Πενηντάχρονη θητεία

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010
  • Ο Τάκης Βουτέρης γιορτάζει φέτος τα 50 χρόνια του στο θέατρο με μια παράσταση που τιμά συνάμα και την πολύχρονη προσφορά του στο νεοελληνικό θέατρο

O Βουτέρης στο αρχικό του στέκι, το «Θέατρο Πειραιά», (που λίγο το τίμησαν οι Πειραιώτες και δεν το επισκέπτονταν ποτέ οι δήμαρχοι του επινείου) και έως σήμερα στο «Θέατρο Εξαρχείων» ανέβασε Διαλεγμένο, Μάτεσι, Μανιώτη, Χρυσούλη, Σκούρτη, Ζιώγα, Σεβαστάκη, Κουκουβίνο, Κωνσταντίνα Βέργου, αλλά και ανίχνευσε τα αριστουργήματα του κλασικού και του νεοκλασικού δραματολογίου ρίχνοντας το βάρος στο σύγχρονο κυρίως αμερικάνικο, του οποίου υπήρξε προνομιούχος πρεσβευτής με έργα του Αρθ. Μίλερ, του Σέπαρντ, του Γουόλας Σον, ενώ από το ευρωπαϊκό και αγγλικό σύγχρονο μάς μύησε στον Χέαρ, τον Ράιτ, τον Φρέιν κ.τ.λ. χωρίς φανφάρες, χωρίς μανιφέστα, χωρίς επικοινωνιακά τερτίπια κι όχι πάντα με την προσοχή του ειδικού Τύπου, που κόπτεται συνεχώς για ποιότητα.

Εν παρενθέσει εκφράζω την αμηχανία μου, πως ακόμη δεν ανετέθη από κανέναν πανεπιστημιακό των τεσσάρων ήδη θεατρολογικών τμημάτων μας μια προφανώς πολύτιμη έρευνα με θέμα τις «προγραμματικές δεσμεύσεις», τα «μανιφέστα», τα θεωρητικά ιδρυματικά κείμενα που συνόδευσαν την ίδρυση νέων και πρωτοποριακών (τη δηλώσει, τουλάχιστον) θιάσων από τη «Νέα Σκηνή» του Χρηστομάνου έως το «Θέατρο Τέχνης», από το «Πειραματικό Θέατρο» του Τριβιζά και το ανάλογο της Θεσσαλονίκης έως το «Ανοιχτό Θέατρο», το «Αμφι-Θέατρο», τη «Σκηνή» και τη «Νέα Σκηνή», την «Εποχή» κ.τ.λ. Πολλοί έμειναν συνεπείς στις δεσμεύσεις, στα αισθητικά τους πιστεύω και συνέχισαν με κόντρα τον άνεμο ή υπέκυψαν στην αδιαφορία, την απαιδευσία του καιρού ή την έλλειψη οικονομικής στήριξης. Άλλοι πρόδωσαν τις προθέσεις τους, υποχώρησαν, συμβιβάστηκαν και αφομοιώθηκαν.

Μετά τη μεταπολίτευση και την άνθηση του θεσμού των επιχορηγήσεων στηρίχτηκαν και επιβίωσαν μεγάλα ή μικρά θεατρικά οράματα, κρατώντας αρκετές από τις υποσχέσεις των ιδρυτικών τους πράξεων. Η «Στοά», το «Εξαρχείων», έως πρόσφατα το «Ανοιχτό Θέατρο», το «Φάσμα» του Αντύπα, το «Σημείο» του Διαμαντή, ο Μιχ. Μαρμαρινός, η «Πρόβα» και το «Μοντέρνο Θέατρο» στις γειτονιές της Αθήνας, ενώ ο θάνατος πήρε τον Ποταμίτη, τον Μάριο και δεν άντεξαν την «αγορά» ο «Καθρέφτης» κ.ά.

Όλα αυτά τα σχήματα ξεκίνησαν με προγραμματικές θεατρολογικές, δραματολογικές και ερμηνευτικές δηλώσεις. Καιρός να τις αποτιμήσουμε και να εκτιμήσουμε την αντοχή τους, τις έρευνές τους, τη συνέπειά τους και το μερίδιό τους στην προικοδότηση του θεάτρου μας με νέες, προχωρημένες ή παλιές αναθεωρημένες προτάσεις.

