«Το ημερολόγιο ενός απατεώνα», «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς», «Ο κλήρος του μεσημεριού», «Διψασμένοι»,

  • Παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου
  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • ΘΥΜΕΛΗ
  • ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 18 Μάρτη 2009

«Το ημερολόγιο ενός απατεώνα», στο «Ρεξ»
«Ο κλήρος του μεσημεριού»
  • Εικόνα σου, δημιούργημά σου, είναι κοινωνία κι όσο θα παραμένεις κοινωνία εκμεταλλευτών, διεφθαρμένων, απατεώνων, υποκριτών, παρασίτων, ηλιθίων, θρησκόληπτων, θα χρειάζεσαι λέρες σαν κι αυτόν… Αυτή τη φαρμακερή αλήθεια πέταξε κατάμουτρα στην τσαρική κοινωνία ο «θεμελιωτής» του ρωσικού κριτικού ρεαλιστικού θεάτρου, Αλεξάντρ Οστρόφσκι, διά στόματος του Γκλούμοφ, του κεντρικού προσώπου στην καυστική κωμωδία του «Το ημερολόγιο ενός απατεώνα» (1868). Μια εκπληκτική κοινωνιολογική και ανθρωπολογική «τοιχογραφία», με ποικίλα είδη ανθρωποτεράτων της χώρας του. Πλούσιοι και άφραγκοι ψευτοάρχοντες, μεγαλοαστοί, αστοιχείωτοι πολικάντες, κρατικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί – παράσιτα, μοιχοί κύριοι και κυρίες, μπαγαπόντες υπηρέτες και ποικίλα άλλα κοινωνικά, εκκλησιαστικά, παραεκκλησιαστικά…
  • Παράγωγο όλων αυτών είναι ο διαολεμένος, εγγράμματος, αλλά άφραγκος νεαρός Γκλούμοφ, που, με συνεργό τη μάνα του, μηχανεύεται διάφορες απατεωνιές για να εισχωρήσει στην «υψηλή» κοινωνία, να αποκτήσει κρατική θέση, και να παντρευτεί μια πλούσια νέα. Όλα τα σχέδιά του κινδυνεύουν να ναυαγήσουν όταν η μοιχός ερωμένη του ανακαλύπτει το ημερολόγιό του, όπου κατέγραφε το «ποιόν» όλων των θυμάτων του. Αυτά εξαγριώνονται, αλλά κι εκείνος τα ξεδοντιάζει με τη μόνη αλήθεια: Άθλιοι κι απατεώνες είστε κι εσείς όλοι, αλλά με χρειάζεστε γιατί είμαι ικανότερος από εσάς!
«Διψασμένοι»
  • Το καυστικότατο περιεχόμενο του διαχρονικά επίκαιρου έργου αναδείχνεται πλήρως με την υψηλής καλαισθησίας εικαστική όψη της παράστασης (σκηνογραφία Μανόλης Παντελιδάκης, ενδυματολογία Ελένη Μανωλοπούλου), τη γλαφυρή μετάφραση (Λεωνίδας Καρατζάς), την εκφραστική κινησιολογία (Κυριάκος Κοσμίδης), τους φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης), προπάντων με την ενδιαφέρουσα, συγκροτημένης ερμηνευτικής άποψης, σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα. Η σκηνοθεσία, θέλοντας να υπογραμμίσει την κοινωνική καταγγελία και όχι τα κωμικά χαρακτηριστικά του έργου, με μια καθ’ υπερβολήν, βέβαια, υπέρβαση της εποχής και της εθνικότητάς του, παρομοίασε τα πρόσωπα του έργου με τις τερατόμορφες ανθρώπινες φιγούρες της καυστικότατης σειράς σκίτσων του Γκόγια, «Καπρίτσια». Η σκηνοθεσία καθοδήγησε αποτελεσματικά όλους τους ηθοποιούς. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, με σαρκαστικό σκηνικό «νεύρο» ερμήνευσε εξαιρετικά τον κεντρικό ρόλο. Το παραπέμπον στον Γκόγια «εύρημα» της σκηνοθεσίας ευτύχησε, ιδιαιτέρως, με τις ερμηνείες των Δημήτρη Πιατά, Μαρίας Τσιμά, Ελένης Κοκκίδου, Γιώργου Οικονόμου. Πολύ καλές, ισόρροπες με τη σκηνοθεσία αλλά και με την κωμικότητα και ελαφράδα που απαιτεί το ήθος του έργου, είναι οι ερμηνείες των Φιλαρέτης Κομνηνού, Σοφίας Σεϊρλή, Θέμι Πάνου, Γιάννη Νταλιάνη.
«Ο κλήρος του μεσημεριού», στο «Πειραιώς 260»
«Το ημερολόγιο ενός απατεώνα»
  • Καθολικός έως μυελού οστών, συντηρητικός ιδεολογικά, καριερίστας διπλωμάτης, οπαδός του αισθητισμού, διαμορφωτής (κατά τα πρότυπα της Βίβλου) ενός εκτενούς, μακρόσυρτου, γλωσσικά ναρκισσευόμενου και επιτηδευμένου στίχου, ο Πολ Κλοντέλ, υπηρετώντας στην Απω Ανατολή (1895-1909), σε εποχή που συνεχίζονταν οι πόλεμοι του οπίου, που οργίαζε ο ανταγωνισμός των αποικιοκρατικών ευρωπαϊκών χωρών, που ο λαός της Κίνας και άλλων ασιατικών χωρών πέθαινε από πείνα και λοιμώδεις νόσους, ο αδιάφορος για τα πάθη των ασιατικών λαών Κλοντέλ βίωσε έναν έρωτα «αμαρτωλό». Ερωτεύτηκε μια, πυρετικά ερωτική, παντρεμένη συμπατριώτισσά του. Ο έρωτας αυτός ενέπνευσε τα έργα του «Ο κλήρος του μεσημεριού» (πρώτη γραφή το 1905, δεύτερη το 1945) και «Το ατλαζένιο γοβάκι» (1929). Ορθώς, το Εθνικό Θέατρο, μετακαλώντας τον Γερμανό σκηνοθέτη Γιόσι Βίλερ, επέλεξε την πρώτη γραφή του «Κλήρου του μεσημεριού» (αυτήν σκηνοθέτησε ο Βίλερ και στη Γερμανία), σε πολύ καλή μετάφραση του Στρατή Πασχάλη. Η πρώτη γραφή (ο Κλοντέλ είχε απαγορεύσει το ανέβασμά της) είναι πιο βιωματικό, πιο ζωντανό, λιγότερο θρησκομανές, λιγότερο εγκεφαλικό θέατρο απ’ ό,τι η συνήθως παιζόμενη δεύτερη γραφή του έργου. Επίκεντρό του είναι η όμορφη Υζέ, γυναίκα – «μοίρα» τριών αντρών. Του επιχειρηματία συζύγου και πατέρα των παιδιών της, Ντε Σιζ. Του νέου, ποιητικά στοχαστικού, θρήσκου, αμόλυντου από την ερωτική αμαρτία, διπλωματικού εκπροσώπου της Γαλλίας, Μεζά. Και του τυχοδιώκτη μπίζνεσμαν Αμαλρίκ. Ο Μεζά υποκύπτει στη γοητεία της Υζέ. Εκείνη εγκαταλείπει τα παιδιά και το σύζυγό της, γεννά ένα νόθο παιδί με τον Μεζά, αλλά τον εγκαταλείπει, μαζί με το νόθο της, για να καταλήξει ερωμένη του Αμαλρίκ και να ζήσει μαζί του, έως θανάτου του νόθου και της ίδιας – στην εξαθλίωση. Εξαθλίωση – καθαρμός της, που προκαλεί αθεράπευτο συνειδησιακό πόνο στον Μεζά.
