* «Μαράν Αθά» – Θέατρο Μεταξουργείο

  • Ανάδειξη του ιερού και τερατώδους

  • * «Μαράν Αθά» – Θέατρο Μεταξουργείο
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Στη φωτεινή σκιά του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Πεντζίκη, στο φως της απόλυτα δικής του περιπλάνησης, το «Μαράν Αθά» του Θωμά Ψύρρα θα έπρεπε κανονικά να δονεί συθέμελα το σπαραγμένο, νεωτερικό εαυτό μας. Παραμένει αντιθέτως σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό.

Ισως ευθύνεται γι’ αυτό η ιδιότυπη γλώσσα του -από άλλο γενέθλιο τόπο, με άλλα ακούσματα-, ίσως να φταίει πάλι η δική μας ανημποριά να δεχθούμε μέσω μιας γλώσσας πελεκητής και ανάγλυφης τον κόσμο της αποκάλυψης και του θαύματος.

Ιδού το ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολεί μετά την τρίωρη παράσταση του Μεταξουργείου: Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μαζεύουν τα ψιχία της γλώσσας για να βρουν με αυτά τον δρόμο τους πίσω, για το μαγικό; Σπάνια ένας συγγραφέας κατεβαίνει τόσο βαθιά στα υπόγεια της γλώσσας, ώστε να γράψει την ιστορία του εκεί λες για μια και μοναδική φορά. Στην παράσταση του Μεταξουργείου, το έξοχα διασκευασμένο από τον Δήμο Αβδελιώδη κείμενο του Ψύρρα δίνει την εντύπωση του χαμένου χειρόγραφου, της γλώσσας που η χάρη της δόθηκε στο συγγραφέα με την ανάγκη και το χρέος της συγκεκριμένης αφήγησης.

Μέσα από το σώμα της γλώσσας περνάμε στον βίο του ασκητή, που κουβάλησε στο δρόμο της περιπλάνησής του τον σταυρό της αγάπης και του διλήμματος. Ο στόχος είναι η ένωση με το θείο, ο δρόμος όμως είναι διαφορετικός. Ο πρώτος δρόμος περνά μέσα από την τελεστική άρνηση του Αλλου, την ερημία, την αποχή. Ο άλλος είναι ο μυστικός δρόμος της αγάπης, της διάλυσης του εαυτού στον Αλλο και της αποδοχής του ως ερωτικού σύμπαντος. Ο ασκητής αναγκάζεται από τον προστάτη Δεσπότη του να διαβεί το πρώτο μονοπάτι. Και απομένει έτσι μέχρι τέλους ένας αιρετικός, ένας αρνητής, ένας αποσυνάγωγος. Ενας άγιος, ασφαλώς, στο κρυφό μαρτυρολόγιο του ανθρώπινου πάθους.

Νομίζω ότι δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ευτυχέστερη συνεύρεση για την ανάδειξη του ιερού και τερατώδους στο «Μαράν Αθά». Από τη μια ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης, που ζητά να ενώσει τον ήχο της λέξης με τη σημασία της. Κι από την άλλη, η ηθοποιός Γιασεμί Κηλαηδόνη, με ένα νου ικανό να συγκρατεί τέτοια γλωσσική πλημμύρα, με μια νέα εικόνα για τον επί σκηνής καλλιτέχνη. Ανοίγει μπροστά μας όχι ένα, δύο ή δεκαεννιά ρόλους, όπως λέμε, αλλά τον ένα «Ηθοποιό», το αυτό σώμα-απάντηση της τέχνης στο διχασμό του εκτός αυτής κόσμου.

