Τζ. Μίλλινγκτον Συνγκ «Καβαλάρηδες στη θάλασσα» στο θέατρο «Σφενδόνη»

  • Σκοτεινό ιρλανδικό μοιρολόι

  • Ο Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ υπήρξε στιβαρός πρόδρομος του ποιητικού θεάτρου
  • Του Γιαννη Bαρβερη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 30 Mαϊου 2010
  • Τζ. Μίλλινγκτον Συνγκ «Καβαλάρηδες στη θάλασσα». Σκην.: Αννα Κοκκίνου. Θέατρο: Σφενδόνη

Συνιστά μια ακραία όσο και απαιτητική ποιητική εμπειρία η παρακολούθηση της παράστασης των «Καβαλάρηδων στη θάλασσα» (1904) του μεγάλου και πρωτοπόρου Ιρλανδού Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ (1871-1909), όπως τον είδε, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, η Αννα Κοκκίνου.

Ως σκηνοθέτις, τοποθέτησε τη στοιχειώδη δράση του μονόπρακτου σ’ ένα ημισκότεινο σύμπαν όπου το μοιρολόι της γυναίκας που έχει χάσει στη θάλασσα τον άντρα της και τα αγόρια της διαπλατύνεται στα όρια μιας κατανυκτικής ιεροτελεστίας. Κάθε λέξη εδώ γίνεται σπάνια, γιατί εκφέρεται επίτηδες «δύσκολα» και με όλο το συναισθηματικό της βάρος. Σ’ όλη την παράσταση επικρατεί το προϋπάρξαν και το αναμενόμενο πένθος. Φως (Αλ. Γιάνναρος) δεν δαψιλεύεται ποτέ. Οταν προσφερθεί, είναι για να ανοίξει παράθυρο «σε μια νέα τυραννία», για να εισελάσει ο θάνατος ως εκτυφλωτικά φωτεινός.

Η εργασία της κ. Κοκκίνου έχει δωρικότητα και ακρίβεια. Το στίγμα της θυμίζει παλιές παραστάσεις του «Ματωμένου γάμου» και του «Σπιτιού της Μπερνάρντα Αλμπα», πράγμα το οποίο μοιάζει νόμιμο, αφού ο Συνγκ σίγουρα επηρέασε με το ποιητικό του θέατρο, μεταξύ άλλων, και τον Λόρκα. Υψηλά δοκάρια και «επίπλωση» αφαιρετική, παραπέμπουν στον πρωτογονισμό των νησιών Αραν, απ’ όπου οι άνδρες οδηγούν τα άλογά τους για βοσκή στους απέναντι λόφους της Κονεμάρα. Αυτό το εν πολλοίς γυμνό σκηνικό (Ισμήνη Καρυωτάκη) επιδοτούσε την αίσθηση του τραγικού στο όλον. Το σύνολο των κοστουμιών μύριζε εντοπιότητα αλλά χωρίς γραφικότητες καθώς και απόλυτο πένθος (Ιω. Τσάμη). Στάγδην η μουσική επένδυση του Θ. Αμπαζή «σκηνογραφούσε» κι αυτή με τον τρόπο της το ανάμεσα σε κύματα και καλπασμούς κείμενο. Η μετάφραση της Ανθής Λεούση ήταν ένα μείγμα αυστηρότητας και λελογισμένου λυρισμού.

Θεωρώ παρατραβηγμένη σε διάρκεια την εισαγωγή της παράστασης, και όχι πάντα λειτουργικές και οργανικά δεμένες με το σύνολο τις κοπέλες του «Χορού», όπως στην επιμήκη αίθουσα και στο υποφωτισμένο άκρον της τις κίνησε η Σία Σουρέλου. Κατά τα άλλα, η κίνηση υπάκουσε στο γενικό σχέδιο παράστασης. Η Α. Κοκκίνου (Μόιρα, η μάνα) δούλεψε απ’ την αρχή ένα καλά υπολογισμένο κρεσέντο πάθους και φωνητικού ισοδύναμου που ξεκίνησε απ’ τη θλίψη, πέρασε στην εκ βαθέων κραυγή για να καταλήξει στη βουβή απόγνωση. Σαφής διαδρομή πάνω στην ατομική ταυτότητα της ηθοποιού. Εξίσου επιτυχείς και αρμονικά συνεννοημένες στην τελεστικότητα, στις αποκρύψεις και στις σιωπές τους η Τζ. Δαλιάνη και η Φωτ. Παναγιωτίδου. Ρωμαλέα και η παρουσία του Φ. Γαλανόπουλου στον Μπάρτλεϊ.

