«Ηθελα να σ’ αντάμωνα» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» – «Λάσπη», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας» – «Νεκροί ταξιδιώτες» από το «Συνεργείο»

Δραματουργικές απόπειρες νέων
  • «Ηθελα να σ’ αντάμωνα» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»
«Λάσπη»

Θεατρολόγος, επί χρόνια ακάματη «ψυχούλα» του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου», η Μαρία Παπαλέξη, με την πρώτη της δραματουργική απόπειρα, υπό τον τίτλο «Ηθελα να σ’ αντάμωνα», αποκάλυψε τρία αξιέπαινα στοιχεία της. Πρώτον ότι διαθέτει ένα θαυμάσιο «εργαλείο» λόγου – λόγου γλωσσικά λαγαρού, χυμώδους, οικείου αλλά και με ποιητικό αίσθημα, ρυθμό και μυθοπλαστικό μέτρο. Δεύτερον ότι συνετά, σεμνά και γερά θέλησε να δοκιμαστεί στη δραματουργική γραφή, και όχι με μια ανούσια δραματουργική «μεταμοντερνιά». Τρίτον ότι αγαπά και «τρέφεται» με την ομορφιά και τη σοφία των λαϊκών μας παραδόσεων. Με τα ήθη, τα έθιμα, τους μακραίωνους μύθους και θρύλους, την παραμυθία, τη δημώδη ποίηση, μουσική, τα τραγούδια του λαού μας. Η Μ. Παπαλέξη αυτήν την παράδοση τιμά και από αυτήν εμπνεύστηκε το έργο της. Εργο ύμνος για τη ζωή, τον αγνό έρωτα και την αληθινή αγάπη, που νικούν το θάνατο. Ενα σκηνικό «ποίημα» για τη δύναμη της αγάπης και της μνήμης, που κρατώντας τον αγαπημένο νεκρό απέθαντο στην καρδιά και τη μνήμη των ζωντανών νικά τη λησμονιά, γιατί αυτή είναι ο οριστικός θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. Πανέμορφοι δημοτικοί σκοποί, χοροί και τραγούδια, και τρία πρόσωπα, με επίκεντρο το γυρολόγο τροβαδούρο Κωνσταντή, αναπαριστούν τον κύκλο της ζωής. Ο Κωνσταντής, σαν τον Ορφέα, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, ξαναβρίσκει την αγαπημένη του και όσα πρόσωπα συνδέθηκαν με τη ζωή του και τους «ανασταίνει» με την άσβηστη μνήμη του. Κείμενο, παράσταση και ερμηνείες ευφραίνουν νου, ψυχή και αισθήσεις. Αξιέπαινοι είναι και όλοι οι καλλιτεχνικοί συντελεστές: Βαλεντίνα Παπαδημητράκη (σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια), Εδουάρδος Γεωργίου (σκηνικό – κοστούμια), Μυρτώ Παπαδοπούλου (κίνηση), Ελλη Βασιλάτου (μουσική διδασκαλία), οι ερμηνευτές Αννα Γαρεφαλάκη, Βαγγέλης Λιοδάκης, Βασίλης Παπαγεωργίου και ο μουσικός Αλέξανδρος Ιερωνυμίδης (λύρα, λαούτο).

  • «Λάσπη», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»
«Ηθελα να σ’αντάμωνα»

