«Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου, από το Εθνικό Θέατρο

  • Να ζει κανείς ή να μη ζει;

  • «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου, από το Εθνικό Θέατρο, στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας, σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου- Μαρίας Πρωτόπαππα

  • ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ |  ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 10 Μαΐου 2009
  • «Χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να μάθει κανείς πώς να ζει. Και, πράγμα που μπορεί να σας ξαφνιάσει ακόμη περισσότερο, χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να μάθει κανείς πώς να πεθάνει». Αυτό τουλάχιστον υποστήριζε ο ρωμαίος στωικός φιλόσοφος Σενέκας στο έργο του «De brevitatae vitae» («Περί του συντόμου της ζωής»). Η Μαιρούλα όμως δεν μπορούσε να περιμένει μια ολόκληρη ζωή, βιαζόταν: και στα 37 της αποφάσισε να δώσει τέλος. Εκούσιος θάνατος με ένα χαπάκι. Αυτοκτονία.


  • Ερωτική απογοήτευση; Θα μπορούσε κανείς να το πει κι έτσι, δεν θα ήταν όμως ακριβής. «Τότε, Ερωτας με κεφαλαίο, γύριζα το έψιλον ανάποδα και ήταν τρίαινα του Ποσειδώνα. Τώρα τον γράφω με μικρό και γυρίζω το έψιλον ανάποδα και είναι κώλος», όπως το θέτει η ίδια. Αρρώστιες; Χρέη; Μοναξιά; Κακός ψυχαναλυτής; Οχι, στην περίπτωση της Μαιρούλας δεν υπάρχει τίποτε τόσο δραματικό. Υπάρχει μόνο μια δικού της τύπου κατάθλιψη, «ένα, ας πούμε, σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα δικής σου επινοήσεως, το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ λέει: παιδιά, λίγο μάπα το καρπούζι».
  • Τη σοφία απεχθάνεται η Μαιρούλα, αυτή την υποτιθέμενη γοητεία της ωριμότητας που φέρνουν τα χρόνια και η συναναστροφή με το σινάφι των ανθρώπων, την καταραμένη γνώση ότι κανένας δεν φταίει γι΄ αυτό που είναι, την εξαφανισμένη οργή από το βλέμμα των κατοίκων αυτής της πόλης, τα αμβλυμμένα συναισθήματα, το «από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα», τη λαϊκή ρήση που κάποτε απεχθανόταν, τώρα όμως έφτασε όχι μόνο να την εκτιμάει αλλά να την έχει και ανάγκη. «Γυρίστε ανταριασμένα κύματα της νιότης μου» παρακαλά, «πάρτε τη νηνεμία από το πνεύμα μου, πάρτε την κατανόηση από το συγκαταβατικό μου χαμογελάκι. Πάρτε τον Γιουνγκ και τον Γιάλομ, πάρτε αυτό το μπεστ σέλερ που λέγεται ισορροπία και στείλτε μου πίσω έναν λόγο για να ζωγραφίσω μια βόμβα πάνω σε έναν τοίχο».
  • Οσο κι αν ψάχνει- όσο κι αν έψαξε- η Μαιρούλα δεν τον βρίσκει αυτόν τον λόγο. Τίποτε δεν είναι αρκετό να αποδιώξει την αίσθηση μεσοβέζικης ολοκλήρωσης που διέπει την ύπαρξή της: Ούτε οι μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας, ούτε οι βόλτες, οι απρόσμενες συναντήσεις, οι εποχές, τα ρόδια, οι ντομάτες, τα ωραία υφάσματα, οι βραδιές σε ελληνικές πλατείες, γάτες που λιάζονται σε καλντερίμια κ.ο.κ. «Με σιχάθηκα. Αλλά και πάλι όχι εντελώς, με έχω σιχαθεί λίγο, με έχω ψιλοσιχαθεί, νιώθω ψιλοκαλά, περνάω ψιλοκαλά».