Ο Βουτέρης σπάνια θεωρητικοποίησε τη δουλειά του. Έχοντας μαζί με δυο-τρεις άλλους συγχρόνους του μύτη λαγωνικού με κυνηγό εύστοχο τη σύντροφό του ηθοποιό και σπουδαία μεταφράστρια Αννίτα Δεκαβάλλα, έκανε το χρέος του και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, γιορτάζει. Κι όπως συμβαίνει και είθισται στις επετείους, επανέρχεται με τη διπλή ιδιότητα του ηθοποιού και σκηνοθέτη σε δύο προσωπικές του επιτυχίες, διπλές κι αυτές. Διότι οι δύο μονόλογοι των Μανιώτη και Καμπανέλλη, που ερμηνεύ- ει, έχουν γραφεί αποκλειστικά γι΄ αυτόν. Έχουν προκληθεί για να τιμήσουν τη μακρόχρονη συμβολή του στο νεοελληνικό δραματολόγιο και έχουν ως έμπνευση θέματα που συνάδουν με τη σκηνική γλώσσα, την αισθητική και την ιδεολογία του Βουτέρη.

Στο ρεσιτάλ του Βουτέρη με τον μονόλογο «Έξοδος» του Γ. Μανιώτη και «Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά» του Καμπανέλλη κυριαρχεί ως θέμα η μοναξιά. Η μοναξιά πίσω από την εξουσία και την αυταρχική στολή, πίσω από το λούστρο των παρελάσεων και των παρασήμων, η νοσταλγία της φτώχειας αλλά και της αυθεντικής λαϊκής αυλής, η επικοινωνία της γειτονιάς, η ασύδοτη αλητεία και η ερωτική διαθεσιμότητα. Στο έργο του Καμπανέλλη κυριαρχεί η μοναξιά της απώλειας του συντρόφου, η ανατροπή της ασφάλειας της καθημερινής τάξης και συνήθειας, η παρηγορία της διπλανής ανάσας αλλά και η ζωτική κυριολεκτικά ανάγκη του καβγά. Με υπόγειο χιούμορ, με σαρκασμό συχνά, με απόπειρες καταδικασμένης εξόδου σ΄ αυτές τις «Νύχτες» οι δύο συγγραφείς, ο Νέστωρ και ο Βενιαμίν της δραματουργίας μας, δίνουν την ευκαιρία στον Βουτέρη να αναδείξει, να ξεδιπλώσει και να κατακυριεύσει με τα δόκιμα πλέον εργαλεία του τον βυθό, το υπαρξιακό κενό, τις χαμένες «πατρίδες», τις οάσεις, τους εφηβικούς και νεανικούς ενθουσιασμούς αλλά και την ευτυχία της συζυγικής φωλιάς.

Ο Βουτέρης έχει πριν από χρόνια και ανεξάρτητα ξαναερμηνεύσει αυτά τα κείμενα. Κι όμως είναι σαν να τα βλέπουμε και να τα ακούμε πρώτη φορά. Η προσέγγιση είναι η ίδια, αλλά ο υποκριτικός ψυχισμός, η ωριμότητα στη σύνθεση, ο βιωμένος χρόνος των σιωπών, η απειλητική σιγή, αλλά και μια συνωμοτική υποκριτική σκευωρία με το κοινό, ένα κλείσιμο του ματιού στον σύγχρονο συνάνθρωπο, συνοδοιπόρο της μοναξιάς των πόλεων και νοσταλγό της φυσικής ζωής αλλά και προδομένο και προδότη των νεανικών ονείρων, κάνει την παράσταση στο «Θέατρο Εξαρχείων» μια πράξη ελεγκτική και τρομερή που πάντα παλαιόθεν οδηγεί σε καθαρτήριο λουτρό, λυτρωτικό.

ΙΝFΟ«Νύχτες εξόδου»: «Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά» του Ι. Καμπανέλλη και «Η έξοδος» του Γ. Μανιώτη στο θέατρο «Εξαρχείων» (Θεμιστοκλέους 69, Εξάρχεια.
Τηλ. 210.3300879).

