* «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» Εθνικό Θέατρο – Παιδική Σκηνή

Η Αλίκη σαν τριάδα
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Η«Αλίκη» της παιδικής σκηνής του Εθνικού Θεάτρου είναι μια ελεύθερη διασκευή του Βασίλη Μαυρογεωργίου, της Αστερόπης Λαζαρίδου και όλου του θιάσου πάνω στο κείμενο του Λιούις Κάρολ. Στηρίζεται στην κοινή παραδοχή πως πρόκειται για κείμενο που μπορεί να απευθυνθεί αδιαμεσολάβητα σε παιδιά μικρής ηλικίας. Το κλασικό αριστούργημα του Κάρολ είναι βέβαια πολλά περισσότερα. Είναι μια σύνθετη αλληγορία, στην οποία η παιδικότητα χρησιμοποιείται σαν το άλλοθι αμφισβήτησης της ωριμότητας. Στον κόσμο της Αλίκης τα σχήματα και τα προσχήματα του ορθολογισμού παραμένουν προς το παρόν ανενεργά και η φαντασία παραμένει ελεύθερη να καλπάζει με τη βιαιότητα παιδικού ονείρου.

Ευδοκία Κακιούζη, Λένα Παπαληγούρα, Βασιλική Τρουφάκου, τα τρία μέρη της ομοούσιας και αδιαίρετης τριαδικής Αλίκης

Η πολυπλοκότητα αυτή δεν εμποδίζει τον Μαυρογεωργίου να χτίσει πάνω στο αρχικό κείμενο μια ακόμη πιο σύνθετη ιστορία. Στη διασκευή του λοιπόν, η Αλίκη μετά την πτώση της στο πηγάδι σπάει στα τρία: στο σώμα, στο μυαλό και στην καρδιά της. Το καθένα από τα τρία μέρη περιπλανάται στο δάσος, ζει μια περιπέτεια σχετική με το -ας πούμε- είναι του, έως ότου συνειδητοποιήσει πως έχει ανάγκη τα άλλα δύο μέρη για να είναι ευτυχισμένο. Ετσι τελικά, όλα τα μέρη ενώνονται πάλι σε μια ομοούσια και αδιαίρετη τριάδα.

Ωραία ιδέα και δημιουργικό θέμα για ένα θεατρικό εργαστήρι. Ειδικά αν, όπως στην περίπτωση του Εθνικού, ο θίασος αποτελείται από αξιόλογους νέους ηθοποιούς (ανάμεσα στους οποίους κυριαρχεί με το καταπληκτικό φιζίκ της σαν Αλίκη-Καρδιά η Λένα Παπαληγούρα), ηθοποιοί οι οποίοι παίζουν και τραγουδούν περίφημα. Θα έπρεπε να είναι αρκετό αυτό για παιδικό θέατρο· δεν είναι όμως: γιατί από ένα σημείο και μετά η παράσταση δείχνει να χάνει τον στόχο της και ο αυτοσχεδιασμός της ομάδας μοιάζει με αυτοσκοπό. Θέλω να πω πως η παράσταση παίζεται από κάποιο σημείο και μετά ερήμην των θεατών της, οι οποίοι μάλιστα δεν δείχνουν καμιά διάθεση να συμμετάσχουν στο παιχνίδι κάποιων άλλων.

Δεν με εμπόδισε αυτό να αντιληφθώ την πραγματικά δεμένη ομάδα και τον επαγγελματισμό της. Κάποια ζητήματα όμως θέλουν περισσότερη προσοχή: τα παιδιά, λόγου χάρη, δεν είναι υποχρεωμένα να γνωρίζουν τι είναι το Ντόντο και ασφαλώς δεν είναι υποχρεωμένα να γνωρίζουν τα φλαμίνγκο. Ακόμη διέκρινα στην παράσταση ένα είδος γλωσσικού πατερναλισμού, ο οποίος όχι μόνο δεν εμπλουτίζει το λεξιλόγιο των παιδιών (αν αυτός ήταν ο αρχικός σκοπός), αλλά αντίθετα τα απομακρύνει από την παράσταση. Η λέξη «αυταπατάσαι», για παράδειγμα, δικαιολογείται ίσως σαν κωμικός γλωσσοδέτης, η φράση όμως «βιώνω μια αλλαγή», ανάμεσα σε άλλες, ακούγεται επιτηδευμένη και δημιουργεί σύγχυση. Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν είναι τελικά καλή φράση ούτε για το ενήλικο θέατρο.

Ετσι, από τις πρώτες κιόλας στιγμές απλώνεται στην πλατεία μια αμηχανία, που γρήγορα οδηγεί στην αδιαφορία. Αυτά τουλάχιστον για την παράσταση που παρακολούθησα και έχοντας κατά νου ότι στο παιδικό θέατρο κάθε παράσταση μπορεί να είναι διαφορετική, λόγω των αστάθμητων παραγόντων που διαμορφώνουν τη συμμετοχή των παιδιών. Εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι, ωστόσο, η μαρτυρία των συν-θεατών μου ήταν σαφής. Αντίθετα από ό,τι θα θέλαμε, παρακολουθούσαν με απάθεια όσα συνέβαιναν στην απο ‘κεί μεριά της σκηνής. Και αντίθετα από την Αλίκη, στύλωναν πεισματικά τα πόδια τους στην απο ‘δώ πλευρά του καθρέφτη. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 27/12/2008