Αν κάτι συγκινεί στην παράσταση, είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά του ηθογραφικού αποτυπώματος. Ο ηθοποιός σε αυτή την περίσταση δεν μεταφέρει, δεν ενσαρκώνει ρόλους -γίνεται τελετάρχης μιας μύησης που κοιμίζει το λογικό και ξυπνάει «τον Ονειρο». Το δράμα και οι μορφές του παραμυθιού μεταφέρονται μέσα μας, όπως συμβαίνει με την αφήγηση των θρύλων. Υπάρχουν στιγμές στην παράσταση (καθώς, λόγου χάρη, η Κηλαηδόνη φανερώνει οκτώ φορές στη σειρά το πηγάδι της λέξεως «καληνύχτα»), που ανοιγοκλείνει η πόρτα προς την άβυσσο και η ηθοποιός γίνεται η δέκατη στη μυστική συναγωγή των γυναικών στις Ταρσές.

Οι φωτισμοί του Αβδελιώδη με τα σκηνικά της Μαρίας Πασσαλή· η μουσική του Βαγγέλη Γιαννάκη με το κείμενο και τη γλώσσα του Ψύρρα: όλα ένα, το θέατρο σαν νοσταλγία της χαμένης ενότητας. *

Θωμά Ψύρρα «Μαράν Αθά» με την Γιασεμί Κηλαηδόνη στο θέατρο «Μεταξουργείο»

  • Φυγάς θεόθεν και αλήτης

  • Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΕΡΙΚΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΑΓΟΡΑ ΠΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ
ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΚΑΤ΄ ΟΝΟΜΑ ΑΛΛΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΜΑ
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΙΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
ΘΕΤΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΗΘΙΚΑ
ΉΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Τότε, όπως έγινε και την περασμένη εβδομάδα με το «Μάθημα» του Μπομπ Γουίλσον, μεταθέτω στη στήλη των «ΙΔΕΩΝ» του Σαββάτου, τη συζήτηση με το κοινό και τους αναγνώστες που με τιμούν με την προσοχή τους φέτος, ώστε να εξαρθεί η σημασία τους.

Ένα τέτοιο γεγονός είναι το όλο ακρόαμα, θέαμα και τελούμενο στο θέατρο «Μεταξουργείο» με τη γενική ιδεολογική και καλλιτεχνική ευθύνη του μανικού Δήμου Αβδελιώδη και με την εκπλήσσουσα ερμηνεία τής Γιασεμί Κηλαηδόνη.

Ο Αβδελιώδης είναι ένας καλλιτέχνης που και στον κινηματογράφο και στο θέατρο λειτουργεί ως καθολικός δημιουργός. Πρωτότυπος συγγραφέας ή τολμηρός διασκευαστής, εικαστικός, υπεύθυνος φωτιστής, σκηνοθέτης αλλά και δάσκαλος υποκριτικού ήθους και ύφους. Πέρα όμως από αυτά είναι ένας αναζητητής προσώπου, ένας ανιχνευτής και παλμογράφος της χαμένης μας ταυτότητας και του νοθευμένου κέντρου. Και την ταυτότητα και το κέντρο δεν τα εντοπίζει ούτε στην ταλαιπωρημένη έννοια της εθνότητας ούτε σε ιστορικές κατασκευές περί συνέχειας ή ασυνέχειας του κοινωνικού ή άλλου ιστού. Ως γνήσιος καλλιτέχνης την αναζητεί στις συμπεριφορές, στις νοοτροπίες, στις χειρονομίες, στον άσημο λόγο, στην κραυγή και στο επιφώνημα, στο μοιρολόι και στο νανούρισμα, στον ρυθμό και στην εν γένει μουσική της γλώσσας.

