Η κόλαση της σωτηρίας

  • Της Μαρίας Μαρή*Η ΑΥΓΗ: 04/02/2011

Ο Μπράιαν Φρίελ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εν ζωή Ιρλανδούς θεατρικούς συγγραφείς. Ξεκίνησε ως συγγραφέας σύντομων διηγημάτων και η τέχνη της αφήγησης διαπερνά και ολόκληρη τη δραματική του παραγωγή. Στο έργο του αναδεικνύει τη βαθιά σχέση που συνδέει την ιρλανδική ιδιοσυγκρασία και γλώσσα με τη μοναξιά και το αίσθημα αποτυχίας του Ιρλανδού.

Ο Θαυματοποιός (Faith Healer, 1979), αν και δεν είναι έργο χαρακτηριστικό της γραφής του Φρίελ, αποτελεί μια αναζήτηση της απροσδιόριστης φύσης της μνήμης. Αποτελείται από τέσσερις μονολόγους, δύο του Φρανκ (του «θαυματοποιού»), έναν της συζύγου του, Γκρέις, και έναν του ιμπρεσάριου, του Τέντυ, που παρουσιάζονται σε μια σχεδόν άδεια σκηνή. Το κοινό καλείται να ανασυνθέσει την αλήθεια μέσα από τις αντιφατικές διηγήσεις τους, μη έχοντας όμως κριτήριο πολύ δύσκολα και συγκεχυμένα μπορεί στο τέλος να την προσεγγίσει. Ίσως αυτός να είναι και ο στόχος του Φρίελ: η απόλυτη αλήθεια σχετικά με το παρελθόν είναι κάτι που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε.

Το έργο ξεκινά με τη φωνή του θεραπευτή να ψέλνει μέσα στο σκοτάδι, σχεδόν εκμαυλιστικά, τα κέλτικα τοπωνύμια που συνθέτουν τη τοπογραφία της φαντασίας του. Όταν ανάβουν τα φώτα, τον βλέπουμε μόνο πάνω στη σκηνή, και τρεις σειρές από άδειες καρέκλες, που υποδηλώνουν και αντικαθιστούν το κοινό. Με τη δύναμη της αφήγησης θα γεμίσουν από αυτό το αόρατο κοινό: τις δέκα βασανισμένες ψυχές που θεραπεύονται όλες σε μια νύχτα ή τους «καλεσμένους στο γάμο» που σχηματίζουν έναν εύθυμο κύκλο, ο οποίος σύντομα θα μετατραπεί σε πεδίο φόνων.

Φορά ένα παλιομοδίτικο κοστούμι και παράταιρες πράσινες κάλτσες. Ο τρόπος ομιλίας του είναι ιδιαίτερος, μιλά ακατάπαυστα, τα έχει μερικές φορές χαμένα, ίσως από το ποτό. Η εμφάνιση, ο τρόπος εκφοράς του λόγου, οι κινήσεις των χεριών και οι μορφασμοί του παραπέμπουν σ’ έναν αγύρτη ταχυδακτυλουργό, που όμως δεν γίνεται αντιπαθής.

Η σύζυγός του, Γκρέις (Μαριάνθη Σοντάκη), πίνει μπύρα, διηγείται τις περιπέτειές της με τον Φρανκ, μοιράζεται τον πόνο της για το παιδί που έχασε, σβήνει το αδιέξοδό της στο ποτό κατορθώνοντας να αποδώσει την αδιέξοδη θέση της με τη στάση του σώματός, το χαμένο βλέμμα, την εξάρτηση από το ποτό…

Στη τρίτη σκηνή εμφανίζεται ο ατζέντης, στο σπίτι του με ρόμπα και παντόφλες, με την κάλτσα φθαρμένη στη φτέρνα, να μιλά για όλους αυτούς που έχει μανατζάρει, να θυμάται τις στιγμές που έχει μοιραστεί με τον Φράνσις και την Γκρέις, τους καβγάδες τους, το παιδί που πέθανε μετά τη γέννα, την αγάπη του για το ζευγάρι αυτό, το «θαυμασμό» του για τον Φρανκ. Οι λεπτές ισορροπίες των διηγήσεών του, οι άδηλες εκφάνσεις του χαρακτήρα αποδίδονται εκπληκτικά από την ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου.