Αξιόλογος πεζογράφος και έχοντας στο ενεργητικό του δύο αφηγηματικούς θεατρικούς μονολόγους («Μεταμφίεση», «Λα Πουπέ»), ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, με τη «Λάσπη» δοκιμάστηκε, επιτυχώς, σε μια πλήρη δραματουργική γραφή. Επλασε ένα μύθο, που έχει αρχή, μέση και τέλος, δραστικούς διαλόγους και τρία, αρκετά καλογραμμένα σαν χρακτήρες, πρόσωπα. Η γλώσσα του είναι άμεση και το θέμα του ενδιαφέρον και σύνθετο. Υπαρξιολογικό και κοινωνιολογικό. Ως προς τη δεύτερη πτυχή – την κοινωνιολογική αντίληψη του συγγραφέα για τα πρόσωπα που πλάθει, η υπογράφουσα τη θεωρεί όχι βέβαια εντελώς απίθανη, πάντως μια ακραία εξαίρεση του κανόνα, εξαίρεση μακράν της πραγματικότητας σε οποιαδήποτε ταξική κοινωνία. Στην ταξική κοινωνία την εξουσία – σε κάθε έκφραση και μορφή της ζωής και του ανθρώπου – την κατέχει ο κοινωνικο – οικονομικά ισχυρός. Ο ταξικά ισχυρός επιβάλλει όλους τους όρους του – ακόμα και όσον αφορά στην ερωτική σχέση – στον ανίσχυρο και όχι το αντίθετο, όπως κάνει, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του έργου, ο Β. Χατζηγιαννίδης. Στο έργο, μια μεγαλοαστή ζωντοχήρα, έχοντας βαρεθεί την ανούσια ζωή της κι αφήνοντας τη βίλα της, πάει να απομονωθεί για ένα διάστημα σε μια επαρχιακή πόλη, στο εγκαταλειμμένο σπίτι που κληροδότησε στον αδελφό της μια πεθαμένη θεία τους. Στο σπίτι εισέβαλε και μένει ένα άστεγο, φτωχό ζευγάρι με τα παιδιά του. Η έπαρση, η περιφρόνηση και οι απειλές της μεγαλοαστής, δεν έχουν αποτέλεσμα, καθώς απλώς επικαλύπτουν την ανούσια ζωή της, τα υπαρξιακά κενά της, το φόβο της απέναντι στη μοναξιά και τη συνήθειά της να την υπηρετούν. Καθώς η μεγαλοαστή αποδέχεται και τη συγκατοίκηση και να πληρώνει εκείνη για όλα, σιγά σιγά τα πράγματα αντιστρέφονται. Στερούμενη τον έρωτα, σμίγει σεξουαλικά με τον άντρα, κι όταν η γυναίκα του το ανακαλύψει, από εξουσιάστρια καταντά εξουσιαζόμενη από τον άντρα, «υπηρέτρια» και ψυχοσωματικό έρμαιο της συζύγου και τελικώς ένα «απόρριμμα» του ζεύγους, όταν εκείνο με τα δικά της χρήματα καταφέρνει να αγοράσει δικό του σπίτι και την εγκαταλείπει. Μέσα στο λιτό, λειτουργικό, κινούμενο σκηνικό χώρο που σχεδίασε η Ελένη Μανωλοπούλου (δικά της και τα κοστούμια), με υποβλητικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, με αρμόζουσα στο ψυχολογικό «κλίμα» του έργου μουσική του Σταύρου Γασπαρινάτου, η λιτού ρεαλισμού, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ, επικέντρωσε την προσοχή της στην ψυχογράφηση των προσώπων, αποσπώντας καλές ερμηνείες και από τους τρεις ηθοποιούς. Την πάντα αισθαντική Μαρία Καλλιμάνη (είναι πολύ φυσικότερη στο δεύτερο μέρος του έργου, όταν η μεγαλοαστή συνθλίβεται ψυχολογικά, αλλά κάπως επιτηδευμένη στο πρώτο μέρος). Την Πηνελόπη Μαρκοπούλου, που διαθέτει γήινη, δυνατή, αληθινή εσωτερικότητα. Και τον Δημήτρη Ξανθόπουλο, που λιτά και αδρά έπλασε τον άντρα.