Ο Αβδελιώδης είναι μια συνειδητή αξιοποίηση της παράδοσης και της γλώσσας του Καραγκιόζη, του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, του Παπουλάκου, των συναξαριών, των παραμυθάδων, της Μανιάτισσας μοιρολογίστρας, των ψαράδων της γενέθλιας Χίου του, των αφηγήσεων των ναυτικών στις βάρδιες, στον παροιμιακό λόγο, στα ξόρκια και στους αφορισμούς, στην τελετουργία των πανηγυριών και στις λαϊκές ολονυχτίες. Εκεί δεν αναζητεί τα ιδεολογήματα αλλά τη φόρμα και την περιπέτεια της συνεχούς αφαίρεσης, τους κρυστάλλους και την αποθέωση της αιωνιότητας μέσα σε μια υλική στιγμή. Οι λαϊκές φόρμες είναι σαν τα βότσαλα που είναι οι μάρτυρες των αέναων αλλαγών των θαλάσσιων κυμάτων. Ο Αβδελιώδης είναι σαν τον ηρακλείτειο «αιώνα» που παίζει ως παις πεσσούς, ζάρια. Όσοι έχουν δει τις ταινίες του αλλά και τις θεατρικές του δοκιμές με μοτίβα των ρυθμών και του ήθους του Καραγκιόζη, αντιλαμβάνονται τι γράφω.

Τώρα μας προικίζει, κυριολεκτικά, με ένα κείμενο βάθους. Ανακάλυψε το αφήγημα του Θωμά Ψύρρα «Μαράν Αθά» που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια και απέσπασε από αυτό τη μαγιά και την ψίχα και εξαίφνης, λόγω της πολλής περί το πράγμα συνουσίας, που γράφει και ο Πλάτων, άστραψε φως.

Το κείμενο της διασκευής του Αβδελιώδη, λίγες ουσιαστικά σελίδες από το σύνολο του Ψύρρα, αλλά ατόφιο γλωσσικά ορυκτό, είναι ένα κείμενο προς παράσταση που όταν αναλυθούν τα ψήγματά του περιέχει μνήμες, εμπειρίες και τελέσματα που έρχονται από τις διονυσιακές γιορτές, από τον μαιναδισμό, την ασκητική ονείρωξη, την καταβύθιση στον ονειρικό λαϊκό πολτό και τους ονειροκρίτες (αρχαίους και νέους), από τα ερωτικά παραληρήματα και τα κρυπτικά αινιγματώδη παίγνια, τις μυητικές τελετές. Ένας γέρος καλόγερος, αποσχηματισμένος ιερωμένος και αποτυχημένος ασκητής, στο τέλος του βίου του αφηγείται την αποτυχία του να αγιάσει, τους διωγμούς του από την κατεστημένη Εκκλησία, τους αφορισμούς που υπέστη, διότι πολύ αγάπησε και υπέκυψε στον πειρασμό της σάρκας.

Ο πυρήνας της διασκευής αναφέρεται στο πώς ο τραγικός ήρωας της αφήγησης στέλνεται από τον Δεσπότη του, ως δόκιμος της πίστεως, να κατασκοπεύσει σε ένα «δαιμονισμένο χωριό», τις Ταρσές, γυναίκες που έρχονται από το πηγάδι του παγανισμού, της μαγγανείας και της γυναικείας ασέλγειας. Και ο κατάσκοπος σαγηνεύεται και προσχωρεί στη λατρεία του ναού της σάρκας.

Το όλο επεισόδιο, συνειδητά για τον πρωτότυπο συγγραφέα ή ασυνείδητα, πάντως συνειδητά για τον διασκευαστή, έρχεται να συναντήσει την τραγική ορειβασία του Πενθέα στον Κιθαιρώνα όπου οργιάζουν οι Βάκχες στον Ευριπίδη. Μόνο που εδώ το κατεστημένο δεν είναι ο κοσμικός ηγεμόνας που διώκει τη θρησκεία, αλλά η Εκκλησία ως ίδρυμα, θεματοφύλακας δογμάτων και διαταγμάτων που οδηγούν τον αποστάτη δόκιμο καλόγερο στον ευνουχισμό!

