«Εκδίκηση» στο «Αμφι-Θέατρο», «Μήδεια» στο «Altera Pars», «Η υπόθεση της οδού Λουρσίν» στο «Πορεία»

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 21 Απρίλη 2010
  • Αγγλικό και γαλλικό ρεπερτόριο
  • «Εκδίκηση» στο «Αμφι-Θέατρο»
«Εκδίκηση»

Στο «Αμφι-Θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου οφείλουμε όχι μόνο τη γνωριμία αλλά και την απόλαυση του θεατρόφιλου κοινού με υψηλής αισθητικής ποιότητας παραστάσεις αγνώστων – ελληνικών και ξένων – θεατρικών κειμένων του μακρινού παρελθόντος, άδικα όμως ξεχασμένων ή υποτιμημένων. Συνέχεια σ’ αυτή την 35χρονη «παράδοση» του «Αμφι-Θεάτρου» δίνει το πρωτοπαιζόμενο στην Ελλάδα έργο του Αγγλου δραματουργού του 16ου αιώνα, Τόμας Κυντ «Ισπανική τραγωδία» (1587), με τίτλο «Εκδίκηση», σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Συνέχεια σημαντική και καθόλα ευφρόσυνη και λόγω του έργου, κυρίως όμως λόγω της παράστασης. Το θεατρικό ταλέντο δεν κρύβεται. Μπορεί να «θαυματουργεί» και σε μια σταλιά σκηνή. Να τη μεταμορφώνει χωρο-χρονικά τόσο επιδέξια, ώστε η αναπαράσταση σ’ αυτή ενός πολυπρόσωπου έργου όπως η «Εκδίκηση», να θυμίζει τη σαιξπηρική ρήση «όλος ο κόσμος μια σκηνή». Ρήση ταιριαστή απολύτως με το έργο του Κυντ, δραματουργού συγκαιρινού με τον Σαίξπηρ, που επηρέασε τον κορυφαίο ελισαβετιανό ποιητή. Το έργο του Κυντ διαδραματίζεται στην Ισπανία και Πορτογαλία, που, κατά τη μυθοπλοκή του έργου, μετά από πολεμική σύγκρουση στα σύνορά τους συνάπτουν ειρήνη. Στην πραγματικότητα, είναι εποχή επεκτατικών πολέμων και αποικιοκρατικών εξορμήσεων της Ισπανίας, Πορτογαλίας, αλλά και της Αγγλίας. «Παίζοντας» μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αλλά και με τη μέθοδο του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», ο Κυντ φέρνει στη σκηνή όλο τον «κόσμο». Τον πόλεμο, την «ειρήνη», ακόμα και τα γαμήλια συνοικέσια μεταξύ πριγκιπικών γόνων των πρώην αντιμαχομένων, κατά πώς συμφέρει άθλιους, μωρούς και γελοίους βασιλιάδες, διεστραμμένους γόνους τους, ραδιούργους παλατιανούς ή στρατιωτικούς συμβούλους, εξαγορασμένους προδότες, συκοφάντες και φονιάδες. Εναν αιματοβαμμένο «κόσμο» που γεννά και την αυτοδικία, την εκδίκηση. Ο μύθος είναι εύληπτος. Δεν χρειάζεται συνόψισή του. Χρειάζεται, αντίθετα, να επισημανθεί πόσο εύστοχα και παραστασιακά λειτουργικά διένυμε και συμπύκνωσε η σκηνοθεσία τους σαράντα ρόλους του έργου, που παίχθηκαν από επτά ταλαντούχους και μεταμορφώσιμους ηθοποιούς. Με εφόδια τη ρέουσα μετάφραση (Κατερίνα Τσαμαδιά – Κατερίνα Ευαγγελάτου), τα λιτά, μεταμορφώσιμα σκηνικά μέσα και τα καλαίσθητα διαχρονικά και σύχρονα κοστούμια (Αλεξάνδρα Μπουσουλέκα – Ράνια Υφαντίδου), τους σκιερούς φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης), την περιπαικτικών και «σκληρών» αποχρώσεων μουσική (Σταύρος Γασπαρινάτος), η Κατερίνα Ευαγγελάτου, με φαντασία, ευρηματικότητα, ευθύβολη ειρωνεία, αλλά και παιγνιώδες χιούμορ, σκηνοθέτησε μια εξαιρετική αισθητικά και ευφρόσυνη παράσταση, στηριζόμενη αλλά και στηρίζοντας το μεταμορφώσιμο υποκριτικό ταλέντο των ηθοποιών, σε μια – απολαυστική και για τους ίδιους – ερμηνευτική άμιλλα. Αξιοι επαίνου όλοι: Βασίλης Τσακομίδης, Λευτέρης Πολυχρονίδης, Νικόλας Παπαγιάννης, Βαγγέλης Ψωμάς, Σεραφίτα Γρηγοριάδου, Κωστής Καλλιβρετάκης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος.