«Νεκροί ταξιδιώτες»
  • «Νεκροί ταξιδιώτες» από το «Συνεργείο»

Μετά την εξαιρετική θεματολογικά, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά παράσταση του έργου «Tejas verdes» (σύνθεση μαρτυριών θυμάτων του δικτατορικού καθεστώτος του Πινοτσέτ σε βάρος του λαού της Χιλής, από τον Φερμίν Καμπάλ), που παρουσίασε το 2007 – 2008, ο δημιουργημένος το 2006 θίασος «Συνεργείο», στεγασμένος φέτος σε άλλο χώρο, επιχειρεί για τρίτη φορά να ποιήσει θέατρο με αφηγηματικά, μη θεατρικά κείμενα. Ενα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να οφείλεται σε πολλά. Σε οικονομική αδυναμία του θιάσου να κλείσει έργο που έχει πνευματικά δικαιώματα, σε αισθητική αντίληψη, ακόμα και στην επηρμένη άποψη ότι ο ταλαντούχος καλλιτέχνης – σκηνοθέτης, εν είδει «θαυματοποιού» μπορεί να «παντρέψει» αισθητικά τα μακρινά και αταίριαστα. Η νεαρή δημιουργός και σκηνοθέτης του θιάσου Γιολάντα Μαρκοπούλου, με τα μέχρι τώρα δείγματα της δουλειάς της, δείχνει ταλαντούχα και αισθητικά ανήσυχη και ευφάνταστη. Αισθητικά ανήσυχη και ευφάνταστη ήταν και η ιδέα της να θεατροποιήσει, ενώνοντάς τα, δύο όμοιας θεματικής διηγήματα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ), υπό το γενικό τίτλο «Νεκροί ταξιδιώτες». Πρόκειται για διηγήματα για τη θάλασσα και τους πλανημένους σ’ αυτήν, μαγεμένους από αυτήν και πεθαμένους σ’ αυτήν και ξεβρασμένους από αυτήν ναυτικούς. Ο «νεκρός ταξιδιώτης» του Παπαδιαμάντη πλανεύεται από τη σκιθιώτικη θάλασσα. Του Μάρκες από την ωκεάνεια θάλασσα της Κολομβίας. Διαφορετικά τα μεγέθη, το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον των θαλασσινών και στεριανών τόπων της Σκιάθου και της Κολομβίας. Διαφορετικά τα θρησκευτικά, πένθιμα και ταφικά έθιμά τους. Αλλο το ποιητικά υπερβατικού αισθήματος, το ήθος και τοπικό ιδίωμα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη κι άλλο του γήινου, χειμαρρώδους Μάρκες. Με το να ενοποιήσεις αισθητικά, με εμφαντικά, σχηματικής γραφικότητας αναπαραστατικά ευρήματα δύο διαφορετικού ήθους αφηγήματα, προσθέτοντάς τους και μερικούς κατασκευασμένους διαλόγους, το μόνο που καταφέρνεις είναι να αλλοιώσεις την «ψυχή», την ομορφιά και την αισθητική τους. Αυτό συνέβη με την παράσταση που έστησε η Γιολάντα Μαρκοπούλου. Μια παράσταση που απαίτησε μόχθο από την ίδια και τους τέσσερις, πολύ φιλότιμους ερμηνευτές της – Μαρία Αιγινίτου, Βιολέτα Γύρα, Γιώργο Στάμο, Χάρη Χαραλάμπους, μουσικά ντύθηκε από τον Δημήτρη Ισαρη, εκφραστικά κινησιολογήθηκε από την Αντιγόνη Λύρα και ατμοσφαιρικά φωτίστηκε από την Ηλέκτρα Περσελή. Μεγάλη αρετή, αληθινή ευεργεσία για την παράσταση είναι το πανέμορφο, αξιοθαύμαστης σύλληψης, σύνθεσης και πολύσημης πλαστικότητας, γλυπτό σκηνικό της Αλεξάνδρας Σιάφκου, η οποία υπογράφει και τα καλαίσθητα κοστούμια. [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 18 Φλεβάρη 2009]

Η γηραιά κυρία…

Η Μπτυ Αρβανίτη συναρπάζει ως Κλερ Τσαχανασιάν στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» στο θατρο της οδού Κεφαλληνίας.

Η Μπέτυ Αρβανίτη συναρπάζει ως Κλερ Τσαχανασιάν στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας.