«Ο χορός της μοναχικής καρδιάς»
  • Εμπειρος σκηνοθέτης ο Γ. Βίλερ, με τους ίδιους συνεργάτες που είχε ανεβάζοντας το έργο στη Γερμανία, «μεταφύτευσε» μια παράσταση καλαίσθητη στην όψη, λιτής ψυχογραφικής και «ποιητικής» ατμόσφαιρας, αλλά μάλλον… στα γρήγορα. Πράγμα που διαφαίνεται κάπως με τις ερμηνείες των πολύ ταλαντούχων ηθοποιών. Σπουδαίο υποκριτικό «όργανο», με σπάνια ικανότητα να ψυχοσωματοποιεί κάθε αναπνοή, κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα, κάθε λέξη, κάθε σιωπή του προσώπου που υποδύεται, η Αμαλία Μουτούση, κυριαρχεί ερμηνευτικά, αλλά δείχνει να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, παρά στην καθοδήγηση του σκηνοθέτη. Λειψή σκηνοθετική καθοδήγηση δείχνουν και οι άλλες ερμηνείες. Η αβεβαιότητα προς τα πού να βαρύνει την ερμηνεία του ο πάντα αισθαντικός και στέρεος Νίκος Κουρής (Μεζά), η υποκριτική αμηχανία του Νίκου Καραθάνου (Ντε Σιζ), η υποκριτική πόζα και υπερβολή του Λάζαρου Γεωργακόπουλου (Αμαλρίκ).
«Διψασμένοι», στο «Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας»
  • Στη μικρή σκηνή του «Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας» παρουσιάστηκε το έργο του Λιβανοκαναδέζου συγγραφέα Ουαζντί Μουαουάντ «Διψασμένοι». Εργο πικρόγλυκου χιούμορ, μελαγχολικά «παιγνιώδες», αντλημένο από εφηβικές μνήμες του συγγραφέα, με θέμα τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις ανησυχίες, τις συνήθειες, τις συμπεριφορές, τις αγωνίες, την κριτική ματιά, την απογοήτευση, ακόμη και την κατάθλιψη των εφήβων από την εκπαίδευση, την κοινωνία, τους θεσμούς, τα μύρια όσα προβλήματα της καθημερινότητας των μεγαλουπόλεων. Ενα κείμενο φαινομενικά «απλοϊκό», δραματουργικά ανεπιτήδευτο, ανθρώπινο, με κατανόηση κι αγάπη για τη νιότη. «Ηρωες» του έργου είναι δυο έφηβοι – ο Μερντόκ και η Νορβέζ – και ο ενήλικος πλέον Μπουν, που ανασκαλεύει τη δική του εφηβεία και τα «τραύματά» της.
  • Το κείμενο, σε μετάφραση της Εφης Γιαννοπούλου, με αφαιρετικότατο σκηνικό και ταιριαστά στα πρόσωπα κοστούμια (Ολγα Λεοντιάδου), ευτύχησε με την απλότητα, την ευαισθησία, τη συναισθηματική θέρμη, το χιούμορ, την παιγνιώδη «αφέλεια» της σκηνοθεσίας του Μανώλη Μαυροματάκη (με συνεργάτρια την Τζένη Αργυρίου), τις πολύ καλές ερμηνείες του ίδιου (Μπουν), του πολύ ελπιδοφόρου νέου ηθοποιού Προμηθέα Αλειφερόπουλου και της Στεφανίας Γουλιώτη.
«Ο χορός της μοναχικής καρδιάς», στο «Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας»
  • Από αυτοβιογραφικά κείμενα μπορεί να προκύψουν σοβαρά, σημαντικά, ουσιαστικά σοβαρού προβληματισμού σκηνικά δημιουργήματα, αλλά και ανούσια και προβληματικά. Σε ένα λαό σαν το δικό μας, που υπέφερε από αμέτρητα δράματα και τραγωδίες που προκάλεσε, μετά τον εμφύλιο, η μαζική οικονομική -και πολιτική- μετανάστευση, λ.χ. στη Γερμανία, μάλλον ως «παρωνυχίδες», αν όχι ασημαντότητες και αστειότητες, ηχούν τα βιώματα του – αφηγηματικού ουσιαστικά και όχι θεατρικού – αυτοβιογραφικού έργου του Ακύλα Καραζήση «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς», που ο ίδιος σκηνοθέτησε, στη μεγάλη σκηνή του «Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας». Ο Ακ. Καραζήσης, έζησε στη Γερμανία σαν φοιτητής κάμποσα χρόνια. Ισως γιατί «ψαχνόταν», ίσως για να «απογαλακτιστεί» ψυχολογικά από τους γονείς του, κι όχι από βιοποριστική ανάγκη. Προφανώς κουβαλά κάποια βιώματα.
  • Αλλά όσα – «χύμα» μάλιστα – αφηγείται κειμενικά και σκηνοθετικά, παρασάγγας απέχουν από το σκληρό βιοποριστικό αγώνα των Ελλήνων μεταναστών (αγώνας και των φτωχών, αναγκασμένων να δουλεύουν για τον επιούσιο, φοιτητών), από την ανάγκη να βοηθήσουν τους δικούς τους στην Ελλάδα, από το βάσανο της προσαρμογής σε μια ξένη χώρα, από τους εργατοσυνδικαλιστικούς, πολιτικούς, εκπαιδευτικούς αγώνες τους εκεί, από τη μοναξιά και τη νοσταλγία για την οικογένεια και την πατρίδα. Χαμπάρι δεν πήρε ή αδιαφορούσε για όλα αυτά τα σοβαρά βιώματα των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία – και στη δεκαετία του ’70 και ’80 – ο συγγραφέας του έργου; Αυτά είναι ουσιώδη βιώματα κι όχι η ερωτική σχέση και συμβίωση με μια άλλης εθνικότητας μετανάστρια, τα μεθυσμένα ξεφαντώματα και τις δήθεν νοσταλγικές παρόλες για την πατρίδα σε ελληνική μπουζουκοταβέρνα, οι ψευτοενοχές του γιου που δεν έγραψε ποτέ γράμμα στο γονιό, η δήθεν αυτοψυχανάλυση, τα δήθεν «αριστερά» ιδεολογήματα. Κρίμα, που ένας τόσος καλός ηθοποιός, ικανός για σημαντικούς ρόλους, σπατάλησε για τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία του αυτοβιογραφικού κειμένου του και τις δικές του δυνάμεις και άλλων καλών ηθοποιών, μεταξύ των οποίων η ξεχωριστά ταλαντούχα Μαρία Σκουλά.