Τραχύς αναζητητής της ομορφιάς και του δράματος μέσα στην απόκρημνη κατάσταση, στη ζωή του ο Συνγκ συνδύασε την ποιητική γραφή με το κίνημα υπέρ της ανάπτυξης της γεωργίας του τόπου του και, βέβαια, με το κίνημα υπέρ της διάσωσης της ιρλανδικής γλώσσας και του πολιτισμού, μέσω του λεγόμενου «Γαελικού Συνδέσμου». Μετά τον σπουδαίο αλλά ήκιστα θεατρικό Γέιτς, ο Συνγκ, με τραγωδίες και κωμωδίες (π.χ. «Η σκιά του λαγκαδιού», «Το λεβεντόπαιδο της Δύσης») υπήρξε ο θεμελιωτής του Abbey Theatre του Δουβλίνου. Για όλα τούτα και άλλα σχετικά, αποτελεί αληθινό (και φωτογραφικό) απόκτημα το επί της ουσίας πλούσιο πρόγραμμα της παράστασης. Δεν αναφέρεται όνομα, πάντως μπράβο σε όποιον με τόσο μεράκι το έστησε.

Η λαϊκή μπαλάντα και η αστική φάρσα

Έχει γραφτεί ότι ο Ιρλανδός ποιητής και δραματουργός Τζον Μίλλινγκτον Σινγκ επηρέασε με το έργο του «Καβαλάρηδες στη θάλασσα» τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, στις τελευταίες κυρίως ατάκες του. Δεν είμαι βέβαιος αν αυτό είναι αλήθεια, δεδομένου μάλιστα ότι η πρώτη εκδοχή του «Γάμου», όπως γνωρίζουμε σήμερα, τελείωνε πολύ πιο σκληρά, με τον διχαστικό διάλογο μάνας – νύφης. Τον ανακουφιστικό μονόλογο της μάνας πρόσθεσε ο Λόρκα ως λυρικό φινάλε την τελευταία στιγμή, λίγο πριν απ’ την πρεμιέρα, με την προτροπή του αδελφού του, για να απαλύνει λίγο τη σκληρότητα του δράματος…

Σε κάθε περίπτωση τα έργα συγγενεύουν, όχι όμως λόγω του κοινού τέλους, αλλά στην τραγική σύλληψη των παθών των ηρώων. Ακόμη πιο ειδικά, στην αμεσότητα των εικόνων, στη χρήση της γλώσσας και στη δύναμη της ποιητικής μεταφοράς. Θα έλεγα, για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα παρμένο από τη δική μας τέχνη, ότι είναι έργα «παπαδιαμαντικά»: όχι πικρά, αλλά πικραμένα. Δεν «λένε» με ωραίες εκφράσεις και όμορφες λέξεις την πίκρα τους, αλλά την ανασαίνουν. Πρόκειται για μια λαϊκή μπαλάντα ή ζωγραφιά που έγινε αυτόματα θέατρο, «μέσα από μια σχεδόν φυσική, αφαιρετική διαδικασία, με συνέπεια ομόκεντρων κύκλων».

Η παράσταση του έργου του Σινγκ, σε σκηνοθεσία της Άννας Κοκκίνου, στο θέατρο «Σφενδόνη» (κίνηση, Σία Σουρέλου), πρέπει να επισημανθεί κατ’ αρχάς ότι στηρίζεται σε μια γερή «γεωμετρική» μετάφραση της Ανθής Λεούση, που κατορθώνει χωρίς ίχνη «λογοτεχνισμού» να μεταγγίσει στη γλώσσα μας την ευθύτητα της γραφής, την αμεσότητα της εικόνας και τη δύναμη της μεταφοράς του πρωτοτύπου. Το ξύλινο σκηνικό – γλυπτό της Ισμήνης Καρυοφύλλη αποτελεί τον δομικό σκελετό της παράστασης, τα λιτά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη «κατοικούν» τον χώρο, διάσπαρτο με σημαίνοντα «παίζοντα» πρωτογενή αντικείμενα: ο τροχός, το ψωμί, το σχοινί… Η λειτουργική μουσική του Θοδωρή Αμπαζή τον στεγάζει, τα βίντεο είναι άρτια (χειριστής η Σοφία Τσιούρα) και οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου, υγροί, «ποτίζουν» τις μορφές του.

