του «βωβού», έδωσε έναν ενδιαφέροντα Έποτα – μπούφο. Η Χρύσα Ρώπα χειρίστηκε με κινήσεις έμπειρου τεχνίτη τον ρόλο της Ίριδας. Ο Χρήστος Νίνης και ο Περικλής Καρακωστανόγλου είχαν στα πανιά τους τον αέρα της αριστοφανικής παράδοσης του Θεάτρου Τέχνης. Ο Θεμιστοκλής Πάνου, παίκτης για όλες τις θέσεις, είναι πάντα μία πολύτιμη μονάδα και ο Ντίνος Ποντικόπουλος σκιτσάριζε με άνεση δύο τύπους (Υπηρέτης, Μέτων).

Το κοινό με το ένστικτό του καταλαβαίνει ποιοι το κοροϊδεύουν, ποιοι όχι. Έτσι κι αυτή τη φορά δεν λάθεψε, χειροκροτώντας με ζέση όλους τους συντελεστές της παράστασης.

Χρώματα, εποχές στο μπλέντερ. Αριστοφάνης «Ορνιθες»

  • Μια παραγωγική σκέψη βλάπτεται από ετερογενή μέσα στους «Ορνιθες» κατά Χατζάκη
  • Του ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΒΕΡΗ, Η Καθημερινή, 0ο6/09/2009
  • Αριστοφάνης «Ορνιθες», σκην.: Σωτήρης Χατζάκης. Θέατρο: Βράχων (Φεστιβάλ Αθηνών)

Πόσο ευτυχής η συγκυρία να ανασύρω την ξεχασμένη ποιητική συλλογή του Τάσου Λιγνάδη και να βρω και στίχο να ταιριάζει κάπως με την ουράνια άνοδο του Πεισθέταιρου στη Νεφελοκοκκυγία! Ευτυχής συγκυρία μνήμης περισσότερο, μια και ο προκάτοχος της στήλης, ο σπουδαίος Τάσος Λιγνάδης, ανέβηκε στον ουρανό των άξιων και των αξιών, πριν από 20 ακριβώς χρόνια, τέλη Αυγούστου του 1989. Επέτειος τιμής και αγάπης λοιπόν, για έναν άνθρωπο που τόσα προσέφερε στα ελληνικά γράμματα κι ακόμα περισσότερα στην αριστοφανική μελέτη.

Ο Σωτήρης Χατζάκης σκηνοθέτησε τους «Ορνιθες» θύοντας πρωτίστως στο βωμό αποφυγής κάθε αγχιστείας της παράστασής του με την παλαιά, τροπαιοφόρα, κλασική των Κουν – Χατζιδάκι. Κατανοώ πλήρως τον σχετικό φόβο κάθε μετακουνικού Ελληνα σκηνοθέτη που αναλαμβάνει να αναδείξει εκ νέου την υπέροχη, λυρική αριστοφανική κωμωδία. Αλλά…

Μορφολογικά ο Χατζάκης χρησιμοποίησε πολύ δουλεμένο (Δημ. Σωτηρίου) τσιρκολάνικο Χορό (σπανίως άκουγες όμως τα χορικά), υφολογικά αναποφάσιστες, συχνά φελινικές και πολύ ηχηρές μουσικές (Μίνως Μάτσας), αδικαιολόγητα πολλές περικοπές του κειμένου ειπωμένες στο αρχαίο, αργότερα στυλ καμπαρέ μεσοπολέμου με κομπέρ (συμπαθής η προσπάθεια του Νίκου Καρδώνη) και τέλος συνθηματολογία Μάη του ’68 αλλά και πουλιά-μαοϊκούς εργάτες, οριστικά θύματα της ουτοπίας του υπαρκτού σοσιαλισμού και φρέσκους υποτελείς του νέου δικτάτορα Πεισθέταιρου.

Υπάρχει ένα μεγάλο θετικό στοιχείο σ’ αυτή την εντελώς ετερογενή και φανταιζίστικη έως και επιθεωρησιακή προσέγγιση: το γεγονός ότι, παρά την ανομοιομορφία, τις υπερβολές και τις λεκτικές αθυροστομίες της, τελικά δεν είχε μεταμοντερνιστική ταυτότητα. Βασίστηκε κατά πολύ στο κείμενο και όλη η ελεύθερη και ελαστική μορφή της είχε ένα εννοηματωμένο επίκεντρο. Το επίκεντρο αυτό ήταν διαρκώς σαφές και ονομαζόταν «βαθιά «σοσιαλιστική» μελαγχολία για την αποτυχία τριών γενεών ν’ αλλάξουν τον κόσμο».