«Ηθελα να σ’ αντάμωνα» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» – «Λάσπη», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας» – «Νεκροί ταξιδιώτες» από το «Συνεργείο»

Δραματουργικές απόπειρες νέων
  • «Ηθελα να σ’ αντάμωνα» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»
«Λάσπη»

Θεατρολόγος, επί χρόνια ακάματη «ψυχούλα» του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου», η Μαρία Παπαλέξη, με την πρώτη της δραματουργική απόπειρα, υπό τον τίτλο «Ηθελα να σ’ αντάμωνα», αποκάλυψε τρία αξιέπαινα στοιχεία της. Πρώτον ότι διαθέτει ένα θαυμάσιο «εργαλείο» λόγου – λόγου γλωσσικά λαγαρού, χυμώδους, οικείου αλλά και με ποιητικό αίσθημα, ρυθμό και μυθοπλαστικό μέτρο. Δεύτερον ότι συνετά, σεμνά και γερά θέλησε να δοκιμαστεί στη δραματουργική γραφή, και όχι με μια ανούσια δραματουργική «μεταμοντερνιά». Τρίτον ότι αγαπά και «τρέφεται» με την ομορφιά και τη σοφία των λαϊκών μας παραδόσεων. Με τα ήθη, τα έθιμα, τους μακραίωνους μύθους και θρύλους, την παραμυθία, τη δημώδη ποίηση, μουσική, τα τραγούδια του λαού μας. Η Μ. Παπαλέξη αυτήν την παράδοση τιμά και από αυτήν εμπνεύστηκε το έργο της. Εργο ύμνος για τη ζωή, τον αγνό έρωτα και την αληθινή αγάπη, που νικούν το θάνατο. Ενα σκηνικό «ποίημα» για τη δύναμη της αγάπης και της μνήμης, που κρατώντας τον αγαπημένο νεκρό απέθαντο στην καρδιά και τη μνήμη των ζωντανών νικά τη λησμονιά, γιατί αυτή είναι ο οριστικός θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. Πανέμορφοι δημοτικοί σκοποί, χοροί και τραγούδια, και τρία πρόσωπα, με επίκεντρο το γυρολόγο τροβαδούρο Κωνσταντή, αναπαριστούν τον κύκλο της ζωής. Ο Κωνσταντής, σαν τον Ορφέα, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, ξαναβρίσκει την αγαπημένη του και όσα πρόσωπα συνδέθηκαν με τη ζωή του και τους «ανασταίνει» με την άσβηστη μνήμη του. Κείμενο, παράσταση και ερμηνείες ευφραίνουν νου, ψυχή και αισθήσεις. Αξιέπαινοι είναι και όλοι οι καλλιτεχνικοί συντελεστές: Βαλεντίνα Παπαδημητράκη (σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια), Εδουάρδος Γεωργίου (σκηνικό – κοστούμια), Μυρτώ Παπαδοπούλου (κίνηση), Ελλη Βασιλάτου (μουσική διδασκαλία), οι ερμηνευτές Αννα Γαρεφαλάκη, Βαγγέλης Λιοδάκης, Βασίλης Παπαγεωργίου και ο μουσικός Αλέξανδρος Ιερωνυμίδης (λύρα, λαούτο).

  • «Λάσπη», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»
«Ηθελα να σ’αντάμωνα»