  • Σε αυτό το «ψιλο-» βρίσκεται η ασφυξία της. Και παρ΄ όλο που ψιλο-αντέχει ακόμη, προτιμά να φύγει. Τι άλλο να κάνει; «Να ζει κανείς ή να μη ζει;». Η Μαιρούλα ξέρει την απάντηση στο αιώνιο δίλημμα: να μη ζει, αποφασίζει, την ανεξερεύνητη χώρα που όλοι φοβόμαστε, όπως λέει ο Αμλετ, και προτιμούμε την άθλια ζωή μας από φόβο για το μεγάλο άγνωστο στην αντίπερα όχθη, η Μαιρούλα αποφασίζει να το εξερευνήσει. Και παίρνει το κατάλληλο χαπάκι. Για να ανακαλύψει, αφού εγκαταλείψει τα επίγεια και βρεθεί στην Κόλαση, ότι και εκεί το καρπούζι είναι μάπα: «Παιδιά, μούφα κι εδώ πάνω. Ου να μου χαθείτε, να χάνεστε, ούου ξεφτίλες, αλλά τι περίμενα, αφού οι ίδιοι έρχονται εδώ, οι ίδιοι που ΄τανε και κάτω».
  • Ο μονόλογος της Λένας Κιτσοπούλου γοητεύει με τη ζωντάνια, την αμεσότητα και την αυτοσαρκαστική του διάθεση. Κατατρύχεται όμως από εσωτερικό διχασμό, υφολογικό και νοηματικό. Εκεί που νιώθεις ότι να, τώρα επιτέλους πέφτουν οι μάσκες, και κάποιος επιτέλους λέει τα πράγματα με τ΄ όνομά τους, για το τέλμα των ρομαντικών μας προσδοκιών και την αντικατάστασή τους από αυτή την μπαναλιτέ του «ψιλοκαλά», τη διάθεση αυτοκαταστροφής που όμως είναι πλέον παθητική, μετρημένη και μίζερη, όχι ενεργητική και ανεξέλεγκτη, την αυτοκαταστροφή που διαχέεται σε τόσο ελαφριές δόσεις ώστε έχει πλέον μεταλλαχθεί σε αυτοσυντήρηση, την ίδια στιγμή λοιπόν που η διάθεση και η πρόθεση της συγγραφέως είναι να τα πει έξω από τα δόντια καταφεύγει σε τεχνάσματα και κολπάκια που βάζουν φρένο στην ορμή της και νερό στο κρασί της.
  • Εχεις την εντύπωση ενός κειμένου σκηνοθετημένου, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, παρά μόνο αν τα σημάδια της σκηνοθεσίας, οι «ραφές», φαίνονται. Στη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» κάθε ξεγύμνωμα πρέπει να απαλυνθεί από ένα ευχάριστο μουσικό διάλειμμα, και μάλιστα όχι ιδιαίτερα αστείο: έτσι έχουμε ένα κεφάλαιο με τίτλο «αποδόμηση παροιμιών», ένα άλλο «ονομασίες χαπιών», ένα τρίτο «Πειραιάς- Ιθάκη», ευρήματα που αναπτύσσονται αυτάρεσκα σε βαθμό ξεχειλώματος και αποπροσανατολισμού μειώνοντας τη δύναμη που θα ανέπτυσσε το κείμενο αν ακολουθούσε τον δρόμο της απλότητας.
  • Αυτή η λογική περνάει και στη σκηνοθεσία: όσο αφοπλιστική στη λιτότητά της είναι π.χ. η στιγμή όπου σταγόνες από το βρεγμένο πρόσωπο της Μαιρούλας σχηματίζουν λιμνούλα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας της, άλλο τόσο περιττή επιτήδευση αναδίδει η εμφάνιση του μασκοφορεμένου alter ego της μέσα στο ψυγείο την ώρα που η ηρωίδα κάνει δουλειές.
  • Μια ερμηνεία όμως μπορεί να τα ανατρέψει όλα, να ανάψει φωτιές: στη δική μας περίπτωση η Μαρία Πρωτόπαππα είναι τόσο εξαιρετική ώστε όχι μόνο απογειώνει τα καλά μέρη αλλά κάνει ακόμη και τα αμήχανα σημεία να φαντάζουν ενδιαφέροντα. Το δόσιμό της είναι τόσο απόλυτο, το χτίσιμο της κάθε λεπτομέρειας τόσο αριστοτεχνικό, η έντασή της τόσο ασίγαστη, ώστε βρίσκεσαι σταδιακά να κρέμεσαι από τα χείλη της.

