«Θεία κωμωδία», «Οι αρουραίοι», «Μηχανή Αμλετ»

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • Φεστιβαλικές παραστάσεις
  • ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 17 Ιούνη 2009
«Μηχανή Αμλετ»
© Freese/drama-berlin.de
  • «Θεία κωμωδία»

Κανένας σοβαρός μελετητής του Δάντη δε θεωρεί τη «Θεία Κωμωδία» του θρησκειολογικό έργο. Εξάλλου, ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι «Κομέντια», όρος που αντιστοιχεί στην τραγωδία. Το «θεία» προστέθηκε χρόνους πολλούς αργότερα, αυθαίρετα, προς το συμφέρον της παπικής εξουσίας. Ο Δάντης συμβολοποιώντας και αυτοβιογραφώντας τα δικά του πάθη – το διωγμό, τη δίκη και καταδίκη του, τον εγκλεισμό του σε μια φυλακή – κολαστήριο και την εξορία του εξ αιτίας της απελευθερωτικής του δράσης ενάντια στον εισβολέα στην πατρίδα του, την Φλωρεντία, Γερμανό αυτοκράτορα – ουσιαστικά ιστοριογραφεί τον πολιτικοκοινωνικό ζόφο του Μεσαίωνα. Τις αμέτρητες, εκτεταμένες σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο ανθρωπιστικές τραγωδίες που προκαλούσαν οι αλλεπάλληλες επεκτατικές συγκρούσεις μεταξύ βασιλιάδων που επεδίωκαν να γίνουν αυτοκράτορες, ηγεμόνων μικροκρατιδίων, φεουδαρχών και εγχώριων πολιτικοοικονομικών φατριών τον 12ο, 13ο και 14ο αιώνα. Με την επίσης χωρισμένη σε φατρίες παπική εξουσία, αναλόγως του πολιτικοοικονομικού οφέλους, να τάσσεται με τον έναν ή τον άλλο εισβολέα. Να ευλογεί τον ξεριζωμό και τη σφαγή των αντιστεκόμενων λαϊκών μαζών, που αν ήθελαν να βρεθούν στον ουράνιο παράδεισο έπρεπε να αποδεχτούν την επίγεια κόλαση. Στη διαχρονική κοινωνική συμβολικότητα του τρίπτυχου δαντικού αριστουργήματος πιστεύει και ο Ιταλός εικαστικός, αρχιτέκτονας, σκηνοθέτης Ρομέο Καστελούτσι, ο οποίος με την ομάδα του «Σοτσιετά Ραφαέλο Σάντσιο», συνέθεσε μια δική του, πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ ελκυστική εικαστικά, σκηνική αναγωγή του έργου στο σήμερα. Κατά τη γνώμη της υπογράφουσας, πυρήνας της συνολικής ερμηνευτικής ανάγνωσης του Καστελούτσι είναι το τρίτο μέρος του έργου, ο «Παράδεισος». Ενα πεντάλεπτης διάρκειας εικαστικό – κινησιολογικό – ηχητικό δρώμενο, μέσα σε ένα σκοτεινό θάλαμο, υπογράμμισε ότι ο παράδεισος είναι ένας ου – τόπος, ένα αδιέξοδο, ένα εφιαλτικό όνειρο φυγής από την κόλαση της κοινωνικής πραγματικότητας. Καθώς πρόθεση του Καστελούτσι ήταν, με αφορμή το δαντικό έργο, να μιλήσει για τη σύγχρονη κοινωνία, και με το πρώτο μέρος – την «Κόλαση» και με το δεύτερο – το «Καθαρτήριο», εικονοποίησε με ποιητική διάθεση, ρεαλιστική απλότητα, αλλά και σκληρές αλήθειες, μια κοινωνία διάχυτης, γενικευμένης συλλογικής, κοινωνικής, οικογενειακής και ατομικής, φανερής και αφανούς βίας, που καταστρέφει πάντα τα ανθρώπινα. Καταρράκωση και καταστροφή των αισθημάτων, των ηθικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αξιών, της φύσης και των πλασμάτων της και τελικά της ίδιας της ζωής. Παραλογισμός, ατομιστική αλληλοσφαγή γονιών – παιδιών, φίλων, εραστών. Βιασμός της παιδικής αθωότητας, παιδεραστία, βεβήλωση της ομορφιάς, ακόρεστο κυνήγι και θεοποίηση του πλούτου. Η κατά Καστελούτσι Κόλαση, με εικονιστικές αναφορές στον υπαινικτικό μοντερνισμό του Αντι Γουόρχολντ, συμβολοποίησε δραστικά τη σύγχρονη, παγκοσμιοποιούμενη κοινωνική κόλαση. Περισσότερο δραστικός, κοινωνικοταξικά συγκεκριμένος και πιο δραστικά καταγγελτικός ήταν ο συμβολισμός του Καστελούτσι με το Καθαρτήριο, τοποθετημένο σε ένα απαστράπτουσας καθαρότητας, αμερικανικού γούστου, πολυτέλειας μεγαλοαστικό σπίτι. Μετά από ολοήμερο κυνήγι κέρδους, ο σύζυγος, υψηλόβαθμο στέλεχος πολυεθνικής, με τη σιωπηλή ανοχή της γυναίκας του και στο όνομα της γονεϊκής αγάπης, εξαγνίζει, καθαίρει τις κερδοσκοπικές αμαρτίες του, επιδιδόμενος στον ψυχοδιανοητικό και σεξουαλικό βιασμό του μικρού αγοριού του.

