* «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς» του Ακύλλα Καραζήση, Εθνικό Θέατρο

  • Το παραμορφωμένο είδωλο
  • ΚΡΙΤΙΚΗ
  • ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΤΖΙΡΗ
  • ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21/03/2009

Ο Ακύλλας Καραζήσης και η γλεντζέδικη παρέα του στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου

Ο Ακύλλας Καραζήσης και η γλεντζέδικη παρέα του στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου

Σε μια γωνιά της τεράστιας σκηνής, έξι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν σε διάφορα μουσικά όργανα, καθώς μια νέα με ηδυπαθή φωνή και μικρόφωνο (Αλκηστις Πουλοπούλου) επιχειρεί την εκμάθηση της γερμανικής σε πρόθυμους θεατές που επαναλαμβάνουν τις τραγανές λέξεις με γελαστή αμηχανία, διασκεδάζοντας τους υπόλοιπους.

Στο βάθος, μια συμβολική μικρογραφία της ιστορικής ελληνικής ταβέρνας του Γιώργου Κοζομπόλη στη Χαϊδελβέργη, με τον ίδιο να υποδύεται ζωντανά τον εαυτό του. Τριγύρω, σκόρπιες πορτοκαλιές φλοκάτες και κεντητά αμπαζούρ παραπέμπουν στα λαϊκά τρόπαια της ελληνογερμανικής διασταύρωσης των πρώτων μεταναστευτικών χρόνων. Σε ένα «φορητό» τραπεζάκι με πικάπ και γρατσουνισμένα βινίλια, δύο τύποι (Ευθύμης Θέου, Γιώργος Τζαβάρας) χρωματίζουν ηχητικά την εικόνα με παλιό Ντίλαν, Πουλόπουλο, Καζαντζίδη και γερμανικά αντίστοιχα της εποχής.

Οταν δεν παρατηρεί σιωπηλός τη ζωή του από απόσταση, αφήνοντας τους άλλους να ανασύρουν τις κατανοητές ή ακατανόητες ψηφίδες της, ο αυτοβιογραφούμενος πρωταγωνιστής (συγγραφέας – σκηνοθέτης) Ακύλλας Καραζήσης μετέχει στο κλίμα ιλαρότητας και ακάματης παραδοξολογίας, παίζοντας με την γλεντζέδικη παρέα του με βιώματα έρωτα, απώλειας, ταυτότητας, καμώματα της μνήμης, αυθαιρεσίες της λογικής, κλισέ της γλώσσας και του θεάτρου. Σε ένα περιφερόμενο λευκό φλοκάτινο (!) παλτό, επικαλείται τα νοτισμένα δάση της χώρας του Σίλερ, «τα φουσκωτά παπλώματα και τα κορίτσια με τις αξύριστες μασχάλες», τον φοιτητικό πανηδονιστικό χαβαλέ των ευφορικών ’70ς, πασπαλισμένο με λίγη μεταφυσική απορία και μπόλικο αξεδίψαστο ναρκισσισμό. «Πηδιούνται, μιλούν, καπνίζουν», λακωνικό σχόλιο σκίτσου του προγράμματος, η αποκλειστική και κατά παραγγελία συνδρομή της Ναταλίας Καραζήση. Γοητευτική και σχετικά άφθαρτη η ιδέα μιας επιστροφής στη μαυρόασπρη Γερμανία των μεταναστών, των τρένων κατά μήκος μιας ατελείωτης Γιουγκοσλαβίας, της καζαντζίδικης παρηγοριάς στην πίκρα της ξενιτιάς, των υποκατάστατων πατρίδας, με «ιερό τέμενος» την ελληνική ταβέρνα, οι αναδρομές στην αγέλαστη, γοτθική φύση και στη μοναξιά των ξένων, άδειων πόλεων τη νύχτα.

Ωστόσο, ταχύτατα οι προσμονές εξανεμίζονται, καθώς οι αναπολήσεις ενός πρώην έφηβου φιλτράρονται μέσα από τις φορμαλιστικές αθλοπαιδιές μιας πολυπράγμονος περφόρμανς που αποστρέφεται όπως ο διάολος το λιβάνι ό,τι είναι «φυσικό» και «ευθύ». Ηλεκτρονικά μεγεθυσμένο λόγος, αδιαφοροποίητη λογόρροια, ευκολίες της εξωστρέφειας, αιφνίδιες ανατροπές κλίματος (μέσα στο μουσικο-τραγουδο-χορευτικό ξεφάντωμα, ξάφνου η μακροσκελής διάλεξη περί παιδικής ηλικίας και άλλων συναφών μιας αυθεντικής ψυχολόγου – Ζωή Σιλλάτ), αναίτιες σφήνες (η φανταστική συνάντηση νεκρού πατέρα και γιου Καραζήση πέρυσι σε λίμνη της Ελβετίας), άσφαιρες ιδέες (μια αυθεντική πιανίστρια -Λόλα Τότσιου- που επί ώρα τσιρίζει λέξεις, κοπανώντας μανιωδώς τα πλήκτρα της)… Σε μια ιδεοληπτική αντίληψη της πρωτοτυπίας, που προσπερνά κάθε όριο, το επινόημα αντικαθιστά το νόημα, την ποίηση, την πνευματικότητα.

Μοναδική ανάσα σε ένα τοπίο χωρίς ψυχική σαφήνεια και αληθινό συναίσθημα, ο γαιώδης Ελληνας ταβερνιάρης, που με μεστές κουβέντες (τα λόγια ευτυχώς δικά του) εξηγεί τις χάρες της πόκας («τζόγος ή γυναίκα; Τζόγος – γιατί κρατά περισσότερο»).

Στη σύγχυση μιας βραδιάς εξαντλημένου μεταμοντερνισμού, χωρίς εκπλήξεις, χαραμίζονται όχι μόνο οι όποιες νύξεις μύχιας και σημαίνουσας αλήθειας και on the road λυρισμού, αλλά και τρεις λαμπεροί ηθοποιοί: Ακύλλας Καραζήσης, Μαρία Σκουλά, Αλκηστις Πουλοπούλου. Μας έχει λείψει ο ηθοποιός Καραζήσης σε έργο άλλου συγγραφέα. Για την ώρα, φαντάζει εκκωφαντική πολυτέλεια η κινητοποίηση ενός ογκώδους και πολυδάπανου κρατικού θεατρικού μηχανισμού για την πραγμάτωση εκστατικά αυτάρεσκων προσωπικών ανησυχιών. Σκηνικά: Ζυλιέτ Ζανκλώντ, κοστούμια: Κατρίν Κρουμπάιν. *