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ: «Φορτουνάτος», «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α», «Τιτανικός»

  • «Φορτουνάτος» και σύγχρονα κείμενα στο Εθνικό
  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • ΘΥΜΕΛΗ
  • ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 29 Απρίλη 2009

«Φορτουνάτος»

«Φορτουνάτος», στη «Νέα Σκηνή»

  • «Γόνος» της Κρητικής Αναγέννησης κι «απόγονος» της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε, η κωμωδία του (γεννημένου στην Κρήτη) Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου «Φορτουνάτος» (1662), θα διδάσκει εσαεί τι εστί δραματουργία: ευφάνταστος μύθος, διαλογική πλοκή, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, ζωντανή γλώσσα. Μάστορας της κωμωδίας ο Φόσκολος, με ένα σοφά απλό, αλλά και ευφάνταστο και παιγνιώδη μύθο, με ομοιοκατάληκτα στιχουργημένη την κρητική γλώσσα, γλώσσα γεμάτη χυμούς, ζωντάνια, αμεσότητα και κωμικότητα, μίλησε για της «τύχης τα γραμμένα» και με τρυφερότητα παρηγόρησε την πίκρα των συγκαιρινών του για την απώλεια αγαπημένων, που θεωρούν «χαμένους» σε ώρες πολέμου, σε άλλη γη, ή άλλες θάλασσες. Παιδί της «τύχης», της «κακοτυχιάς» όταν ήταν μωρό, αλλά τελικά της «καλοτυχιάς» στη νιότη του, είναι ο Φορτουνάτος. «Χαμένος» από τον πατέρα του, «υιοθετημένος» και μεγαλωμένος από ντόπιο, ερωτευμένος με την όμορφη Πετρονέλλα, θα ξαναβρεί το γεννήτορά του, όταν εκείνος με τη μεσολάβηση προξενήτρας παντρολογιέται με την Πετρονέλλα. Τότε αλληλοανακαλύπτονται, αλληλοαγκαλιάζονται, αλληλοευτυχούν κι ο γάμος του Φορτουνάτου ευλογείται και με τις ευχές και την περιουσία του φυσικού του πατέρα. Το μυθοπλαστικό και γλωσσικό κάλλος του έργου προβάλλει ατόφιο με τη λιτή σε μέσα (ένα ριντό και βίντεο), με μορφή παιγνιώδους, πανηγυριώτικου λαϊκού δρώμενου και με καλοδιδαγμένο λόγο σκηνοθεσία της Μάρθας Φριντζήλα. Μέγιστη, θαυμαστή αρετή, ουσιαστικά «καθοδηγητής» της παράστασης είναι τα κωμικότατα, σχεδιαστικά ευφάνταστα, χρωματικά οργιώδη (φτιαγμένα με κομμάτια ποικίλων πετσετών και ταπέτων μπάνιου) κοστούμια του Αγγελου Μέντη και το εξαιρετικό μακιγιάζ. Εύστοχα παραπέμπουσα στην κομέντια ντελ άρτε είναι και η κίνηση που δίδαξε στους ηθοποιούς ο Καμίλο Μπεντακούρ και η παραπέμπουσα στον «Ερωτόκριτο» μουσική του Βασίλη Μαντζούκη (καλά διδαγμένη από την Μελίνα Παιονίδου και τραγουδισμένη από ηθοποιούς). Ολοι, ανεξαιρέτως, οι ηθοποιοί, αμιλλόμενοι με κέφι και ομοψυχία, κατέθεσαν τις καλύτερες υποκριτικές δυνάμεις τους. Επιχειρώντας μια ιεραρχική αξιολόγηση των ερμηνειών θα προτάσσαμε τις ερμηνείες των: Γαλήνης Χατζηπατέρα (ελπιδοφόρα νέα ηθοποιός, υπέροχη στην Πετρονέλλα και μεταμορφωμένη στην Τύχη), Μαρία Ζορμπά (εκφραστικότατη Πετρού, με ευθύβολο χιούμορ), Βαγγέλης Χατζηνικολάου (απολαυστικός στον ψευτοπαλικαρά Τζαβάρλα), Γιάννης Αναστασάκης (χυμώδης Λιόλιος). Αξιέπαινες είναι και οι ερμηνείες των Μιχάλη Τιτόπουλου, Μιχάλη Φωτόπουλου, Θάνου Τοκάκη, Βασίλη Ανδρέου, Αγορίτσας Οικονόμου, Γιώργου Φριντζήλα, Κίκας Γεωργίου.
«Τιτανικός»

«Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α», στο «Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας»

  • Ολο και περισσότερο βλέπουν το φως της ελληνικής σκηνής διάφορα πρωτοπρόσωπα μονολογικά κείμενα, αφηγηματικού χαρακτήρα. Κείμενα, συνήθως, ομφαλοσκοπικού – βιωματικού περιεχομένου, αυτόματης γραφής (συχνά γραμμένα όχι με τη βάσανο της πένας, αλλά παρορμητικά μέσω μαγνητοφώνου). Ανάμεσα στις διάφορες εξηγήσεις που μπορεί να δοθούν γι’ αυτό το φαινόμενο είναι και οι εξής: Κόπωση ή απομάκρυνση (εκούσια ή ακούσια) από το θέατρο έμπειρων θεατρικών συγγραφέων (κάποιοι στράφηκαν στην πεζογραφία) και φιλοδοξίες πεζογράφων να χρησθούν και θεατρικοί συγγραφείς με αφηγηματικά πεζογραφήματά τους, δηλαδή με την εύκολη λύση κι όχι κοπιάζοντας για να μάθουν και να κατακτήσουν την τέχνη της δραματουργικής. Επιπλέον, το ανέβασμα ενός μονοπρόσωπου αφηγήματος κοστίζει λίγο… στη θεατρική επιχείρηση. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα είναι ότι το πεζογραφικό αφήγημα, ακόμα κι όταν έχει κάποια θεατρικά στοιχεία, δε συνιστά πλήρη δραματουργία κι ούτε λύση για το θέατρό μας. Κι αυτό το ζήτημα, κατά τη γνώμη της στήλης, πρέπει να απασχολήσει σοβαρά κάποιες ταλαντούχες πεζογραφικές πένες, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από το θέατρο, όπως η Λένα Κιτσοπούλου. Μετά «Το πράσινό μου φουστανάκι» (παίχτηκε πέρσι), φέτος βλέπει το φως της σκηνής το, επίσης, πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό πεζογράφημά της «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α». Με υπόδηλα βιωματικά – αυτοβιογραφικά στοιχεία, με το γνωστό σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό χιούμορ της, με αυτόματη, παρορμητική, συχνά παραληρηματική, κοφτερή, ωμή γλώσσα, όπως όταν οι άνθρωποι μέσα στο σπίτι τους μονολογούν βγάζοντας το άχτι τους και τα εσώψυχά τους, η Κιτσοπούλου, μέσω μιας βαίνουσας στα σαράντα συνηθισμένης γυναίκας, «καθρεφτίζει» τη γυναικεία εκδοχή της συνεχώς αυξανόμενης στις μέρες μας μοναχικής, αποξενωμένης από οικογενειακούς και άλλους δεσμούς, χωρίς αγάπη, χωρίς αληθινό έρωτα, χωρίς επικοινωνία και ελπίδα, αδιέξοδης ζωής όλο και περισσότερων ανθρώπων. Ζωή, με τη «λογική» του ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε… Ζωή του σήμερα, όχι και του αύριο, κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους, χωρίς πίστη σε κανέναν και σε τίποτα, χωρίς ιδέες, χωρίς κάποιο όνειρο, κοινωνικά αμέτοχη και αδιάφορη, που «κηρύσσει» την απογοήτευση για όλα και όλους, κοινωνικά αμέτοχη και αδιάφορη. Ζωή, που καθώς δεν βλέπει άλλη διέξοδο επιλέγει την αυτοκτονία, καταπίνοντας ένα χάπι που το λένε «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α» (με τα αρχικά αυτά η συγγραφέας συνθέτει ένα δηλητηριώδους χιούμορ λογοπαίγνιο). Η ζωή της γυναίκας του έργου δεν έχει καμιά χαρά, καμιά ικανοποίηση, καμιά ελπίδα, καμιά προοπτική. Ολα τα βλέπει στραβά κι ανάποδα. Τη δουλιά της, τον εραστή της, τους ανθρώπους, την κοινωνία. Απαισιόδοξο, απελπισμένο, καταθλιπτικό, σπαρακτικό κατά βάθος, το κείμενο της Κιτσοπούλου, απασχολείται με ένα σοβαρό, πράγματι, πρόβλημα του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία – και την ελληνική. Ομως, δεν αναζητεί καν τα αίτια που το προκαλούν. Δεν διακρίνει ότι αυτό το πρόβλημα ούτε το μόνο, ούτε το κύριο, ούτε γενικευμένο είναι. Αλίμονο, αν ήταν. Οτι υπάρχει και η άλλη όχθη της ζωής. Τα μιλιούνια των γυναικών και αντρών που δε θεωρούν την ύπαρξή τους «κέντρο του κόσμου», που αντιμετωπίζουν καθημερινά ζέοντα προβλήματα, δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται για να ανθρωπέψουν, να δώσουν νόημα κι αξία στη ζωή τους, πολλοί και για τη ζωή των άλλων. Ευτύχημα για το κείμενο αποτελεί η εξαίρετη, εσώτατης αλήθειας, αφειδώλευτης ψυχοσωματικής κατάθεσης ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαπα. Το ρεαλιστικό σκηνικό (Ελλη Παπαγεωργακοπούλου), το βίντεο, η βουβά συμβολική ερμηνεία της Λ. Κιτσοπούλου και η λιτή σκηνοθεσία, στήριξαν, επίσης, το κείμενο.
«Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α»