  • «Μήδεια» στο «Altera Pars»
«Η υπόθεση της οδού Λουρσέν»
Ο Ζαν Ανούιγ, ό,τι έκανε με την «Αντιγόνη» του, έκανε και με τη «Μήδειά» του. Μετέγραψε, πραγματικά εκσυγχρονιστικά, αυτά τα δύο πρόσωπα, κατεβάζοντάς τα από το επίπεδο του μύθου, στο επίπεδο της ζωής, της πραγματικότητας, αλλά και χωρίς να τα απομακρύνει από τη μυθολογική «καταγωγή» τους και από το ποιητικό ήθος του αρχαίου πρωτοτύπου τους και χωρίς να μειώνει το τραγικό μέγεθός τους. Εξοχου ποιητικού ρεαλισμού, με οικείο λόγο, η Μήδεια που έπλασε ο Ζαν Ανούιγ, είναι ένα βαθύτατα και βαρύτατα πάσχον πλάσμα. Οικουμενικό, διαχρονικό και σύγχρονο. Πάσχει η σάρκα, η ψυχή της, το μυαλό της, η συνείδησή της για τους φόνους που έκανε από έρωτα και μόνο. Πάσχει σαν ερωτευμένη, εξαρτημένη από τη σαρκική ηδονή, γυναίκα. Σαν προδομένη σύζυγος. Σαν μάνα. Σαν ξένη, πρόσφυγας, ξεριζωμένη από τον τόπο της. Πάσχει και η ανθρώπινη αξιοπρέπειά της, από την προδοτική, ψυχρή, συμφεροντολογική «λογική» του ατομιστή άντρα και πατέρα των παιδιών της, Ιάσονα, που προσβλέποντας σε μελλοντική εξουσία, ετοιμάζεται να παντρευτεί, την κόρη του εξουσιαστή Κρέοντα. Ο Ιάσονας είναι ένας καιροσκόπος. Ψυχρός, ασυγκίνητος, αχάριστος. Η Μήδεια, μια φλεγόμενη ύπαρξη. Δεν αντέχει και δεν αποδέχεται τη δυστυχία της. Γίνεται η ίδια φορέας – όργανο της δυστυχίας και για τους άλλους και για την ίδια. Γίνεται φόνισσα της αντιζήλου της, σφάζει τα παιδιά της και σφάζεται και η ίδια. Δεν φεύγει με το άρμα του Ηλιου στους ουρανούς, όπως στον αρχαίο μύθο. Το σαρκίο της, νεκρό μένει στη γη, για να βασανίζει τη μνήμη και τη συνείδηση του υπαιτίου αυτής της πολυπρόσωπης τραγωδίας. Το έργο σε απόδοση του θιάσου «Altera Pars» σκηνοθέτησε λιτά, ρεαλιστικά αλλά και ατμοσφαιρικά, ο Πέτρος Νάκος, με συντελεστές τον αφαιρετικό σκηνικό χώρο του Σταύρου Διακουμή, τα καλαίσθητα κοστούμια της Δέσποινας Χειμώνα, τους σκιερούς φωτισμούς του Παναγιώτη Μανούση (οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί έκαναν εντελώς περιττή την τόσο πια ξεπερασμένη, τελικώς αχρείαστη χρήση αερίων, των οποίων έγινε κατάχρηση από τον σκηνοθέτη), την εκφραστική κινησιολογία της Μαρίας Αλβανού, το βίντεο των Αγγελίνας Βοσκοπούλου – Στέλιου Σάρρου, τη μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου. Η Μίνα Χειμώνα, με στέρεο λόγο, με εκφραστική δύναμη και δραματικό μέτρο ερμήνευσε τη Μήδεια. Γόνιμοι υποκριτικά είναι και οι Πέτρος Νάκος, Αλέκα Τουμαζάτου, Σίμος Κυπαρισσόπουλος και Χρήστος Χαρμπάτσης.
  • «Η υπόθεση της οδού Λουρσίν» στο «Πορεία»
«Μήδεια»
