«Ο Χρυσός Δράκος» του Ρόλαντ Σιμελπφένιχ – Εθνικό Θέατρο
13 Νοεμβρίου, 2010 Σχολιάστε
-
Το δόντι του Κινέζου
- «Ο Χρυσός Δράκος» του Ρόλαντ Σιμελπφένιχ – Εθνικό Θέατρο
- Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010
Γύρω από ένα γυαλιστερό δάπεδο-ρινγκ κρέμονται σε γάντζους διάφορα γουόκ, υδρόγειοι, κόκκινα φανάρια, «μάτια» κουζίνας, αξεσουάρ ρόλων (σκηνικά-κοστούμια: Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, Ράνια Υφαντίδου).
Οι πέντε πρωταγωνιστές του «Χρυσού Δράκου» εν ώρα εργασίας
Πέντε ξυπόλυτοι άνδρες και γυναίκες με ποδιές κουζίνας και σκούφους μάγειρα βρίσκονται εν αναμονή. Κουδούνι. Ξάφνου όλοι μιλούν ακατάπαυστα προς το κοινό, περιγράφοντας καταστάσεις, εξωτικά φαγητά, φαντασιακά ντεκόρ, τι συμβαίνει και τι πρόκειται να συμβεί, ανακοινώνοντας ακόμα και τις παύσεις ανάμεσα στις 48 σύντομες σκηνές και τις εφτά ιστορίες που «τρέχουν» σαν αμοντάριστα πλάνα, μαζί με τις εναλλαγές 17 παράδοξων «χαρακτήρων» -ανάμεσά τους ένα τζιτζίκι και ένας μέρμηγκας- μοιρασμένων σε πέντε ηθοποιούς. Σκέτο στρες, αλλά η ομάδα του Εθνικού φαίνεται να το απολαμβάνει.
Ο πολυγραφότατος 43χρονος Γερμανός συγγραφέας (27 έργα) καταπιάνεται με το θέμα της παράνομης μετανάστευσης Ασιατών στην εύπορη Δύση, προσπερνώντας ρεαλισμό και τεχνικές ντοκιμαντέρ για μια έμμεση γλώσσα ποιητικής συμπύκνωσης, την οποία ο ίδιος αποκαλεί ευφημιστικά «απλά μέσα ανακοίνωσης και επίδειξης με στόχο την εγγύτητα και την ταύτιση». Ευσεβής πόθος για ένα έργο (μετάφραση Ρούσα Δάλλα) που κινείται στα όρια της ασυναρτησίας και σε κλίμα γκροτέσκας διέγερσης, καθώς ένα ματωμένο δόντι υπερίπταται αμήχανα όλη τη βραδιά πάνω από κατσαρόλες και μαγειρικές συνταγές. Ωστόσο, ένα δόντι Κινέζου που χάνεται συμβολικά «σαν να μην υπήρξε ποτέ»…
Δεν γνωρίζω πόσο συνέβαλαν οι σκηνοθετικές διαμεσολαβήσεις στον τόπο του, ώστε το έργο του Σιμελπφένιχ να αναδειχθεί το καλύτερο έργο της γερμανόφωνης χρονιάς 2010. Στην Αθήνα, η αφαιρετική σκηνοθεσία της ταλαντούχας Κατερίνας Ευαγγελάτου μάλλον συσκοτίζει παρά ξεκλειδώνει τα γριφώδη μηνύματα, που δεν στερούνται κωμικότητας, όμως σίγουρα βάθους, για ένα θέμα δραματικής επικαιρότητας: φυγάδες από μακρινές ηπείρους και πολιτισμούς, χωρίς χαρτιά, ιατρική περίθαλψη, με το μόνιμο φόβο του εντοπισμού.
Σε ένα κινέζικο φαστφουντάδικο οπουδήποτε στην Ευρώπη, άνδρες παριστάνουν γυναίκες, ηλικιωμένοι νέους, καθένας ταχυδακτυλουργώντας ανάμεσα σε 3-4 ρόλους, επιδεικτικά αταίριαστους με τον φορέα τους. Ετσι, σε μια συνεχή μετατόπιση προοπτικής, η Φιλαρέτη Κομνηνού υποδύεται με φιόγκους και καλτσάκια την εγγονή του παππού, τον οποίο υποδύεται η Εύη Σαουλίδου, όπως το «πτώμα Κινέζου» και τον Επιβήτορα της Μπάρμπι -η ίδια είναι το μόνο γνήσια ανάλαφρο και λοξό match στο κινέζικο θρίλερ του Σιμελπφένιχ-, ο γενειοφόρος νταγλαράς Δημήτρης Παπανικολάου υποδύεται την Μπάρμπι, ο Νίκος Χατζόπουλος μια ξανθιά αεροσυνοδό, ο Νικόλας Αγγελής ένα τζιτζίκι κ.ο.κ.
Μάταια αναζητούμε κάποιον μίτο αληθινής σύνδεσης με τον πραγματικό κόσμο στην περίπλοκη αφηγηματική τεχνική του Σιμελπφένιχ και στις άνοστες ιστορίες του. Μια νεαρή γυναίκα είναι έγκυος από λάθος, ένα χαλασμένο δόντι προσγειώνεται στο φαγητό, ένας γάμος διαλύεται, ένα μυρμήγκι εξωθεί έναν τζίτζικα στην πορνεία.
Η εκμετάλλευση παράνομων μεταναστών, η παγκοσμιοποίηση, η διάλυση της ανθρώπινης ταυτότητας στο πλανητικά διαδικτυωμένο χάος, δεν αναπαρασταίνονται μέσα από ανθρώπους-σκίτσα και γελοιογραφίες δυτικής προβολής. Ισως από τους Αισώπειους μύθους, αν και η οικονομικά ραγδαία ανερχόμενη Κίνα με τους προκομένους Κινέζους μέρμηγκές της μάλλον αντιστρέφει τους όρους του παιχνιδιού με τις σε βαθιά ύφεση πλέον τζιτζικοαποικίες της Δύσης.
Συνταγές κινέζικων μενού σφυρίζουν στον αέρα, καθώς ανάβουν τα μιμητικά μαγειρέματα – «μυρωδάτα» νουντλς, τσόου μέιν, πάπιες Πεκίνου. Αυτά και η γελαστή ενέργεια πέντε ευφυών ηθοποιών χωρίς ακκισμούς, που παίζουν όσο μπορούν με τα κλισέ ρόλων και την ιδιότυπη αλληγορική φαντασία του συγγραφέα, είναι τελικά τα μόνα αξιόπιστα στοιχεία σε ένα ψυχρό, κατασκευασμένο τοπίο εν συγχύσει. *
Πρόσφατα σχόλια