Αξιόλογος πεζογράφος και έχοντας στο ενεργητικό του δύο αφηγηματικούς θεατρικούς μονολόγους («Μεταμφίεση», «Λα Πουπέ»), ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, με τη «Λάσπη» δοκιμάστηκε, επιτυχώς, σε μια πλήρη δραματουργική γραφή. Επλασε ένα μύθο, που έχει αρχή, μέση και τέλος, δραστικούς διαλόγους και τρία, αρκετά καλογραμμένα σαν χρακτήρες, πρόσωπα. Η γλώσσα του είναι άμεση και το θέμα του ενδιαφέρον και σύνθετο. Υπαρξιολογικό και κοινωνιολογικό. Ως προς τη δεύτερη πτυχή – την κοινωνιολογική αντίληψη του συγγραφέα για τα πρόσωπα που πλάθει, η υπογράφουσα τη θεωρεί όχι βέβαια εντελώς απίθανη, πάντως μια ακραία εξαίρεση του κανόνα, εξαίρεση μακράν της πραγματικότητας σε οποιαδήποτε ταξική κοινωνία. Στην ταξική κοινωνία την εξουσία – σε κάθε έκφραση και μορφή της ζωής και του ανθρώπου – την κατέχει ο κοινωνικο – οικονομικά ισχυρός. Ο ταξικά ισχυρός επιβάλλει όλους τους όρους του – ακόμα και όσον αφορά στην ερωτική σχέση – στον ανίσχυρο και όχι το αντίθετο, όπως κάνει, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του έργου, ο Β. Χατζηγιαννίδης. Στο έργο, μια μεγαλοαστή ζωντοχήρα, έχοντας βαρεθεί την ανούσια ζωή της κι αφήνοντας τη βίλα της, πάει να απομονωθεί για ένα διάστημα σε μια επαρχιακή πόλη, στο εγκαταλειμμένο σπίτι που κληροδότησε στον αδελφό της μια πεθαμένη θεία τους. Στο σπίτι εισέβαλε και μένει ένα άστεγο, φτωχό ζευγάρι με τα παιδιά του. Η έπαρση, η περιφρόνηση και οι απειλές της μεγαλοαστής, δεν έχουν αποτέλεσμα, καθώς απλώς επικαλύπτουν την ανούσια ζωή της, τα υπαρξιακά κενά της, το φόβο της απέναντι στη μοναξιά και τη συνήθειά της να την υπηρετούν. Καθώς η μεγαλοαστή αποδέχεται και τη συγκατοίκηση και να πληρώνει εκείνη για όλα, σιγά σιγά τα πράγματα αντιστρέφονται. Στερούμενη τον έρωτα, σμίγει σεξουαλικά με τον άντρα, κι όταν η γυναίκα του το ανακαλύψει, από εξουσιάστρια καταντά εξουσιαζόμενη από τον άντρα, «υπηρέτρια» και ψυχοσωματικό έρμαιο της συζύγου και τελικώς ένα «απόρριμμα» του ζεύγους, όταν εκείνο με τα δικά της χρήματα καταφέρνει να αγοράσει δικό του σπίτι και την εγκαταλείπει. Μέσα στο λιτό, λειτουργικό, κινούμενο σκηνικό χώρο που σχεδίασε η Ελένη Μανωλοπούλου (δικά της και τα κοστούμια), με υποβλητικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, με αρμόζουσα στο ψυχολογικό «κλίμα» του έργου μουσική του Σταύρου Γασπαρινάτου, η λιτού ρεαλισμού, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ, επικέντρωσε την προσοχή της στην ψυχογράφηση των προσώπων, αποσπώντας καλές ερμηνείες και από τους τρεις ηθοποιούς. Την πάντα αισθαντική Μαρία Καλλιμάνη (είναι πολύ φυσικότερη στο δεύτερο μέρος του έργου, όταν η μεγαλοαστή συνθλίβεται ψυχολογικά, αλλά κάπως επιτηδευμένη στο πρώτο μέρος). Την Πηνελόπη Μαρκοπούλου, που διαθέτει γήινη, δυνατή, αληθινή εσωτερικότητα. Και τον Δημήτρη Ξανθόπουλο, που λιτά και αδρά έπλασε τον άντρα.

«Νεκροί ταξιδιώτες»
  • «Νεκροί ταξιδιώτες» από το «Συνεργείο»

Μετά την εξαιρετική θεματολογικά, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά παράσταση του έργου «Tejas verdes» (σύνθεση μαρτυριών θυμάτων του δικτατορικού καθεστώτος του Πινοτσέτ σε βάρος του λαού της Χιλής, από τον Φερμίν Καμπάλ), που παρουσίασε το 2007 – 2008, ο δημιουργημένος το 2006 θίασος «Συνεργείο», στεγασμένος φέτος σε άλλο χώρο, επιχειρεί για τρίτη φορά να ποιήσει θέατρο με αφηγηματικά, μη θεατρικά κείμενα. Ενα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να οφείλεται σε πολλά. Σε οικονομική αδυναμία του θιάσου να κλείσει έργο που έχει πνευματικά δικαιώματα, σε αισθητική αντίληψη, ακόμα και στην επηρμένη άποψη ότι ο ταλαντούχος καλλιτέχνης – σκηνοθέτης, εν είδει «θαυματοποιού» μπορεί να «παντρέψει» αισθητικά τα μακρινά και αταίριαστα. Η νεαρή δημιουργός και σκηνοθέτης του θιάσου Γιολάντα Μαρκοπούλου, με τα μέχρι τώρα δείγματα της δουλειάς της, δείχνει ταλαντούχα και αισθητικά ανήσυχη και ευφάνταστη. Αισθητικά ανήσυχη και ευφάνταστη ήταν και η ιδέα της να θεατροποιήσει, ενώνοντάς τα, δύο όμοιας θεματικής διηγήματα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ), υπό το γενικό τίτλο «Νεκροί ταξιδιώτες». Πρόκειται για διηγήματα για τη θάλασσα και τους πλανημένους σ’ αυτήν, μαγεμένους από αυτήν και πεθαμένους σ’ αυτήν και ξεβρασμένους από αυτήν ναυτικούς. Ο «νεκρός ταξιδιώτης» του Παπαδιαμάντη πλανεύεται από τη σκιθιώτικη θάλασσα. Του Μάρκες από την ωκεάνεια θάλασσα της Κολομβίας. Διαφορετικά τα μεγέθη, το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον των θαλασσινών και στεριανών τόπων της Σκιάθου και της Κολομβίας. Διαφορετικά τα θρησκευτικά, πένθιμα και ταφικά έθιμά τους. Αλλο το ποιητικά υπερβατικού αισθήματος, το ήθος και τοπικό ιδίωμα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη κι άλλο του γήινου, χειμαρρώδους Μάρκες. Με το να ενοποιήσεις αισθητικά, με εμφαντικά, σχηματικής γραφικότητας αναπαραστατικά ευρήματα δύο διαφορετικού ήθους αφηγήματα, προσθέτοντάς τους και μερικούς κατασκευασμένους διαλόγους, το μόνο που καταφέρνεις είναι να αλλοιώσεις την «ψυχή», την ομορφιά και την αισθητική τους. Αυτό συνέβη με την παράσταση που έστησε η Γιολάντα Μαρκοπούλου. Μια παράσταση που απαίτησε μόχθο από την ίδια και τους τέσσερις, πολύ φιλότιμους ερμηνευτές της – Μαρία Αιγινίτου, Βιολέτα Γύρα, Γιώργο Στάμο, Χάρη Χαραλάμπους, μουσικά ντύθηκε από τον Δημήτρη Ισαρη, εκφραστικά κινησιολογήθηκε από την Αντιγόνη Λύρα και ατμοσφαιρικά φωτίστηκε από την Ηλέκτρα Περσελή. Μεγάλη αρετή, αληθινή ευεργεσία για την παράσταση είναι το πανέμορφο, αξιοθαύμαστης σύλληψης, σύνθεσης και πολύσημης πλαστικότητας, γλυπτό σκηνικό της Αλεξάνδρας Σιάφκου, η οποία υπογράφει και τα καλαίσθητα κοστούμια. [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 18 Φλεβάρη 2009]