Το χρήμα όλα τα αγοράζει, ακόμα και συνειδήσεις… Και αυτή η αλήθεια «πρωταγωνιστεί» στο αριστούργημα του Φρίντριχ Ντίρενματ «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», που παρουσιάζεται στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας με τη «σφραγίδα» του Στάθη Λιβαθινού.

Στο Γκίλεν, μια μικρή πόλη, οι κάτοικοι μετά από μια οικονομική καταστροφή ζουν εξαθλιωμένοι, περιμένοντας ένα θαύμα. Η είδηση ότι η Κλερ Τσαχανασιάν, μια δισεκατομμυριούχος διεθνούς φήμης, επιστρέφει μετά από σαράντα πέντε χρόνια στην άσημη γενέτειρά της, τους γεμίζει ελπίδα και προσδοκία για καλύτερες μέρες με την πιθανότητα μιας σωτήριας δωρεάς. Εκείνη όμως δεν έχει γυρίσει με καλό σκοπό. Αποκαλύπτει ένα ένοχο μυστικό που την έχει «κομματιάσει» εδώ και χρόνια και προσφέρει ένα δισεκατομμύριο δολάρια για να πάρει την εκδίκησή της…

Το συνταρακτικό έργο έχει μεταφραστεί με δεξιοτεχνικό τρόπο από τον Γιώργο Δεπάστα και σκηνοθετηθεί με μαεστρία από τον Στάθη Λιβαθινό. Η παράστασή του, λιτών και καθαρών γραμμών, φωτίζει μοναδικά τα μηνύματα του έργου, είναι ατμοσφαιρική, έχει ρυθμούς ζηλευτούς. Αρωγοί του η Ελένη Μανωλοπούλου -σκηνικά και κοστούμια-, ο Θόδωρος Αμπαζής -μουσική-, ο Αλέκος Αναστασίου – φωτισμοί. Η Μπέτυ Αρβανίτη συναρπάζει στην Κλερ Τσαχανασιάν της.

Πρέπει να πάρει την εκδίκησή της απ τον άντρα που τη σακάτεψε μεταφορικά και κυριολεκτικά και πληρώνει για αυτό. Διαθέτει εσωτερικότητα, ακρίβεια και αλήθεια. Δίπλα της ο Γιάννης Φέρτης «κεντά» παίζοντας τον Αλφρεντ Ιλ, τον πρώτο της έρωτα. Μαζί τους σε εξαιρετικές επιδόσεις οι Γαλανάκης, Αλεξίου, Σαρηγιαννίδης, Καραμπούλας, Παπαδοπούλου, Παναγόπουλος, Δήμου, Ουζουνίδου, Μυλωνάς, Κουνέλας και Λυρής.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

  • Πού: Θέατρο οδού Κεφαλληνίας-Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη, τηλ.: 210-8838727.
  • Πότε: Τετάρτη 8.00 μ.μ., Πέμπτη-Σάββατο 9.00 μ.μ., Κυριακή 8.00 μ.μ.
  • Εισιτήρια: 23 ευρώ, 19 ευρώ, 16 ευρώ (φοιτητικό).

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗΣ, ΕΘΝΟΣ, 11/02/2009

* «Λάσπη» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη Β’ Σκηνή του «Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας»


Δημήτρης Ξανθόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη, Πηνελόπη Μαρκόπουλου στη «Λάσπη»

Η νεαρή γυναίκα επιστρέφει από την πόλη στο χωριό με την πρόθεση να εγκατασταθεί στο εγκαταλειμμένο σπίτι της οικογένειας, καθώς ο γάμος της βρίσκεται σε διάλυση. Νύχτα, κούραση, αποσκευές και μια αλλαγμένη κλειδαριά! Μάταια η αιφνιδιασμένη γυναίκα την κοπανά, ιδρώνει, οργίζεται – η πόρτα ανθίσταται εχθρικά.

