***«Η Σούτρα της Μεγάλης Σοφίας» και «Σανμπασό» / Φεστιβάλ Αθηνών – Ηρώδειο
10 Ιουλίου, 2010 Σχολιάστε
Ανιαρή, χωρίς ατμόσφαιρα, βραδιά Νο
- ***«Η Σούτρα της Μεγάλης Σοφίας» και «Σανμπασό» / Φεστιβάλ Αθηνών – Ηρώδειο
- Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010
Γόνος μιας οικογένειας που συνδέθηκε σχεδόν κληρονομικά με την έρευνα, αναβίωση και πρακτική του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου, ο Ροκούρο Ουμεγουάκα προσπάθησε από νωρίς να εμβολιάσει την οικογενειακή παράδοση μυστών τού Νο με νεωτερίζοντα, δυτικότροπα στοιχεία.
Ωστόσο, αυτό που είδαμε στο Ηρώδειο προέρχεται από την εξίσου σημαντική συμβολή του στην παράδοση του ανατολίτικου θεάτρου, που είναι η ανακάλυψη και επεξεργασία παλιών και ξεχασμένων σήμερα έργων τού Νο. Μαζί με τον κριτικό Ντομότο Μασάκι έχουν καταφέρει να αναβιώσουν με αυτόν τον τρόπο μια σειρά από σημαντικά έργα, ανάμεσα στα οποία και το περίφημο «Η Σούτρα της Μεγάλης Σοφίας». Ανήκει στα έργα του Νο που έμειναν ξεχασμένα έπειτα από τη μεγάλη -λαϊκή- άνθηση του είδους και τη μετέπειτα παρακμή του τον 18ο αιώνα.
Εμάς, εδώ, το είδος τού Νο, (και το ομόρριζο κωμικό του αντίβαρο, Κιόγκεν, από το οποίο είδαμε μια προγενέστερη μορφή του, το «Σανμπασό») μας ενδιαφέρει για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η εντυπωσιακή ομοιότητα που εμφανίζει με το αρχαίο θέατρο, ή τουλάχιστον με ό,τι η αρχαιογνωστική προσέγγιση έχει παραδώσει σαν τεκμήρια του αρχαίου θεάτρου. Πράγματι, υπάρχουν ομοιότητες -εξωτερικές, φορμαλιστικές- που φέρνουν κοντά τα δύο σκηνώματα της εμπειρίας του ανθρώπου και δημιουργούν πολλές, άλλοτε ευφάνταστες και άλλοτε λογικές, συσχετίσεις. Αν βέβαια αφαιρέσουμε τον ανθρωπολογικό παράγοντα, όπως και την υπόθεση ότι κάθε φυσική ανάπτυξη του θεατρικού φαινομένου οφείλει να ακολουθεί κοινούς κανόνες, θα πρέπει να προσγειωθούμε στο ότι οι δύο μορφές απέχουν, εκτός από χωρικά και χρονικά, με αποστάσεις που καλύπτουν (αντίστροφα) τη διαφορά του σύγχρονου θεάτρου με την εποχή του «Χριστού Πάσχοντος». Επίσης θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι πολιτισμικοί παράγοντες που πλαισιώνουν το θέατρο Νο και το αττικό δράμα είναι τόσο διαφορετικοί όσο και οι κοσμοαντιλήψεις Δύσης και Ανατολής. Και θα πρέπει, τέλος, να παραδεχθούμε -χωρίς ίχνος δυτικότροπης περιαυτολογίας- ότι παρά το κοινό θεολογικό υπόστρωμα, τη λίγο-πολύ παρόμοια διαμόρφωση, αλλά και τα παρεμφερή φορμαλιστικά στοιχεία, το ελληνικό δράμα είναι απείρως πλουσιότερο, και -γιατί όχι- περισσότερο σύγχρονο, από κάθε άποψη.
Εδώ παρεμβαίνει όμως ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο τόσο ενδιαφέρει το θέατρο Νο. Είναι η σχεδόν λησμονημένη ικανότητά του να συνομιλεί (με το θέμα και το κοινό) μέσω μιας ριζικής γλώσσας, ιδιαίτερης, αυτόνομης, ελεύθερης από κάθε μορφή λογοτεχνίας. Αυτό ζήλεψε στο ανατολίτικο θέατρο πάνω απ’ όλα ο Δυτικός καλλιτέχνης, περισσότερο και από τον φίνο μινιμαλισμό, τη λεπτεπίλεπτη αισθητική και τη σπουδαία επαγωγική του ικανότητα. Πέρα από τη θραύση του ψυχολογισμού, την άρση της αληθοφάνειας, ακόμα και τη βαριά αίσθηση της συνέχειας, ο νεωτερισμός, κουρασμένος κάποτε από τη διασπορά του νοήματος σε τόσες επιφάνειες, έστρεψε την προσοχή του στην απόλυτη, μοναστική συγκέντρωση του Ανατολίτη καλλιτέχνη στον στόχο του. Ετσι το θέατρο Νο έγινε κατανοητό σαν κιβωτός της χαμένης εσωτερικότητας του θεάτρου, της τελετουργικής αδιαφορίας του για τον φτωχό εξωτερικό κόσμο. Κουβαλά τη μνήμη ενός ηθοποιού που, σιωπηλός και ακίνητος, μπορεί να μεταδώσει την εσωτερική αναταραχή, γιατί τον ενδιαφέρει να τη νιώσει μέσα του σαν άμμο και σαν κύμα.
Θαυμαστά όλα αυτά, και απροσπέλαστα στους αμύητους. Χωρίς υπέρτιτλους, με μια προβληματική μετάφραση της υπόθεσης των έργων, χωρίς μια κάποια εισαγωγή που να τοποθετεί τα πράγματα στη σωστή βάση, είναι λογικό το ενδιαφέρον να ξεθυμάνει στον φαντασμαγορικό εξωτισμό και στο άκουσμα του ηχοχρώματος της αλλότριας γλώσσας. Ισως κάποιοι να ένιωσαν μια αίσθηση μεγαλείου και μέτρου στην όλη παρουσίαση. Το αληθινό περιεχόμενο ωστόσο της βραδιάς έμεινε σε μια ανιαρή, χωρίς ατμόσφαιρα και με μέτρια οργάνωση, παρακολούθηση.*
Πρόσφατα σχόλια