Ο αριστουργηματικός μονόλογος που συγκροτήθηκε από το σώμα του αφηγήματος του Ψύρρα από τον Αβδελιώδη είναι η καταγραφή του τραγικού ευνούχου της εμπειρίας του και η νοσταλγία μιας εδεμικής ερωτικής εφήμερης ευωχίας. Είναι τέτοια η δύναμη του κειμένου ώστε δεν θα δίσταζα να το χαρακτηρίσω ισότιμο με τις ερωτικές σελίδες του Παπαδιαμάντη αλλά και ενός πλατωνικού απόηχου, αφού οι αναμνήσεις, καυτές σαν από πυρωμένο σίδερο στη σάρκα, του γέροντα αφηγητή είναι μίμησις ερωτικής εμπειρίας που η αλήθεια της αναφέρεται σ΄ έναν υπερουράνιο ερωτικό τόπο, έναν χαμένο Παράδεισο, όπου ο έρωτας προϋπάρχει και του φύλλου συκής και του όφεως και της πτώσης.

Το προικώον όμως που μας κληροδοτεί ο Αβδελιώδης είναι κυρίως ένα γλωσσικό διαμάντι. Μίλησα πριν για ορυκτό. Και είναι γλωσσικό πέτρωμα όπου μπορεί κανείς να ανιχνεύσει όλα τα γλωσσικά ιχνοστοιχεία της ελληνικής, όχι ως μιας κατασκευασμένης θεωρητικά γλωσσικής συνέχειας, αλλά ως ίζημα ζωντανών και κυρίως μουσικών φιλτραρισμένων γλωσσικών επιβιωμάτων. Μια γλωσσική Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Αλλά συνάμα και ένα θεατρικό κείμενο, αφού περιέχει αυτούσια τη ρυθμική και μουσική καταγωγή της προφορικής γλώσσας. Γιατί το κείμενο του Ψύρρα, όπως το δραματοποίησε ο Αβδελιώδης, είναι μια παρτιτούρα όπου συναντάται ο ρυθμός και το ήθος των συναξαριών, της Γυναίκας της Ζάκυθος του Σολωμού, του Μακρυγιάννη, των παραμυθιών, των παροιμιών, του Παπαδιαμάντη, του Κόντογλου, αλλά και της γλωσσικής ανεξιθρησκίας του ρεμπέτικου.

  • Ο Αβδελιώδης είναι ένας ανιχνευτής και παλμογράφος της χαμένης μας ταυτότητας

//

Σαμαράκης και μονόλογοι

  • «Γράμμα στην κόρη μου»
  • ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 6 Γενάρη 2010
  • «Ζητείται ελπίς» στην «Ελεύθερη έκφραση»