Πριν δεκατεσσέρα χρόνια, ο πρόωρα και άδικα χαμένος Τάσος Μπαντής, δημιουργός του θιάσου «Μορφές», ανέβασε την εκπληκτικής μαστοριάς φαρσοκωμωδία του Ευγένιου Λαμπίς «Η υπόθεση της οδού Λουρσέν», σε μια παράσταση αλησμόνητη, η οποία διακρίθηκε με το πρώτο μεγάλο βραβείο της Ενωσης Θεατρικών – Μουσικών Κριτικών. Παράσταση που αποτέλεσε υποδειγματική διδαχή για το πώς πρέπει να παίζονται, όχι μόνον οι ηθογραφικού χαρακτήρα φαρσικής πλοκής κωμωδίες που έγραψε ο Λαμπίς για να σαρκάσει τα ήθη, τις συνήθειες, την κενότητα, την αμορφωσιά, την ανοησία, τον τρόπο ζωής της αστικής τάξης, των υπηρετών της αλλά και των περί αυτήν μικροαστών, αλλά και γενικότερα πώς πρέπει να παίζονται τα έργα που αντιστοιχούν στη «σχολή» της «ωρολογιακά» καλογραμμένης, με φαρσικές καταστάσεις σε καλπάζοντες ρυθμούς, κωμωδίας, του «βωντβίλ». Κωμωδιογραφική «σχολή» που ξεκίνησε με τον Σκριμπ, συνέχισαν άλλοι κωμωδιογράφοι και δόξασαν ο Λαμπίς και ο Φεντώ. Μακράν της «διδαχής» του Μπαντή, παρότι αφιερώνεται στη μνήμη του, και παρότι στην παράσταση του Μπαντή έπαιζε ο Δημήτρης Τάρλοου – δημιουργός του θιάσου «Δόλιχος» – και εντελώς μακράν του αισθητικού ήθους του Λαμπίς, είναι το ανέβασμα του έργου από το «Δόλιχο», στο «Πορεία». Το υψηλό καλλιτεχνικό ήθος του Μπαντή, η μεγάλη θεατρική παιδεία του, η τελειοθηρική μελετητική δουλειά του και ο σεβασμός του στη δημιουργία των συγγραφέων, δεν του επέτρεπε να εξυπναδίζει έναντι του συγγραφέα, αμφισβητώντας και αλλοιώνοντας τον αισθητικό χαρακτήρα του έργου του. Αντίθετα άλλοι, θεωρούν εαυτούς εμβριθέστερους αναλυτές αυτού που είναι και λέει το έργο των δημιουργών. Ουδεμία σχέση με το ήθος της κωμωδίας του Λαμπίς έχει η τάχα μπρεχτικά «σχολιαστική», τάχα «νεοτερική», με στοιχεία μιούζικαλ, παραμορφωτικά γκροτέσκα σκηνοθετική «ανάγνωση» του έργου από την Μάρθα Φριντζήλα. Τα πρόσωπα, από ανθρώπινοι χαρακτήρες, μετατράπηκαν σε γκροτέσκες, μορφάζουσες «μάσκες», που μιλούν και κινούνται αφύσικα, αργά και σπαστικά σαν «κουτσούνια», με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται οι φαρσικές με καλπάζοντες ρυθμούς κωμικές καταστάσεις, να αχρηστεύεται το πληθωρικό κωμικό στοιχείο, να χάνεται το ασταμάτητο, ευφρόσυνο γέλιο, που μπορεί να προκαλέσει το έργο. Ασχετες με το ήθος του έργου συνισταμένες της παράστασης, όπως τα τύπου μιούζικαλ άνοστα τραγουδάκια και τύπου μιούζικαλ χορευτικές κινήσεις. Στη μουσική (Βασίλης Μαντζούκης) κυριαρχούν βαλκάνιοι ήχοι. Τη μετάφραση υπογράφει η Νικολέττα Φριντζήλα. Η σκηνοθεσία ελέγχεται για τις πειθαρχικές σε αυτήν, υπερβολικές, σχηματικές, επιτηδευμένες, «σφιγμένες» ερμηνείες των ηθοποιών Ταμίλα Κουλίεβα, Παναγιώτη Τσεβά, Μιχάλη Φωτόπουλου και Ερρίκου Λίτση. Μόνον ο Δημήτρης Τάρλοου κατάφερε να περιορίσει, κάπως, την υποκριτική υπερβολή.