«Τιτανικός», στην «Πειραιώς 260»

  • Μετά την περσινή «Μπόσα Νόβα», μια ακόμη εντυπωσιοθηρικά θεαματική, κοσμοπολίτικης αισθητικής, χοροθεατρική παράσταση ανέβασε ο χορογράφος Κωνσταντίνος Ρήγας, με θέμα το ναυάγιο του «Τιτανικού» και κείμενα (μικρά μονολογικά) της Ξένιας Αηδονοπούλου, βασισμένα σε διάφορα βιβλία, σε δημοσιογραφικές «πηγές» περί του ναυαγίου του «Τιτανικού» και προπάντων στην ομότιτλη ταινία. Με καλαίσθητα κοστούμια της Νατάσας Δημητρίου, με σκιερούς, θαλασσινής, υγρής, νεφελώδους ατμόσφαιρας φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη, με σύνθεση δύο τραγουδιών (με αγγλόφωνους στίχους), επιλογή οκτώ γνωστών αγγλόφωνων τραγουδιών και μουσική διδασκαλία του Δημοσθένη Γρίβα, με ερμηνευτές ταλαντούχους ηθοποιούς, μερικούς πολύ καλούς επαγγελματίες χορευτές και δεκάξι σπουδαστές της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ο Κ. Ρήγος σχεδίασε και δίδαξε εξαιρετικά χορογραφικά κομμάτια, αξιοποίησε τη χορευτική ικανότητα κάποιων ηθοποιών και κίνησε εύστοχα τις πολυεπίπεδες και πολυπρόσωπες σκηνές. Μεγάλα στηρίγματα της μελαγχολικής διάθεσης σκηνοθεσίας του ήταν οι αισθαντικές ερμηνείες των – έμπειρων, αβοήθητων από τον ίδιο όσον αφορά στο λόγο – καλών ηθοποιών Αρη Λεμπεσόπουλου, Δήμητρας Ματσούκα, Μαρίας Ναυπλιώτου, Ιωάννας Παππά, Αιμίλιου Χειλάκη, Εμιλυς Κολιανδρή. Αξιοι αναφοράς για την ερμηνευτική συμβολή τους είναι και οι υπόλοιποι ηθοποιοί και οι χορευτές (αλφαβητικά): Αντώνης Αντωνίου, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Παναγιώτης Κοντονής, Γιώργος Κοτσιφάκης, Μαρκέλλα Μανωλιάδου, Σάββας Μπαλτζής, Αμαλία Μπένετ, Ελενα Τοπαλίδου, Ιωάννα Τουμπακάρη, Γιάννης Τσεμπερλίδης.