Τον «Φορτουνάτο» του Φόσκολου σκηνοθέτησε η Μάρθα Φριντζήλα στο Εθνικό Θέατρο
1 Ιουνίου, 2009 Σχολιάστε
-
Σκηνική κακοήθεια
-
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
-
ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009
Τον «Φορτουνάτο» του Φόσκολου σκηνοθέτησε η Μάρθα Φριντζήλα στο Εθνικό Θέατρο. Το έχω επισημάνει και άλλες πολλές φορές αναφερόμενος κυρίως στα προγράμματα, πάντα πλούσια και οικείως ενημερωμένα, που απευθύνονται στους θεατές των παραστάσεων του «Εθνικού Θεάτρου» ότι αποτελούν ένα πλήρες και αδιανόητο, αν το καλοσκεφτεί κανείς, πιστεύω ασυνείδητο δόκανο για να παγιδεύονται αθώοι θεατρόφιλοι.
Σήμερα αναφέρομαι στο αυτονόμως πολύτιμο και ανεξάρτητο από την παράσταση πρόγραμμα της παράστασης του «Φορτουνάτου» του Μαρκαντώνιου Φόσκολου (1655). Για να αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Υπεύθυνη, όπως αναγράφεται, της επιλογής της ύλης είναι η θεατρολόγος Εύα Σαραγά. Επιλέγει σημαντικά και περισπούδαστα κείμενα από καθιερωμένα πανεπιστημιακά βιβλία, που με επιστημοσύνη, μέθοδο, τεκμηρίωση και νηφάλια κρίση εξετάζουν τα βιογραφικά του συγγραφέα, τη δομή και τους χαρακτήρες του ποιητικού κειμένου της κωμωδίας, τα της πολιορκίας του Χάνδακα (Ηρακλείου) την εποχή συγγραφής του έργου και πληροφορίες από την καθημερινή ζωή κατά την εποχή της Ενετοκρατίας και της λεγόμενης κριτικής Αναγέννησης.
Παρ΄ όλο που η προσφερόμενη τροφή για έναν μέσο θεατή παραείναι βαριά, θα μπορούσε κανείς να επαινέσει τον ζήλο του δραματολογικού τμήματος του Εθνικού να εφοδιάσει το κοινό του με υψηλών προδιαγραφών σοβαρά κείμενα αν και θα ανέμενε να είναι εκλαϊκευμένα.
Όταν η διοίκηση του Εθνικού υλοποιώντας τις καταστατικές του αρχές αποφάσισε να διδάξει από σκηνής ένα έργο της κρητικής Αναγέννησης, γραμμένο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας από τους Τούρκους του Χάνδακα, έργο που αντλεί φόρμα, δομή, χαρακτήρες και ύφος από την όψιμη ευρωπαϊκή Αναγέννηση, γραμμένο σε στίχο και μάλιστα στον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο από εξελληνισθέντα Βενετό, πολύ σωστά ο επιμελητής θεατρολόγος που του ανετέθη η συγκρότηση του προγράμματος που θα αποτελέσει μπούσουλα, σωσίβιο, οδοδείχτη για ένα κατά κανόνα ανενημέρωτο κοινό, σοφά το δόμησε.
Γιατί αναλαμβάνει ο επιμελητής υπεύθυνος του προγράμματος αυτόν τον ερευνητικό μόχθο; Ασφαλώς για να βοηθήσει στην κατανόηση του κειμένου, της εποχής του, των εθίμων και των ηθών, της γλωσσικής του ιδιομορφίας αλλά και των κρυφών υπαινιγμών που πιθανόν να διαφύγουν την προσοχή του θεατή.
Διαβάζει λοιπόν ο φιλότιμος θεατής πως τα έργα αυτά, κυρίως οι κωμωδίες, ανάγονται στην παράδοση που αρχίζει από τον Μένανδρο, συνεχίζεται με τον Πλαύτο και τον Τερέντιο στη Ρώμη και προκαλεί την αναγεννησιακή έκρηξη της Λόγιας Κωμωδίας (Κomedia Εrudita).
Διαβάζει το απόσπασμα του εκδότη του έργου: «Τα πρόσωπα της κωμωδίας, έστω κι αν είναι κληρονομημένα από τη νεοκλασική παράδοση, στοιχειοθετούν ένα μικρόκοσμο της αστικής κοινωνίας του Χάνδακα». Και αλλού: «Έτσι παρ΄ όλο που ο “Φορτουνάτος” ασφαλώς δεν είναι μια διεξοδική ηθική αλληγορία, παρουσιάζεται ωστόσο ως παράδειγμα ενός ρητού μηνύματος- και μάλιστα ενός μηνύματος που θα αντιστοιχούσε σαφώς στις ιδεολογικές ανάγκες της βενετικής διοίκησης στο Κάστρο (Χάνδακα) κατά τη διάρκεια της πολιορκίας».
Στέκομαι σε δύο αντιδράσεις: αν ύστερα από δέκα χρόνια εμφανιστεί στο Θεατρικό Μουσείο φοιτητής Θεατρολογίας και προσπαθήσει να ενημερωθεί για την παράσταση αναδιφώντας το πρόγραμμα θα έχει πατήσει άσχημη πεπονόφλουδα. Δεύτερον: τι τραμπάκουλο θα πάθει ο θεατής της παράστασης όταν ενημερωνόμενος από το πρόγραμμα συνειδητοποιήσει πως ό,τι είδε στη σκηνή δεν έχει καμιά κοινωνική, ηθική, παιδευτική ή αισθητική σχέση με τα αναφερόμενα στο πρόγραμμα. Ούτε Λόγια Κωμωδία ούτε κοινωνία αστών στον Χάνδακα του 1655 ούτε νεοκλασική παράδοση.