Αποδεικνύεται πως κάποιοι έχουν μπει και «μένουν εκεί, μήνες τώρα». Μια άγνωστη οικογένεια παραβίασε το ακατοίκητο σπίτι αναζητώντας καταφύγιο και όσο επιτακτικά κι αν αντηχεί ακόμα το ακλόνητο «δικό μου!» της δικαιούχου, φαίνεται πως το παιχνίδι είναι μάλλον χαμένο.

Περίεργες στρατηγικές υφαρπαγής της ξένης ιδιοκτησίας και απρόσμενες ανατροπές στην ισορροπία δυνάμεων μεταλλάσσουν το θρίλερ σε ψυχοθρίλερ. Οι καταληψίες οικειοποιήθηκαν όχι μόνο το αποσαθρωμένο οίκημα, αλλά και το πνευματικό παρελθόν του, όπως και την εύνοια χωριού και Αστυνομίας. Πρόκειται για σατανικούς εισβολείς που, ατάραχοι, ευγενείς και ακάθεκτοι, ήρθαν για να μείνουν, ή για κακομοίρηδες που όλο αυτό τον καιρό, παρά τον φόβο της άφιξης της οικοδέσποινας, φρόντισαν με ευγνωμοσύνη την επισκευή των ξένων τοίχων και τη διάσωση της ξένης ιστορίας τους, περισυλλέγοντας και ταξινομώντας (!) οικογενειακές επιστολές και φωτογραφίες που βρήκαν (ξετρύπωσαν;) πεταμένες, στο πατάρι -μέριμνα που δεν επέδειξαν ποτέ οι κληρονόμοι.

Η ιστορία διαφαίνεται πιο σύνθετη από ένα τυχαίο σενάριο καταπάτησης και μια σειρά από διλήμματα διατηρούν την ένταση σε υψηλά επίπεδα. Καθώς η παρακμιακή φυλή της ιδιοκτήτριας συνθηκολογεί γρήγορα και ολοσχερώς, τσαλακώνοντας το υπεροπτικό μπρίο σε θλιβερή γκριμάτσα, αποκαλύπτοντας απεριόριστα περιθώρια πανωλεθρίας, οι ανέστιοι αποδεικνύονται περήφανοι, ανθεκτικοί και «δυνατοί εν τη ενώσει τους». Παράλληλα η απόσταση ανάμεσα στο αλαζονικό θράσος τους και στην αγαθή προσφορά είναι αβέβαιη μέχρι τέλους, συνεπώς και οι δικές μας παλινδρομικές διαθέσεις καχυποψίας/συμπόνιας απέναντί τους.

Κεκτημένα αποδομούνται, ιδιοκτησίες φαντάζουν ξάφνου πλασματικές, σχέσεις κατόχου-ακάτοχου περιέρχονται σε ένα αμφίρροπο παιχνίδι ισχύος και ηθικής τάξης -ποιος είναι ο παρείσακτος, ποιος ο νόμιμος-, με κορύφωση τη σεξουαλική εξάρτηση του θύτη από το θύμα.

Το συναρπαστικό θέμα της αντιστροφής ρόλων έχει απασχολήσει μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς, όπως οι Στρίντμπεργκ, Ζενέ, Πίντερ. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης χειρίζεται τους ψυχολογικούς κλυδωνισμούς των χαρακτήρων του με φαντασία, οξύτητα, δραματουργική ισορροπία, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να διευρύνει το ήδη δυνατό και αύταρκες υλικό του με κοινότοπες προσθήκες σεξουαλικής υποταγής, και με ακόμη πιο αχρείαστες σφήνες ερωτικής εμπλοκής των δύο γυναικών. Ξεστράτισμα που παρέπεμπε σε άλλη, δεύτερη «ταινία». Είναι σοφία να ξέρει κανείς πού να σταματήσει.

Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έργο και παράσταση είναι ένας ερεθιστικός, μυστηριώδης αγώνας αντοχής (ποιος θα νικήσει;), με την καθοριστική σύμπραξη μιας λακωνικής σκηνοθεσίας (Λίλλυ Μέλεμε), τριών καλών (Δημήτρης Ξανθόπουλος) έως πολύ καλών ερμηνειών (Μαρία Καλλιμάνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου) και μιας ελκυστικά «έκτονης» χαρούμενης μουσικής (Σταύρος Γασπαράτος). Το άχρωμο, διεκπεραιωτικό σκηνικό (Ελένη Μανωλοπούλου) απλώς βολεύτηκε στον μικροσκοπικό χώρο της Β’ σκηνής του θεάτρου. *

  • Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 31/01/2009

Η Ιστορία ως τραγική φάρσα [Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας]

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Η Μπ�ττυ Αρβανίτη  με τον Γιάννη Φ�ρτη  στην παράσταση «Η  επίσκεψη της Γηραιάς  Κυρίας»
Όταν ο Λιβαθινός και η Αρβανίτη σχεδίαζαν να ανεβάσουν την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» δεν είχε ξεσπάσει η μεγάλη διεθνής κρίση

Αρχίζω την προσέγγισή μου στο οριακό για την ευρωπαϊκή δραματουργία έργο του Ντίρενματ «Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» με δυο-τρεις αναφορές μου στη δραματουργία του, όταν αντιμετώπισα πριν από τριάντα πέντε χρόνια άλλα έργα του. Περισσότερο για να δείξω αυτή τη φορά ότι σε μια δύσκολη για τα πολιτικά μας πράγματα εποχή είχα απολυτοποιήσει τα κριτήριά μου και είχα εκτιμήσει ιδεολογικά αυστηρά το κουκούτσι του έργου του. Διότι ποτέ κανείς δεν αμφισβήτησε τον θεατράνθρωπο και μάστορα συγγραφέα.«Ο Ντίρενματ είναι ίσως ο τελευταίος καρτεσιανός του θεάτρου στη σύγχρονη Ευρώπη. Τα θεατρικά του έργα είναι αριστουργήματα μιας “σοφιστεμένης” κατασκευής που τολμούν στις δύσκολες μέρες μας να προβάλλουν ακόμη και τον διδακτισμό τους. Η αναμφισβήτητη μαστορική του, που μπορεί να χρησιμοποιεί την παράδοση μεταμφιέζοντάς τη σύμφωνα με τα γούστα της εποχής, μπορεί να παρασύρει ένα απληροφόρητο κοινό, ανύποπτο και καθόλου καχύποπτο, στην εύκολη λύση που προτείνει η βαθιά πουριτανική του ιδεολογία. Η δραματουργία του είναι δευτερογενής. Τίποτε δεν εφηύρε. Εκμεταλλεύτηκε τα πάντα: την οικεία και εύκολη φόρμα που κατεβαίνει άνετα στο κοινό, την μπρεχτική ανατροπή των δραματικών σχέσεων, τη “διαλεκτική” επιφάνεια του Ανούιγ και τον επίπλαστο κυνισμό του, την εξπρεσιονιστική παράδοση του γερμανόφωνου θεάτρου. Στην ουσία σκέπτεται σαν τον Καρτέσιο, μάχεται σαν Ιησουίτης και ηθικολογεί σαν τον Καλβίνο. Τυπικός Ελβετός (1973)»

«Ο Ντίρενματ είναι ένας σπουδαίος μάστορας του θεάτρου, αλλά πέρα για πέρα αδιέξοδος. Βουτηγμένος ώς τον λαιμό στον γερμανικό ιδεαλισμό, μεταφυσικός και ρομαντικός, έμπειρος εξπρεσιονιστής και “κυνικός” “διανοούμενος” από τη μια και από την άλλη καρτεσιανός και πουρίστας ηθικολόγος.

