Συνήθως ο Αριστοφάνης χαρακτηρίζεται σαν ένας συντηρητικός αστός της εποχής του, και μάλλον ήταν. Αν ζούσε σήμερα, θα τον λέγαμε περισσότερο έναν οικολόγο – πράσινο, που ονειρεύεται την επιστροφή σε μια παραδείσια, αγροτική και αυτάρκη κοινωνία, χωρίς τη διαμεσολάβηση του πλασματικού χρήματος που κάνει τους φτωχούς διαρκώς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους. Θα τον λέγαμε έναν νοσταλγό της «παλιάς καλής εποχής» και του ενδόξου παρελθόντος των Περσικών Πολέμων. Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την αλλαγή των ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών κ.λπ. συνθηκών που αυτοί οι ίδιοι οι «ένδοξοι πόλεμοι» επέφεραν και τα νέα ήθη που επέβαλαν. Δεν αντιλαμβάνεται, κυρίως, αυτό που ο Αισχύλος καταλαβαίνει πολύ καλά, ότι οι Περσικοί Πόλεμοι δεν αποτέλεσαν πραγματική συντριβή για τους Πέρσες, που εξακολουθούν να διατηρούν αλώβητη τη δύναμή τους. Επομένως, ο ρόλος της Αθήνας ως ηγέτιδας πόλης της Ελλάδας είναι ένας ιστορικός μονόδρομος. Ο Αισχύλος επινοεί στην ουσία την τραγωδία για να διδάξει, με τους Πέρσες, τους Αθηναίους πώς να χρησιμοποιήσουν δίκαια τη δύναμή τους, έτσι ώστε να μην αυτοκαταστραφούν (κάτι που έγινε) και να εμπεδώσουν την αληθινή ειρήνη. Ο Αριστοφάνης επινοεί στην ουσία την κωμωδία για να πει στους Αθηναίους: «Ο πόλεμος τέλειωσε, καιρός για τα έργα της ειρήνης». Ο Αριστοφάνης, όμως, βλέπει από τον πόλεμο μόνο το φαινόμενον. Την ουσία δεν είναι σε θέση να τη διακρίνει. Και ο πόλεμος, δυστυχώς, δεν είχε τελειώσει. Μόλις άρχιζε… Τους δύο ποιητές, Αισχύλο και Αριστοφάνη, τους συνδέει μια εκλεκτική συγγένεια. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου