Γιάννη Σολδάτου «Όταν ο Σκαρίμπας κήρυξε τον πόλεμο στη Χαλκίδα»


Ο Σκαρίμπας σε σκίτσο του Φώτη Κόντογλου

Όψεις του νεοελληνικού προσώπου

Για το έργο του Γιάννη Σολδάτου «Όταν ο Σκαρίμπας κήρυξε τον πόλεμο στη Χαλκίδα» και την παράσταση του Γιώργου Μιχαηλίδη στο «Ανοιχτό Θέατρο» στου Γκύζη είχα γράψει τη θετική μου γνώμη πέρυσι τον Ιούνιο. Φέτος, που η παράσταση επαναλαμβάνεται ξαναδουλεμένη, σε νέα εκδοχή, με κάποιους καινούργιους συντελεστές, πάλι από τον Γ. Μιχαηλίδη, στο «Μέλι» η Πλ. Βικτωρίας, κάτω από το φως των γεγονότων που μεσολάβησαν έκτοτε, κι επειδή πρόκειται στην ουσία για νέα παράσταση, νιώθω την ανάγκη να επανέλθω.

Το έργο του Σολδάτου, θυμίζω στον αναγνώστη, είναι μια φανταστική εξιστόρηση των τελευταίων ημερών του Σκαρίμπα, βασισμένη σε κείμενα του ίδιου, με πρωταγωνιστές… τον Σκαρίμπα και τους ήρωές του, οι οποίοι… ζωντανεύουν και μαζί με τον αγαπημένο του Καραγκιόζη έρχονται να τον στηρίξουν στην τελευταία του μάχη εναντίον… του (μικρο)αστικού κατεστημένου της Χαλκίδας, δηλαδή, στην πραγματικότητα, του λογοτεχνικού συναφιού της Αθήνας, που δεν τον δέχτηκε ποτέ για «δικό του».

Και πώς να τον δεχτεί το «καθωσπρέπει», κλειστό, παρεϊστικο αθηναϊκό σινάφι των καλλιτεχνών, αυτόν έναν επαρχιώτη κυνηγό του αληθινού και του ωραίου, μάλιστα τη στιγμή που το ίδιο περιφρονούσε (και περιφρονεί βαθύτατα) τις αυθεντικές αξίες της ζωής και τις ρίζες της ύπαρξής μας; Τη στιγμή που βλέπει (το σινάφι) τον εαυτό του, όχι σαν κυψέλη παραγωγής πρωτότυπου έργου, αλλά σαν «παραμάγαζο», «πνευματική επαρχία» πρακτορείο μεταφοράς ξένων, έτοιμων ιδεών στον τόπο μας, με καθυστέρηση μάλιστα μιας εικοσαετίας περίπου, όταν εκεί έχουν πια μπαγιατέψει και μυρίζουν ύποπτα! Όχι, δεν πετιούνται στις χωματερές, εξάγονται, πωλούνται, σε εμάς! Ως απόδειξη, επικαλούμαι πολλές από τις «νεωτερικές» εγχώριες ή ξένες παραστάσεις, τραγωδίας κυρίως, που κατακλύζουν τις σκηνές μας, θερινές και χειμερινές.

Το έργο του Σολδάτου μπορεί, αν θέλουμε, νόμιμα να διαβαστεί και ως μια βέρα «καραγκιοζική» κωμωδία, με άφθονο γέλιο. Φέρνει όμως κοντά μας, αν το διαβάσουμε βαθύτερα, τον αληθινό άνθρωπο Σκαρίμπα, πίσω απ’ το προπέτασμα της προκλητικής γραφής και τα προσωπεία των αλλόκοτων ηρώων του, μισοί άνθρωποι, μισοί μηχανές, που τα φορούσε κατάσαρκα όταν η χρεία και η ανάγκη το απαιτούσαν: ένας προδομένος, λόγιος, γνήσιος λυρικός ποιητής, αμετανόητος εραστής του κάλλους, εξόριστος μέσα σ’ έναν κόσμο ψευδεπίγραφης λογιοτατοσύνης, που νηστεύει τη γνήσια ομορφιά. Και τίποτα δεν απομένει στον ήρωα πια παρά να τον χλευάσει, αναλαμβάνοντας ξανά τον «άλλο», τον ξεχασμένο, βωμολόχο, βέβηλο και παρεξηγημένο λαϊκό, καραγκιοζικό, σκαριμπικό του εαυτό! Τίποτα δεν δείχνει πιο καθαρά την τραγικά διχασμένη περσόνα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που τα δύο μισά της δεν κατορθώνουν ποτέ να συναντηθούν και να φτιάξουν ένα πρόσωπο, από την περίπτωση του μπάρμπα-Γιάννη Σκαρίμπα, μάλιστα όπως μας την εκθέτει στο έργο του ο Γιάννης Σολδάτος!