Στην τέταρτη σκηνή ξανά ο κεντρικός ήρωας, έχοντας περιηγηθεί, κατασταλάζει πια στο σπίτι του, την Ιρλανδία, όπου βρίσκει βίαιο θάνατο από θεατές που ήρθαν να θεραπευθούν. Προσπάθησε να υπερβεί τις δυνάμεις του, ενώ μέσα του ήξερε ότι δεν είναι η δύναμή του που γιατρεύει. Βρίσκει θάνατο τραγικό, καταφέρνοντας να μην ελπίζει πια σε θαύματα, από ανθρώπους που δεν ήλπιζαν κι αυτοί σε θαύματα… Ο Φρανκ Χάρντι είναι μια διχασμένη προσωπικότητα, που εμφανίζεται σε εποχές κρίσης και αλλαγών και παραπαίει ανάμεσα στις απαιτήσεις διαφορετικών κόσμων, που αποδίδεται με επιτυχία από τον Άρη Λεμπεσόπουλο.

Ο Φρίελ είχε γράψει κάπου: «Η κόλαση του ταλέντου έρχεται όταν ο καλλιτέχνης αρχίζει να σώζει τον κόσμο και να χάνει τον εαυτό του». Έχοντας συνείδηση αυτού του πειρασμού διακηρύσσει την προτεραιότητα της αποστολής του καλλιτέχνη: «Δεν κάνουμε τέχνη για να βρούμε κάπου νόημα, κάνουμε τέχνη για να βρούμε νέες ρυθμίσεις και καινούργιες διευθετήσεις για τη ζωή μας».

Η παράσταση, που παρουσιάστηκε έως 15.1 στο θέατρο Ιλίσια – Ντενίση, σε σκηνοθεσία Αλέξη Ρίγλη, σκηνικά Γιώργου Γαβαλά και κοστούμια Νικόλα Γεωργίου στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών.

* Η Μαρία Μαρή είναι θεατρολόγος και εκπαιδευτικός

Alarme: Τα απειλητικά πρόσωπα της εξουσίας

Η ΑΥΓΗ: 23/01/2011

  • Της Μαρίας Μαρή*

Η παράσταση του Θεάτρου Άττις δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς ο εμπνευστής και δημιουργός του θεάτρου Θεόδωρος Τερζόπουλος επέλεξε να ανεβάσει επί σκηνής ένα κείμενο βασισμένο στην αλληλογραφία δύο γυναικείων προσωπικοτήτων που ήρθαν σε αντιπαράθεση μέχρι θανάτου. Alarme, συναγερμός, γιατί οι καιροί έχουν τομές και ο φθόνος, η διάθεση αρπαγής και επιβολής, τώρα παρά ποτέ είναι εμφανείς.

Το κείμενο της παράστασης υπογράφει ο Θανάσης Αλευράς και βασίζεται στα στοιχεία που προκύπτουν απ’ την ιστορία και την αλληλογραφία της Μαρίας Στιούαρτ με τη βασίλισσα Ελισάβετ Α’, δίνει όμως εναύσματα για να εξυπηρετηθούν οι σκηνοθετικές προθέσεις του Θ. Τερζόπουλου, ο οποίος δεν πέφτει βέβαια σε μικρές, φθηνές πολιτικολογίες, παρά δημιουργεί μια υπέροχη εικαστικά περφόρμανς, τοποθετώντας τα δύο γυναικεία κορμιά σε κεκλιμένο επίπεδο σαν αντωπές σφίγγες, σαν αιμοβόρα ερπετά που ανασηκώνονται από την αρχική θέση τους, πρηνηδόν, και εξοβελίζουν προσβολές, απειλές, σε σημείο που καταλύεται η γλώσσα, για να επικρατήσει η απειλητική κίνηση των χειλιών με ήχο ή χωρίς, τελικά η απόλυτη βία, που όμως εκκολάπτει τον έρωτα για τον αντίπαλο, αυτή η αέναη μάχη επιβολής του αρσενικού στο θηλυκό ή ακόμα αυτή η εσωτερική πάλη που βιώνει ο άνθρωπος με τον εαυτό του.

Υπάρχει ωστόσο και ένα ακόμα κεκλιμένο επίπεδο, που φιλοξενεί έναν άντρα, τον αποδέκτη της έντασης, το θύμα που, στο τέλος, μετά τον αβυσσαλέο, θρασύ, ατέρμονο λυσσαλέο πόλεμο των δύο γυναικών, των δύο όψεων της ίδιας εξουσίας, του αντρικού και του θηλυκού προτύπου, αναφωνεί: «Πού πας; Πού με πας;»

Στο μαύρο κουτί της σκηνής το κρώξιμο των πουλιών, σύμβολο της σαρκοφαγίας, έρχεται σε αντίστιξη με τους ελισαβετιανούς ύμνους, υποδεικνύοντας τον ιστορικό λόγο διαμάχης των λαών για επιβολή δογμάτων, στη συγκεκριμένη περίπτωση τις θρησκευτικές σκοπιμότητες που υπηρετούσε η Ελισάβετ, αλλά και μια γενικευμένη διάθεση επικράτησης, δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο που ακολουθεί την πρόθεση της παράστασης, κάτω από την επίβλεψη του Παναγιώτη Βελιανίτη.