*»Μήδεια» του Μποστ Θέατρο Ρεματιάς – Χαλάνδρι

  • Ο Μποστ σαν λαϊκή φάρσα

  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Εχω την εντύπωση ότι από τους εκλιπόντες Νεοέλληνες συγγραφείς εκείνος που έχει μπει πλέον για τα καλά στη μελλοντική παρακαταθήκη του θεάτρου μας είναι ο Μποστ.

Ολος ο θίασος της «Μήδειας», με την Κ. Δανδουλάκη στη μέση

Ολος ο θίασος της «Μήδειας», με την Κ. Δανδουλάκη στη μέση

Και αυτό δεν είναι θεωρητική παρατήρηση, αλλά ομολογία της σκηνικής πράξης: λίγοι συγγραφείς παίζονται με τέτοια μανική διάθεση και σε ελάχιστους το κάθε ανέβασμα συγκρίνεται με όλα τα προηγούμενα. Με λίγα λόγια, πολύ λίγους συγγραφείς παίρνουμε τόσο στα σοβαρά. Αν υπάρξει ποτέ ιστορία του μοντερνισμού στην ελληνική δραματογραφία, ο Μποστ θα πρέπει να μπει στον κατάλογο των αναρχικών της γραφής, που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να δυναμιτίσουν τη σοβαροφάνεια και την αδράνεια της μάζας. Μέσα στο ατελείωτο πανηγύρι της μποστικής χώρας, όπου όλα μπερδεύονται γλυκά και γελαστικά συγχρόνως, εκείνο που μένει σταθερό είναι η σάτιρα ίσως, που κάνει τα πράγματα κάποτε μελαγχολικά, και το διδακτικό μέρος, που τα κάνει να προσγειώνονται στο έδαφος της διανόησης. Ολα τα άλλα -και είναι πολλά τα άλλα- χαίρονται με το να διαλύονται στο πουθενά.

Ως γνωστόν ο Μποστ στηλίτευσε τα κακώς κείμενα της γλωσσικής μας ημιμάθειας, και σατίρισε την κακοδαιμονία μας από το γλωσσικό σκορποχώρι ενός αιώνα. Αν όμως έμενε σε αυτά, η περίπτωσή του θα εξεταζόταν σαν μια καθ’ όλα φιλολογική και καθόλου διασκεδαστική υπόθεση. Το ωραίο στον Μποστ είναι πως πείθει ότι υπάρχει μια ουτοπία της γλώσσας, όπου τα ψωμιά στέκονται όρθια και οι κανόνες σύνταξης και ορθογραφίας υποχωρούν μπροστά στην επέλαση του δεκαπεντασύλλαβου.

Και το πιο ωραίο σε αυτόν: η σύντηξη της φόρμας και του νοήματος σε ενιαία ποιητική οντότητα, λες και δεν θα μπορούσες να σκαρώσεις τέτοιες ρίμες παρά μόνο με τέτοια ρήματα. Αν δεν κινδυνεύαμε να γίνουμε υπερβολικά σχηματικοί, θα λέγαμε ότι ο Μποστ ζωγράφιζε τη γλώσσα και μιλούσε τις εικόνες.

Φτάνουμε έτσι στη «Μήδεια», που σαν παρωδία της γνωστής μυθικής ιστορίας συμμετέχει και αυτή με την ενδυμασία του μπρεχτικού κομπέρ στην αποδόμηση της νεοελληνικής ημιτέλειας. Κάπου στο μεταξύ σοβαρού και γελοίου, του σχολικού κανόνα ή του εθνικού παραληρήματος, η Μήδεια σατιρίζει την εικόνα της. Η ιστορία της εκτρέπεται και ακτινώνεται σε άλλες υποϊστορίες, το σήμερα γίνεται χθες και το χθες ηρωικό παρελθόν ή φαιδρό παρόν. Δωδεκάθεο και καλόγεροι, Αντιγόνη και Σκόπια. Ο Μποστ έχει μπροστά του τον κουβά της ελληνικότητας και τραβάει από εκεί μέσα λαγούς.