Κάθε έργο του είναι μια τέλεια μαθηματικά κατασκευή. Διακρίνεις παντού μια γεωμετρία που προβάλλει απαιτητικά την αυθεντία των αξιωμάτων. Ο Ντίρενματ απολυτοποιεί τον κόσμο, τον εντάσσει σε φόρμουλες και έχοντας αξιωματικά δεχτεί τις αρχές του λύνει προβλήματα του κόσμου με το βολικό εργαλείο του. Τα βασικά του αξιώματα είναι δύο: “Η βία είναι η αιτία του πολιτισμού” και “Σκοπός του πολιτισμού είναι το χρήμα”. Μεταξύ ενός αναγκαστικού και ενός τελικού αιτίου ο άνθρωπος συνθλίβεται και οι πράξεις του υπακούουν σ΄ έναν αυστηρό ντετερμινισμό.

Ο άνθρωπος του Ντίρενματ ενέχει το σπέρμα της καταστροφής. Οι επιμέρους κινήσεις του είναι σπασμωδικές απόπειρες εξόδου από το δεδομένο αδιέξοδο. Αφαιρεί τον θεό από το έργο του και έτσι σχεδιάζει έναν κόσμο ορφανό, αλλά άτεγκτα και λογικά διαρθρωμένο. Στη θέση του θεού του αρχαίου θεάτρου βάζει μια εξίσου απρόσιτη και αόρατη αρχή, μηχανιστική και πανταχού παρούσα (1974)».

Σήμερα είμαι κι εγώ απαισιόδοξος για τον κόσμο μας, τα συστήματα βίου και ηθικής και υπόκειμαι στον πειρασμό να πιστέψω πλέον πως μας κυβερνά ένας μοιραίος μηχανιστικός οργανωμένος κόσμος μεταφυσικού κυνισμού. Έτσι πέρα από τον σπουδαίο θεατράνθρωπο Ντίρενματ που γνωρίζει όσο λίγοι να φτιάχνει θεατρικούς «μύθους» και μέσω αυτών δραματικές διαλεκτικές και αμφιλεγόμενες σχέσεις υπάρχει και ένας απελπισμένος διανοούμενος που χρησιμοποιεί με ευφυή τρόπο και ειρωνικά και την καρτεσιανή λογική και τον προτεσταντικό πουριτανισμό. Όταν ο Λιβαθινός και η Αρβανίτη σχεδίαζαν να ανεβάσουν το κωμικοτραγικά ειρωνικό και διαλεκτικό του «παρατραγώδημα» δεν είχε ξεσπάσει η μεγάλη διεθνής κρίση. Τώρα που τη διαπλέουμε, η παράσταση της «Επίσκεψης της Γηραιάς Κυρίας» είναι το αυθεντικό ερμήνευμα.Το χρήμα ως όπλο και η τρομοκρατία και η δικαιοσύνη ως εκδίκηση είναι ο εφιάλτης ενός κόσμου που πρόδωσε το αίτημα της αλληλεγγύης, της ανοχής και της αγάπης κυρίως. Κι όταν ο κόσμος παύει να είναι αλληλέγγυος και ερωτικός, κυριαρχεί η βία, η εξαγορά συνειδήσεων, η τυφλή εκδίκηση και ο ανεξαγόραστος χρόνος. Ο Λιβαθινός με την παράσταση αυτή, εκτός των άλλων, απέδειξε πως δεν είναι ο τάχα ειδικευμένος στον ποιητικό ρεαλισμό και τον νατουραλισμό της ρωσικής σχολής. Γνωρίζει άριστα και τον εξπρεσιονισμό και την μπρεχτική ειρωνεία. Ο τρόπος που ένα έργο γραμμένο για μεγάλη και πολυάνθρωπη σκηνή χώρεσε και μάλιστα περίσσεψε σε ένα κυκλικό θέατρο, όπου το κοινό από όλα τα τέσσερα σημεία του σκηνικού ορίζοντα ταυτίστηκε με το «έξοχο» Γκύλεν του μύθου, έδειξε πως το αυθεντικό θέατρο μιλάει ακόμη επάνω στο απλό πατάρι των μεσαιωνικών μίμων. Το έργο παίχτηκε σαν μια μεσαιωνική φάρσα, σαν τραγικοκωμωδία από λαϊκούς μίμους στις μεγάλες ανοιχτές αγορές του Μεσαίωνα. Σήμερα στον σύγχρονο και πλέον αδιέξοδο μεσαίωνα του αρχόμενου 21ου αιώνα. Η μετάφραση του Δεπάστα καίρια, τα σκηνικά αντικείμενα και τα διαχρονικά κοστούμια της Μανωλοπούλου εξαίσια και η μουσική ιδιοφυΐα του Αμπαζή άλλη μια φορά εντάχτηκε ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραματουργίας.