Η σχέση των δύο αυτών γυναικών, ο τρόπος που απευθύνεται η μία στην άλλη, η απειλή, η αυξανόμενη ένταση, η συντονισμένη κίνηση σαν να επρόκειτο για ερωτική πράξη, επικυρώνεται με την κίνηση του σώματος του άντρα στο κάτω κεκλιμένο επίπεδο. Πόλεμος, έρωτας. Φθόνος, λατρεία. Ύβρις, θαυμασμός.

Η γλώσσα κινείται εκτός των χειλιών με γρήγορες και νευρικές κινήσεις, προφανώς εξοβελίζοντας βρισιές σ’ ένα αυτί που δείχνει να απολαμβάνει ν’ ακούει. Σκηνή που εναλλάσσεται στις δύο γυναίκες και συντονίζεται από το leitmotiv απ’ το στόμα του άντρα: «Πουτάνες!»

Η μία θεωρεί ότι η άλλη της απέσπασε την εξουσία. Μετά το παιχνίδι όπου η ταυτότητα καταργείται με επανειλημμένη εκατέρωθεν αναφώνηση: «Εγώ! Εσύ!», ακολουθεί η σκηνή της «θείας» κοινωνίας, καθώς η μία παραδίδει στην άλλη, την κοινωνεί τρόπον τινά, μία όστια που συνοδεύεται από αρχικά ήρεμο και έπειτα επιθετικό διάλογο: «Λάβε το αίμα που χύθηκε για σένα!», «Δώσε το αίμα που χάθηκε για σένα!» Η συναλλαγή συνοδεύεται με το ηχηρό γράπωμα της «όστιας» με τα δόντια.

Η Στιούαρτ οδηγείται στον θάνατο. Η Ελισάβετ περνά από πάνω της, σαν να επρόκειτο για φίδι του καταβροχθίζει το θήραμά του ή σαν φίδι που αλλάζει δέρμα. Η εξουσία είναι μία, το ίδιο απειλητική γι’ αυτόν που την ασκεί, την αποδέχεται ή την υφίσταται.

Ο φωτισμός, που έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος μαζί με τον Κωνσταντίνο Μπεθάνη, παίζει τον ρόλο του, ακολουθεί ή ερμηνεύει τη δράση. Το ιλαρό φως στη μαύρη σκηνή προσθέτει ένα ύφος μυστικισμού. Άλλοτε η παράλληλη διαγράμμιση του φόντου της σκηνής δηλώνει την έλλειψη τομής των δύο προσωπικοτήτων και την παράλληλη πορεία τους. Το ημίφως δημιουργεί τις κατάλληλες σκιάσεις, κάνοντας απειλητικό το στόμα ή τα αδηφάγα μάτια.

Τα κοστούμια της Λουκίας, ακολουθώντας τη γραμμή του σώματος, μαύρα με ανάγλυφες χρυσές λεπτομέρειες, αποκαλύπτουν τη φύση του ερπετού των γυναικείων ρόλων, σε αντίθεση με τα ταπεινά ρούχα του άντρα, του ταλαίπωρου λαού, βορά στα καπρίτσια της εξουσίας.

Η ερμηνεία των ηθοποιών έξοχη. Και η Σοφία Χιλλ (Ελισάβετ) και η Αγλαΐα Παππά (Μαρία Στιούαρτ) έφεραν σε πέρας και σωματικά και λεκτικά έναν άθλο. Η Αγλαΐα Παππά ιδιαίτερα εύστοχη στην εκτόξευση του δηλητήριού της, αλλά και η Σοφία Χιλλ σε θέση ετοιμότητας, με βασιλική πυγμή, έτοιμη να καταβροχθίσει την αντίπαλο.