Μια παλιά της επιθυμία, να ακουστεί από σκηνής ο πεζογραφικός λόγος του Αντώνη Σαμαράκη, ειδικότερα το «Ζητείται ελπίς», υλοποίησε η «Ελεύθερη έκφραση» της Μαίρης Ιγγλέση, στο ομώνυμο θέατρο. Τη διασκευή του διηγήματος ανέλαβε μια νέα κοπέλα με έφεση στη γραφή, η Ειρήνη Κουτσάφτη, επιτυγχάνοντας, παρότι «πρωτάρα», να συμπυκνώσει το θέμα και την πλοκή, να προβάλει το ουμανιστικό μήνυμα, να επικεντρωθεί στα κύρια πρόσωπα του διηγήματος και να καταστήσει σκηνικά ρέουσα και συναισθηματικά εύγλωττη, την απέριττα απλή και άμεση γλώσσα και τη με σύντομες, κοφτές, σαφέστατες φράσεις, γραφή του Σαμαράκη. Καθώς πρόθεση του σκηνικού εγχειρήματος δεν ήταν μόνο η θεατροποίηση του συγκεκριμένου κειμένου, το οποίο τιτλοδότησε την πρώτη συλλογή διηγημάτων με την οποία ο Σαμαράκης έκανε, το 1954, την επίσημη εμφάνισή του στα γράμματα, αλλά και να τιμήσει τη γενικότερη προσφορά του, σκηνοθετικά η Μ. Ιγγλέση πρόταξε μια συνοπτική κειμενική και οπτικοακουστική αναφορά στη ζωή, στον ΕΑΜικό αγώνα, στο συγγραφικό έργο και την κοινωνική προσφορά του συγγραφέα στα πλαίσια της «Γιούνισεφ», με τον ίδιο να διατυπώνει την οργή του για όσα βασανίζουν τον άνθρωπο, καταστρέφουν τη ζωή και τον πλανήτη, αλλά και την αισιοδοξία του ότι ακόμη υπάρχει ελπίς… για έναν κόσμο ειρηνικό, με ισότητα και δικαιοσύνη για όλους τους ανθρώπους. Αυτό ήταν πράγματι το όραμα του ανθρώπου Σαμαράκη και αυτό προσπάθησε να εκφράσει με τα πολυμεταφρασμένα έργα του, γραμμένα όμως σε καιρούς χαλεπούς, υπό τη σπάθη της λογοκρισίας, αλλά και την ιδιότητά του ως δημοσίου υπαλλήλου. Ιδιότητα που, προφανώς, τον φόβιζε και τον εμπόδιζε να πει ολόκληρη την αλήθεια για τα αίτια και τους υπαιτίους των εμφυλιακών και μετεμφυλιακών παθών του λαού μας. Το άδικα χυμένο αίμα των παιδιών του λαού ήταν ακόμα νωπό. Τα εκτελεστικά αποσπάσματα ηχούσαν μέχρι το 1954, χρονιά γραφής της συλλογής. Οι φυλακές γεμάτες με τους αγωνιστές κατά του γερμανικού και αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ο Σαμαράκης δεν διακινδύνευσε να τα ονομάσει όλα αυτά. Τα άφησε δυσδιάκριτα. Μόνον οι ιστορικά και πολιτικά ξύπνιοι γνώριζαν τότε και γνωρίζουν σήμερα, ότι κάθε άλλο παρά ίδια ήταν η κατάσταση, ο αγώνας και τα πάθη των φαντάρων και των ανταρτών. Ο ουμανιστής Σαμαράκης έκφρασε – εξίσου – την οργή, τον πόνο και τη θλίψη του για το εκατέρωθεν χυμένο αίμα των παιδιών του λαού και για τις χαροκαμένες μανάδες τους, για τη μετεμφυλιακή φτώχεια, την ανεργία και εκμετάλλευση του εργαζόμενου λαού. Και αυτά τα συναισθήματα του συγγραφέα, αναδύονται, προπάντων από τη λαϊκή, φτωχή, χήρα μάνα, που χάνει τον – φαντάρο στον κρατικό στρατό στα χρόνια του εμφυλίου, και έπειτα εργάτη – μοναχογιό της σε πολύνεκρο εργατικό ατύχημα σε ανθρακωρυχείο της Καλογρέζας. Ενας «άμοιρος» εργάτης, που η ψυχή και η μνήμη του βασανίζονται από τον εφιάλτη και το εμφύλιο αίμα, και ιδιαίτερα η μάνα του είναι εξαιρετικά πλασμένα πρόσωπα. Τη μάνα υποδύεται με πηγαία αλήθεια, απλότητα, φυσικότητα και ανθρώπινη γλυκύτητα η Μαίρη Ιγγλέση, κυριαρχώντας υποκριτικά, στη λιτή σκηνογραφικά και ενδυματολογικά (Πένη Αμπλά), ρεαλιστικά θερμή σκηνοθεσία της ίδιας. Βασικό στήριγμα της παράστασης είναι η αισθαντική μουσική και τα τραγούδια του Νότη Μαυρουδή. Γόνιμοι υποκριτικά είναι και οι ηθοποιοί Γιάννης Τσώμος, Κοσμάς Χειράκης και Τζένη Οικονόμου.