Φωτισμοί (Αναστασίου), κίνηση (Γοργία) και μακιγιάζ (Παμούκης) σύμφυτα με τον σκηνοθετικό σχεδιασμό.

ΙΝFΟ: «Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας» (Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη. Τηλ.: 210.8838-727

Υπερβάλλουσα παραβολή

Από το 1961, που είδαμε έκπληκτοι την αριστουργηματική παράσταση της «Γηραιάς Κυρίας» του Μινωτή στο Εθνικό, έχει κυλήσει πολύ νερό στον αδιέξοδο κόσμο μας. Τότε βλέπαμε πέρα απ΄ την ωραία θεατρική ιστορία μια υπερβάλλουσα παραβολή με φανερά τα σύνδρομα της προτεσταντικής ηθικής όπως την ερμήνευε ως καπιταλιστικό σπέρμα ο Μαξ Βέμπερ. Τώρα βλέποντας τη σαφέστατη, καίρια και πεντακάθαρη ανάγνωση του Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο της «Οδού Κεφαλληνίας» και του θιάσου Πράξη είδα μια παρωδία τραγωδίας, μια ρεαλιστική παράτα πραγματικής ζωής ιδωμένη μέσα από τα παραμορφωτικά κάτοπτρα που μας κληροδότησε ο απερχόμενος 20ός αιώνας ως κανόνα βίου και τρόπο ηθικού προορισμού.

Ειρωνική υποδομή και τραγικό βάθος

Μια ομάδα ηθοποιών χωρίς ρωγμές στο ύφος, χωρίς κενά, χωρίς παρεκκλίσεις από το σκεπτικό: αδρές γραμμές, ελεγχόμενο γκροτέσκο, ειρωνική υποδομή και τραγικό βάθος. Ο Νίκος Αλεξίου στην καλύτερη έως τώρα ερμηνεία του, ο Σαρηγιαννίδης έξοχη καρικατούρα καρτούν, ο Καραμπούλας (δάσκαλος) η δραματικότερη εκδοχή της ενοχικής ιδεολογίας, ο Θανάσης Δήμου (πάστορας) ρητορικός του θεομπαιχτισμού. Ο Κώστας Γαλανάκης (Μπόμπι) λαλίστατος στη σιωπή του. Ο Δ. Μυλωνάς, ο Π. Παναγόπουλος, η Ουζουνίδου άψογη στους πολλούς ρόλους τους. Η Τζίνη Παπαδοπούλου (κυρία Ιλ) αξέχαστη φιγούρα στην αλλοτριωμένη υποταγή. Το ζευγάρι των μίμων-τυφλών (Λόμπι- Κόμπι) Άκις Λυρής και Ηλίας Κουνέλας συνταρακτικό. Η Μπέττυ Αρβανίτη έπλασε μια Κλαίρη Τσαχανασιάν γεμάτη απελπισμένη και προδομένη αγάπη και ανελέητη σχεδόν ηδονική εκδίκηση. Μια ανάστροφη Μήδεια που εκδικείται μετατρέποντας την ηδονή της ερωτικής παράδοσης σε ηδονή της προδομένης μήτρας. Ο Γιάννης Φέρτης στον πληρέστερο, λιτότερο και βαθύτερο ρόλο της καριέρας του. Αξέχαστες υποκριτικές στιγμές, τα γεμάτα υπαρξιακό τρόμο μάτια του πανικόβλητα και συνάμα ικετευτικά για ένα λυτρωτικό τέλος.