Η σκηνοθεσία της Άννας Κοκκίνου αρδεύεται από την αστείρευτη πηγή της δημοτικής μας παράδοσης, με ρίζες βαθιές που φτάνουν ώς την ομηρική «νέκυια» και ώς την τραγωδία, για να δώσει το έργο σαν τραγούδι του χάρου και σαν μοιρολόι, που είναι συγχρόνως αναστάσιμος ύμνος! Ζωή και θάνατος «εν ταυτώ». Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει απόλυτα, όχι μόνο σαν αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά και επί της ουσίας: ως έμπρακτη απόδειξη του ότι, παρόλο που «δεν έχουν τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου», τίποτα δεν τελειώνει, η ζωή συνεχίζεται, τρομερή και ανίκητη, σε πείσμα όσων την ξεπουλούν κάθε φορά για «τριάκοντα αργύρια» και όσων σχεδιάζουν πάλι σήμερα καινούργια «imperium», με έναν κόσμο νεκρό, χωρίς αγάπη, ποίηση, φως, ελπίδα, νιάτα, δημιουργία.

Η ίδια η Κοκκίνου στον πρωταγωνιστικό ρόλο (Μόιρα / Μοίρα) είναι με μια λέξη έκτακτη και θυμίζει την κορυφαία μιας άγραφης ή χαμένης τραγωδίας. Καθόλου συγκεντρωτική, μοιράζεται ισοδύναμα τον χώρο με τους ηθοποιούς που την πλαισιώνουν. Ο Φώτης Λαγανόπουλος (Μπάρτλεϊ και «ένας άνδρας») ισχυρή παρουσία, που αφήνει το αποτύπωμά του ακόμη και όταν δεν είναι παρών στη σκηνή. Οι Τζωρτζίνα Δαλιάνη (Καθλίν) και Φανή Παναγιωτίδου (Νόρα), αρχετυπικές γυναικείες μορφές που δίνουν στις καθημερινές, κοινές ασχολίες τους μορφή τελετουργίας. Ο «χορός» έξοχα διδαγμένος, με τρεις ισάξιες ταλαντούχες νέες ηθοποιούς (Σοφία Ιγνατίδου, Βιβή Πέτση, Ελεάννα Τσίχλη).

*

Το γαλλικό «καλοφτιαγμένο έργο» ή μπουλβάρ είναι ένα άδικα καταφρονημένο, νόμιμο είδος. Η φαρσική εκδοχή του μάλιστα παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον, καθώς εκτίθεται σε αυτήν γυμνός ο μηχανισμός του γέλιου. Σύμφωνα με τον επίσης Γάλλο φιλόσοφο Μπερξόν, το γέλιο προκαλείται από την απότομη εισβολή του μηχανικού στοιχείου στη ζωή. Έχουμε δηλαδή την ξαφνική και απρόβλεπτη αναγωγή μιας σοβαρής προσπάθειας… στο μηδέν. Το φαρσικό μπουλβάρ είναι ένας τέτοιος απόλυτος μηχανισμός… που απογυμνώνει τις σοβαρές προσπάθειες των σοβαρών ανθρώπων οι οποίοι παραέκαναν σοβαρή τη ζωή μας και προκαλεί το αβίαστο γέλιο. Τέτοιο είναι το έργο του Ευγένιου Λαμπίς (1815 – 1888): «Η υπόθεση της οδού Λουρσίν». «Κουρδίζοντας» το τυχαίο και με το απρόβλεπτο μέχρι να αποκτήσουν δαιμονιώδεις ρυθμούς, γελοιοποιεί πλήρως τη γαλλική αστική τάξη, αποκαλύπτοντας την ασημαντότητα, τη μηδαμινότητα και την εσχάτη βλακεία των ισχυρών εκπροσώπων της.

Η παράσταση της «Υπόθεσης της οδού Λουρσίν», που σκηνοθέτησε η Μάρθα Φριντζήλα στο «Πορεία» σε μάλλον άτονη μετάφραση της Νικολέτας Φριντζήλα δεν προκαλεί το αβίαστο γέλιο και υπάρχει παντού ένα σφίξιμο, σαν να μην πιστεύουν οι ηθοποιοί σε αυτό που κάνουν, σαν να μην το χαίρονται ούτε οι ίδιοι. Οι ρυθμοί της είναι πεσμένοι, το ύφος χαλαρό, το επιτελείο των ηθοποιών δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα. Σε αυτά τα έργα τα πράγματα πρέπει να φαίνονται φυσικά, χωρίς να είναι. Οι ρόλοι χρειάζονται ένα ελάχιστο «τσίμπημα».

Ο Δημήτρης Τάρλοου δεν έχει την εμπειρία του είδους και μοιάζει να το υποτιμά. Η Ταμίλα Κουλίεβα βρίσκεται έξω απ’ τα νερά της, ο Μιχάλης Φωτόπουλος δίνει μια υπερβολική εκδοχή κλόουν, ο Κώστας Νικολόπουλος και ο Ερρίκος Λίτσης περισσότερο τηλεοπτικοί. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη με περισσή «θεατρικότητα», οι φωτισμοί (Felice Ross) κινούνται σε ένα επίπεδο πάντα και η ζωντανή μουσική (Βασίλης Μαντζούκης) μάλλον εμφαντική.