«Μαράν Αθά»
  • «Γράμμα στην κόρη μου» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»

Μεγάλη ελπίδα της ιδεολογικά και κοινωνικά προοδευτικής αγγλικής δραματουργίας στις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970, ο γνωστός στο ελληνικό θέατρο Αρνολντ Γουέσκερ, μεταξύ μιας σειράς έξι θεατρικών μονολόγων, με γενικό τίτλο «Εργα για μια ηθοποιό», έγραψε και το «Γράμμα στην κόρη μου», με ηρωίδα μια επιτυχημένη, περιοδεύουσα τραγουδοποιό, την Μέλανι. Μια ουσιαστικά μοναχική και μόνη, νέα ακόμη γυναίκα, μάνα μιας έφηβης κόρης από εξώγαμη σχέση με έναν καλλιτέχνη, επίσης, ανεύθυνο, φευγάτο και αδιάφορο για το παιδί που γέννησε. Μάστορας της θεατρικής γραφής ο Γουέσκερ, μέσω ενός γράμματος που προσπαθεί να γράψει η μάνα στην κόρη της, πίνοντας, γράφοντας νότες και παίζοντας στο πιάνο της, ψυχογραφεί μια ύπαρξη ελεύθερη, ανεξάρτητη, καλλιτεχνικά ανήσυχη, αλλά και πληγωμένη από τον άντρα που ερωτεύθηκε, γέννησε το παιδί του, αλλά από περηφάνια δεν εμπόδισε το φευγιό του. Μια φαινομενικά δυναμική αλλά συναισθηματικά ευάλωτη γυναίκα, που ακόμα προσπαθεί η ίδια να καταλάβει και να «μάθει» τι σημαίνει ζωή, τι αξίζει στη ζωή, πώς να ζήσει η ίδια και ποιες συμβουλές να δώσει στην κόρη της για τη ζωή.

Το κείμενο δεν είναι μεγαλόπνευστο, αλλά προσφέρεται για ένα υποκριτικό σόλο από μια ερμηνευτικά ταλαντούχα, καλλίφωνη και με μουσικές ικανότητες, ηθοποιό. Η Μάνια Παπαδημητρίου διαθέτει όλα όσα προϋποθέτει ο μονόλογος του Γουέσκερ. Πολύτροπο, εκφραστικότατο, πνευματώδες υποκριτικό ταλέντο, σκηνική ακτινοβολία, κινησιολογική χάρη, προσαρμόσιμη σε διάφορα είδη τραγουδιού φωνή, πιανιστική γνώση. Πικρόγλυκα, με αυτοσαρκαστικό χιούμορ, μελαγχολία, υποδόρια δραματικότητα, πλάθει την Μέλανι, που την «πλουτίζει» παίζοντας στο πιάνο και ερμηνεύοντας τα όμορφα, αισθαντικά τζαζ τραγούδια που συνέθεσε ο Πλάτων Ανδριτσάκης. Το απολαυστικό θεατρικό αποτέλεσμα, στη δεύτερη σκηνή του «Θεάτρου οδού Κεφαλληνίας» οφείλεται και στους άλλους συντελεστές της παράστασης. Στη γλωσσικά γλαφυρή μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου – Παγκουρέλη. Στη διακριτική σκηνοθεσία του Βασίλη Κυρίτση, με στόχο την ανάδειξη της ερμηνείας. Στο καλαίσθητα, ρεαλιστικά λιτό σκηνικό και τα κοστούμια της Λαλούλας Χρυσικοπούλου και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου.

«Ζητείται ελπίς»
  • «Μαράν Αθά» στο «Μεταξουργείο»