Αυτή τη δεύτερη ανάγνωση, που ήδη υπήρχε εν σπέρματι στην πρώτη σκηνοθετική κατάθεση, ακολουθεί με συνέπεια ώς το τέλος, και αποκρυσταλλώνει οριστικά, η καινούργια παράσταση στο θέατρο «Μέλι». Χωρίς καθόλου να παραβλέπει την αστεία πλευρά των καταστάσεων και των προσώπων του έργου (που είναι όψεις της νεοελληνικής πραγματικότητας), ο Γιώργος Μιχαηλίδης πιάνει «απ’ την ουρά» τον κάθετο πικρό σκαριμπικό σκαρκασμό που αναπαράγεται στο έργο του Σολδάτου, και γυρίζει ανάποδα το πράγμα, για να φτιάξει μια ανεπανάληπτη σύνθεση κωμωδίας και δράματος, όπως συμβαίνει και στην αληθινή, νεοελληνική μας ζωή. Όπου τις ξεκαρδιστικές σκηνές, το παρενδυτικό ιντεμέδιο π.χ., δοσμένο σε ύφος όπερα – μπούφα, ακολουθούν άλλες ονειρικές ενός εσωτερικού, δυνάμει εκρηκτικού μουσικού – χορευτικού ρυθμού, με παρούσα μια υψηλή ποίηση των εικόνων που καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα είδη… Ενώ η κορύφωση, του αριστουργηματικού, λυρικού, σιωπηλού, λυτρωτικού φινάλε, κόβει, κυριολεκτικά, την ανάσα των θεατών.

Ο Χρύσανθος Καγιάς στον ρόλο του Σκαρίμπα, ένας ποιοτικός κλαυσίγελως με μόνιμο αινιγματικό μειδίαμα, έχει δουλέψει εξαντλητικά όλα τα σημεία, λεπτομέρειες και παραμέτρους, ελέγχει το συναίσθημα, προβάλλει το σύνολο. Και μόνο η τελική σκηνή, του θανάτου, που την παίρνει ολόκληρη επάνω του, αρκεί για να δείξει το μέγιστο υποκριτικό του εκτόπισμα. Ο Γιώργος Χριστοδούλου (Αντώνης Σουρούπης), καινούργιος στη διανομή, δίνει… ακέραιο το κωμικό μέσα στο σοβαρό και αντίστροφα, κάνοντας τον θεατή πρώτα να γελάσει και μετά να σοβαρευτεί και να σκεφτεί… Η Ντομένικα Ρέγκου, φυσική «κομίκα» με λυρικά προσόντα, είναι έκτακτη ως… πονηρή, θυμόσοφη και ψυχοπονιάρα Χαλκιδαία νοικοκυρά… Η Μαρία Καρακίτσου (Νίνα Δολόξα), ένα διαμαντάκι, η Ευαγγελία Κοτσάλη με απολαυστική φυσικότητα και χάρη παίζει το… φιλοσοφημένο ανθρωποειδές ρομποτάκι, παλαιάς τεχνολογίας, «Τικ – Τοκ»! Η Μαρία Δρακοπούλου δίνει αδρά και αναγνωρίσιμα την αδίστακτη ρεπόρτερ – βεντέτα των καναλιών. Ο Κωνσταντίνος Μακρόπουλος, μια αποτελεσματική «φλασιά», δαιμόνιου δημοσιογράφου. Η μουσική του Αντώνη Μιχαηλίδη χαρισματική και τα σκηνικά – κοστούμια της Ντούτση, ένα «καλό χαρτί».

  • Η ΑΥΓΗ, Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009