  • Οι βρεγμένοι δεν φοβούνται τη βροχή

Ως σκηνοθέτης ο Βουτέρης δεν έχει συμπλέγματα και προσχήματα. Συνεργάστηκε με τον Καζάκο, τον Λιβαθινό, τον Βακούση, τον Στ. Κυριακίδη, την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Γιωτόπουλο, την Άννα Κοκκίνου, την Κοταμανίδου, την Κατερίνα Καραγιάννη, ηθοποιούς με τελείως διαφορετικό ο καθένας κώδικα και βρήκε πάντα τρόπο να τους εντάξει στο δικό του υποκριτικό και σκηνοθετικό στυλ.

Συνοδοιπορήσαμε επί 50 χρόνια με τον Βουτέρη ο καθένας σε άλλη όχθη αλλά στη μέση κυλούσε άλλοτε ήρεμο άλλοτε κατεβασμένο και θολό το ποτάμι του νεοελληνικού θεάτρου. Και οι δύο για διαφορετικούς λόγους τολμήσαμε, ξυποληθήκαμε και μπήκαμε στο νερό, συχνά έως τον λαιμό. Γι΄ αυτό και οι βρεγμένοι το νερό και τη βροχή δεν τα φοβούνται.

Έρρωσο, Τάκη Βουτέρη.

Λίζα Κρον «Πολύ καλά», Μπέρτολτ Μπρεχτ «Αποσπάσματα»

  • Μια μικροαστική καθημερινότητα

  • Αφήγηση φορτωμένη με υπαρξιακο-συμπλεγματικές εμμονές πέραν του Ατλαντικού

  • Του Σπυρου Παγιατακη
  • Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/5/2009

ΛΙΖΑ ΚΡΟΝ Πολύ καλά, σκην.: Τάκης Βουτέρης. Θέατρο: Εξαρχείων

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ Αποσπάσματα, σκην.: Κάτια Γέρου. Θέατρο: Καρόλου Κουν

  • Οχι δηλαδή, πως έχει και μεγάλη σημασία αλλά η –σωστότερη και πιο ταιριαστή– μετάφραση του τίτλου «Well» της 47χρονης Αμερικανίδας Λίζα Κρον θα ήταν περισσότερο ένα γενικόλογο «Λοιπόν» παρά αυτό το καθοριστικά θετικό «Πολύ Καλά» που του χάρισε η μεταφράστριά του Αννίτα Δεκαβάλλα. Κι αυτό επειδή τόσο το είδος –αυτοβιογραφικό και stand-upish– του γραψίματος όσο και το περιεχόμενο του κοινότοπου θεατρικού έργου της, το οποίο όλως περιέργως γνώρισε επιτυχία στις αγγλοσαξονικές χώρες, δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερα θετικό ώστε να ’ναι όλα «Πολύ Καλά». Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει εδώ όπως πρόκειται για την αφήγηση μιας μίζερης, αμερικανο-μικροαστικής καθημερινότητας φορτωμένης με υπαρξιακο-συμπλεγματικές εμμονές, με ανεξιχνίαστες αλλεργίες και άγχη ώστε να ξεπεραστούν κάποιες νεγρο-εβραϊκές εμμονές. Ολες τους, δηλαδή, καταστάσεις οι οποίες βρίσκονται μακριά από την υπερ-ατλαντική μας πραγματικότητα. Ακόμα δε περισσότερο κι από την ελληνική.

Ερμηνείες

  • Η μόνη ομοιότητα με ντόπιες καταστάσεις εντοπίζεται στην ηλικιωμένη –δευτεραγωνιστική– μάνα (Ελένη Γερασιμίδου) που βρίσκεται καθηλωμένη στην πολυθρόνα της αναπολώντας τις δόξες από τους παλιούς αντιρατσιστικούς της αγώνες. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος είναι της μονολογούσης κόρης (Αννίτα Δεκαβάλλα) η οποία μπαινοβγαίνει από νοσοκομεία για να θεραπεύσει τις αλλεργικές της νευρώσεις, και μονολογεί απευθυνόμενη στο κοινό.
  • Με εμφανώς λιγότερο τσιριχτή φωνή από τις τυποποιημένες εμφανίσεις της στην τηλεόραση η Ελένη Γερασιμίδου αποδεικνύει το πόσο δύσκολο είναι ν’ απελευθερωθεί ένας καλός ηθοποιός –σαν κι αυτή– από τις προσοδοφόρες τηλεοπτικές ευκολίες του. Δίχως ένα κεντρικό πρόσωπο –τη Λίζα Κρον– με ιδιαίτερα έντονη προσωπικότητα το οποίο να αστράφτει ειλικρίνεια και χιούμορ, ο κεντρικός ρόλος θαμπώνει και παραμένει στατικός κι αδιάφορος. Παρ’ όλες τις αξιοπρεπέστατες πλην ανεπιτυχείς προσπάθειές της, η Αννίτα Δεκαβάλλα δεν κατόρθωσε ν’ απογειωθεί. Ατυχέστατες οι «μουντζουρωμένες» εμφανίσεις των ηθοποιών που υποδύονταν τους «έγχρωμους». Αυτή τη φορά η σκηνοθεσία του Τάκη Βουτέρη διέθετε ελάχιστη έμπνευση κι ευρηματικότητα.