Οπερα, ζακυνθινή ομιλία και παραμύθι

Ο Τσάρος Σαλτάν

[Του ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Παρασκευή 30 Γενάρη 2009]

  • ΚΑΡΜΕΝ ΡΟΥΓΓΕΡΗ «Ο Τσάρος Σαλτάν, η όμορφη Τσαρέβνα και ο Μαγεμένος Κύκνος» από την Παιδική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο θέατρο «ΑΚΡΟΠΟΛ»

Για μια ακόμη χρονιά, η Κάρμεν Ρουγγέρη προσφέρει και προτείνει όπερα για παιδιά. Ενα δύσκολο μουσικό είδος, το οποίο συμβάλλει, αναμφίβολα, στην αισθητική καλλιέργεια του αναπτυσσόμενου ανθρώπου. Βέβαια, πάντοτε πρέπει να μας προβληματίζει, παράλληλα με το μουσικό μέρος, και το περιεχόμενο του λιμπρέτου, από κοινωνικο-ιδεολογική άποψη.

Η Κάρμεν Ρουγγέρη έχει σκηνοθετήσει και τις εξής όπερες για παιδιά: Μότσαρτ (Βαστιανός και Βαστιανή, Ο μαγικός αυλός), Χούμπερντινκ (Χένσεκ και Γκρέτελ), Ροσσίνι (Η Σταχτοπούτα, Ο κουρέας της Σεβίλλης), Ντονιτσέττι (Το ελιξίριο της αγάπης) κ.ά.

Το παραμύθι ανήκει στον Αλεξάντρ Πούσκιν και η μουσική είναι έργο του Νικολάι Ανδρέγιεβιτς Ρίμσκι – Κόρσακοφ (1844 – 1908). Ο Ρώσος ποιητής Πούσκιν μάς είναι γνωστός και από τα μεταφρασμένα στη χώρα μας βιβλία του για παιδιά. Ο επίσης Ρώσος συνθέτης, αν και δεν πρόλαβε την Οκτωβριανή Επανάσταση, εντούτοις στήριξε την Επανάσταση του 1905, επικεφαλής ομάδας προοδευτικών καθηγητών του ωδείου που εργαζόταν, με αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά του, εκδιωχθείς από το τσαρικό καθεστώς.

Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος

Η υπόθεση του έργου είναι συναρπαστική, με ήρωες τσάρους και τσαρίνες, μπάμπουσκες και προξενήτρες, με εμπόρους και γελωτοποιούς κ.ο.κ. Η παραμυθένια μοσχοβολιά της ρούσικης λαϊκής παράδοσης διαχέεται από τη σκηνή στην πλατεία, και καθώς οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα στους θεατές.

Μια άρτια καθ’ όλα θεατρική παράσταση, δραματογραφικά, σκηνοθετικά, σκηνογραφικά, μουσικά, με θαυμάσια κοστούμια και τους κατάλληλους φωτισμούς. Τα πολύχρωμα σκηνικά, ορισμένα σταθερά και τα περισσότερα κινητά, πηγαινοέρχονται με μηχανισμούς από την οροφή της τεράστιας σκηνής. Ζωντανή ορχήστρα κλασικής μουσικής (30 οργάνων), υπό τη διεύθυνση του Δημ. Κατσίμπα ή Γιώργου Αραβίδη και με διεύθυνση χορωδίας του Κώστα Δρακάκη. Πολυπρόσωπη και αξιόλογη, από υποκριτική άποψη, είναι και η ομάδα των 16 ηθοποιών, που ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους και όλων των άλλων, που ερμηνεύουν δευτερεύοντες ρόλους από τη Χορωδία της Παιδικής Σκηνής της ΕΛΣ, και όλων των υπόλοιπων χορωδών.

Η θεατρική διασκευή και τα κείμενα πρόζας είναι της Κάρμεν Ρουγγέρη, τη μουσική προσαρμογή για μικρό σύνολο υπογράφει ο Κώστας Κριτσωτάκης, τους στίχους των τραγουδιών έγραψε ο Ανδρέας Κουλουμπής, για τα σκηνικά/κοστούμια υπεύθυνη είναι η Χριστίνα Κουλουμπή, για τη χορογραφία ο Πέτρος Γάλλιας, για τους φωτισμούς η Χριστίνα Θανάσουλα.

Σταχτοπούτα

Νομίζω ότι πριν και μετά από κάθε θεατρική παράσταση τα παιδιά και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να διαβάζουν και να συζητούν την υπόθεση του έργου, τα βιογραφικά των συντελεστών (να βλέπουν το πρόγραμμα: φωτογραφίες κ.λπ.), τα μηνύματα του έργου, να εκφράζουν διάφορα συναισθήματα, σκέψεις, ιδέες, απόψεις, ιδιαίτερα για κάθε τέτοιου είδους παράσταση/ όπερα. Δεν αρκεί, από παιδαγωγική/ κοινωνική άποψη, μόνο η παρακολούθηση της παράστασης.

  • ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΙΑΤΡΑΣ – ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ «Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος …με κυριεύει» του «Θεάτρου τση Ζάκυθος – Αυλαίας Τέχνης»

Με κωμικά και σατιρικά στοιχεία του λαϊκού ζακυνθινού θεάτρου, δηλ. των γνωστών «ομιλιών» των 17ου – 18ου αι., ανεβάστηκε στο θέατρο «ΠΕΡΟΚΕ», η θεατρική παράσταση «Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος …με κυριεύει», έργο των Διον. Γιατρά και Κώστα Καποδίστρια, σε σκηνοθεσία του δεύτερου και σε συνεργασία με τον Μπάμπη Σούλη. Ηταν μια παράσταση, όπου το έργο δραματουργικά έχει ιστορικό και κοινωνικό περιεχόμενο και γλωσσικά διαθέτει μια ήπια ζακυνθινή διάλεκτο, κατανοητή εν πολλοίς από όλους τους θεατές, ακόμη και από τους μη Ζακυνθινούς.