ΚΡΙΤΙΚΗ
Πολενάκης Λέανδρος
Η ΑΥΓΗ: 16/05/2010

«Καβαλλάρηδες στη θάλασσα» στο «Σφενδόνη» – «33 φορές να φύγεις» στο «Διάνα»

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 7 Απρίλη 2010
  • Ποιητικό δράμα και ελληνική σάτιρα
  • «Καβαλλάρηδες στη θάλασσα» στο «Σφενδόνη»
«Καβαλλάρηδες στη θάλασσα»

Ο ιρλανδικός λαός, λαός βασανισμένος από την καταπίεση του Αγγλου κατακτητή και τη φτώχεια, αλλά και λαός «ποιητής», που μετέπλαθε τα πάθη και τους πόθους του, όπως και το μόχθο του στη στεριά και τη θάλασσα σε πολιτισμό – σε παραμυθίες, θρύλους, μουσικές, τραγούδια και χορούς, γέννησε και μεγάλους δημιουργούς. Ποιητές, πεζογράφους, δραματουργούς, κατά το 19ο και 20ό αιώνα, μεταξύ των οποίων και το πρόωρα πεθαμένο στα 38 χρόνια του, δραματουργό Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ, συνιδρυτή με τον σπουδαίο ποιητή Γ. Μπ. Γέητς του «Abbey Theatre» στο Δουβλίνο. Αυτόν τον αδίκως λησμονημένο επί δεκαετίες – και από το θέατρό μας – δραματουργό, που θαύμαζε ο συμπατριώτης του Σάμουελ Μπέκετ, «ανασταίνει» το θέατρο «Σφενδόνη» της Αννας Κοκκίνου, ανεβάζοντας το μονόπρακτο δράμα του «Καβαλλάρηδες στη θάλασσα». Ενα εξαιρετικού ποιητικού ρεαλισμού οικογενειακό δράμα, που αντανακλά ένα από τα δράματα του ιρλανδικού λαού, της πολυάνθρωπης φτωχολογιάς που βιοπάλευε στη θάλασσα και χαροκαιγόταν από αυτήν. Ο Συνκγ ζώντας στα νησιά Αραν είδε και πόνεσε με τον σκληρό αγώνα των αντρών στη θάλασσα για το ψωμί της οικογένειας, την αδιάκοπη αγωνία των μανάδων, των αδελφάδων, των γυναικών και των παιδιών τους, με την αβάστακτη οδύνη και την απελπισία των χαροκαμένων οικογενειών τους. Ο Συνγκ μετέπλασε αυτόν τον άνισο και θανάσιμο αγώνα του λαού του σε ένα πυκνής οικονομίας και λιτής μυθοπλασίας σκηνικό «ποίημα» με πέντε πρόσωπα και Χορό γυναικών. Πρόσωπα του έργου είναι η Μόιρα (Μοίρα), μια μάνα τραγική, που η θάλασσα της πήρε τον άντρα της και πέντε από τους έξι γιους της, οι δυο κόρες της, ο μικρότερος γιος της, μια γειτόνισσα και ένας γέροντας. Ο θάνατος ξανακυριεύει το σπιτικό της Μόιρα, με το μαντάτο – που εκείνη το προαισθάνθηκε με το όνειρο που είδε στον ύπνο της, ότι πνίγηκε και πέμπτος γιος της. Το κορμί του, όμως δεν ξεβράστηκε. Οσο κι αν οι θυγατέρες της προσπαθούν να την παρηγορήσουν, τη μάνα παραλύει και ο φόβος μη μείνει άταφο το σπλάχνο της. Η τραγωδία της θα κορυφωθεί όταν, ο μικρότερος έκτος γιος της, παρά τις παρακλήσεις της, με το άλογό του φθάνει στη θάλασσα για να συνεχίσει τον αγώνα για το ψωμί της οικογένειας και χάνεται κι αυτός. Στη μάνα και στις κόρες της δεν απομένει τίποτε άλλο, από μια ζωή στη φτώχεια και το πένθος. Η Αννα Κοκκίνου, με «ποιητικό» αίσθημα, αλλά και ρεαλιστική απλότητα σκηνοθέτησε μια πολύ ατμοσφαιρική παράσταση, με συντελεστές τη ρέουσα μετάφραση της Ανθής Λεούση, το πανέμορφο παρά τη λιτότητά του σκηνικό χώρο που σχεδίασε η Ισμήνη Καρυωτάκη, τους σκιερούς φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρου, την υποβλητική μουσική του Θοδωρή Αμπατζή, τα καλαίσθητα λαϊκά κοστούμια εποχής της Ιωάννας Τσάμη, τη λαογραφική αλλά και συμβολική κινησιολογία Σία Σουρέλου, ειδικά για το Χορό των γυναικών (γήινες αλλά και ονειρικές, σαν Νηριίδες). Λιτά επιβλητική η ερμηνεία της Αννας Κοκκίνου (Μόιρα). Αισθαντικές οι ερμηνείες των Τζωρτζίνας Δαλιάνη, Φανής Παναγιωτίδου και Φώτη Λαγανόπουλου. Γόνιμη η υποκριτική και κινησιολογική κατάθεση των Εφης Βλαχογιάννη, Βιβής Πέτση, Ελέννας Τσίχλη (Χορός).