Είναι αλήθεια ότι το εξαιρετικά εύθραυστο ύφος του βρήκε με την πρώτη κιόλας παρουσίαση το ιδεώδες ανάγλυφο. Οσοι είδαν τη Λήδα Πρωτοψάλτη σαν Μήδεια μιλούν για το απόλυτο μέτρο σύγκρισης. Αυτό και το συν στο χρόνο κάνουν το όποιο εγχείρημα σύγκρισης δυσθεώρητο. Το δίλημμα της παράστασης τότε ήταν από πια μεριά να πλησιάσει το έργο, από τη μεριά του ναΐβ δημοτικισμού ή τη μεριά του εκφυλισμένου λογιοτατισμού. Διάλεξε να μη διαλέξει: οι μορφές του Μποστ έφεραν μια ειρωνική ασάφεια που για τα δεδομένα της ελληνικής κωμωδίας σήμαινε εκ μέρους των ηθοποιών έναν αληθινό άθλο ερμηνευτικής αυτοπειθαρχίας.

Η πρόταση του Πέτρου Φιλιππίδη κινείται, αντίθετα, στην περιοχή και στους ρυθμούς της λαϊκής φάρσας. Σέβομαι απόλυτα την πρόθεση του σκηνοθέτη να εγκλιματίσει το έργο στο περιβάλλον της δικής του κωμικής ιδιοσυγκρασίας, το αποτέλεσμα όμως είναι μάλλον σε βάρος της μποστικής διάνοιας. Αν γελάς με τον Μποστ δυνατά, δεν ακούς, και στη «Μήδεια» πρέπει συνεχώς να ακούς. Οσο για τα επιθεωρησιακά ένθετα, αυτά νομίζω ότι μπορούν να συγχωρεθούν, ακόμα και αν παραφουσκώνουν επικίνδυνα το κείμενο. Το να θαυμάζουμε τον Μποστ δεν σημαίνει ότι θα του επιφυλάξουμε την τύχη του μουσείου. Τα κατ’ ιδίαν και κατ’ αναλογίαν φέρουν πάντα κάτι από τη χάρη του α λα μανιέρ, αποτελούν το επίχρισμα κάθε ενεργούς κωμωδίας.

Με την Κάτια Δανδουλάκη πάντως η σκηνοθεσία θα μπορούσε να κινηθεί αλλιώς: το παρουσιαστικό και το ύφος της δεν παραπέμπουν σε δουλάρα, ούτε σε ξενόφερτη αρχοντοχωριάτισσα. Συγκινητικές οι προσπάθειες της ηθοποιού να τσαλακώσει την εικόνα της, η φυσική κομψότητα όμως μπορεί κάποτε να σταθεί εμπόδιο. Η Μήδειά της είναι βέβαια χαριτωμένη, αντί όμως να αποτελεί το κέντρο της παράστασης μοιάζει κάποιες στιγμές να τρέχει ξωπίσω της.

Η παράσταση που είδα στη Ρεματιά ήταν πια ξεκούρδιστη, μετά τις τόσες θερινές επαναλήψεις, υπήρχε όμως ακόμα στον Χορό κέφι και πειθαρχία. Θεωρώ τον Θανάση Τσαλταμπάση ιδανικό κωμικό της γενιάς του και, πράγματι, αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την ευλυγισία του στη σκαμπρόζα Πόλυ που δημιουργεί. Διέκρινα επίσης τον οίστρο του Γιώργου Γαλίτη, το μπρίο των Πάνου Σταθακόπουλου και Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί και οι συντελεστές (κοστούμια του Κώστα Βελινόπουλου, σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, μουσική του Γιούρι Στούπελ, χορογραφία της Ελπίδας Νίκου) κινήθηκαν στα όρια μιας αξιοπρεπούς καλοκαιρινής παραγωγής, χωρίς ιδιαίτερο χρώμα ή ενδιαφέρον. *