Το φεγγάρι του Οκτώβρη είναι κόκκινο

  • *«Το φεγγάρι που ματώνει», Θέατρο «Τόπος Αλλού»
  • Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Το έργο του Νίκολας Καζάν επιβεβαιώνει τη μοναδική ικανότητα του αμερικανικού δράματος να σηκώνει κατά βούληση το καπάκι του ρεαλισμού και να αποκαλύπτει κάτω από τα απλά σχήματα της πραγματικότητας την ερεβώδη φύση των πραγμάτων.

Ο Νίκος Καμτσής σκηνοθέτησε το έργο του Νίκολας Καζάν. Σκηνή με τους Ασημάκη Αλεξίου - Μάρλεν Σαΐτη

Ο Νίκος Καμτσής σκηνοθέτησε το έργο του Νίκολας Καζάν. Σκηνή με τους Ασημάκη Αλεξίου – Μάρλεν Σαΐτη

Το «Ματωμένο φεγγάρι», που αναφέρει ο τίτλος είναι το άλλο όνομα της οκτωβριανής πανσέληνου ή της «σελήνης των κυνηγών», εποχή που η παράδοση της κεντρικής Ευρώπης θεωρούσε κάποτε καλή για κυνήγι θηραμάτων αλλά και για την είσοδο δαιμόνων στο φυλαγμένο κλουβί της συνείδησής μας. Ο συμβολισμός δίνει στον Καζάν το πρόσχημα για να προχωρήσει σε ένα απόλυτα συμμετρικό έργο, που ανοίγεται στο θεατή του όπως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στη μια όψη εικονίζεται η Ατη και στο άλλο η Νέμεση.

Η Μάνια εμφανίζεται σαν την ενσάρκωση του τσεφερσιανού ιδεώδους. Είναι μαζί γλυκιά, αμόλυντη, έξυπνη, και το κυριότερο: φορέας ενός καλού που, πέρα από την ηθική σημασία, έχει ακόμα την έννοια της εσωτερικής ροπής του ανθρώπου προς την αγαθότητα και την πίστη. Η δύναμη της Μάνιας επομένως δεν έγκειται μόνο στο τι πιστεύει η ίδια: βρίσκεται στη δυνατότητά της να κάνει τους άλλους να πιστεύουν σ’ αυτό. Είναι εκτός από πρέσβης, φορέας της απόλυτης αγνότητας.

Αυτό το πλάσμα, που σε μια άλλη δραματουργία θα είχε οδηγήσει πιθανόν το συγγραφέα του σε μια εξιδανικευμένη μορφή, στο έργο του Καζάν βρίσκεται εγκλωβισμένο στον ίδιο χώρο με τον εξανθρωπισμένο δαίμονα του Κακού, με τον τυχοδιώκτη έμπορο της Νέας Υόρκης, Αλαν. Ο Αλαν, που εμπορεύεται ακόμα και το σπίτι του και που πουλάει υπηρεσίες με αντίτιμο την αναρρίχησή του στον κόσμο της Μητρόπολης, ελκύεται από τη Μάνια ή μάλλον από αυτό που εκείνη αντιπροσωπεύει. Θέτει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους ένα σχέδιο εκμαυλισμού, που ξεκινά από την εκπόρθηση της ηθικής παρθενίας και καταλήγει στον ωμό σωματικό βιασμό. Παραστάτη και σύμμαχο έχει τον θείο της, που ξεπληρώνοντας κάποιο παλιό χρέος του στον Αλαν ανέχεται τη συμμετοχή του στο έγκλημα.

Το δεύτερο μέρος του δράματος έρχεται ένα χρόνο μετά, και ενώ οι όροι του έχουν αντιστραφεί. Βρισκόμαστε στο διαμέρισμα της Μάνιας, που έχει μετακομίσει ως φοιτήτρια της Ιατρικής στη Νέα Υόρκη. Και επισκέπτες είναι αυτή τη φορά ο Αλαν και ο θείος της. Το δείπνο όμως που τους επιφυλάσσει είναι το αποτέλεσμα της φρικτής αυτοσχέδιας άμβλωσης (που περιγράφεται ρητά στο έργο), και της ανθρωποφαγίας του καρπού του βιασμού.

Εδώ τελειώνει το έργο, αφού έχει ήδη εγκαταλείψει το έδαφος της λογικής και κινείται πια στα όρια του εφιάλτη. Οι όποιες αναφορές της πράξης της Μάνιας στην αρχαία τραγωδία λειτουργούν κυρίως ερμηνευτικά: πιστεύουμε ότι κινούμαστε στο χώρο της μυθικής αναγωγής της πράξης, γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε στη φρίκη. Η παρηγορία είναι βεβαίως σχετική: ένας θεατής λιποθύμησε, λένε, στην πρώτη παράσταση του έργου και, οφείλω να ομολογήσω, πως κι εγώ έπιασα τον εαυτό μου να ζαλίζεται επικίνδυνα. Πέρα όμως από τη φυσική αποστροφή, η πράξη της Μάνιας βρίσκεται στο επέκεινα της ηθικής, σαν πράξη τόσο αυτοκαταστροφική όσο και ετεροκαταστροφική, σαν ενέργεια ενός δαίμονα με ανθρώπινη μορφή: πέραν του καλού και του κακού, η Μάνια υπερίπταται της ιστορίας της και φέρνει στο νου μια σύγχρονη βιασμένη Μήδεια, που ανταποδίδει την αμαρτία του κόσμου με διπλό και τριπλό αντίτιμο.

Ο Νίκος Καμτσής επανέρχεται σε μια παλιά επιτυχία του. Το έργο έχει σκηνοθετηθεί χωρίς ακροβασίες, στην ευθεία γραμμή που οδηγεί από το έγκλημα στην τιμωρία. Ωστόσο, έχει κανείς την εντύπωση ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Οι ηθοποιοί μοιάζουν υποψιασμένοι και σχηματικοί στην απόδοση του ρόλου τους, με αποτέλεσμα το έργο να χάνει κάτι από τη ρεαλιστική συνέπεια. Βέβαια το ίδιο το έργο είναι τόσο δυνατό, που η διδασκαλία ξεχνιέται κάτω από το βάρος της έκβασής του. Η Μάρλεν Σαΐτη αποδίδει ικανοποιητικά, αν και κάπως εκβιαστικά, τον δύσκολο ρόλο της εύθραυστης παιδούλας που μετατρέπεται σε δύναμη εκδίκησης. Καλός ο Ασημάκης Αλεξίου σαν κυνικός Αλαν, η διαφορά της ηλικίας όμως με τη Μάνια θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη. Ο Γκρεγκ του Δημήτρη Κανέλλου μεταφέρει πίσω από το πλαστό χαμόγελο το κενό ενός βαθιά διεφθαρμένου ανθρώπου.*