Ο Τάσος Δήμας, ο άντρας στο κάτω επίπεδο, ερμηνεύει ουσιαστικά τις προθέσεις των γυναικών και από την άλλη ενσαρκώνει την απειλή που προέρχεται από αυτόν που έχει γίνει θύμα εκμετάλλευσης. Στο τέλος αποτραβιέται στην άκρη της σκηνής, το πρόσωπό του φωτίζεται με φως ιλαρό ετοιμοθανάτου. Η σκιά του στον τοίχο κάνει εντελώς αισθητό το έσχατο τέλος, το οποίο επισφραγίζεται, στο πάνω επίπεδο, από ένα όχι παθιασμένο αλλά αιματηρό φιλί κατασπάραξης, πνιγμένο στο κόκκινο φως.

Πρόκειται για μία παράσταση ανοιχτή σε διαφορετικές ερμηνείες και σκέψεις, ένα αριστοτεχνικό σκηνοθετικό, ερμηνευτικό και εικαστικό εγχείρημα.

* Η Μ. Μαρή είναι θεατρολόγος και εκπαιδευτικός

«Φρεναπάτη», ένα παράδοξο χαριτολόγημα

  • ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΗ*Η ΑΥΓΗ: 14/01/2011

Φρεναπάτη, Illusion comique (1635), ένα ιδιόμορφο έργο του Πιερ Κορνέιγ, που έχει την πρωτοτυπία να φιλοξενεί όλα τα αισθητικά ρεύματα που ήταν αγαπητά την εποχή εκείνη. Το «θέατρο μέσα στο θέατρο», το βουκολικό και ποιμενικό δράμα, την τραγικωμωδία, την κομέντια ντελ άρτε. Ο ίδιος ο Κορνέιγ έχει χαρακτηρίσει το έργο «ένα παράδοξο χαριτολόγημα με πολλές ιδιομορφίες», ένα «παράξενο τέρας».

Η πρώτη πράξη μπορεί να θεωρηθεί πρόλογος και οι τρεις επόμενες αποτελούν το ίδιο το έργο. Η επιτυχία του έργου είναι τραγική. Πρόκειται για την αγωνία μιας μάνας, της Πριδαμάντας, που θέλει να γνωρίζει τη ζωή του γιου της, Κλίνδωρα. Ζητά βοήθεια από ένα μάγο, ο οποίος της παρουσιάζει ένα σωρό τραγικά επεισόδια που αφορούν τη ζωή του. Δεν ξέρει κανείς τι είναι αλήθεια και τι ψευδαίσθηση. Ο Άδραστος σκοτώνεται, ο Κλίνδωρ βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο, αλλά το ύφος και τα πρόσωπα του έργου είναι εξ ολοκλήρου της κωμωδίας.

Υπάρχει κι ένα πρόσωπο που είναι μόνο της φαντασίας και έχει επινοηθεί για να προκαλέσει το γέλιο. Είναι ένας capitan, ο Ματαμόρος, που υποστηρίζει τον χαρακτήρα του φανφαρόνου. Με τον χαρακτήρα του Ματαμόρου ο Κορνέιγ προσφέρει στο κοινό μια καλύτερη εκδοχή ενός λογοτεχνικού τύπου που συναντάμε στο πρόσωπο του Πολέμαρχου στους Αχαρνής του Αριστοφάνη ή στο Miles Gloriosus του Πλαύτου.

Η δράση του έργου δεν ολοκληρώνεται, έτσι στο τέλος της Δ’ πράξης δεν γνωρίζουμε τι απογίνονται οι ήρωες. Η Ε’ πράξη είναι μια σύντομη τραγωδία, χωρίς ωστόσο τη μεγαλοπρέπεια που ζητά ο Αριστοτέλης. Αποκαλύπτονται ο Κλίνδωρ και η Ισαβέλλα ηθοποιοί. Υπάρχει δε μια σκηνή όπου οι ηθοποιοί μετρούν χρήματα πάνω στο τραπέζι παίρνοντας το μερίδιό τους.

Η μετάφραση αυτού του «ιδιαίτερου» έργου οφείλεται στο σκηνοθέτη της παράστασης που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Μαυρίκιο, που αποδεικνύει τη μεταφραστική εμπειρία του και οδηγεί στην επιτυχία αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Ο λόγος, έμμετρος και ομοιοκατάληκτος, διανθίζεται από σύγχρονες πεζές εκφράσεις. Ο άνθρωπος του θεάτρου αντιμετωπίζει με μια κάποια ελευθερία το κείμενο υπηρετώντας την θεατρικότητά του.