Να εξηγούμαστε. Ο σκηνοθέτης και οι άλλοι συντελεστές μιας παράστασης κλασικού κυρίως έργου έχουν απόλυτη ελευθερία να παραλάβουν ένα κείμενο θεάτρου και να του αλλάξουν τον φωτισμό αλλά και τα φώτα κρίνοντας, όπως και οι κρίνοντες την παράστασή τους. Τι το θέλαμε λοιπόν το περισπούδαστο πόνημα της φιλέρευνης δραματολόγου του θιάσου. Αν εκείνη συγκρότησε το σώμα του προγράμματος ερήμην τους, ανατριχιάζω. Αν γνώριζαν το περιεχόμενο και άφησαν συνειδητά πλέον για πλάκα τον προσεχή τους θεατή να αλλοφρονήσει ψάχνοντας να βρει το μήνυμα που λέει ο Vincent, το πράγμα είναι ανήθικο, εννοώ βέβαια καλλιτεχνικώς! Ελπίζω να συνέβη το πρώτο και δεν θα ήταν αυταρχικό να παρακαλέσω τη διοίκηση του θεάτρου να απαιτήσει από τους συνεργάτες της να ενημερώνουν οι δημιουργοί τούς θεωρητικούς τι σκέπτονται να πράξουν ώστε τα προγράμματα να είναι αμφιμονοσήμαντα, να αντικατοπτρίζουν αμοιβαία θεωρία και αισθητική και ερμηνευτική πρόταση.
Να τελειώσουν οι πλακίτσες με το αμέριμνο κοινό.
- Βουρ στον πατσά
Η Μάρθα Φριντζήλα είναι μια πολυπράγμων καλλιτέχνις. Παίζει, τραγουδά, σκηνοθετεί και σκηνογραφεί και συχνά χορογραφεί κι όταν όπου ακόμη και σ΄ όλα αυτά μαζί επιτυγχάνει, τη χειροκροτούμε.
Στον «Φορτουνάτο» έχοντας στη διάθεσή της έναν πολυτάλαντο νεανικό κυρίως θίασο έκανε ό,τι της κατέβηκε.
Παρέσυρε αξιόλογους ηθοποιούς που έχουν διακριθεί για την ακρίβεια, τη συνέπεια αλλά και τη σεμνότητα της υπόκρισής τους, να αυθαιρετούν, να θολώνουν τα νερά και να ασελγούν αφόρητα εις βάρος του κειμένου, χαρακτηρολογίας των προσώπων, ηθών εποχής και μουσικής της γλώσσας.
Κυρίαρχο πρόταγμα της σκηνοθετικής σύλληψης (ή μάλλον σκύλευσης) ήταν το λαϊκόν: βουρ στον πατσά.
- Παραλήρημα αυτιστικών όντων
Είναι θλιβερό να βλέπεις τον Βασίλη Ανδρέου (τον πρόσφατο «Ηλίθιο» του Λιβαθινού) να ξεσαλώνει κάνοντας πηδηματάκια, σαχλαμαρίτσες, χάχανα και να κινείται σαν νευρόσπαστο υποδυόμενος τάχα τον αεικίνητο τυπικό δούλο της μενάνδρειας κωμωδίας.
Οι σεμνότεροι, γιατί προφανώς ντρεπόντουσαν και παλιότεροι ηθοποιοί, ο Γιάννης Αναστασάκης και ο Δημ. Λιόλιος φαίνονταν σαν να υστερούν, αφού δεν τους είχε τσιμπήσει η μύγα του αυτοσχεδιαστικού ξεσαλώματος. Ο τρόπος της σκηνοθεσίας ήταν ο γνωστός τρόμος του κενού των νηπίων και ο τρόπος του ρυθμού. Η παράσταση ήταν ένα ξέφρενο χωρίς ήθος, ύφος, παραλήρημα αυτιστικών όντων που αρέσκονταν να εκθεσιάζονται. Ο Σαίξπηρ στον Άμλετ βάζει τον ήρωα να συμβουλεύει ένα μπουλούκι ηθοποιών και να ορίζει το θέατρο καθρέφτη της κοινωνίας και να καυτηριάζει όσους υπερηρωδίζουν τον Ηρώδη και δεν μοιάζουν ούτε με ειδωλολάτρη ούτε με χριστιανό. Επίσης επισημαίνει πως όποιος ηθοποιός πίσω από την πλάτη του συμπαίχτη του κάνει μούτες, γκριμάτσες για να αποσπάσει την προσοχή του χάχα του κοινού είναι κακοήθης. Αυτή η κακοήθεια ήταν η κυρίαρχη αισθητική και «ηθική» της παράστασης της κυρίας Φριντζήλα.
ΥΓ: Θάνο Τοκάκη, Βαγγέλη Χατζηνικολάου, Αγορίτσα Οικονόμου, Μαρία Ζορμπά, Γιώργο Φριτζήλα: Ξεχάστε αυτή την κακή εμπειρία. Δεν ήταν έγκλημα, ήταν κάτι χειρότερο. ΛΑΘΟΣ.
Πρόσφατα σχόλια