«Θεία Κωμωδία» (από την «Κόλαση»)
  • «Οι αρουραίοι» από το «Ντόιτσες Τεάτερ»

Αν ζούσε ο Γκόρκι και έβλεπε το έργο του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν «Οι αρουραίοι», από το «Ντόιτσες Τεάτερ» του Βερολίνου, θα διαπίστωνε ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με το δικό «Βυθό». Καθάριο και κριτικής αντίληψης κοινωνικό ρεαλισμό. Συμπόνια και θλίψη για τη σκληρή, πικρή, στερημένη ζωή των φτωχών λαϊκών μαζών, το κυνήγι του μεροκάματου, την ανεργία, την περιθωριοποίηση και λουμπενοποίησή τους, την πολύμορφη και τρισχειρότερη εκμετάλλευση του πιο αδύνατου κρίκου των οικονομικών μεταναστριών, στη σημερινή Γερμανία. Ο Χάουπτμαν ζωγραφίζει με ωμή αλήθεια μια ζοφερή κοινωνική τοιχογραφία, καυτηριάζοντας παράλληλα τον παλιομοδίτικο, μεγαλόσχημο, ρητορικό και κοινωνικά παραπλανητικό και αισθητικά ψεύτικο ιδεαλιστικό του γερμανικού θεάτρου, εντάσσοντας στη μυθοπλασία του και το πρόσωπο ενός βερμπαλιστή, ιδεαλιστικής αισθητικής αντίληψης σκηνοθέτη, ερωτύλου, μοιχού και εκμεταλλευτή ανθρώπων που λαχταρούν να γίνουν ηθοποιοί – τους λογής λογής φουκαράδες και δύστυχους που σέρνονται σαν τα ποντίκια στο σύγχρονο κοινωνικό βυθό. Κεντρικά πρόσωπα αυτού του βυθού είναι μια Γερμανίδα καθαρίστρια κτιρίου, γυναίκα Γερμανού εργάτη, ξεριζωμένου για το μεροκάματο σε άλλη πόλη και αδελφή ενός λούμπεν, βυθισμένου στη βία νεαρού, που εκείνη μεγάλωσε. Πονεμένη από το θάνατο του μωρού της, μην έχοντας ελπίδα να ξαναγεννήσει, η καθαρίστρια εκμεταλλευόμενη την απελπισία μιας παντέρημης, άνεργης, εγκαταλειμμένης από τον αγαπητικό της, εγκύου Πολωνίδας μετανάστριας, παριστάνει ότι εγκυμονεί κι όταν η δύστυχη Πολωνίδα γεννά, της αρπάζει το μωρό της, εξαπατώντας τους γείτονές της, ακόμα και τον άντρα της. Οταν η Πολωνίδα θα καταγγείλει την αρπαγή του μωρού της και το διεκδικήσει, η καθαρίστρια βάζει τον αδελφό της να τρομάξει την Πολωνίδα, αλλά εκείνος αφού γλέντησε με τη δύστυχη την κατέσφαξε, προκαλώντας μεγαλύτερη δυστυχία. Ο νεαρός συλλαμβάνεται, ο εργάτης εγκαταλείπει τη γυναίκα του και εκείνη μην έχοντας τίποτα και κανέναν πια οδηγείται στην αυτοκτονία. Σημαντικό και πολύ επίκαιρο το περιεχόμενο του έργου ευεργετήθηκε με τη λιτότατη, δυναμικής ρεαλιστικής αλήθειας σκηνοθεσία και το ευφυέστατο εύρημά της τα πρόσωπα να κινηθούν στη σκηνογραφικά «ολόγυμνη» σκηνή, με συνεχώς διπλωμένα, σχεδόν στα δύο σώματά τους, καθώς το ύψος της σκηνής ήταν πολύ χαμηλότερο από το ανθρώπινο μπόι, ώστε να υπογραμμιστεί η καταπιεσμένη, βασανισμένη, σερνάμενη ζωή των σημερινών «ταπεινών και καταφρονεμένων». Η αλησμόνητη αυτή παράσταση, «ευλογήθηκε» και από τις σπουδαίες ερμηνείες όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών, με κορυφαίους και συνταρακτικότερους τους ηθοποιούς που ερμήνευσαν τους ρόλους της καθαρίστριας, του άντρα και του αδελφού της.

