Γ. Καλαβριανού «Πρακτόρισσες», Ομάδα ab ovo «Μαμά Ελλάδα»

Από αριστερά: Αναστασία Μποζοπούλου (Γκαλίνα), Αλεξία Μπεζίκη (Λουκρητία), Γιάννης Καλαβριανός (αμερικανός πρέσβης), Μαρία Κοσκινά (Γαβριέλα Ουζμπεκιστάν), Ζωή Παρασκευοπούλου (Μικαέλα Μπελούτσι), Χρήστος Θεοδωρίδης (Τιμοτέι), Ελλη Μερκούρη (Συμέλα Τσανταμπασίδου), Αννα Ελεφάντη (Ζαμπίνε)

Πιάσ΄ τες, αν μπορείς!

«Πρακτόρισσες», σε κείμενο-σκηνοθεσία Γ. Καλαβριανού. «Μαμά Ελλάδα» από την ομάδα ab ovo, σε σκηνοθεσία Γ. Σαρακατσάνη. Στο Θέατρο του Ηλιου, στην Πλάκα

Μεγάλη αναταραχή επικρατεί στην Ανώτατη Ακαδημία Εκπαίδευσης Πρακτόρων στη Μόσχα. Η Ζαμπίνε Πετρουσέβσκαγια, διευθύντρια της Ακαδημίας εδώ και δεκατρία χρόνια, βηματίζει ανήσυχη με το αυστηρό ταγέρ της μέσα στην αίθουσα της Βιβλιοθήκης των Κατασκόπων. Η πιστή γραμματέας της Γκαλίνα μάταια προσπαθεί να την καθησυχάσει: ο κίνδυνος που απειλεί την ανθρωπότητα είναι τεράστιος και στις τάξεις της Ακαδημίας δεν βρίσκεται ούτε ένας εν ενεργεία κατάσκοπος ικανός να φέρει εις πέρας μια τόσο επικίνδυνη αποστολή.

Ποιος αλήθεια μπορεί να τα βάλει με τη διαβολική Λουκρητία Στρογκανόφ; Η ομάδα της «Μαύροι Αγγελοι» όχι μόνο έκλεψε το φονικό κρυπτοσπορίδιο που ευθύνεται για τον λοιμό στην Υποσαχάρια Αφρική, αλλά απήγαγε ταυτόχρονα και τον Κονσταντίν Κονσταντίνοβιτς, τον διακεκριμένο επιστήμονα που είχε καταφέρει να το απομονώσει στο μυστικό εργαστήριό του, στη Σιβηρία. Τι θα απογίνει το θανατηφόρο μικρόβιο; Πού βρίσκεται ο απαχθείς επιστήμων; Και ποιος ο ρόλος της κινεζικής μαφίας, που είναι διατεθειμένη να πληρώσει όσα όσα για να το αποκτήσει;

Η λύση είναι μόνο μία: οι Πρακτόρισσες. Μονάχα αυτές, οι καλύτερες απόφοιτοι στην ιστορία της σχολής, μπορούν να εντοπίσουν και να εξολοθρεύσουν τη σατανική Λουκρητία. Η Μικαέλα Μπελούτσι, ιταλικής καταγωγής, κορυφαία στη χρήση χημικών και εκρηκτικών υλών, εργάζεται εδώ και χρόνια ως μεταφράστρια στο Βατικανό. Η Γαβριέλα Ουζμπεκιστάν από το Μινσκ, άσος στις πολεμικές τέχνες και στις μεταμφιέσεις, δουλεύει ως στριπτιζέζ σε πολυσύχναστο κλαμπ. Τέλος, η Συμέλα Τσανταμπασίδου, από τη Νυμφόπετρα Λαγκαδά, με μοναδικά προσόντα στη γραφολογία, στο ψυχογράφημα, στην ερμηνεία χαρακτηριστικών και, προπαντός, εφευρέτρια του στραγγαλισμού χωρίς ίχνη, ζει στην Αθήνα παντρεμένη με έναν φούρναρη.

«Δεν βαριέσαι…Φάγαμε τα χρόνια μας να κυνηγάμε το οργανωμένο έγκλημα και τι καταλάβαμε;» αναρωτιούνται οι τρεις τους όταν συναντιούνται ύστερα από καιρό στα άδυτα της Ακαδημίας στη Μόσχα. Και όμως, αναλαμβάνουν με περισσή προθυμία την αποστολή, γνωρίζοντας πως το μέλλον του πλανήτη κρέμεται σαν κλωστή από τα χέρια τους. Εξοπλισμένες με το ασύρματο ακρυλικό νύχι και την εξελιγμένη, τρίτης γενιάς, τρίχα-πομπό αναχωρούν για Ελλάδα, όπου οι πληροφορίες θέλουν τη Λουκρητία να δρα ανενόχλητη ως ερωμένη του αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα.