Χατζιδάκις

  • Στην παράσταση με αποσπάσματα από έργα που παίχθηκαν στις ηρωικές εποχές του (υπόγειου) θεάτρου Τέχνης – Καρόλου Κουν η καλή Κάτια Γέρου μου θύμισε το Reader’s Digest. Τα παλιά χρόνια, το αμερικανικό αυτό περιοδικό δημοσίευε μπεστ σέλερ «εν συντομία». Συμπυκνωμένα. Ποιος ξέρει, μπορεί να συμβαίνει ακόμα. Τέλος πάντων, στους μονολόγους –με συνοδεία πιάνου από τον Θόδωρο Κοτεπάνο– η Κ. Γέρου θύμιζε τα παλιά τεύχη του Reader’s Digest. Πάντως τραγουδούσε κιόλας και μάλιστα σωστά. Τραγούδησε κι ένα – δυο τραγούδια από τον «Κύκλο με την Κιμωλία» του –πρώτου νομίζω– Μπέρτολτ Μπρεχτ στην Ελλάδα. Σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και τη λυρικότατη μετάφραση (σωστότερο είναι « απόδοση» όπως κι αναγράφεται) του Οδυσσέα Ελύτη. Το «Τρεις Στρατηγοί» κι ένα άλλο. Τραγούδια που μου άρεσαν πολύ στα νιάτα μου.
  • Διαβάζω τώρα στο πρόγραμμα της παράστασης που έλεγα παραπάνω ένα σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι από το περιοδικό «Η λέξη» (1987). «Μήπως ο Μπρεχτ του «Κύκλου με την κιμωλία» και η θερμότητα που ανέδιδε είχε καμιά σχέση με τον ψυχοτριγωνομετρικό Μπρεχτ του «Μπερλίνερ Ανσάμπλ»; Ναι, αλλά η κυρία Ελεν Βάιγκελ, η γυναίκα του Μπρεχτ που απαγόρευσε την ανίερη συνέχειά μας, δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο ανάγκη είχε ο Μπρεχτ από την παράστασή μας αυτή για να γίνει λαϊκός». Να μην ανοίξουμε τώρα μεταθανάτια κουβέντα επ’ αυτού, Μάνο Χατζιδάκι. Θεωρώ πως σφάλλεις κι εσύ όπως και ο Μπρεχτ. Φυσικά και η μουσική σου ήταν περισσότερο εύπεπτη και πιο «λαϊκή» απ’ αυτήν του Πάουλ Ντεσσάου. Κι όσο για σένα Μπ. Μπ., η επιθυμία σου να «εκπαιδεύσεις σοσιαλιστικά» το κοινό σου παρουσιάζοντας μία Γκρούσα στον «Κύκλο» που αγαπούσε ένα ξένο παιδί περισσότερο από την αληθινή του μάνα, ή πάλι εκείνη την αδίστακτη Μάνα Κουράγιο που πουλούσε τα παιδιά της στον πόλεμο, μάλλον απέτυχε.
  • Ο –τότε– λαός προτιμούσε τον Ξανθόπουλο με την Βούρτση και –τώρα– τα μελένια τηλεοπτικά σήριαλ από τα δικά σου–διόλου ψυχοτριγωνομετρικά, πού εσφαλμένα χαρακτήριζε ο Μ. Χατζιδάκις. Δυστυχώς (;) ο χρόνος αποδεικνύει πλέον ότι ο (ανενημέρωτος;) λαός παραμένει πάντα με την καρδιά κοντά στο «θέατρο του πάθους» που έλεγε και ο Μάνος και στην αισθαντική μουσική του Χατζιδάκι και διόλου στο εγκεφαλικό αισθητικό γκέτο της μειονότητας που εξακολουθεί να λιγώνει με τον Μπρέχτ – και δεν είναι παρά μια μικρή μειοψηφία.