Την ίδια γραμμή της μετάφρασης ακολουθεί και η σκηνοθετική οπτική. Οι δύο αντρικοί ρόλοι των γονέων γίνονται γυναικείοι, έτσι ο Γκερόντ, πατέρας της Ισαβέλλας, γίνεται Γεροντία, μητέρα, και ο Πρινταμάντ, που αναζητά τον γιο του, γίνεται Πριδαμάντα, αυστηρή μητέρα που δεν αποδέχεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του γιου της να γίνει ηθοποιός.

Την παράσταση ξεκινά ένα τραγουδάκι, μ’ ένα παιδί που κρατά στρατιώτη με πανοπλία και προχωρεί προς έναν ηλικιωμένο κύριο (Γιάννης Βογιατζής), στον οποίο εμπιστεύεται τον στρατιώτη του. Είναι μια παιδική μνήμη; Πάντως βρίσκεται στη σφαίρα της αναπόλησης. Ακολουθεί προβολή ταινίας, όπου νεαρή μητέρα «κακοποιεί» το παιδί της ή, μάλλον, του φέρεται με πλεονάζουσα αυστηρότητα, γεγονός που το ωθεί να την εγκαταλείψει. Εν συνεχεία εκείνη το αναζητά μετανιωμένη. Όλη αυτή η σκηνή είναι μια προοικονομία του έργου, σκηνοθετικό εύρημα που εμφανίζει τις προθέσεις του συγγραφέα και του σκηνοθέτη.

Εμφανίζεται ο Κλίνδωρ (Χρήστος Λούλης), που κινεί τους πάντες σαν μαριονέτες. Εμβληματική παρουσία επί σκηνής, η κατασκευή με κοστούμια θεάτρου, υπονοεί, μέχρι να γίνει φανερή στο τέλος, τη συνεχή παρουσία και παντοδυναμία του θεάτρου και τον θρίαμβό του. Το έργο είναι ένας ύμνος στο θέατρο, στα εφηβικά όνειρα, στην καθαρτική μαγεία του.

«Αποτελώ μια σύνθεση τρόμου και ομορφιάς» λέει ο Ματαμόρος. Ο Κλίνδωρας στην υπηρεσία του Ματαμόρου (Γιώργος Γάλλος), σαν τον Σγαναρέλλο στον Δον Ζουάν, επιβεβαιώνει τις παλικαροσύνες του και επιβραβεύει, υπεραυξάνοντας και υπερθεματίζοντας, τις κομπορρημοσύνες του. Όταν αποχωρεί ο Ματαμόρος, που διεκδικεί την Ισαβέλλα μαζί με τον άρχοντα Άδραστο, και ο Κλίνδωρ με την Ισαβέλλα (Έμιλυ Κολιανδρή) μένουν μόνοι, φανερώνουν τον κρυφό έρωτά τους.

«Η έσχατη ποινή που ο άνθρωπος γνωρίζει είναι να αγαπά αυτόν που τον εξευτελίζει»: Η υπηρέτρια Λίζα (Ευγενία Αποστόλου) χρηματίζεται για να συλλάβει τον Κλίνδωρα με την πριγκίπισσα – άλλο που δεν θέλει, αφού, καθώς φαίνεται, ο Κλίνδωρ δεν αντιστέκεται στα πάθη του και της έχει υποσχεθεί τον έρωτά του. Σκηνή με χιούμορ, υπονοούμενα, ωραία χορευτική κίνηση αυτή του Κλίνδωρα με τη Λίζα, ειδικά για την ερωτική πράξη. Ο Κλίνδωρ αποχωρεί, η Λίζα γλιστρά στα «υγρά» του, τα οποία και μαζεύει αγανακτισμένη και πικραμένη από την εγωιστική συμπεριφορά του, λέγοντας ότι «τα δύο μηδενικά, μηδέν μας κάνουν πάλι».

Ο Κλίνδωρ σκοτώνει τον άρχοντα Άδραστο που διεκδικεί την Ισαβέλλα, γίνεται δίκη, για να νικήσει τελικά ο νεκρός. Οργανώνεται διαφυγή. Ο Κλίνδωρ εμπλέκεται σε περιπέτεια, προδίδει τη γυναίκα του, της λέει ότι εκείνη αγαπά και της ζητά να δεχθεί την προδοσία του.