Είναι πραγματικά απολαυστικός ο κόσμος που συνέλαβε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Καλαβριανός με την ομάδα του. Οι Αγγελοι του Τσάρλι μπορεί να είναι πιο παλιές και πιο καπάτσες στο επάγγελμα, ωχριούν όμως μπροστά στις ρωσοσπουδαγμένες ξαδέρφες τους: η Μικαέλα, η Γαβριέλα και η Συμέλα, ελαφρολαϊκές διώκτριες του κακού, σκαρφαλώνουν σε ταράτσες, κάνουν ηλεκτροσόκ με γόβες, απενεργοποιούν βόμβες-τσιγάρα, γλιτώνουν από ακτίνες λέιζερ, χορεύουν με σεξουαλικά υπονοούμενα, όσο όμως κι αν προσπαθούν με τα σπάνια ταλέντα τους τα κάνουν τελικά θάλασσα και συλλαμβάνουν την αθώα «εσωρουχού» της Ερμού που ήθελε μόνο να φοράει δερμάτινα σύνολα και να μαστιγώνει τον χαζοχαρούμενο πρέσβη στα υπόγεια της οικίας του.

Μια παράσταση-ωδή στις ταινίες δράσης («και κυρίως στις χειρότερες εξ αυτών», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης), μια εμπνευσμένη παρωδία με αναζωογονητική trash διάθεση, που αποδεικνύει θριαμβευτικά πως η ποπ κουλτούρα μπορεί κάλλιστα να τροφοδοτήσει τη θεατρική πράξη. Ακόμη και όταν- όπως στην περίπτωση αυτή- ο προϋπολογισμός είναι περιορισμένος και τα σκηνικά μέσα ελάχιστα, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο αν υπάρχει φαντασία και χιούμορ, αγάπη για το είδος, κατανόηση των κωδίκων και της αισθητικής του. Και φυσικά, το ασύρματο ακρυλικό νύχι και η τρίχα-πομπός τρίτης γενιάς μπορούν επίσης να κάνουν θαύματα.

Το σπορ της παρωδίας δεν είναι εύκολη υπόθεση πάντως, είτε έχει κανείς το νύχι είτε όχι. Απογοητεύθηκα παρακολουθώντας τη νέα παράσταση των ab ovo που φιλοξενείται στο ίδιο θέατρο. Τον Γ. Σαρακατσάνη και την ομάδα του τους είχα γνωρίσει πριν από δύο περίπου χρόνια με το «Εκεί, εκεί στην κόλαση», μια παράσταση που τα έβαζε με τα θεία χωρίς ιερό και όσιο. Στο τωρινό τους πόνημα, το «Μαμά Ελλάδα», μοιάζουν να έχουν αμβλύνει το ανατρεπτικό πνεύμα τους. Από τα θεία στα επίγεια, η προσγείωση έρχεται κάπως ανώμαλα.

Η μαμά Ελλάδα είναι στα τελευταία της και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ξυπνάνε από τους τάφους τους για να μας επιπλήξουν, αναζητώντας ανάμεσά μας τους λόγους που οδήγησαν τη «μαμά» σε αυτό το χάλι. Χαρακτηριστικοί τύποι νεοέλληνα περνούν μπροστά από τα μάτια μας σε διαδοχικά επεισόδια: ο υποκριτής πολιτικός, ο αλλοτριωμένος γιάπης, η γυναίκα καριέρας που δεν έκανε παιδιά, το πλουσιόπαιδο με την Πόρσε που τα ΄χει χαμένα, η μαμόθρεφτη κόρη emo που αφήνει την κατάληψη για να πάει στο mall, ο φανατικός της ελληνικότητας και των κρητικών σκαλτσουνιών, ο πωρωμένος τηλεπαρουσιαστής που τραγουδά «Ελλάδα είσαι πρέζα, μητέρα Τερέζα», ο χαζός σκεϊτμπόρντερ, η λεσβία-μάγκας, η ξινή κουλτουριάρα κ.ο.κ.

Η πινακοθήκη αυτή διαθέτει σαφώς ποικιλία, πάσχει όμως από έλλειψη πρωτοτυπίας. Η σκιαγράφηση των «ηρώων» της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας καταφεύγει σε εύκολες λύσεις, αναμασάει παγιωμένες αντιλήψεις και εικόνες, χαϊδεύει τα στερεότυπα – με τρόπο χαριτωμένο στις καλές στιγμές και εντελώς αμήχανο στις κακές-, ουδέποτε όμως τα υπονομεύει, ουδέποτε τα κοιτάζει με άλλη ματιά. Αν η «μαμά» πράγματι κινδυνεύει, καλύτερα να την πετάξουμε από το τρένο παρά να τη σώσουμε με τα κλισέ.

  • λουιζα αρκουμανεα | το βήμα, Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009