* «Να μου στείλετε μια ρεπούμπλικα!» από την αυτοβιογραφία «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο» του Ρώμου Φιλύρα, στο Θέατρο ΑΡΓΩ

  • Η κόλαση στον πάνω κόσμο

  • Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

«Οι γιατροί, ο λευκοφόρος όμιλος που θέλει να μας κάνει καλά… Δηλαδή να γυρίσουμε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδούμε με την κρίση του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, πιο αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά…».

Με αυτή την τραγική διαύγεια στα φωτεινά διαλείμματα της ψύχωσής του, καταγράφει στα 1930 σε κουρελόχαρτα του ψυχιατρείου ο Ρώμος Φιλύρας (1888-1942) τη ζωή στο ίδρυμα, τα κλινικά συμπτώματα της αρρώστιας του και των άλλων «προνομιούχων της τρέλας», μαζί με πλήθος κοινωνικών σχολίων της εποχής.

Σχεδόν 70 χρόνια μετά τον θάνατό του στο Δρομοκαΐτειο «μόνου και ξεχασμένου», ο παραγνωρισμένος ποιητής Φιλύρας έρχεται σήμερα, με αφορμή μια παράσταση, να ταράξει το νου μας με τις συγκλονιστικές αυτοβιογραφικές σημειώσεις του στη διάρκεια του 15χρονου εγκλεισμού του στο άσυλο. Δεν είναι πια ο μεγαλομανής νάρκισσος της προηγηθείσας «Παράδοξης αυτοβιογραφίας», που σε τροχιά παραληρηματικής αυτοεξιδανίκευσης με εμμονή στους τίτλους ευγενείας, προείκαζε ίσως την επικείμενη διανοητική του κατάρρευση. Εχει βιώσει το γκρέμισμα της ουτοπίας και το σακάτεμα από την εγκατάλειψη και τον ζόφο. Είναι ένας «θαμμένος ζωντανός» εν πλήρει συνειδήσει: «Αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από τη λογική!».

Φυλαγμένα από φιλότιμους διασώστες του έργου του, τα ημερολόγια του Δρομοκαΐτειου εμφανίζουν τις φιλυρικές μεταπτώσεις από την πραγματικότητα στη μυθομανία, τις εξάρσεις υπομανιακής σύγχυσης, τη δεσπόζουσα φασματική παρουσία του έρωτα, ενώ βρίθουν από πλεοναστικά επίθετα και πυρετικές ολοσέλιδες προτάσεις. Ωστόσο, ο αφοπλιστικά αυθόρμητος, λαχανιασμένος, σχεδόν προφορικός λόγος, διαπνέεται από ποιότητα λογοτεχνικής έκφρασης, εκπληκτικές λυρικές διακυμάνσεις, ανατριχιαστική οξυδέρκεια και αυτοσαρκασμό, προσδίδοντας ρίγος τραγικού στη μετεώριση του ποιητή ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, τον ρεαλισμό και την υπέρβασή του, καθώς και μια πρώιμη υπερρεαλιστική χροιά στο ύφος της γραφής του.

Ο μονόλογος που συνέταξε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Αναστασάκης με μαρτυρίες και ποιήματα του έγκλειστου Φιλύρα, θεατροποιεί την ιδιάζουσα εσωτερική αυτοβιογραφία λιτά, χαλαρά, χωρίς υφολογικά τεχνάσματα. Παρά τη νευρικότητα της πρεμιέρας, που εξωθούσε τον Δημήτρη Κοτζιά να «τρέχει» ενίοτε την αφήγηση αδικώντας την, ο ηθοποιός ανασυνθέτει σταδιακά με φυσική συστολή και ειλικρίνεια την ιδιοσυστασία ενός ανθρώπου σε κρίση. Μας αγγίζουν η λάμψη στο βλέμμα πίσω από τα μυωπικά γυαλιά και το αχνό τρωτό χαμόγελό του, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην άβυσσο και τη νηφαλιότητα.

Στο μαύρο σκηνικό-κουτί με το παλιό νοσοκομειακό κρεβάτι και τα σκόρπια χειρόγραφα (σκηνικό: Ιουλία Σταυρίδου), ο «Φιλύρας» κουστουμαρισμένος και όρθιος, περιγράφει την «τρισελεύθερη» ζωή του μποέμ κοσμικογράφου έξω στην τρυφηλή αστική Αθήνα, πριν την «πετριά», τον ασίγαστο πόθο του για ζωή («εδώ αγαπούμε -αλίμονο- πιότερο τη ζωή»), σχολιάζει με συμπόνια τους πιο τρελούς απ’ αυτόν, επιζητεί τη μακαριότητα της πλήρους άνοιάς τους, αναλύει με ακρίβεια και μαύρο χιούμορ το μαρτύριο της δικής του «ελαττωματικής» κατάστασης («θέλω να αποτρελαθώ, να μη νιώθω πια τίποτα!»). Ενδιάμεσα, αποδιοργανωμένος από πανικούς, τρυπώνει κάτω από το κρεβάτι γρυλίζοντας, συνέρχεται, γράφει πυρετωδώς επιστολές σε μια φανταστική αγαπημένη, μέχρι να ξαναχτυπήσει «ο σίφουνας της μανίας», ενίοτε με έναν θόρυβο που του σπάει τα μηνίγγια και τον σαλτάρει, οπότε δένεται ρουτινιάρικα στο κρεβάτι από δύο βλοσυρούς νοσοκόμους (Ζαχαρούλα Οικονόμου, Κωστής Σειραδάκης).

Μια σπάνια καταβύθιση στον μουγκό κόσμο της σχιζοφρένειας, σε μια παράσταση ευαίσθητη, κατά τα ειωθότα του θεατρικού οργανισμού ΣΤΙΓΜΗ.*