«Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ στο Από Μηχανής Θέατρο σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου

Από αριστερά, η Μαρία Πανουργιά, ο Βασίλης Μπουλουγούρης και ο Κώστας Βασαρδάνης

Η μεγάλη πείνα

«Απλώς μην κάνεις τίποτε και δεν θα συμβεί τίποτε » συμβουλεύει ξανά και ξανά η μικρή αδελφή τον αγαπημένο της Μ. Οσο κι αν προσπαθεί όμως, ο Μ. δυσκολεύεται να μείνει απαθής, όταν όλοι τού επιτίθενται για να τον φάνε. Είναι η νύχτα των ζωντανών νεκρών. Ή καλύτερα η νύχτα της μεγάλης πείνας. Η λαχτάρα για σάρκα έχει κυριεύσει τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι περιφέρονται αποστεωμένοι στα σκοτεινά σοκάκια αναζητώντας θηράματα. Κανένας δεν θυμάται πώς έφτασαν ως εκεί. Το σίγουρο είναι ότι η μυρωδιά του αίματος τους τρελαίνει. Η ανοιχτή πληγή στα σωθικά του Μ. προκαλεί παροξυσμό σε όποιον τον πλησιάσει. Ο παροξυσμός είναι σχεδόν ερωτικός και η φράση «θέλω να σε φάω» αποκτά διττή σημασία. Οι ορμές της ζωής και του θανάτου δεν εντοπίζονται ποτέ στην καθαρή τους κατάσταση, αλλά πάντοτε ανακατεμένες μεταξύ τους σε διαφορετικές δόσεις, σύμφωνα με τον Λακάν. «Κάθε ορμή είναι οιονεί ορμή θανάτου» γράφει, από τη στιγμή που κάθε ορμή είναι άμετρη, επαναληπτική και τελικά καταστρεπτική.

Στο έργο, οι δίδυμες ενσαρκώνουν την αμφισημία. Η μεγάλη αδελφή, νυμφομανής σειρήνα, χρησιμοποιεί το σεξ για να παγιδεύσει τα θύματά της. Υπόσχεται ηδονικό τέλος στον Μ.- « δεν φαντάζεσαι καν πόσο παθιασμένα θα νοσταλγείς ένα φιλί από μένα, πόσο θα νοσταλγείς την επιδέξια τομή μου »-, εκείνος όμως αντιστέκεται στο κάλεσμα θανάτου. « Εδώ ήταν ξαπλωμένη πριν και κοιμόταν σαν νεκρή,τώρα είναι νεκρή και ξαπλωμένη σαν να κοιμάται », παρατηρεί ο Μ. και η γραμμή που χωρίζει τις δύο διαστάσεις μοιάζει πιο ρευστή από ποτέ.

Στον αντίποδα στέκεται η μικρή αδελφή. Ακλόνητη στην αφοσίωσή της, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να κρατήσει τον Μ. στη ζωή, να τον προστατεύσει, να τον υπερασπιστεί ξανά και ξανά. Και αφού περάσουν μαζί όλες τις άγριες δοκιμασίες της νύχτας, αφού δραπετεύσουν από την υστερία της πόλης στην ελευθερία της στέπας, «δεν θέλω να σε φάω», θα του πει: στο αιμοδιψές, ωμοφαγικό σύμπαν αυτή αποδεικνύεται η σημαντικότερη ομολογία αγάπης. Δύο άνθρωποι που αρνούνται να φάνε ο ένας τον άλλο και προτιμούν να πεθάνουν: ο ρομαντισμός του μέλλοντος ίσως πάρει αυτή τη μορφή.

