Ένα σχόλιο για δύο παραστάσεις

  • Πολενάκης Λ., Η ΑΥΓΗ: 20/09/2009

Στη μνήμη της Φραγκίσκης Καρόρη

Ο Γερμανόφωνος Έντεν Βον Χόρβατ ανήκει στους λεγόμενους «στρατευμένους» συγγραφείς του μεσοπολέμου. Όχι τόσο σε διακριτά κοινωνικά – πολιτικά σχήματα ή ρεύματα, όσο στην κάπως αφηρημένη και αόριστη έννοια του «ανθρωπισμού», την οποία προσπαθεί να κάνει στα έργα του απτή και συγκεκριμένη… δίνοντάς της ανθρώπινο πρόσωπο! Ο Καζιμίρ και η Καρολίνα του ομότιτλου έργου, με τα ρομαντικά τους ονόματα είναι δύο ήρωες ξεκομμένοι απ’ τη σκληρή και απάνθρωπη εποχή τους, που πιστεύουν ακόμη, παράλογα, σχεδόν απελπισμένα, στη δύναμη της αγάπης που ενώνει… Ο άνθρωπος όμως είναι πολύ αδύναμος μέσα στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες, ώστε να μπορεί να επιλέγει ελεύθερα. Του χρειάζεται ακόμη κάτι, και αυτό είναι η δύναμη της πράξης. Ο Χόρβατ ως πράξη εννοεί την επαναστατική, που σπάζει με τη βία τα δεσμά της ανάγκης έχοντας ως φυσικό οδηγό της την επιθυμία… Πάνω σε αυτήν την κατευθυντήρια γραμμή χτίζει τα δράματά του, με ήρωες που θέλουν αλλά δεν μπορούν, επειδή έχουν παγιδευτεί στους νόμους, θεσμούς, κανόνες κ.λπ. της χωρίς ήθος, υποκριτικής και πουριτανικής κυρίαρχης κοινωνίας του κεφαλαίου, η οποία προεξοφλεί σε τιμή κάτω του κόστους την επιθυμία τους να χρεώνει με υπέρογκο ισόβιο τόκο την «αμαρτία» τους. Με αποτέλεσμα να γίνεται πλέον η επιθυμία γέννημα της ανάγκης, όχι το αντίθετο. Για να γεννήσει με τη σειρά της μια ελευθερία από ανάγκη, ανάπηρη και φονική. Όχι, μια ελευθερία από ελευθερία που σε καιρούς ανάπηρους είναι το άλλο όνομα της αγάπης. Βλέπουμε έτσι τους ήρωες του Χόρβατ παγιδευμένους μέσα στη δαιμονική δίνη που δημιούργησε η διαλεκτική της βίας και της απελπισίας, να έλκονται ακαταμάχητα από τη γοητεία του σκότους και τη σαγήνη των βυθών. Είτε ως τυφλά εξεγερμένα, επαναστατημένα τέκνα της αστικής τάξης, είτε ως «φιλήσυχοι συντηρητικοί» αστοί γεννήτορες και δυνάμει παιδοκτόνοι.

Στο «Καζιμίρ και Καρολίνα – η αγάπη ποτέ δεν τελειώνει», όπως είναι ο πλήρης τίτλος του έργου, ο Χόρβατ, με πρόσχημα μια κοινή ερωτική ιστορία δύο νέων ανθρώπων που σμίγουν, χάνονται, ξαναβρίσκονται «ώριμοι πια από γνώση», στην έρημη Ευρώπη της δεινής οικονομικής κρίσης των χρόνων του ’30, μας μιλά για πράγματα αιώνια. Κάτω από τη ρομαντική ηθογραφία βρίσκονται κρυμμένα τα γνωστά λόγια του Παύλου από την «Προς Κορινθίους Α’ Επιστολή»: «Η αγάπη πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει…». (Τα ίδια λόγια είχαν εμπνεύσει παλιότερα την ταινία του Μπέργκμαν,  «Μέσα στο σπασμένο καθρέφτη», και πιο πρόσφατα την κινηματογραφική τριλογία του Κισλόφσκι, «Μπλε – άσπρο – κόκκινο»).

Αυτό είναι, νομίζω, το βαθύτερο βυθισμένο υπόστρωμα του έργου, που επιχείρησε και πέτυχε σε ικανοποιητικό βαθμό να ανασύρει στην επιφάνεια η λαμπερή μουσική παράσταση της βελγικής ομάδας NTGet (σκηνοθεσία Johan Simons και Paul Koek) αφαιρώντας επιδέξια, χωρίς να τραυματίζει, τη διπλή επικάλυψη που του έθεσε η εποχή του, μια ετικέτα ηθογραφίας επάνω σ’ ένα περιτύλιγμα ρεαλισμού. Η δράση έτσι τοποθετήθηκε σε ένα ονειρικό και πραγματικό την ίδια στιγμή Λούνα – Παρκ (ο απωλεσθείς παράδεισος της παιδικότητας), όπου ολημερίς «παίζουν» οι ήρωες σαν χαμένα στον δικό τους κόσμο αγγελικά νήπια ή σαν πανέμορφα μεγάλα ανώριμα παιδιά. Ένα εύρημα που έμμεσα μας έφερνε κοντά στο ανάλογο εικαστικό κόσμο του επίσης Βέλγου Πολ Ντελβό, με τις υπνοβατούσες έκπαγλες γυμνές ονειρικές μορφές πριν απ’ την τελειωτική τους «είσοδο στην πόλη». Αλλά και στις ατελείς μορφές «πριν απ’ την ύπαρξη» που στοιχειώνουν τα μεγάλα δράματα – οράματα του Αυστριακού Ούγο Βον Χόφμανσταλ. Ο παρεξηγημένος Χόρβατ μας μιλά για την αθανασία και: «ο μόνος τρόπος σήμερα να μιλήσεις για την αθανασία, είναι η μουσική», λέει. Τον άκουσε η παράσταση και μίλησε μουσικά.