Το έργο του Κορνέιγ αντιμετωπίζεται ελλειπτικά, καθώς παραλείφθηκαν κάποιοι ρόλοι. Ο σκηνοθέτης το ερμήνευσε ίσως στηριζόμενος σε γνώριμά του βιώματα και έτσι πιστεύουμε ότι το κείμενο έγινε για να μας αφορά όλους. Στο τέλος ο μικρός υποτίθεται πως κινηματογραφούσε τον ηλικιωμένο κύριο με τη μαριονέτα: η εικόνα του θεατρίνου που γερνά και παραμένει θεατρίνος, ο Κλίνδωρ ή ο ίδιος ο σκηνοθέτης που γερνά…

Εκπληκτική η ερμηνεία του Χρήστου Λούλη, το ίδιο και του Γιώργου Γάλλου. Έξοχη και η Ευγενία Αποστόλου στην κίνησή της, στην ερωτική σκηνή και την ευρηματικότητα και ευθύτητα του ρόλου της. Η Εύα Κοταμανίδου στον ρόλο της Πριδαμάντας έδειξε τον πόνο της μάνας, την αυστηρότητα, τη μεταμέλεια, τον φόβο, όλα αυτά τα εναλλασσόμενα συναισθήματα που καλούσε ο ρόλος της και άφησε το στίγμα της μεγάλης ηθοποιού.

Πρέπει να σημειωθεί η γοητευτική παρουσία του Γιάννη Βογιατζή, ακριβώς ψυχή και την ίδια στιγμή ιστορία του θεάτρου μέσα απ’ την αχλή των χρόνων και συνάμα η φευγάτη εύθραυστη μορφή του, είτε ως μάγος είτε ως ηλικιωμένος χειριστής, σκηνοθέτης της μαριονέτας, τελικά της ίδιας της ζωής…

* Η Μ. Μαρή είναι θεατρολόγος και εκπαιδευτικός

Ανακαλύπτοντας ξανά τον «Γλάρο»

Της Μαρίας Μαρή

«Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα…» Η μπαλάντα αυτή, με συνοδεία πιάνου, αποτελεί το leitmotiv της παράστασης. Ο Γλάρος, αυτό το έργο του Τσέχωφ, ύμνος στη νιότη και το γρήγορο πέρασμά της, φιλοξενείται στον υπόγειο χώρο της Knot Gallery, στην οδό Μιχαλακοπούλου 206 και Πύρρου, στους Αμπελόκηπους. Ο χώρος φιλοξενεί πειραματικές προσπάθειες με χαμηλό κόστος παραγωγής, που να ευνοούν την επικοινωνία και τον διάλογο με τους θεατές.

Η νεανική ομάδα Pequod επιχείρησε μια διαφορετική ανάγνωση του κειμένου. Μετά από δεκάδες παραστάσεις του έργου, ανακαλύπτει κανείς πρώτη φορά το κείμενο μέσα από αυτοσχεδιασμούς, ακούγοντας τους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων, τα διλήμματά τους, τους φόβους τους, ψηλαφεί ο θεατής τις πληγές τους μαζί με τους ηθοποιούς, τους ακολουθεί στα αδιέξοδά τους και στις κατακρημνίσεις τους. Στο υπόγειο του Knot, χωρίς σκηνικά και κοστούμια, με μόνη στήριξη την υπόδηση, τη συνεχή παρουσία των ηθοποιών επί σκηνής, το τέλειο συντονισμό τους, ξεδιπλώνεται το κείμενο και αποκαλύπτεται ο Τσέχωφ. Μέσα από τις σχέσεις των ζευγαριών προκύπτει η ανικανοποίητη αγάπη, ο ατελέσφορος έρωτας, οι ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες, τα στοιχειωμένα όνειρα. Αξίζει να σημειωθούν οι ερμηνείες της Αγγελικής Παπαθεμελή (Αρκάντινα), της Αγγελικής Μαρίνου (Πωλίνα), της Νικολίτσας Ντρίζη (Νίνα) κυρίως στις κορυφώσεις του ρόλου της και του Γιάννη Κλίνη (Τρέπλιεφ).

Ο ΓΛΑΡΟΣ του Άντον Τσέχωφ. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ξανθόπουλος. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου. Σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια: Νίκος Κόνιαρης. Ερμηνεύουν: Αγγελική Παπαθεμελή, Γιάννης Κλίνης, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Νικολίτσα Ντρίζη, Γιώργος Αγγελόπουλος, Αγγελική Μαρίνου, Βάσω Καβαλιεράτου, Δημήτρης Γεωργαλάς, Κώστας Παπακωνσταντίνου, Άρης Αρμαγανίδης. Εταιρία Θεάτρου Pequod. KNOT Gallery. Έως 16 Νοεμβρίου.

* Η Μ. Μαρή είναι θεατρολόγος

  • Η ΑΥΓΗ: 12/11/2010