Η κόλαση της σωτηρίας
4 Φεβρουαρίου, 2011 Σχολιάστε
- Της Μαρίας Μαρή*Η ΑΥΓΗ: 04/02/2011
Ο Μπράιαν Φρίελ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εν ζωή Ιρλανδούς θεατρικούς συγγραφείς. Ξεκίνησε ως συγγραφέας σύντομων διηγημάτων και η τέχνη της αφήγησης διαπερνά και ολόκληρη τη δραματική του παραγωγή. Στο έργο του αναδεικνύει τη βαθιά σχέση που συνδέει την ιρλανδική ιδιοσυγκρασία και γλώσσα με τη μοναξιά και το αίσθημα αποτυχίας του Ιρλανδού.
Ο Θαυματοποιός (Faith Healer, 1979), αν και δεν είναι έργο χαρακτηριστικό της γραφής του Φρίελ, αποτελεί μια αναζήτηση της απροσδιόριστης φύσης της μνήμης. Αποτελείται από τέσσερις μονολόγους, δύο του Φρανκ (του «θαυματοποιού»), έναν της συζύγου του, Γκρέις, και έναν του ιμπρεσάριου, του Τέντυ, που παρουσιάζονται σε μια σχεδόν άδεια σκηνή. Το κοινό καλείται να ανασυνθέσει την αλήθεια μέσα από τις αντιφατικές διηγήσεις τους, μη έχοντας όμως κριτήριο πολύ δύσκολα και συγκεχυμένα μπορεί στο τέλος να την προσεγγίσει. Ίσως αυτός να είναι και ο στόχος του Φρίελ: η απόλυτη αλήθεια σχετικά με το παρελθόν είναι κάτι που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε.
Το έργο ξεκινά με τη φωνή του θεραπευτή να ψέλνει μέσα στο σκοτάδι, σχεδόν εκμαυλιστικά, τα κέλτικα τοπωνύμια που συνθέτουν τη τοπογραφία της φαντασίας του. Όταν ανάβουν τα φώτα, τον βλέπουμε μόνο πάνω στη σκηνή, και τρεις σειρές από άδειες καρέκλες, που υποδηλώνουν και αντικαθιστούν το κοινό. Με τη δύναμη της αφήγησης θα γεμίσουν από αυτό το αόρατο κοινό: τις δέκα βασανισμένες ψυχές που θεραπεύονται όλες σε μια νύχτα ή τους «καλεσμένους στο γάμο» που σχηματίζουν έναν εύθυμο κύκλο, ο οποίος σύντομα θα μετατραπεί σε πεδίο φόνων.
Φορά ένα παλιομοδίτικο κοστούμι και παράταιρες πράσινες κάλτσες. Ο τρόπος ομιλίας του είναι ιδιαίτερος, μιλά ακατάπαυστα, τα έχει μερικές φορές χαμένα, ίσως από το ποτό. Η εμφάνιση, ο τρόπος εκφοράς του λόγου, οι κινήσεις των χεριών και οι μορφασμοί του παραπέμπουν σ’ έναν αγύρτη ταχυδακτυλουργό, που όμως δεν γίνεται αντιπαθής.
Η σύζυγός του, Γκρέις (Μαριάνθη Σοντάκη), πίνει μπύρα, διηγείται τις περιπέτειές της με τον Φρανκ, μοιράζεται τον πόνο της για το παιδί που έχασε, σβήνει το αδιέξοδό της στο ποτό κατορθώνοντας να αποδώσει την αδιέξοδη θέση της με τη στάση του σώματός, το χαμένο βλέμμα, την εξάρτηση από το ποτό…
Στη τρίτη σκηνή εμφανίζεται ο ατζέντης, στο σπίτι του με ρόμπα και παντόφλες, με την κάλτσα φθαρμένη στη φτέρνα, να μιλά για όλους αυτούς που έχει μανατζάρει, να θυμάται τις στιγμές που έχει μοιραστεί με τον Φράνσις και την Γκρέις, τους καβγάδες τους, το παιδί που πέθανε μετά τη γέννα, την αγάπη του για το ζευγάρι αυτό, το «θαυμασμό» του για τον Φρανκ. Οι λεπτές ισορροπίες των διηγήσεών του, οι άδηλες εκφάνσεις του χαρακτήρα αποδίδονται εκπληκτικά από την ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου.
Στην τέταρτη σκηνή ξανά ο κεντρικός ήρωας, έχοντας περιηγηθεί, κατασταλάζει πια στο σπίτι του, την Ιρλανδία, όπου βρίσκει βίαιο θάνατο από θεατές που ήρθαν να θεραπευθούν. Προσπάθησε να υπερβεί τις δυνάμεις του, ενώ μέσα του ήξερε ότι δεν είναι η δύναμή του που γιατρεύει. Βρίσκει θάνατο τραγικό, καταφέρνοντας να μην ελπίζει πια σε θαύματα, από ανθρώπους που δεν ήλπιζαν κι αυτοί σε θαύματα… Ο Φρανκ Χάρντι είναι μια διχασμένη προσωπικότητα, που εμφανίζεται σε εποχές κρίσης και αλλαγών και παραπαίει ανάμεσα στις απαιτήσεις διαφορετικών κόσμων, που αποδίδεται με επιτυχία από τον Άρη Λεμπεσόπουλο.
Ο Φρίελ είχε γράψει κάπου: «Η κόλαση του ταλέντου έρχεται όταν ο καλλιτέχνης αρχίζει να σώζει τον κόσμο και να χάνει τον εαυτό του». Έχοντας συνείδηση αυτού του πειρασμού διακηρύσσει την προτεραιότητα της αποστολής του καλλιτέχνη: «Δεν κάνουμε τέχνη για να βρούμε κάπου νόημα, κάνουμε τέχνη για να βρούμε νέες ρυθμίσεις και καινούργιες διευθετήσεις για τη ζωή μας».
Η παράσταση, που παρουσιάστηκε έως 15.1 στο θέατρο Ιλίσια – Ντενίση, σε σκηνοθεσία Αλέξη Ρίγλη, σκηνικά Γιώργου Γαβαλά και κοστούμια Νικόλα Γεωργίου στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών.
* Η Μαρία Μαρή είναι θεατρολόγος και εκπαιδευτικός
Πρόσφατα σχόλια