Ο Αριστοφάνης και η επιθεώρηση

  • «Θεσμοφοριάζουσες» – Εταιρεία «Πολιτιστική Εκφραση», Κατράκειο
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Υπάρχει μια παλιά ιστορία με τις παραστάσεις του Αριστοφάνη στην Ελλάδα, που θέλει τον αρχαίο κωμικό να αναζητεί σύγχρονα ερείσματα στο πάλκο του λαϊκού μας θεάτρου. Και σαν διακαής πόθος υπάρχει πάντα η επιθυμία να ενωθεί ο πλούτος της κλασικής πηγής με τη φλέβα που μεταφέρει στα μεγάλα κοινωνικά στρώματα θερινό γέλιο και δροσιά ψυχαγωγίας.

Γιώργος Κωνσταντίνου, Βασίλης Τσιβιλίκας στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Νίκος Χαραλάμπους

Γιώργος Κωνσταντίνου, Βασίλης Τσιβιλίκας στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Νίκος Χαραλάμπους

Ετσι, κάθε λαϊκός (με την έννοια της δημοφιλούς περσόνας) ηθοποιός συνδέεται ακόμη και αδόκιμα με τις μορφές του αριστοφανικού θεάτρου και καλείται οικειοθελώς ή μη να δοκιμάσει τον κώδικα της σκηνικής πανοπλίας του στην αριστοφανική αρένα.

Το αποτέλεσμα, παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις (που κρύβουν βέβαια συχνά και μια δόση από θιασαρχικό ωφελιμισμό), στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ανισοβαρές: αναδεικνύει ή έστω επιβεβαιώνει το σκωπτικό χαρακτήρα της αριστοφανικής κωμωδίας, της στερεί όμως συνήθως το ποιητικό, βαθιά πολιτικό και διανοητικό της ισοζύγιο. Ο ζυγός γέρνει προς τα λαϊκότροπα θεάματα, την επιθεώρηση και το μουσικό θέατρο, αγνοώντας ότι η φύση της σύγχρονης αριστοφανικής παράστασης εμπεριέχει αυτά τα είδη, ζητώντας τους όμως να υψωθούν κατακόρυφα.

Στην παράσταση της Νίκαιας είδαμε μια ακόμη φιλόδοξη όσο και αγωνιώδη προσπάθεια συνύπαρξης των δύο πόλων ανάμεσα στους οποίους κινήθηκε το θέατρο του Αριστοφάνη. Από τη μια ο πόλος τής διανοουμενίστικης αναγωγής του λαϊκού στο πεδίο της λογιοσύνης· και από την άλλη, η επαγωγή του λόγιου στο κτήμα της συντεχνίας. Η συνεργασία του σκηνοθέτη Νίκου Χαραλάμπους με τους Βασίλη Τσιβιλίκα και Γιώργο Κωνσταντίνου αγωνίζεται να ενώσει τα δυο αυτά κομμάτια ή τους δυο αυτούς κόσμους θεάτρου μέχρι τέλους. Εις μάτην. Τα σκηνικά του Μιρό, εντός του οποίου παίζονται τα Θεσμοφόρια, καθώς και η γενική διάθεση του σκηνοθέτη να δώσει στην παράσταση κάτι από το θέατρο του Παραλόγου, ειδικά στο δίδυμο Ευριπίδη και Μνησίλοχου, ακούγονται μετά το τέλος της σαν άτεχνο ευφυολόγημα. Μπροστά στον οδοστρωτήρα των δύο κωμικών, στη σιδερένια τεχνική τους και την μπουφόνικη αναρχία, ποιος Μπέκετ αναρωτιέται κανείς, και ποιος Μιρό, και ποιος Αριστοφάνης… Ο Τσιβιλίκας ειδικά μοιάζει σαν να τρύπωσε στην παράσταση για να καβαλήσει τη μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου και να την τοποθετήσει στο δικό του καλειδοσκόπιο.

