Με διαβολική παιδικότητα

  • Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
    ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010
  • Στο «Studio Κυψέλης» σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ένας ηθοποιός µε πείρα και ιδιότυπο προσωπικό ύφος. Ο Σταµάτης Τζελέπης

Ο Λάκης Μιχαηλίδης που πρόσφατα έφυγε από τη µαταιότητα αυτού του κόσµου υπήρξε για χρόνια ένας πολυτάλαντος και δηµιουργικός σε κάθε είδος που καλλιέργησε συγγραφέας. Θεσσαλονικιός, µαθήτευσε σε δραµατική σχολή και από τα πρώτα του νεανικά χρόνια ασχολήθηκε µε αξιοσηµείωτη επιτυχία στη διαφήµιση ως κειµενογράφος. Σε µίζερους ακόµη καιρούς, σε υποανάπτυκτο στάδιο σχεδόν ερασιτεχνικό, η διαφήµιση του χρωστάει µερικά από τα δηµοφιλέστερα σλόγκαν.

Για όσους δεν αντιλαµβάνονται τι σηµαίνει αυτό, θα τόνιζα πρώτα και κύρια τον καθοριστικό ρόλο που παίζει στην προίκα του διαφηµιστή κειµενογράφου η Γλώσσα: εν πρώτοις πλήρης έλεγχος της διαχρονίας της ώστε ανά πάσα στιγµή να χρησιµοποιείται η τυπολογική ποικιλία της ελληνικής στα απαραίτητα παιχνίδια µε τις λέξεις, τον ήχο τους και συχνά την πολυσηµία τους. Ο διαφηµιστής – κειµενογράφος που γνωρίζει σε ποιο επίπεδο εκπαίδευσης καταναλωτή απευθύνεται, πρέπει να χτυπήσει φλέβα που να ανταποκρίνεται στο γλωσσικό της οπλοστάσιο. Θεωρώ αυτονόητο πως το κείµενο που πρόκειται να προκαλέσει επιθυµία αγοράς, απόκτησης θα έχει ακρίβεια πληροφορίας, σαφήνεια µηνύµατος, πυκνότητα διατύπωσης και λιτότητα, οικονοµία.

Αυτή είναι η προίκα του Λάκη Μιχαηλίδη όταν αποφασίζει να γράψει θέατρο. Είναι, ελπίζω, αυτονόητο πως κάθε διαφηµιστής – κειµενογράφος δεν είναι ικανός να γίνει θεατρικός συγγραφέας ή πεζογράφος ή δοκιµιογράφος. Ο Λάκης Μιχαηλίδης, που είχα την τύχη για χρόνια να συνοµιλώ και να ανταλλάσσω µαζί του λεκτικές αψιµαχίες, διέθετε µια σπάνια λογοτεχνική περιουσία εξ αναγνώσεως. Γνώριζε σε βάθος το µεγάλο θέατρο και κυρίως τους κωµωδιογράφους των ηθών και της σάτιρας από τον Μολιέρο και τον Γκόγκολ έως τον Τσέχωφ, τον Φεντώ και τον Ξενόπουλο. Το νοµικό του υπόβαθρο, αφού είχε σπουδάσει τη Νοµική, του επέτρεπε να προσεγγίζει τον άνθρωπο ως παραβατικό ζώο, ως ανήθικο υποκείµενο, ως ενοχή και κυνική αδιαφορία µέσα από τα ποινικά και ενοχικά συµφραζόµενα. Εν ολίγοις ο Λάκης Μιχαηλίδης διέθετε µια πλούσια παρακαταθήκη γνώσεων και εµπειριών που στήριζε το συγγραφικό του ταλέντο.

Ξεκίνησε µε κείµενα – νούµερα στην επιθεώρηση. Ενα νούµερο, και µάλιστα επιτυχηµένο, επιθεώρησης είναι δυσκολότερο από ένα θεατρικό µονόπρακτο, αφού απαιτεί να εξαντλήσει το θέµα του, να εξαπολύσει το µήνυµά του (σατιρικό ή διδακτικό) σε λίγα λεπτά, να µείνει στη συνείδηση του θεατή και µετά την εγκατάλειψη της σκηνής από τον ηθοποιό και, αν τα καταφέρει, να του σφηνώσει στη µνήµη µια σηµαίνουσα φράση. Ο Λάκης Μιχαηλίδης είναι που έκανε πανελλήνιο σλόγκαν το «Αµ πώς» του Χατζηχρήστου.

Είχα την τιµή να προλογίσω ένα έξοχο και εξαντλητικό βιβλίο για το πώς γράφεται η επιθεώρηση του Μιχαηλίδη, µείγµα αυτοβιογραφίας και εγχειριδίου επιθεωρησιακής γραφής. Ο Λάκης Μιχαηλίδης ευδοκίµησε ως σεναριογράφος. Ο λαϊκός κινηµατογράφος τον κατατάσσει ως κορυφαίο δίπλα στον Σακελλάριο, τον Δαλιανίδη, τον Λαζαρίδη, πρωτότυπο συγγραφέα σεναρίων, µιας τεχνικής που δεν διδάσκεται, πουθενά συστηµατικά, τουλάχιστον στην Ελλάδα, όπου και υστερούµε, αλλά που κάποιοι ξύπνιοι αυτοδίδακτοι στο είδος κατόρθωσαν να διακριθούν και να λάµψουν. Ο Λάκης ήταν ένας από αυτούς. Ο Μιχαηλίδης έγραψε και πεζογραφία, αλλά το θέατρο το τίµησε.