Ο Δήμος Αβδελιώδης έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία και σχέση με μορφές, πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και τέχνης. Γοητεύεται από αυτά και τα αναδεικνύει με σεβασμό και πίστη στην αξία τους. Αυτό έκανε διασκευάζοντας και σκηνοθετώντας το μυθιστόρημα του Θωμά Ψύρρα «Μαράν Αθά». Ενα μυθιστόρημα, που θυμίζει το αγνό θρησκευτικό αίσθημα και το γνήσια λαϊκό ήθος του Βιζυηνού και του Κόντογλου και λαλεί την πανέμορφη γλώσσα του λαού, γλώσσα που συνεχώς φτωχαίνει, αλλοιώνεται και χάνεται. Παρότι μοιάζει θρησκειολογικό το έργο του Ψύρρα, δεν είναι. Αντιθέτως ο μύθος του καταγγέλλει την «τυφλή» μοναστική αυστηρότητα και τη βαρβαρότητα απέναντι στην ψυχή, στη διάνοια, στο ορμέμφυτο κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Ενα φτωχό, ανέστιο, πεντάρφανο αγόρι «σώζεται» από την πείνα, ίσως και το θάνατο, από έναν αρχιμοναχό. Αυτός ορίζει ως «μοίρα» του αγοριού τη μοναστική ζωή, θέλει δε θέλει. Ο καλόγερος στέλνει το έφηβο καλογεράκι να κατασκοπεύσει τα μακραίωνα παραδοσιακά έθιμα των γυναικών ενός χωριού, έθιμα που τελετουργικά «αφηγούνται» τη γέννηση, τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου, προκειμένου να τα κηρύξει και να τα απαγορεύσει ως «αμαρτωλά». Στη «διονυσιακή» γιορτή των γυναικών το καλογεράκι θα γνωρίσει τον έρωτα, το ξύπνημα της νιότης και της σάρκας. Θα αλληλοαγαπηθεί και θα σμίξει με ένα κορίτσι. Για το «αμάρτημά» του τιμωρηθεί από τον «προστάτη» του με βίαιο αποχωρισμό από την αγάπη του, με ευνουχισμό και φυλάκιση στο μοναστήρι. Το άλλοτε αγόρι, υπέργηρος πια, στο σκοτεινό κελί του, γράφει για την ορφάνια, τη χαμένη και πεθαμένη αγαπημένη του και τον καρπό του έρωτά τους, για την πικρή ζήση του και τον απάνθρωπο ευνουχισμό της ψυχής, του κορμιού και της ζωής του. Το πυκνό διασκευαστικό κείμενο, στημένο από τον Δ. Αβδελιώδη χωρίς σκηνοθετισμούς, με υποβλητική μουσική του Γιάννη Γιαννάκη, σκηνικό χώρο, κοστούμι και συμβολικές κούκλες της Μαρίας Πασσαλή, υπηρετείται πολύ σεμνά, αλλά και αποτελεσματικά με την ερμηνεία της Γιασεμί Κηλαηδόνη.

«Μαράν Αθά»: Δοκιμάζοντας τα όρια του εαυτού

Στο θέατρο Μεταξουργείο παρασταίνεται από τη Γιασεμί Κηλαηδόνη -σε σκηνοθεσία Δ. Αβδελιώδη (ο οποίος διασκεύασε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Θ. Ψύρρα)- η ιστορία ενός μοναχού που, μετά από χρόνια σκληρής δοκιμασίας και σιωπής, λίγο πριν εκπνεύσει, αποφασίζει να ξεδιπλώσει το κουβάρι των αναμνήσεών του και να μιλήσει για ό,τι τον σημάδεψε και τον τυράννησε σε όλη του τη ζωή και το οποίο συνοψίζεται στην αλλόκοσμη φράση – αφοριστική κατάρα: «Μαράν Αθά».