Είναι ζήτημα προσωπικότητας αλλά και σχολής. Για τους δυο πρωταγωνιστές, κείμενο, παράσταση και κοινό παραμένουν δεμένα με κοινά νήματα. Ο ηθοποιός που βρίσκεται πάνω στη σκηνή στοχεύει όχι στην περιβόητη εκείνη «υπερμαριονέτα» που ζητούσε κάποτε ο Γκρεγκ, αλλά στον κυρίαρχο «υπερμαριονετίστα» του νούτικου θεάτρου.

Είναι ωστόσο μια μελαγχολική διαπίστωση ότι το θέατρο αυτό τελειώνει, σβήνει μπρος στα μάτια μας. Ακόμα και αυτοί που θεωρούμε σήμερα σαν τους τελευταίους του εκπρόσωπους, κάθε άλλο παρά αποτελούν γνήσια παιδιά του. Οι Τσιβιλίκας και Κωνσταντίνου είναι στην πραγματικότητα λόγιοι ηθοποιοί, με σπουδές και θητεία στην πρόζα και στο θέατρο του σκηνοθέτη. Αν σήμερα τους θεωρούμε απογόνους μιας σκηνής που παρήγαγε κάποτε γοητεία, αίγλη και μύθο είναι γιατί αποτελούν την τελευταία γενιά ηθοποιών που θεράπευσε έστω και με έντεχνο τρόπο τα ακατέργαστα σκηνικά ταξίμια των παλιότερων.

Δεν ωφελεί επομένως να αναζητούμε την πειθαρχία ή την τάξη σε αυτές τις «Θεσμοφοριάζουσες». Μπορούμε κάλλιστα να χαιρόμαστε με τα αντίθετά τους: με την ελευθερία, την αυτοσχεδιαστική έμπνευση, με τη μελετημένη κίνηση στα μονοπάτια της εμπειρίας. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς εδώ για αυθαιρεσία ή για φραγμούς ανάμεσα στα είδη. Και είναι ασφαλώς άχαρο να παρατηρήσει το σημείο όπου τελειώνει ο Αριστοφάνης και ξεκινάει η επιθεώρηση, η φάρσα και η μπαλαφάρα. Πρόκειται πριν απ’ όλα για θέατρο που χαίρεται με τον εαυτό του και που τον πουλάει. Και σαν τέτοιο ασκεί στους κριτικούς γοητεία μεγαλύτερη από την έλξη που ασκεί στο κοινό του.

Φυσικά η επιλογή του έργου είναι η ενδεδειγμένη: δίνει την ευκαιρία στον Τσιβιλίκα να κινηθεί πάνω σε δυο γνώριμα πεδία του λαϊκού γέλιου: την παρενδυσία και το σεξιστικό γκροτέσκο. Είναι γεγονός ότι ο Μνησίλοχός του φέρει μια φαλλοκρατική υπόκρουση πίσω από τη θηλυκή του μεταμφίεση, πρόκειται όμως μάλλον για παρελκόμενο της μανιέρας του ηθοποιού και όχι για μελετημένη απόφαση. Ο Ευριπίδης τού Γιώργου Κωνσταντίνου πατά στους δρόμους του κωμικού ρεαλιστικού κώδικα, όπως ο ίδιος πλέον τους κατέχει.

Κάπου στο βάθος βρίσκονται και οι υπόλοιποι που, προσπαθώντας να ακολουθήσουν τους πρωταγωνιστές, παρασύρονται σε μια υπερβολή ούτε αναγκαία ούτε καλοδεχούμενη. Εντύπωση προκαλεί το ύφος των κοστουμιών (Αριάδνη Βοζάνη) και της μουσικής (Μάρω Θεοδωράκη), που παραπέμπουν στον Μποστ και την υφολογία του. Δυστυχώς, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης παραγωγής η ακροβασία αυτή του «επιτηδευμένα άτεχνου» μοιάζει περισσότερο σαν παιδί της ανάγκης παρά σαν τέκνο της σκηνογραφικής άποψης. Οι χορογραφίες της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη φαντάζουν παλιομοδίτικες. *