«Ωχ, τα νεφρά μου» * ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης- Πειραματική Σκηνή

  • Δυο παρίες της μεταπολίτευσης

  • «Ωχ, τα νεφρά μου» * ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης- Πειραματική Σκηνή
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Ανακαινίζεται προς το παρόν το Δημοτικό Θέατρο της Ρούμελης και η Πειραματική Σκηνή του χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της τη Β’ Σκηνή, ψηλά, στα Γαλανέικα. Αυτή η πρώην αποθήκη μοιάζει περισσότερο ευέλικτη και δυναμική στέγη για μια Πειραματική Σκηνή από το παλιό σε υποδομές και αντίληψη δημαρχιακό κτήριο της Λαμίας.

Σταμάτης Τζελέπης, Περικλής Τσαμαντάνης και Εύα Βάρσου σε σκηνή από  την παράσταση που σκηνοθετεί ο πρώτος

Σταμάτης Τζελέπης, Περικλής Τσαμαντάνης και Εύα Βάρσου σε σκηνή από την παράσταση που σκηνοθετεί ο πρώτος

Σε αυτό τον χώρο το ΔΗΠΕΘΕ ανέβασε το πολυπαιγμένο έργο του Μπάμπη Τσικληρόπουλου «Ωχ, τα νεφρά μου», ίσως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής δραματουργίας κατά τη δεκαετία του ’90. Ο Τσικληρόπουλος ακολούθησε την τυπική για τη γενιά του διαδρομή από το θέατρο του παραλόγου -που στην ελληνική εκδοχή του έκανε θραύση στη δικτατορία και τις αρχές της μεταπολίτευσης- στη μετέπειτα καταγραφή περιθωριακών φαινομένων του νεοελληνικού βίου. Η στροφή διεκδικούσε ασφαλώς ερείσματα στη μεταπολιτευτική κατάσταση, στηριζόταν όμως σε μια ευρύτερη εφαρμογή του ρεαλισμού στη διατύπωση των όρων του νεοελληνικού κοινωνικού συμβολαίου. Σε αυτούς τους πυλώνες στήριξαν πολλοί από τους συγγραφείς μας το έργο τους, θέτοντας βέβαια ο καθένας για λογαριασμό του τις δημιουργικές παρεκκλίσεις του από τον κανόνα. Η επιτυχία όμως δεν ήλθε από εκεί. Για τον Τσικληρόπουλο και τα «Νεφρά» του η επιτυχία ήλθε από τον βασικό κανόνα της νεοελληνικής δραματουργίας: τη διάχυση ετερόκλητων μορφών στο καλούπι του έργου, από την εύφορη μείξη του ύφους και την αναρχίζουσα απόκλιση από τις συνταγές κάθε είδους.

Το έργο ξεκινάει σαν Μπέκετ, εξελίσσεται σαν Ψαθάς, ολοκληρώνεται σαν Πίντερ. Σάτιρα, ειρωνεία, χιούμορ και μελόδραμα, κοινωνική κριτική και επιθεώρηση, μπουρλέσκ και σοβαρή κωμωδία εναλλάσσονται ελεύθερα στο κοινό τοπίο της δραματουργίας. Είναι αυτό που φέρνει σε αμηχανία τους κριτικούς αλλά διασκεδάζει τους ηθοποιούς γιατί τους δίνει τη δυνατότητα να ανεβοκατέβουν τις κλίμακες του κλαβιέ, να δώσουν τόνο, νόημα και ρυθμό στο ασυνάρτητο όλον της επιφανείας.

Δύο παρίες στο σύμπαν της μεταπολίτευσης, φτιαγμένοι από τη σάρκα, τα οστά, τα όργανα και τις αξίες μιας άλλης, περισσότερο πραγματικής Ελλάδας, ζουν και αλληλοσυμπληρώνονται στην κωμικοτραγική τους αυτάρκεια. Ζουν ως ρακοσυλλέκτες, ονειρεύονται όμως τη φυγή σε εξωτικές παραλίες με χουρμάδες και -το σημαντικότερο- κατορθώνουν να ζουν με αξιοπρέπεια, με συνείδηση και εντελές ήθος. Ωσπου ο τυπικός εξωτερικός εισβολέας του ρεαλιστικού δράματος, ο κύριος με τα μαύρα, το σύστημα της εκμετάλλευσης, θα θελήσει για λογαριασμό του αυτήν την αυτάρκεια και εντέλεια. Κάτω από το πρόσχημα του αλτρουισμού και με το επιχείρημα του χρήματος θα απαιτήσει τα νεφρά τους. Πράγμα που γι’ αυτούς σημαίνει κάτι παραπάνω από τον κίνδυνο του εγχειρήματος. Σημαίνει τη διάλυση της ατομικότητας (της εις διπλούν ατομικότητας!), την άρση της αυτοδιάθεσης.

Είναι μια κυνική ιστορία. Και είναι περίεργο το ότι ο Τσικληρόπουλος κατορθώνει να την εμβολιάσει με τόση ανθρωπιά και αξιοπρέπεια. Ενα αγγελικό φως απλώνεται στην τρώγλη των δυο ανθρωπάκων και φωτίζει το όνειρο και την αδυναμία τους. Στον νου έρχεται ο Καουρισμάκι και το κινηματογραφικό σύμπαν του με τους έκπτωτους αγγέλους.

Παίζεται πολύ ωραία στη διδασκαλία και με την κεντρική (βραβευμένη παλιότερα) ερμηνεία του Σταμάτη Τζελέπη στον ρόλο του Μητσάρα, με την παραπληρωματική κατάθεση του Περικλή Τσαμαντάνη στον ρόλο του Μπούλη. Η τρυφερότητά τους διαλέγεται με τη δύναμη που χαρίζει η ειλικρίνεια και αγάπη. Η Μαγδαληνή της Εύας Βάρσου συνδυάζει τη μελοδραματική παράδοση του ρόλου με τη σημερινή ρεαλιστική του εκτέλεση. Πολύ καλός καρατερίστας και ο Αντώνης Κουτσελίνης στον Κύριο. Ειδικός όμως έπαινος αξίζει στη σκηνογραφία της Αγνής Ντούτση, τοπίο κοινωνικής και ανθρωπολογικής μελέτης, σπάνιας ποιότητας για δημοτικό θέατρο.