Η ύπαρξη μοιάζει με πληγή που αρνείται να κλείσει. Μια πληγή την οποία ένας άγνωστος επιφέρει στο σώμα ξαφνικά, ένα βράδυ που ο δρόμος για το σπίτι έχει χαθεί. Η βίαιη εμφάνισή της σηματοδοτεί την αρχή του εφιάλτη: την επώδυνη αφύπνιση στην περιρρέουσα αγωνία της πείνας. Εκεί όπου οι σχέσεις μυρίζουν αίμα, η αθωότητα είναι θέμα άποψης και ακόμη και οι λύκοι είναι προτιμότεροι από τους ανθρώπους. Εκεί όπου πρέπει καθημερινά, ανά πάσα στιγμή, να παλεύεις για την αρτιμέλειά σου, που ο ουρανός χαμηλώνει για να σε ρουφήξει, που το έδαφος τρέχει κάτω από τα πόδια σου και ένα λεπτό μπορεί να διαρκέσει όσο ένας χρόνος.

« Πιστεύω στη μελλοντική σύνθεση των δύο αυτών καταστάσεων,του ονείρου και της πραγματικότητας,που είναι φαινομενικά τόσο αντίθετα,σε ένα νέο είδος απόλυτης πραγματικότητας,μιας υπερπραγματικότητας,αν θα μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς έτσι » γράφει ο Αντρέ Μπρετόν το 1924 στο πρώτο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού. Αυτή η υπερπραγματικότητα ζωντανεύει στο «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι»: ένα βαμπιρικό ονειρόδραμα, μια καφκική περιπλάνηση στους σταθμούς της παράνοιαςτο Σπίτι, η Φυλακή, το Νοσοκομείο- όπου κανένας διάλογος δεν ευσταθεί, κανένας δεν είναι αυτό που φαίνεται, τα κόκαλα διαγράφονται κάτω από το δέρμα και η πείνα έχει τρυπώσει στο μυαλό ως μοναδική επιδίωξη και ύστατο ερωτικό κίνητρο.

Ο Θανάσης Σαράντος μοιάζει να τα υποψιάζεται όλα αυτά, αλλά ταυτοχρόνως να του γλιστράνε μέσα από τα χέρια, ανίκανος να τα σταματήσει. Δεν αρκεί ένα μηχάνημα καπνού για να δημιουργήσεις «ατμόσφαιρα», όσο πειστική κι αν μοιάζει η ψεύτικη πληγή στα πλευρά του ηθοποιού. Ενα έργο όπως αυτό, όπου η κειμενική ρευστότητα και η μεταμοντέρνα αισθητική αγγίζουν επικίνδυνα ύψη (με διαλόγους του στυλ «Είστε μόνος;»/ «Είχα φίλους, φάγαμε μύδια»/ «Αύγουστο μήνα;»), χρειάζεται συγκροτημένη άποψη και ξεκάθαρη σύλληψη, ώστε ακόμη και τα στοιχεία γελοιότητας να ενσωματωθούν δημιουργικά στο σύνολο Ο Βασίλης Μπουλουγούρης στον ρόλο του Μ. περιφέρεται σαν μενίρ που δεν το αγγίζει ούτε η πείνα ούτε η δίψα, ούτε οποιαδήποτε άλλη σωματική ανάγκη- ο ηθοποιός ως αξεσουάρ. Ο Κώστας Βασαρδάνης συρρικνώνει πέντε ρόλους σε έναν (άνδρας με σκύλο, αστυνομικός, ασθενής, γιατρός, σκύλος), αφού τους αποδίδει όλους πανομοιότυπα, σε στυλ σαλεμένου, νευρόσπαστου ξωτικού. Παρ΄ όλα αυτά, κάτι αλλόκοτο διασώζεται χάρη στο μάτι που γυαλίζει.

Ντυμένη σαν δευτεροκλασάτη βαμπιρέλα, η Μαρία Πανουργιά προσδίδει στην παράσταση μια αίσθηση αποτυχημένης no budget ταινίας τρόμου. Συγκεκριμένα, πιστεύω ότι αυτή η trash κατεύθυνση θα απέδιδε εξαιρετικά γόνιμα αποτελέσματα, αν υιοθετείτο γενικότερα. Η παράσταση μπορεί να είναι κάκιστη, αν όμως ήταν συνειδητά, ευφάνταστα και ανενδοίαστα χειρότερη, τότε τουλάχιστον θα γινόταν ενδιαφέρουσα.

  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009