Η σκηνοθετική γραμμή απέφερε ένα μεικτό αισθητικό σκηνικό αποτέλεσμα: από τη μια οι διάλογοι των τριών ηθοποιών και από την άλλη η προβολή βίντεο, όπου προβάλλονταν όλα εκείνα τα ντοκουμέντα που έφερε στο φως η έρευνα για την Ιστορία της Ζακύνθου, από το 1480 μέχρι την Ενωση των Εφτανήσων με την Ελλάδα (1864). Στο βίντεο, επίσης, συμμετείχε ενεργά ως αφηγητής, ο ένας από τους τρεις ηθοποιούς (Γιώργος Βούτος, κλασικός ποιητής των ζακυνθινών «ομιλιών»), οι οποίοι δρούσαν συγχρόνως επί σκηνής. Οι άλλοι δυο ηθοποιοί ήταν οι: Μπάμπης Σούλης (Βούλτσος, ξεπεσμένος αριστοκράτης, απόγονος ευγενή), Κώστας Καποδίστριας (Δόξας, εκπρόσωπος της ανερχόμενης αστικής τάξης, απόγονος ποπολάρου).

Δραματουργικά στοιχεία της παράστασης είναι οι έντονοι και κωμικοί διάλογοι, οι οποίοι καθιστούν εμφανή όλη την ιστορική διαδρομή και τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες μεταξύ των αριστοκρατών με τους αστούς, στη μετάβαση από το αρχοντολόι, κατά την εποχή της φεουδαρχίας/ αριστοκρατίας, στο πέρασμα στην αστική/βιομηχανική εποχή, καθώς και τους αγώνες των προλετάριων/ ποπολάρων, οι οποίοι διαγράφονται ως θύματα στην ταξική διένεξη της πλουτοκρατίας για τη διαχείριση της εξουσίας, αγωνιζόμενοι, όμως, για λευτεριά, δικαιοσύνη, ισότητα και εθνική ανεξαρτησία από Βενετσιάνους, Φράγκους, Τούρκους, Ρώσους και Αγγλους. Η πολυδιάστατη ιστορική και πολύπλοκη διαδρομή της Ζάκυνθος είναι ολοφάνερη, όπου εμφανίζονται διαδοχικά κοινωνικές ομάδες/τάξεις, λαοί, προσωπικότητες, που συνθέτουν ένα «πολύχρωμο» κοινωνικό ψηφιδωτό, προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και της εκπαίδευσης και που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική και κοινωνική εξέλιξη του νησιού. Επίσης, αποκαλύπτονται με παρρησία η προδοτική στάση, οι γλοιώδεις συνεργασίες και οι ελεεινοί συμβιβασμοί της ντόπιας ολιγαρχίας με την ηγεσία της εκάστοτε ξένης δύναμης, που υποδούλωνε το νησί, οι εμφύλιες διενέξεις κ.ο.κ.

Τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου έκανε με υποδειγματικό τρόπο ο Θόδωρος Γραμματάς. Τα σκηνικά – κοστούμια, σε παραδοσιακή γραμμή υπέδειξε η Νίκη Πέρδικα και τη μουσική σύνθεση και επιμέλεια είχε ο Βασίλης Σταμάτης.

Η παραγωγή της παράστασης στηρίχτηκε στα κινηματογραφημένα επεισόδια «ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ» 1 και 2, που υλοποίησαν οι Δήμοι Ελατίων και Αρτεμισίων για το έργο TERRE PARLANTI στα πλαίσια του προγράμματος INTERREG IIIA Ελλάδας – Ιταλίας, όπως αναγράφεται στο πρόγραμμα της παράστασης.

Τη σκηνοθεσία του οπτικοακουστικού υλικού υπογράφει ο Γιώργος Κωνσταντινόπουλος, ιστορικός σύμβουλος είναι ο Γεώργιος Μπαρμπαρούσης και στην έρευνα του πλουσιότατου παρουσιαζόμενου κινηματογραφημένου υλικού συμμετείχαν οι: Γ. Μπαρμπαρούσης, Βάσω Στρακαντούνα, Γιάννης Χρυσικόπουλος και Νίκη Πέρδικα.

Την παράσταση πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να παρακολουθήσουν όλοι οι μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, για να κατανοήσουν την Ιστορία της Ζακύνθου και της Εφτανήσου, καθώς και κατ’ αναλογία και όλης της Ελλάδας, τους ταξικούς λαϊκούς αγώνες για λευτεριά και δημοκρατία. Οι δραματουργοί τολμούν και οι ηθοποιοί/ σκηνοθέτες αποδίνουν υπέροχα και την ιδεολογική φόρτιση στο σκηνικό αποτέλεσμα.

  • ΣΑΡΛ ΠΕΡΟ «Η Σταχτοπούτα» από το θίασο «ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ» στο θέατρο «ΑΠΟΘΗΚΗ»

Αυτό το αγαπημένο παραμύθι των παιδιών επέλεξε να διασκευάσει ο Γιάννης Κόκκινος, προσδίνοντάς του τον τίτλο: «Η Σταχτοπούτα και η ιστορία της». Ο Σαρλ Περό το δημοσίευσε για πρώτη φορά στα 1697, στη συλλογή παραμυθιών: «Παραμύθια της Μητέρας μου της Χήνας». Την ιστορία αυτή τη βρίσκουμε σε όλο τον κόσμο με παραλλαγές, ακόμη και στην Κίνα του 9ου αι. Η Σταχτοπούτα των Αφών Γκριμ είναι πιο συγκινητική, αλλά πιο σκληρή (αυτοακρωτηριασμός μέρους των κάτω άκρων των δύο αδερφών για να χωρέσει το γοβάκι και επίθεση των περιστεριών στις δυο αδερφές, που τις τυφλώνουν), ενώ του Περό είναι πιο ανθρώπινη και ρεαλιστική (η Σταχτοπούτα συγχωρεί τις αδερφές της, τις παίρνει στο παλάτι και τις παντρεύει με άρχοντες. Η τελευταία ενέργειά της παραλείπεται στη θεατρική διασκευή, όπως και ορισμένα άλλα στοιχεία από το πρωτότυπο). Στην ελληνική ιστορία έχουμε μια παρόμοια περίπτωση, που ταιριάζει με το τέλος του παραμυθιού. Την αναφέρει ο Στράβων και ο Αιλιανός. Κάποια μέρα που η Ροδόπιδα λουζόταν στη Ναύκρατη, ένας αϊτός της άρπαξε το σανδάλι της και το άφησε να πέσει στα πόδια του Φαραώ Ψαμμήτιχου. Εκείνος διέταξε να βρουν την κάτοχο του σανδαλιού και μόλις τη βρήκαν την παντρεύτηκε.