  • «33 φορές να φύγεις» στο «Διάνα»
«33 φορές να φύγεις»

Το έργο του Νίκου Ποριώτη «33 φορές να φύγεις» είναι ένα πανέξυπνα, μυθοπλαστικά ευφάνταστο και πικρόγευστα διφορούμενο «κράμα» φαρσικής κωμωδίας και καυστικής σάτιρας – διά του «θεάτρου μέσα στο θέατρο» – με θέμα το θέατρο, γενικότερα το θέαμα. Τους «επώνυμους», αλλά συχνά ρουτινιασμένους, «κουρασμένους» και «κουσουρεμένους» καλλιτέχνες. Τους ανώνυμους νέους, που ίσως έχουν κάτι «φρέσκο» και ουσιαστικό να προσκομίσουν στο θέατρο, «αναζωογονώντας» και τους επώνυμους. Τα «ψώνια» που μετέρχονται διάφορους τρόπους για να αναδειχθούν. Την έλλειψη θεματολογικής και μορφολογικής πρωτοτυπίας στη γραφή και στο ανέβασμα ενός έργου. Την επίδραση της τηλεοπτικής θεματολογίας και αισθητικής στο θέατρο. Δυο άνθρωποι, αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος. Ενας γνωστός καλλιτέχνης (συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός), κλεισμένος στο σπίτι του, βυθισμένος στο αλκοόλ, στην απραξία και σε μια συμβατική ερωτική σχέση. Πίνει για να ξεχνά ότι δεν μπορεί πια να γράψει, ούτε κανείς του προτείνει μια δουλειά, μια συνεργασία. Μέσα στην παραζάλη του αλκοόλ, ξαφνικά στο σπίτι του εισβάλλει μια άγνωστη, φτωχή, «απλοϊκή» κοπέλα, που του κάνει τη ζωή άνω κάτω, καθώς θέλει να γίνει και αυτή «συγγραφέας». Η επιμονή της να συγγράψει μαζί της ένα έργο «τρελαίνει» τον επώνυμο συγγραφέα. Μα εκείνη το χαβά της. Το παράλογο αυτής της φαρσικά συγκρουσιακής συνάντησης θα μπορούσε να γίνει η «πρώτη ύλη» ενός κοινού, έργου τους, που όμως δε θα γράψουν ποτέ, γιατί η πραγματικότητα είναι πραγματικότητα, η φαντασία φαντασία και η τέχνη τέχνη. Η ζωή έχει τις δικές της, συνήθως πικρές, αλήθειες, η τέχνη τις δικές της, κάθε άνθρωπος τις δικές του και ίσως δεν μπορούν όλοι οι καλλιτέχνες να νιώσουν και να εμπνευστούν από την αλήθεια της πραγματικότητας και του άλλου. Οργιαστικά «παιγνιώδης» και καταιγιστικών ρυθμών σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα, αναδεικνύει στο έπακρο όλα τα δραματουργικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του έργου, με συντελεστές το σκόπιμα «μεταμοντέρνο» σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη, την περιπαικτική μουσική του Χρήστου Αλεξόπουλου και τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου. Ο Ακης Σακελλαρίου με ερμηνευτικό κέφι παίζει τον καλλιτέχνη. Το μεγάλο προσόν όμως της παράστασης είναι η ερμηνεία της Ελένης Ράντου, με απελευθερωμένα όλα τα υποκριτικά της μέσα, με τη σκηνική ευφυία της, την αμεσότητα και φυσικότητα, το ευθύβολο, λαϊκό κωμικό της αίσθημα, αλλά και με την πηγαία συναισθηματική αλήθεια της, που προκαλεί συγκίνηση.