Με μια τέτοια στέρεη κεντρική σκέψη ομόζυγη των «Ορνίθων», δεν μπορεί να καταδικασθεί μια παράσταση, όσο κι αν ήσαν ρευστά τα υλικά της και δεν συνομαδώνονταν αλλά έτειναν προς την πολυμορφία και τη διάχυση. Από κει και πέρα αρχίζουν τα επί μέρους: Το τσίρκο και τα «επουράνια» μεκανό που ζήτησε η σκηνοθεσία παραδόθηκαν με επαγγελματική σοβαρότητα από την Ερση Δρίνη. Ο πολύχρωμος κόσμος κοστουμιών του Γιάννη Μετζικώφ είχε μια αληθινά καινούργια και εμπνευσμένη ματιά, με χιούμορ, με σχόλιο, με συνδυασμούς τερπνότατους (κορυφαίο το κοστούμι του Εποπα). Δεν θύμιζε δε σε τίποτε ο Μετζικώφ τους «προγόνους» του. Η μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη αστραφτερή, με άκρως ποιοτικά κωμικά ευρήματα, δεν μπόρεσε βέβαια να αποφύγει τους «λεκέδες» που της φόρεσαν οι αρκετές χοντράδες στις επικαιρικές προσθήκες μαζί με τις φτηνές χειρονομίες. Ευτυχώς οι μεταφράσεις τυπώνονται και οι μεταφραστές αθωώνονται. Αλλο ότι μετά κλέβονται.

Καθώς το λυρικό μέρος, όπως προείπα, σχεδόν χάθηκε τόσο ακουστικά όσο και υφολογικά, απέμειναν οι ισχυροί ηθοποιοί για να μας παρηγορήσουν ως προς την πολυτυπία των εποχών, των ηθών και των συμβόλων. Ο Γιώργος Αρμένης κουβαλά την περιουσία του, έστω γνωστή, αλλά ανεκτίμητη. Τροπισμένος προς τον λαϊκό εξπρεσιονισμό της αεικίνητης φιγούρας έφτιαξε έναν «ευπροσάρμοστο» για τις διαθέσεις της παράστασης Πεισθέταιρο. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Ευελπίδης), καλός νέος κωμικός, μου φάνηκε πως ή δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να «συνεννοηθεί» με τον Αρμένη, κι έτσι τράβηξε τον δικό του δρόμο. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς μπορεί να καυχάται για έναν εντελώς νεόκοπο και ιλαρό Εποπα, όπως και για το κύρος που εξασφάλισε στην φύσει αδύναμη ακροτελεύτια σκηνή των θεών. Ο Χρήστος Νίνης μου προκάλεσε σύγχυση ως προς τον ιερέα, αλλά έδωσε έναν καθαρό Προμηθέα. Ο Θέμις Πάνου θαυματουργεί και στα μικρά, και στα ελάχιστα: χάρισε γελαστική σάρκα και οστά σε εν πολλοίς «φτιαχτούς» απ’ την παράσταση ρόλους (Χρησμολόγος, Συνταγματολόγος, έξοχα «παραπονούμενος» Αγγελιαφόρος). Η Χρύσα Ρώπα νομιμοποίησε με το άπεφθο ταλέντο της μια σκηνοθετικά παραποιημένη Ιριδα (τσιρίδες, κινητό κ.λπ.) κι έβγαλε το γέλιο της παύσης, της επανάληψης, της υστερίας. Επιπροσθέτως, χάρισε ένα έγκυρα πικρό φινάλε στο έργο. Ο Ηρακλής και ο μάγκας Συκοφάντης ήσαν παιγνιδάκια για τον εμπειρότατο Περικλή Καρακωνσταντόγλου. Ο Ντίνος Ποντικόπουλος έπαιξε έντονα στυλιζαρισμένους τον υπηρέτη του Εποπα και τον γεωμέτρη Μέτωνα. Αιθέρια η παρουσία της Χριστίνας Σουγιουλτζή στην Αηδόνα.

Θραύσματα ιδεών, σπαράγματα επιμέρους εμπνεύσεων και ανολοκλήρωτα ύφη μοιάζουν -κι είναι κρίμα γιατί σύλληψη υπήρχε- μ’ ένα άμορφο σύνολο που απλώνεται μπροστά στον θεατή σαν ποτάμι χωρίς όχθες… Χαμένη ευκαιρία: να ‘χεις το κλειδί και να παλεύεις να ξεκλειδώσεις τον γρίφο μ’ ένα σωρό αντικλείδια.

Επανόρθωση

Την περασμένη Κυριακή το κριτικό σημείωμα με τίτλο «Αυλαία με λάμψη στην Επίδαυρο» έφερε κατά λάθος την υπογραφή του Γιάννη Βαρβέρη· ανήκε στον Σπύρο Παγιατάκη.