Τον τρομερό αφορισμό εκστομίζει ο δεσπότης πολλά χρόνια πριν στον νεαρό τότε διάκονο, που, ως απεσταλμένος του σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Θεσσαλίας, είχε την εντολή να παρακολουθήσει τις μυστικές τελετουργίες, που τελούσαν οι γυναίκες του χωριού, οι Ταρσές. Ο διάκονος γοητεύεται από τον μυστηριακό κόσμο των γυναικών, έλκεται και φοβάται από τη «μαγεία» της γυναίκας και γίνεται ωτακουστής και κοινωνός της απόκρυφης γνώσης. Της γνώσης που μεταδίδεται όχι με τον ρηματικό, ορθολογιστικό λόγο του πατέρα, αλλά με τον σπλαχνικό, ονειρικό και εν πολλοίς παραβολικό λόγο της μητέρας, ο οποίος εξηγεί τον κόσμο ως αλληλουχία, ως ροή, ως συνείδηση της σωματικότητας. Ο διάκονος καταδύεται στον έρωτα, γνωρίζει το Άλλο, το Έτερο, τη Γυναίκα και βιώνει έτσι τη βαθιά ολοκλήρωση του εαυτού. Αναγκάζεται όμως να πειθαρχήσει στο ιερατικό σχήμα, όταν ο δεσπότης τον χειροτονεί δια της βίας, τον εξορίζει από τον τόπο της αγάπης και τον απειλεί με τον πιο βαρύ αφορισμό. Ο μοναχός, εξορισμένος από τον προσωπικό του παράδεισο, περιπλανάται και σιωπά, αποφασισμένος να ξαναβρεί την ολοκλήρωση από τον δρόμο της πνευματικής δοκιμασίας και άσκησης, για να καταλήξει στο τέλος σε αυτό που ήδη γνώριζε, ότι δηλαδή το Όλο προϋποθέτει τη συνάντηση με το Έτερο, χρειάζεται την αγαπητική συμμετοχή σώματος και πνεύματος και ότι εντέλει η επιλογή είναι πάντα προσωπική υπόθεση και ευθύνη, που οδηγεί στην αυτογνωσία και πιθανόν στη θεογνωσία.

Στο λιτά σκηνοθετημένο περιβάλλον, ο λόγος γίνεται το κατ’ εξοχήν παραστασιακό εργαλείο αποδόμησης του ορθολογισμού. Η Γιασεμί Κηλαηδόνη αναλαμβάνει την παράσταση όλων των προσώπων της αφήγησης. Εκφωνεί τον μεστό και πλούσιο σε ντοπιολαλιές λόγο, τον επενδύει με χροιές και ηχητικά ημιτόνια, τον εικονοποιεί με στοχευμένες κινήσεις και τελικά ο λόγος της αποκτά υλικότητα και μορφές, γίνεται ενσώματος και θεαματικός, γίνεται το ομοίωμα αναμνήσεων και προσώπων. Ο παραστατικός λόγος αποκολλάται από το περιβάλλον της πατριαρχίας, εισέρχεται αρωγός στον κόσμο των γυναικών-Ταρσών και τον καθιστά παραστάσιμο χώρο ταυτοποίησης, συνάρτησης και ιστορικότητας. Δηλαδή συμβολικό χώρο της σχέσης του υποκειμένου με τον εαυτό του, με τους άλλους και με την κοινή ιστορία.

Στο Μαράν Αθά, το ζήτημα της εξουσίας και της ανυπακοής, η δύσβατη σχέση αρσενικού-θηλυκού και κυρίως η γνώση και η αποδοχή της εσώτερης ετερότητας του προσώπου, αποτελούν νησίδες προβληματισμού, οι οποίες αποκτούν ιδιαίτερη ένταση όταν τοποθετηθούν στο ευρύτερο πλαίσιο ερμηνείας του κόσμου. Ενός κόσμου που βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία «απομάγευσης», αποσυνθέτει μια σειρά από αφηγήσεις και λειτουργεί σε συνθήκες ανταγωνιστικής πολιτισμικής αφομοίωσης, ενώ επιτείνει ακόμα περισσότερο το διαχωρισμό του υποκειμένου από το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον και εντείνει την έλλειψη και τη σιωπή παρά τη φαινομενική συνύπαρξη.

  • Ελευθερία Ράπτου (θεατρολόγος): Η ΑΥΓΗ: 29/11/2009

<!–

"Μαράν Αθά": Δοκιμάζοντας τα όρια του εαυτού

–>