«Το υπέροχό μου διαζύγιο» στο «Αγγέλων Βήμα», «Πολύ καλά!» στο «Θέατρο Εξαρχείων», «Ανάσα ζωής» στο «Απλό Θέατρο»,

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • Σύγχρονο ξένο έργο
  • ΘΥΜΕΛΗ
  • Τετάρτη 15 Απρίλη 2009
«Το υπέροχό μου διαζύγιο»

«Το υπέροχό μου διαζύγιο» στο «Αγγέλων Βήμα»

  • Τι μπορεί να σημαίνει διαζύγιο, σήμερα, για μια μεσήλικη γυναίκα, που απομένει μόνη στο σπίτι, με φευγάτο μακριά της το ένα και μοναδικό παιδί της, κι άνεργη, αφού πριν χρόνια, λόγω των συζυγικών και μητρικών υποχρεώσεων, εγκατέλειψε τη δουλειά της; Σημαίνει δυσκολία αναπροσαρμογής στη νέα της πραγματικότητα. Μοναξιά, ανασφάλεια, βύθισμα στις σκέψεις της. Συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν της, στις μνήμες της νιότης, στον έρωτα, στα καλά και τα κακά του συζυγικού βίου της. Στις προσδοκίες, στις διαψεύσεις και απογοητεύσεις της. Σημαίνει απολογισμό της μέχρι τώρα ζωής της, φόβο για το αύριο, τρόμο για τα γηρατειά και το μοναχικό τέλος. Σημαίνει είτε ότι βουβαίνεται, είτε μονολογεί φωναχτά, ίσως και παραληρηματικά, για τις απώλειες της ζωής της. Μπορεί να μιλά με τον εαυτό της, μόνο και μόνο για να ακούει τουλάχιστον τη δική της φωνή. Για να γεμίζει λίγο την «άδεια» ζωή της, τον «άδειο» από άλλο πλάσμα και υπό μετακόμιση σπίτι της. Για να μην πάψει να είναι ζωντανό – έλλογο πλάσμα, να μη χάσει τις ανθρώπινες ιδιότητές της. Να μην τρελαθεί… που ο άχαρος πια σεξουαλικά άντρας της, μισόγερος πια το ‘ριξε στον έρωτα με νεαρές. Να βάλει σε τάξη το μυαλό της, ίσως, και με ψυχολογική στήριξη. Αυτό συμβαίνει με τη γυναίκα που με θαυμαστή απλότητα, αμεσότητα, γλυκόπικρη ειρωνεία, κυρίως με ψυχογραφική δεινότητα, έπλασε η Ιρλανδή συγγραφέας Τζέραλντιν Αρον, στο μονολογικό έργο «Το υπέροχό μου διαζύγιο». Το πρόσωπο του έργου είναι μια συνήθης γυναίκα, που με αξιοπρέπεια μάχεται τη μοναξιά και την πίκρα της, συνειδητοποιώντας ότι ένα διαζύγιο δε σημαίνει και το τέλος της ζωής της. Οτι έχει δικαίωμα να ξαναβρεί τον εαυτό της, να συνεχίσει να ζει φυσιολογικά, να ξαναγαπηθεί. Το έργο, σε εκπληκτικής αμεσότητας, αλήθειας, χυμώδους γλώσσας μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα – Καλογήρου, με λιτότατα καλαίσθητο και συμβολικό σκηνικό του Παύλου Ιωάννου, με απέριττα ρεαλιστική αλλά και με αίσθηση του χιούμορ, σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη. Η σκηνοθεσία κεντράροντας στην αλήθεια του προσώπου, εμπιστεύθηκε και αφέθηκε απόλυτα στη μεγάλη θεατρική απόλαυση, στη συγκίνηση αλλά και το γέλιο, που προσφέρει η υπέροχη, γεμάτη αλήθεια, αμεσότητα, μελαγχολία αλλά και πληθωρικό χιούμορ, μεγάλης εκφραστικότητας και σκηνικής λάμψης ερμηνεία της πολύτιμης για το θέατρό μας ηθοποιού Σμαράγδας Σμυρναίου. Μια ερμηνεία λεπτουργημένης βυθοσκόπησης και χειμαρρώδους ανάδυσης του ψυχισμού μιας πληγωμένης, προδομένης, μοναχικής γυναίκας, που όμως με αξιοπρέπεια, υπομονή και σθένος συνεχίζει να δίνει τη «μάχη» που λέγεται ζωή. Μια ερμηνεία «ύμνος» τελικά για τη ζωή.
«Ανάσα ζωής»

«Πολύ καλά!» στο «Θέατρο Εξαρχείων»

  • Δομημένο με την τεχνική του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», εξομολογητικά αυτοβιογραφικό και αυτοψυχαναλυτικό, αλλά και αυτοσαρκαστικής διάθεσης κωμωδία είναι το έργο της Αμερικανίδας δραματουργού Λίζα Κρον «Πολύ καλά!». Σήμερα ουκ ολίγοι ψυχολόγοι θεωρούν τη θεατρική πράξη ως αποδοτικό μέσο ψυχοθεραπείας. Ουκ ολίγοι θεωρούν ότι οι καλλιτέχνες του θεάτρου υποχρεούμενοι από την τέχνη τους να αναλύουν, να ενδοσκοπούν, να ενσαρκώνουν χαρακτήρες, συναισθήματα, προβλήματα, συγκρούσεις ποικίλων ανθρώπινων υπάρξεων και ποικίλων κοινωνικών φαινομένων και καταστάσεων, κατά κάποιο τρόπο, συνειδητά ή ασυνείδητα υπόκεινται σε αυτοψυχανάλυση και, ίσως, εν μέρει σε αυτοθεραπεία. Η Αμερικανίδα συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει στην ψυχαναλυτική ιδιότητα του θεάτρου και αυτό κάνει με το έργο της, βγάζοντας στη φόρα, επί σκηνής, τα ψυχολογικά «άπλυτά» της. Την ψυχολογική σχέση της, τα «κόμπλεξ» της, την προσπάθειά της να απογαλακτιστεί από τη φαινομενικά απλοϊκή αλλά δυναμική γριά πια μάνα της. Η κόρη γράφει, σκηνοθετεί και προσπαθεί να παρουσιάσει μια παράσταση που να βιογραφεί και να ψυχαναλύει την ίδια, όσο ζούσε με την οικογένεια, αλλά και τη μάνα της, η οποία, αν και λαϊκή γυναίκα, είχε το χάρισμα να ασχοληθεί με τα κοινά ζητήματα της κοινότητάς τους, δραστήρια και αποτελεσματικά και να καταξιωθεί στη συνείδηση όλων των κατοίκων. Παρά τη συγγραφική, σκηνοθετική και παραστασιακή προσπάθεια της κόρης να καταξιωθεί ως δυνατότερη και σημαντικότερη της μάνας προσωπικότητα, η τελευταία με την ψυχολογικά υγιή, ανεπιτήδευτη απλότητα, παρορμητικότητα, λαϊκή αφέλειά της, άθελά της αποδιοργανώνει και διαλύει την παράσταση. Κερδίζει τις εντυπώσεις και γίνεται το επίκεντρο του «παιχνιδιού». Το ενδιαφέρον και έξυπνα γραμμένο έργο, με ρέουσα μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα, λειτουργικά μεταμορφούμενο σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού, με χιουμοριστική μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη και αρμόζοντες φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, σκηνοθετήθηκε με πολύ χιούμορ από τον Τάκη Βουτέρη, σαν σουρεαλιστικό «παιχνίδι» θεάτρου. «Παιχνίδι» που ψυχογραφεί όχι μόνο τα δύο κύρια πρόσωπα, αλλά και την ψυχολογία των θεατρίνων και παράλληλα αποκαλύπτει την «κουζίνα» του θεάτρου, των παρασκηνίων, των απρόβλεπτων ατυχημάτων, των τεχνικών μέσων και των λαθεμένων χειρισμών τους κατά την προετοιμασία ακόμα και την ώρα της παράστασης. Κυρίαρχη, μεταξύ του συνολικά καλού υποκριτικού επιπέδου, είναι η ερμηνεία της Ελένης Γερασιμίδου. Με την έμφυτη, πληθωρική αλλά και πάντα καλοζυγιασμένου μέτρου κωμικότητά της, την αμεσότητα, τη φυσικότητα, την αλήθεια και το λαϊκό αίσθημά της η Ε. Γερασιμίδου πλάθει απολαυστικά αλλά και συγκινητικά τη μάνα. Πολύ καλή, με πικρόγευστη αίσθηση του χιούμορ είναι η ερμηνεία της Αννίτας Δεκαβάλλα. Γόνιμες οι ερμηνείες των Λιάνας Παρούση, Ανδρης Θεοδότου, Τάσου Πολιτόπουλου και Γιώργου Δεπάστα.
«Πολύ καλά!»