Λάτρευε τον Τσέχωφ και τον Γκόγκολ, τα µονόπρακτα του πρώτου, τα παντρολογήµατα του δεύτερου. Εχοντας ένα εκπληκτικό χιούµορ που το διαχειριζόταν µε µια διαβολική παιδικότητα, επιφανειακά αθώα αλλά υπογείως βιτριολική, διέπρεψε στην ευφυή ατάκα, στον τσεκουράτο διάλογο και στην πυκνή διαγραφή της καρικατούρας των αρνητικών κυρίως χαρακτήρων ή τύπων. Θα επιµείνω κυρίως στα µονόπρακτά του και όσα µε διαβρωτικό χιούµορ και κοινωνικό νυστέρι αναφέρονται στις τελετές περί τον θάνατο και τη σάτιρα των περιλειποµένων (συζύγων, κληρονόµων, συναδέλφων και αντιπάλων). Τέσσερα από αυτά µε τον γενικό τίτλο «Βlack Ηumor» παρουσιάζονται τώρα στο θέατρο «Studio Κυψέλης» µε τους επιµέρους τίτλους: «Μπουτίκ τελετών», «Ο επικήδειος», «Το µνηµόσυνο», «Αντί στεφάνου». Πρόκειται κυριολεκτικά για κείµενα τσεχωφικού οίστρου χωρίς προηγούµενο στην ελληνική δραµατουργία πλην συγκεκριµένων εξαιρέσεων. Τα: «Ο θάνατός σου η ζωή µου» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, «Τελετή» του Παύλου Μάτεσι και «Ο επικήδειος» του Ιάκωβου Καµπανέλλη.

Αντιλαµβάνοµαι γιατί σπανίζει το συγκεκριµένο αυτό θεµατολόγιο από το ελληνικό θέατρο, ενώ κυριαρχεί στην αγγλοσαξωνική σκηνή και στην οθόνη. Ο θάνατος, η κηδεία, η παρηγοριά, το πένθος στον τόπο µας είναι χαρακτηριστικά του λυρισµού, δηµοτικού και λόγιου, και δύσκολα κανείς σπάει τα στεγανά για να σατιρίσει το πράγµα.

ΙΝFΟ

«Βlack Ηumor» στο «Studio Κυψέλης» (Σπετσοπούλου 9, Κυψέλη. Τηλ. 210-8819.571)

  • Παίζει µε τα χέρια, τα άλµατα, τα µάτια, τα φρύδια

Ο Μιχαηλίδης στα έξοχα, πράγµατι, κείµενά του σπάει κόκαλα γύρω από τη χηρεία, την κληρονοµιά, την υστεροφηµία, το εµπόριο του πένθους κ.λπ. Αλλά γνωρίζει και πού θα σταµατήσει, από πού και πέρα προσβάλλει ιερά και όσια µιας παράδοσης που έρχεται από τον Οµηρο.

Το µαύρο χιούµορ πρέπει να είναι υποδόριο, έρπον, διαβρωτικό, να γνωρίζει τη δοσολογία και να εκτελείται σοβαρά. Ο Σταµάτης Τζελέπης έχει ευδόκιµα υπηρετήσει τη λαϊκή επιθεώρηση και τη λαϊκή κωµωδία, έχει υποκριτικό κώδικα που κατάγεται από το τσίρκο, την παντοµίµα και τον λαϊκό φλύακα. Είναι κωµικός µε προσωπείο πένθους, απελπισίας και αµηχανίας. Είναι σωµατικός ηθοποιός, παίζει µε τις µούτες, µε τα χέρια, τα άλµατα, τα µάτια, τα φρύδια. Παράγει σηµασίες µε σωµατικό υποκριτικό κώδικα. Και, βέβαια, µε τις σιωπές και τα ανεβοκατεβάσµατα του ρυθµού. Δίπλα του λάµπει µια νέα ηθοποιός που ελπίζω να µη διαψεύσει τις πρώτες εντυπώσεις. Η Εύα Βάρσου έχει γκελ, έχει χιούµορ, έχει αίσθηση ατάκας.Τα λιτά σκηνικά και τα κοστούµια είναι της Δέσποινας Βολίδη, οι χορογραφίες του έµπειρου Γιάννη Χριστόπουλου, οι φωτισµοί του Τοµτσίνι. Τα µονόπρακτα έχουν διανθιστεί µε µουσική και τραγούδια (στίχοι Νίκη Παπουλάκου) του αγέραστου Ζακ Ιακωβίδη.