«Οι αρουραίοι»
  • «Μηχανή Αμλετ» από το «Ντόιτσες Τεάτερ»

Μαθητής του Μπρεχτ στο «Μπερλίνερ Ανσαμπλ», σκηνοθέτης και δραματουργός ο Χάινερ Μίλερ, αναλαμβάνοντας το 1977 να μεταφράσει τον σαιξπηρικό «Αμλετ», σε σκηνοθεσία του Μπενό Μπεσόν, αντί της μετάφρασης έγραψε και προόρισε ως εμβόλιμο σχόλιο στην παράσταση του Μπεσόν, ένα μικρό, μονολογικό κείμενο με τίτλο «Μηχανή Αμλετ». Μετά από επεξεργασία του, το έργο παρουσιάστηκε το 1979 στη Γαλλία, κάνοντας γνωστό τον Μίλερ και εκτός ΓΛΔ. Το κείμενο εμπνεόμενο από το σαιξπηρικό δράμα, τις «πληγές», την οργή και εκδίκηση του Αμλετ, στοχάζεται γύρω από την αιματηρή πορεία της ανθρωπότητας και το «μηχανισμό» αρπαγής της εξουσίας από δόλιους και σάπιους φονιάδες. Μόνο ιστορικά αδιάβαστοι, νοσηροί «εγκέφαλοι» και σκόπιμοι παρερμηνευτές του έργου του Μίλερ μπορεί να «εφευρίσκουν» ότι το «Μηχανή Αμλετ» είναι «αλληγορία για το τέλος του ψυχρού πολέμου (…) αναμνήσεις από την πτώση της σοσιαλιστικής ουτοπίας» ενός «απογοητευμένου στοχαστή, βαθιά απαισιόδοξο, με την πλάτη στραμμένη στα ερείπια της Ευρώπης», δηλαδή τα ερείπια του σοσιαλιστικού κόσμου, όπως αναφέρει στο πρόγραμμα της παράστασης η θεατρολόγος του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο φιλοξένησε στο «Κοτοπούλη – Ρεξ» την παράσταση του έργου, με σκηνοθέτη και βασικό ερμηνευτή στο ρόλο του Αμλετ – για την ακρίβεια ενός σκηνοθέτη και ηθοποιού που υποδύεται το πρόσωπο του Αμλετ – τον εγκατεστημένο και επιτυχημένο στη Γερμανία, Βούλγαρο σκηνοθέτη Ντίμιτρι Γκότσεφ. Ο Γκότσεφ «διάβασε» το έργο υποκειμενικά, βάσει της δικής απογοήτευσης αλλά και του αγωνιώδους σύγχρονου κοινωνικού προβληματισμού του. Η «ανάγνωσή» του ελέγχεται ιδεολογικά, όμως η λιτή σκηνοθεσία του και πρωτίστως η δική του ερμηνεία του, όπως και η καθοδήγησή του στην ερμηνεία των δύο άλλων νέων ηθοποιών, αποτέλεσαν ένα μεγάλο μάθημα θεατρικού λόγου, υποδειγματική διδαχή του αξιώματος «εν αρχή ην ο λόγος».