«Ανάσα ζωής» στο «Απλό Θέατρο»

  • Γνωστή από την κινηματογραφική μεταφορά της η «Ανάσα ζωής» του Ντέιβιντ Χέαρ, αν και δεν είναι έργο μεγάλης δραματουργικής πνοής, με τη λιτή ρεαλιστική πλοκή του, με το θέμα του και προπάντων με την ψυχογραφική εμβέλειά του, προσφέρεται για υποκριτική άμιλλα, για δύο μεγάλες γυναικείες ερμηνείες. Πρόσωπα του έργου είναι δυο μεσήλικες γυναίκες. «Αντίζηλες» επί πολλά χρόνια, εγκαταλειμμένες και οι δυο από τον άνδρα – ο άνδρας υπήρξε εραστής της μίας (μιας ανύπαντρης, συνταξιούχου επιστήμονα) και σύζυγος της άλλης – με πρωτοβουλία της συζύγου, συναντιούνται για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή τους. Η σύζυγος αναζητά μια «εξήγηση» του γιατί ο άντρας της παντρεύτηκε εκείνην, ενώ με την άλλη ήταν ερωτευμένος και στα νιάτα του, αλλά και δεν τη λησμόνησε ποτέ. Εκείνη που ερωτεύθηκε στη νιότη του, παρέμεινε το πρόσωπο αναφοράς της ζωής του. Η επίσκεψη της συζύγου – γνωστής συγγραφέα πια – στο σπίτι της ερωμένης γίνεται με το πρόσχημα ότι η πρώτη θέλει να γράψει ένα βιβλίο γύρω από τη ζωή της. Η συζήτηση, η αλληλοκατανόηση και η αλληλοπροσέγγιση των δύο γυναικών είναι δύσκολη. Συγκαλυμμένα οδυνηρή, γιατί αλληλοαναγκάζονται σε ανασκόπηση, απολογισμό, κριτική επανεκτίμηση της ζωής τους. Γιατί, με την επιστροφή στο παρελθόν, με την επιστροφή στο «καμίνι» της μνήμης «αναζωπυρώνουν» βιώματα, ιδέες, όνειρα, προσδοκίες της νιότης που διαψεύσθηκαν. Σταδιακά οι δύο γυναίκες οδηγούνται σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, παραδοχή, αποδοχή της ζωής τους και τελικά στην αλληλοκατανόηση, στην αλληλοσυγχώρηση, στην αλληλοσυμπάθεια και τελικά στην αλληλολύτρωσή τους από τον «υπαίτιο» της μοναξιάς και της πίκρας τους. Το έργο σε εύγλωττα ψυχογραφική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, ρεαλιστικής ακρίβειας και καλαισθησίας σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, «ντυμένο» μελωδικά από την πάντα αισθαντική Ελένη Καραΐνδρου, σε ρεαλιστικά λιτή, ατμοσφαιρικού κλίματος σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα, στηρίζεται στις πολύ καλές ερμηνείες δύο πραγματικά ταλαντούχων, πολύπειρων, υπεραισθαντικών, αλλά και με πνευματικότητα ηθοποιών. Της Ράνιας Οικονομίδου (υπερέχει ερμηνευτικά) και της Λυδίας Φωτοπούλου.