Το μήνυμα του έργου είναι ξεκάθαρο: η καλοσύνη και η υπομονή είναι αρετές στον άνθρωπο και όποιος τις διαθέτει, ορισμένες φορές, αμείβεται γι’ αυτές από τους συνανθρώπους του.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Γιάννης Κόκκινος επιλέγει την κλασική παραδοσιακή γραμμή, με ορισμένα αξιόλογα σκηνοθετικά ευρήματα, καθώς και ο σκηνογράφος της παράστασης Θεόδ. Κόκκινος. Οι χορογραφίες είναι της Ζωής Σαρίδου, η μουσική και τα τραγούδια του Μιχάλη Κόκκινου. Τους ρόλους υποδύονται ικανοποιητικά οι: Ζαχαρούλα Θεοδοσίου (μητριά), Κατερίνα Τσιμόγιαννη (μεγαλύτερη κόρη) Ελένη Τριανταφύλλου (μικρότερη κόρη, νεραϊδονονά), με σημαντικά υποκριτικά προσόντα, Νικολέτα Κοφινά (Σταχτοπούτα), Ηλίας Νάκος (Υπασπιστής), Ηλίας Παγούρας (αμαξάς), Στέφανος Οικονόμου (χοροδιδάσκαλος και πρίγκιπας), με ιδιαίτερο ταλέντο.

Σύγχρονα ελληνικά κείμενα

  • «Οι ηθοποιοί», στο «Θέατρο Τέχνης» («Υπόγειο»)
«Καλιφόρνια ντρίμιν»

Ζωή και θέατρο. Δυο έννοιες αλληλοτροφοδοτούμενες. Αλήθεια και ψεύδος. Πραγματικότητα και φαντασία. Ανθρωπος, ηθοποιός και ρόλος. Το «θέατρο» της ζωής και η «ζωή» του θεάτρου. Το «είναι» και το «φαίνεσθαι» στη ζωή και στο θέατρο – την τέχνη που αναπαριστά τη ζωή, τους πόθους, τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις, τις προδοσίες, τα λάθη και πάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποια αλήθεια είναι δυνατότερη, σκληρότερη για κάθε άνθρωπο (και τον καλλιτέχνη); Η φανερή ή η κρυμμένη; Η ομολογημένη ή η ανομολόγητη; Το θέατρο ή κάποιος μεγάλος δραματικός ρόλος που υποδύεται ο ηθοποιός κατά πόσο μπορεί να αντιστοιχεί, να «ερμηνεύσει» και να «θεραπεύσει» μια οδυνηρή αλήθεια της ζωής του ηθοποιού; Η ερμηνεία ενός ρόλου, λ.χ. οι ρόλοι του Αγαμέμνονα, της Κλυταιμνήστρας, του Αιγίσθου, επηρεάζoνται από τον προσωπικό βίο, τους έρωτες, τους πόθους, τα πάθη των ηθοποιών που τους ερμηνεύουν; Ποια από τις ζωές του θεατρίνου – η πραγματική ή η καλλιτεχνική – κυριαρχεί; Με τέτοια ερωτήματα, με τη μορφή «θεάτρου μέσα στο θέατρο» και πλάθοντας τρία πρόσωπα, ένα ερωτικό τρίγωνο αποτελούμενο από τρεις ηθοποιούς – δυο άνδρες και μια γυναίκα – με το έργο του «Οι ηθοποιοί», ο Γιώργος Σκούρτης «φιλοσοφεί» για τη ζωή και το θέατρο. Ρεαλιστής ο Σκούρτης δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στην καταλυτική δύναμη της υπαρξιακής αλήθειας, του προσωπικού βιώματος. Καταλυτική πρωτίστως για την πραγματική ζωή του καλλιτέχνη, τόσο πολύ που υποβόσκει και στην τέχνη του. Η ηθοποιός που θα υποδυθεί την Κλυταιμνήστρα, μισεί τον θιασάρχη και σκηνοθέτη εραστή της, ο οποίος θα υποδυθεί τον Αγαμέμνονα, γιατί με την άμβλωση που της επέβαλε «σκότωσε» το παιδί που θα γεννούσε, τον απατά με τον νέο ηθοποιό που θα υποδυθεί τον Αίγισθο και μαζί – όπως στην αισχυλική τραγωδία – θα ήθελαν να τον σκοτώσουν επί σκηνής. Αλλο, όμως, το θέατρο κι άλλο η ζωή… Το έργο υπηρετείται με τη λιτή, ρεαλιστική σκηνοθεσία (Θόδωρος Γράμψας), τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Νίκος Σωτηρόπουλος) και τις αψεγάδιαστα αρμόζουσες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμηνείες των Ελισάβετ Μουτάφη, Αγγελου Αντωνόπουλου και Μάνου Ζαχαράκου. Θετική ερμηνευτικά η νέα ηθοποιός Ελένη Δάφνη.

  • «Καλιφόρνια ντρίμιν» στο «Χυτήριο»
«Παραμυθ…issimo!»