Ένα σκηνικό ορατόριο με διασταυρούμενους μελωδικούς ήχους – απόηχους πράξεων μουσικών και μια εμπνευσμένη μείξη κλασικών μοτίβων, λαϊκών ακουσμάτων της εποχής, και σύγχρονης «ποπ» (της ομάδας Veenfabriek), σε εκτέλεση ζωντανή. Με συντονισμό γλώσσας και μουσικής, που «έπιανε» τις αναπνοές των ηθοποιών. Με παίζοντα πολύχρωμα σκηνικά, κοστούμια (Bert Newmann, Nina Von Mechow), και φωτισμούς (Lothar Baumgarde). Με μια συντονισμένη, τέλος, ομάδα ασκημένων σωματικών ηθοποιών – οργάνων που μετέφραζαν τον ήχο σε κίνηση και «ανάσαιναν» ακαριαία ρυθμό. (Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους οι περίφημοι Wim Opbrouck και Else Dottermans) Μία από τις πιο ευτυχισμένες επιλογές του φετινού φεστιβάλ στο «Ηρώδειο».

***

Στην «Πειραιώς 260», σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Μαυρομμάτη δόθηκε το θεατρικό έργο του Τ.Σ. Έλιοτ «Κοκτέλ πάρτι» (1949). Το θέατρο του σπουδαίου νομπελίστα ποιητή, στρατευμένο ανοιχτά στον πλέον αντιπαθή, αντιλαϊκό και δογματικό, αντιδραστικό καθολικισμό, διαθέτει μεν ωραία λόγια, αλλά καθόλου δραματικές αρετές. Για τον λόγο αυτό, σήμερα, δικαίως, δεν συγκαταλέγεται ο ίδιος ανάμεσα στους κορυφαίους δραματουργούς της εποχής μας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι τη θεατρική γραφή την ασκούσε ως πάρεργο.

Το εγκεφαλικό κείμενο, ξεπερασμένο, κυλάει με αργούς ανιαρούς διαλόγους ανάμεσα σε Άγγλους αριστοκράτες που πλήττουν θανάσιμα, μαζί με εμάς. Μέχρι τη στιγμή που μας ανακοινώνουν κατασυγκινημένοι, για να συγκινηθούμε κι εμείς υποτίθεται και να ξεφύγουμε απ’ το βάλτωμά μας οι βαλτωμένοι απ’ το βόλεμά μας οι βολεμένοι, τη «θυσία» μιας προδομένης συζύγου που έγινε ιεραπόστολος, πήγε στην Αφρική και βρήκε τραγικό θάνατο, την έφαγαν οι ανθρωποφάγοι! (Υπάρχουν και χειρότερα, σκεφτείτε να έμενε σ’ έναν αποτυχημένο γάμο, σχόλιο του συντάκτη). Ποιον συγκινούν λεγόμενα σοβαρά σήμερα αυτά, εκτός από κάποιους αμετανόητους αιωνόβιους «gentlemen» που περίσσεψαν απ’ το ναυάγιο της αυτοκρατορίας; Υλικό για ανέκδοτα ίσως; Και τι να κάνουμε;

Η παράσταση της Βαρβάρας Μαυρομμάτη σε ικανοποιητική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, λυπημένη και σοβαρή, χωρίς να θέλει να καινοτομήσει έδωσε την ευκαιρία σε καλούς ηθοποιούς να παίξουν μαζί, να συντονιστούν και να ενώσουν τα βήματά τους. Με έναν πολύ καλό Άρη Λεμπεσόπουλο να δίνει το σωστό ρυθμό λειτουργώντας ως ιδανικός «μετρονόμος», πήραν φιλότιμα το πράγμα επάνω τους. Αν δεν έσωσαν το έργο, έσωσαν όμως ρόλους. Πρόσθεταν, δίπλα στο εγγλέζικο παγερό φλέγμα, μια τρυφερή νότα (Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου), μια αύρα δροσιάς (Μαρίσα Τριανταφυλλίδου), χιούμορ μεσογειακό και ανατολίτικο (Όμηρος Παυλάκης, Χρήστος Στεργιόγλου), ένα αρχαϊκό μειδίαμα κούρου (Λάζαρος Γεωργακόπουλος), τη βιωμένη χαρμολύπη της Λυμπεροπούλου, βγάζοντας για λίγο να λιαστούν τα άψογα εγγλέζικα κοστούμια και οι βραδινές τουαλέτες των «χαρακτήρων» απ’ το νήδιμο ύπνο τους, της ναφθαλίνης. Ελαφρώς τσαλακωμένα, ώστε να δηλώνουν άνθρωπο. Αυτό να κάνουμε.