Η επαγγελματική ιδιότητα του δασκάλου, ιδιαίτερα η δική του ως καθηγητή νυχτερινού σχολείου, όπου φοιτούν πολλών και ποικιλόμορφων ειδικών «κοινωνικών αναγκών» παιδιά – Ελλήνων και μεταναστών – αποτελεί πολύτιμο σύμβουλο, πηγή έμπνευσης και τροφό της βαθύτατα ουμανιστικής δραματουργίας του Βασίλη Κατσικονούρη. Απόδειξη, το βραβευμένο έργο του «Καλιφόρνια ντρίμιν», που φέτος ξαναπαρουσιάζεται στο «Χυτήριο». Ο Βασίλης Κατσικονούρης ζώντας εκ του σύνεγγυς τους εφήβους, ζει και τα προβλήματά τους και τα αίτια των προβλημάτων τους. Γνωρίζει την ψυχολογία, τη συμπεριφορά τους. Την παρορμητικότητα, την ανεμελιά, την απερισκεψία, τη φυγοπονία τους, ακόμα και την πιθανή αλλά συνήθως ασυνειδητοποίητη παραβατικότητά τους. Τη θετική ή αρνητική επίδραση του οικογενειακού, φιλικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Πονά για κάθε κοινωνικά ή οικογενειακά «άμοιρο» παιδί, που – κόντρα στη φτώχεια, στην ορφάνια, στην εγκατάλειψη, στον ξεριζωμό, στο μόχθο του μεροκάματου, και μύρια όσα άλλα βάσανα, προσπαθεί, αγωνίζεται, επιτυγχάνει αλλά και αποτυγχάνει να αποκτήσει κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις, με την ελπίδα να ζήσει ανθρωπινότερα. Ο Κατσικονούρης κατανοεί, πονά, αγαπά τα παιδιά και με δραστική γλώσσα, με τρυφερότητα, καυστικότητα, χιούμορ, αλλά και υπόκρυφη διδακτικότητα καταδείχνει το κακό και το καλό. Εφηβα φτωχόπαιδα, δυο αγόρια και τα κορίτσια, είναι τα τέσσερα πρόσωπα του «Καλιφόρνια ντρίμιν», δηλαδή του ψευδέστατου, εισαχθέντος και στην Ελλάδα, «αμερικάνικου ονείρου». Το ένα κορίτσι δουλεύει σε κομμωτήριο, το άλλο σε καφέ-μπαρ, το ένα αγόρι σε πιτσαρία και το άλλο, ο «εξυπνάκιας» της παρέας, τεμπελιάζει «ονειρευόμενο» να βρει λεφτά να πάει στην Καλιφόρνια ώστε και τη στρατιωτική θητεία να αποφύγει και να κάνει την «τύχη» του. Συμμέτοχους στην υλοποίηση της αστοχασιάς του κάνει και τα άλλα τρία παιδιά, ζητώντας τους να «κλέψουν» έναν συνταξιούχο θείο του, για να εξασφαλίσουν τα ναύλα. Τα παιδιά παρασύρονται σε λάθος «δρόμο». Και καθώς τα παιδιά δεν είναι κλεφτρόνια, αποτυγχάνουν. Και συνειδητοποιώντας ότι αυτό το «όνειρο» είναι αδιέξοδο, επιλέγουν να συνεχίσουν το σχολειό και το βιοποριστικό αγώνα τους, ωθώντας και το φίλο τους στο «δρόμο» της ζωής και όχι των πλαστών «ονείρων». Η νεανικού «νεύρου» σκηνοθεσία του Νίκου Καραγεώργου, αναδεικνύει τις δραματουργικές αρετές και το έμμεσα διδακτικό μήνυμα του έργου, με τη δημιουργικότατη συμβολή όλων των συντελεστών: Ντέιβιντ Νέγκριν (κοστούμια – σκηνικό), Μανόλης Θεοδωράκης (κινησιολογία), Κατερίνα Μαραγκουδάκη (φωτισμοί), Δημήτρης Ιατρόπουλος (μουσική επιμέλεια) και τις ελπιδοφόρες για το μέλλον ερμηνείες των νέων ηθοποιών Παναγιώτη Καρμάτη, Ευδοκίας Ρουμελιώτη, Γιώργου Γεροντιδάκη, Τασίας Ελευθερίου.

  • «Παραμυθ…issimo!» από τη «Μικρή Πόρτα»
«Οι ηθοποιοί»

Εκτός από το σπουδαίο και πλούσιο πεζογραφικό έργο και τον κοινωνικό και αντιφασιστικό αγώνα του, ο κορυφαίος Ιταλός συγγραφέας Ιταλο Καλβίνο, υπηρέτησε την πατρίδα του, το λαό του, τις παραδόσεις και την κουλτούρα του και με το να ασχοληθεί με τη λαογραφία της. Την υπηρέτησε με το να συγκεντρώσει, διασώσει, να μελετήσει και ταξινομήσει τα μακραίωνα λαϊκά παραμύθια ολόκληρης της Ιταλίας, πιστεύοντας ότι «τα λαϊκά παραμύθια είναι αληθινά». Ο Καλβίνο, «με ασίγαστη δίψα για όλο και περισσότερες εκδοχές και παραλλαγές», και πιστεύοντας ότι τα λαϊκά παραμύθια συνθέτουν «μια συνολική ερμηνεία της ζωής, που διασώθηκε μέσα από την αργή ωρίμανση της λαϊκής συνείδησης», όπως έγραφε, ανέδειξε το εύρος, τους χυμούς, τη χάρη των τοπικών γλωσσικών διαλέκτων. Την εκπληκτική φαντασία, τη διδακτική δύναμη, τη συμβολικότητα των «προσώπων» (άνθρωποι, ζώα, υπερφυσικά πλάσματα), της μυθοπλοκής τους (άλλοτε σατιρική, άλλοτε κωμικά «παιγνιώδη», άλλοτε «σκοτεινή»). Τη θυμοσοφία, τη διαχρονική και πανανθρώπινη αλληγορία τους για τη ζωή, τον άνθρωπο, την κοινωνία, το καλό και το κακό, την αλήθεια και το ψεύδος. Επιστέγασμα αυτής της ενασχόλησης του Καλβίνο ήταν η δημοσίευση μιας, πλατιά διαδεδομένης στην Ιταλία, ανθολογίας με 200 λαϊκά παραμύθια, στα οποία ο Καλβίνο στάλαξε την ομορφιά της δικής του πένας. Ανθολόγηση και διασκευαστική σύνθεση τεσσάρων παραμυθιών από την ανθολογία του Καλβίνο είναι το «Παραμυθ…issimo!», που συνυπογράφουν η Ξένια Καλογεροπούλου και ο Θωμάς Μοσχόπουλος, σε σκηνοθεσία του δεύτερου. Μια ακόμη υποδειγματικής σοβαρότητας, υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας, δημιουργία της «Μικρής Πόρτας», που σέβεται και αναπτύσσει τη νοημοσύνη και καλλιεργεί την αισθητική των παιδιών. Μια κειμενική σύλληψη και μια σκηνοθετική δημιουργία, που και ελευθέρωσε και μετέδωσε δημιουργικό κέφι, ευρηματικότητα, υψηλό αισθητικό γούστο σε όλους τους καλλιτεχνικούς συντελεστές και στους ερμηνευτές της παράστασης. Μια εύφορη, παιγνιώδης, με πολύ χιούμορ παράσταση, στημένη σαν θέατρο μέσα στο θέατρο, με ευφάνταστα και λειτουργικότατα, παρά την απλότητά τους, σκηνικά, τα χιουμοριστικά κοστούμια και σκηνικά αντικείμενα της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, με πολλαπλών επιπέδων φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, με εκφραστική χορογραφία της Μάρθας Κλουκίνα, με χυμώδη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή. Επαινο για την αφειδώλευτη, δροσερή, ατομική και συλλογική, υποκριτική τους κατάθεση αξίζουν όλοι (κι όλοι είναι νέοι) οι ηθοποιοί: Μιχάλης Σαράντης, Τατιάνα-Αννα Πίττα, Χρίστος Νικολάου, Στέλιος Χλιαράς, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Δάφνη Μαρκάκη, Τώνια Γελεκλίδου, Γιάννης Κουκουράκης.

ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 14/01/2009